Διαψεύστηκε η υποβάθμιση της Ελλάδας από την S&P. Αμετάβλητη η αξιολόγηση της οικονομίας
Η Standard and Poor’s διατήρησε τελικά την αξιολόγηση Β-/Β για το ελληνικό αξιόχρεο, διατηρώντας πάντως το creditwatch negative.
Ο οίκος αξιολόγησης εκτιμά πως τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, υπάρχουν αβεβαιότητες για το αν η Ελλάδα θα καταλήξει σε μια χρηματοδοτική συμφωνία με τους επίσημους πιστωτές της.
Η S&P σημειώνει ακόμα πως η χρηματοδοτική θέση της Ελλάδας επιδεινώνεται διαρκώς, κάτι που θα απαιτήσει υψηλότερη χρηματοδότηση το δεύτερο τρίμηνο του 2015 για να εξασφαλιστεί η έγκαιρη αποπληρωμή των δανειακών της υποχρεώσεων.
Επιπλέον, τονίζει πως η έλλειψη ενός ξεκάθαρου βραχυπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου σχεδίου χρηματοδότησης και η συνεπαγόμενη πολιτική αβεβαιότητα επιδρούν αρνητικά στις προοπτικές ανάπτυξης και στην φορολογική συμμόρφωση και αυξάνουν το ρίσκο σημαντικών εκροών καταθέσεων.
Ο οίκος προβλέπει ανάπτυξη 1% φέτος και επιτάχυνση στο 2% το 2016. Βλέπει επίσης υποχώρηση του χρέους ως προς το ΑΕΠ στο 171,8% φέτος από 176,1% το 2014, και περαιτέρω αποκλιμάκωση στο 169,7% το 2016.
Οι χρηματοδοτικές ανάγκες
Αναλυτικά, ο οίκος υπογραμμίζει ότι η συμφωνία της 24ης Φεβρουαρίου ανάμεσα στην Ελλάδα και το Eurogroup για την παράταση της Κύριας Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης ως τον Ιούνιο του 2015 δεν έχει αντιμετωπίσει πως θα καλυφθούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας τους επόμενους μήνες.
Η ελληνική κυβέρνηση και οι επίσημοι πιστωτές της φαίνεται να έχουν διάσταση απόψεων σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για να εκταμιευτεί επιπρόσθετη βοήθεια.
Την ίδια ώρα η S&P εκτιμά πως υπάρχουν λίγες πιθανότητες η Ελλάδα να ανακτήσει την πρόσβαση στις αγορές για να βρει εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης τους επόμενους μήνες. Σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης, μια συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και τους επίσημους πιστωτές αποτελεί προϋπόθεση για να περιορίσει η χώρα τα αυξανόμενα ρίσκα ρευστότητας.
Από τον Μάρτιο ως τον Ιούνιο του 2015, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να καταβάλλει πληρωμές κεφαλαίου 4,6 δισ. ευρώ για να εξυπηρετήσει το μακροπρόθεσμο χρέος της, κυρίως στο ΔΝΤ, και 1,9 δισ. ευρώ για πληρωμές τόκων.
Παράλληλα πρέπει να καταβάλλει 11,6 δισ. ευρώ σε λήξεις έντοκων γραμματίων, σε ένα περιβάλλον όπου οι περισσότεροι ξένοι επενδυτές έχουν αποχωρήσει από την αγορά και η ΕΚΤ έχει περιορίσει την ποσότητα των εντόκων που δέχεται για τον ELA.
Τα χρεόγραφα της ελληνικής κυβέρνησης παραμένουν αποκλεισμένα από τα παραδοσιακά κανάλια ρευστότητας του ευρωσυστήματος, καθώς και από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Επιπλέον οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας φαίνεται να αυξάνονται. Ένα έλλειμμα 2,5 δισ. ευρώ στα έσοδα βάζει σε κίνδυνο την βιωσιμότητα του πρωτογενούς πλεονάσματος της γενικής κυβέρνησης.
Στο πλαίσιο αυτό, η S&P εκτιμά πως η κάλυψη των βραχυπρόθεσμων χρηματοδοτικών αναγκών μπορεί να απαιτεί την αύξηση των ληξιπρόθεσμων χρεών προς τους εγχώριους προμηθευτές και την άντληση κεφαλαίων από τα ταμεία δημόσιων θεσμών. Θεωρεί επίσης πιθανό να γίνουν αναλήψεις και από τις καταθέσεις ύψους 10 δισ. ευρώ της κεντρικής κυβέρνησης στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Σύμφωνα με την S&P, μια μεγάλη ανάληψη καταθέσεων από την κυβέρνηση θα αυξήσει τις πιέσεις στην ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών, αν δεν συνοδευτεί από την αύξηση της ρευστότητας από το ευρωσύστημα.
Αβεβαιότητα για την κάλυψη των υποχρεώσεων
Ο οίκος αξιολόγησης προειδοποιεί πως εκτός από τις βραχυπρόθεσμες προκλήσεις για την ρευστότητα, υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα όσον αφορά την δυνατότητα του πολυετούς προγράμματος να καλύψει τις ανάγκες της Ελλάδας πέρα από το πρώτο μισό αυτού του έτους. Συνολικά το 2015, οι ανάγκες της ελληνικής κυβέρνησης θα ανέλθουν στα 21 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων αποπληρωμών χρέους 16 δισ. ευρώ, και υπό την προϋπόθεση ενός πρωτογενούς πλεονάσματος 1,2%.
Το 2016-2018 οι χρηματοδοτικές ανάγκες θα μειωθούν στα 10,6 δισ. ευρώ το χρόνο, δεδομένων των μικρότερων υποχρεώσεων για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Η S&P προβλέπει πως ένα πρωτογενές πλεόνασμα 1% είναι εφικτό μόνο αν διατηρηθεί η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και αναστραφεί η πρόσφατη πτώση στα έσοδα από φόρους.
Πηγή: euro2day.gr