Διονύσιος Σολωμός..”Ύμνος εις την Ελευθερία”.
Διονύσιος Σολωμὸς Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν 1.- Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή, σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ. 2.- Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά, καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη, χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριὰ ! 3.- Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες πικραμένη, ἐντροπαλή, κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες, «ἔλα πάλι» νὰ σοῦ πεῖ. 4.- Ἄργειε νὰ ‘λθει ἐκείνη ἡ μέρα, κι ἦταν ὅλα σιωπηλά, γιατί τὰ ‘σκιαζε ἡ φοβέρα καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά. 5.- Δυστυχής! ΙΙαρηγορία μόνη σου ἔμενε νὰ λὲς περασμένα μεγαλεῖα καὶ διηγώντας τὰ νὰ κλαῖς. 6.- Καὶ ἀκαρτέρει καὶ ἀκαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά, ἕνα ἐκτύπαε τ’ ἄλλο χέρι ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά. 7.- Κι ἔλεες: «Πότε, ἅ, πότε βγάνω τὸ κεφάλι ἀπὸ τσ’ ἐρμιές;». Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνω κλάψες, ἅλυσες, φωνές. 8.- Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμα μὲς στὰ κλάιματα θολό, καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἒσταζ’ αἷμα, πλῆθος αἷμα ἑλληνικό. 9.- Μὲ τὰ ροῦχα αἱματωμένα ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰ νὰ γυρεύεις εἰς τὰ ξένα ἄλλα χέρια δυνατά. 10.- Μοναχὴ τὸ δρόομο ἐπῆρες, ἐξανάλθες μοναχή. δὲν εἲν’ εὔκολες οἱ θύρες, ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλεῖ. 11.- Ἄλλος σου ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια, ἀλλ’ ἀνάσαση καμιά. ἄλλος σου ἔταξε βοήθεια καὶ σὲ γέλασε φριχτά. 12.- Ἄλλοι, ὀϊμέ, στὴ συμφορά σου ὀποῦ ἐχαίροντο πολύ, «σύρε νάβρεις τὰ παιδιά σου, σύρε», ἐλέγαν οἳ σκληροί. 13.- Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρι καὶ ὁλογλήγορο πατεῖ ἢ τὴν πέτρα ἢ τὸ χορτάρι ποῦ τὴ δόξα σου ἐνθυμεῖ. 14,- Ταπεινότατή σου γέρνει ἡ τρισάθλια κεφαλή, σὰν πτωχοῦ ποὺ θυροδέρνει κι εἶναι βάρος του ἢ ζωή. 15.- Ναί, ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή, ποῦ ἀκατάπαυστα γυρεύει ἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανή. 16.- Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά, καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη, χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά! 17.- Μόλις εἶδε τὴν ὁρμή σου ὁ οὐρανός, ποὺ γιὰ τσ’ ἐχθροὺς εἰς τὴ γῆ τὴ μητρική σου ἒτρεφ’ ἄνθια καὶ καρπούς, 18.- ἐγαλήνευσε. καὶ ἐχύθη καταχθόνια μία βοή, καὶ τοῦ Ρήγα σου ἀπεκρίθη πολεμόκραχτη ἡ φωνὴ 19.- Ὅλοι οἱ τόποι σὸν σ’ ἐκράξαν χαιρετώντας σὲ θερμά, καὶ τὰ στόματα ἐφωνάξαν ὅσα αἴσθανετο ἢ χαρδιά. 20.- Ἐφωνάξανε ὡς τ’ ἀστέρια τοῦ Ἰονίου καὶ τὰ νησιά, κι ἐσηκώσανε τὰ χέρια γιὰ νὰ δείξουνε χαρά, 21.- μ’ ὄλον ποὺ ‘ναι ἁλυσωμένο τὸ καθένα τεχνικά, καὶ εἰς τὸ μέτωπο γραμμένο ἔχει: «Ψεύτρα Ἐλευθεριά». 22.- Γκαρδιακὰ χαροποιήθη καὶ τοῦ Βάσιγκτον ἡ γῆ, καὶ τὰ σίδερα ἐνθυμήθη ποῦ τὴν ἔδεναν κι αὐτή. 23.- Ἀπ’ τὸν πύργο τοῦ φωνάζει, σὰ νὰ λέει σὲ χαιρετῶ, καὶ τὴ χήτη τοῦ τινάζει τὸ λιοντάρι τὸ Ἰσπανο. 24.- Ἐλαφιάσθη τῆς Ἀγγλίας τὸ θηρίο, καὶ σέρνει εὐθὺς κατὰ τ’ ἄκρα της Ρουσίας τὰ μουγκρίσματα τσ’ὀργῆς. 25.- Εἰς τὸ κίνημά του δείχνει πῶς τὰ μέλη εἲν’ δυνατά. καὶ στοῦ Αἰγαίου τὸ κύμα ρίχνει μία σπιθόβολη ματιά. 26.- Σὲ ξανοίγει ἀπὸ τὰ νέφη καὶ τὸ μάτι τοῦ Ἀετοῦ, ποῦ φτεράκαι νύχια θρέφει μὲ τὰ σπλάχνα τοῦ Ἰταλοῦ. 27.- καὶ σ ἐσὲ καταγυρμένος, γιατί πάντα σὲ μισεῖ, ἒκρωζ’ ἔκρωζε ὁ σκασμένος, νὰ σὲ βλάψει, ἂν ἠμπορεῖ. 28.- Ἄλλο ἐσὺ δὲν συλλογιέσαι πάρεξ ποὺ θὰ πρωτοπᾶς. δὲν μιλεῖς καὶ δὲν κουνιέσαι στὲς βρισὶες ὀποῦ ἀγρικᾶς, 29.- σὰν τὸ βράχον ὀποῦ ἀφήνει κάθε ἀκάθαρτο νερὸ εἰς τὰ πόδια του νὰ χύνει εὐκολόσβηστον ἀφρό. 30.- ὀποῦ ἀφήνει ἀνεμοζάλη καὶ χαλάζι καὶ βροχὴ νὰ τοῦ δέρνουν τὴ μεγάλη, τὴν αἰώνιαν κορυφή. 31.-Δυστυχιά του, ὤ, δυστυχιά του, ὁποιανοὺ θέλει βρεθεῖ στὸ μαχαίρι σου ἀποκάτου καὶ σ’ ἐκεῖνο ἀντισταθεῖ. 32.- Τὸ θηρίο π’ ἀνανογιέται πῶς. τοῦ λείπουν τὰ μικρά, περιορίζεται, πετιέται, αἷμα ἀνθρώπινο διψᾶ. 33.- τρέχει, τρέχει ὅλα τὰ δάση, τὰ λαγκάδια, τὰ βουνά, κι ὅπου φθάσει, ὅπου περάσει, φρίκη, θάνατος, ἐρμιά. 34.- Ἐρμιά, θάνατος καὶ φρίκη, ὅπου ἐπέρασες κι ἐσύ. ξίφος ἔξω ἀπὸ τὴ θήκη πλέον ἀνδρείαν σου προξενεῖ. 35.- Ἰδού, ἐμπρός σου ὁ τοῖχος στέκει τῆς ἀθλίας Τριπολιτσᾶς. τώρα τρόμου ἀστροπελέκι νὰ τῆς ρίψεις πιθυμᾶς. 36.- Μεγαλόψυχο τὸ μάτι δείχνει, πάντα ὅπως νικεῖ, κι ἃς εἲν ἅρματα γεμάτη καὶ πολέμιαν χλαλοή. 37.- Σοὺ προβαίνουνε καὶ τρίζουν γιὰ νὰ ἰδεῖς πὼς εἲν’ πολλά. δὲν ἀκοῦς ποὺ φοβερίζουν ἄνδρες μύριοι καὶ παιδιά; 38.- Λίγα μάτια, λίγα στόματα θὰ σᾶς μείνουνε ἀνοιχτὰ γιὰ νὰ κλαύσετε τὰ σώματα ποῦ θὲ νὰ ‘βρει ἡ συμφορά! 39.- Κατεβαίνουνε καὶ ἀνάφτει τοῦ πολέμου ἀναλαμπή. τὸ τουφέκι ἀνάβει, ἀστράφτει, λάμπει, κόφτει τὸ σπαθί. 40.- Γιατί ἡ μάχη ἐστάθη ὀλίγη; Λίγα τὰ αἵματα γιατί; Τὸν ἐχθρὸ θωρῶ νὰ φύγει καὶ στὸ κάστρο ν’ ἀνεβεῖ. 41.- Μέτρα ! Εἲν’ ἄπειροι οἱ φευγάτοι, ὀποῦ φεύγοντας δειλιοῦν. τὰ λαβώματα στὴν πλάτη δέχοντ’, ὥστε ν’ ἀνεβοῦν. 42.- Ἐκεῖ μέσα ἀκαρτερεῖτε τὴν ἀφεύγατη φθορά. νά, σᾶς φθάνει. ἀποκριθεῖτε στῆς νυκτὸς τὴ σκοτεινιά! 43.-Ἀποκρίνονται καὶ ἡ μάχη ἔτσι ἀρχίζει, ὀποῦ μακριὰ ἀπὸ ράχη ἐκεῖ σὲ ράχη ἀντιβούιζε φοβερά. 44.- Ἀκούω κούφια τὰ τουφέκια, ἀκούω σμίξιμο σπαθιῶν, ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια, ἀκούω τρίξιμο δοντιῶν. 45.- Ἅ, τί νύκτα ἦταν ἐκείνη ποῦ τὴν τρέμει ὁ λογισμός! Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνη πάρεξ θάνατου πικρός. 46.- Τῆς σκηνῆς ἡ ὥρα, ὁ τόπος, οἱ κραυγές, ἡ ταραχή, ὁ σκληρόψυχος ὁ τρόπος τοῦ πολέμου, καὶ οἱ καπνοί, 47.- καὶ οἱ βροντές, καὶ τὸ σκοτάδι ὀποῦ ἀντίσκοφτε ἡ φωτιά, ἐπαράστεναν τὸν Ἅδη ποῦ ἀκαρτέρειε τὰ σκυλιά. 48.- Τ’ ἀκαρτέρειε. Ἐφαῖνοντ’ ἴσκιοι ἀναρίθμητοι, γυμνοί, κόρες, γέροντες, νεανίσκοι, βρέφη ἀκόμη εἰς τὸ βυζί. 49.- Ὅλη μαύρη μυρμηγκιάζει, μαύρη ἡ ἐντάφια συντροφιά, σὰν τὸ ροῦχο ὀποῦ σκεπάζει τὰ κρεβάτια τὰ στερνά. 50.- Τόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοι ἐπετιοῦντο ἀπὸ τὴ γῆ, ὅσοι εἲν’ ἄδικα σφαγμένοι, ἀπὸ τούρκικην ὀργή. 51.- Τόσα πέφτουνε τὰ θερι- σμένα ἀστάχια εἰς τοὺς ἀγρούς. σχεδὸν ὅλα ἐκειὰ τὰ μέρη ἐσκεπάζοντο ἀπ’ αὐτούς. 52.- Θαμποφέγγει κανέν’ ἄστρο, καὶ ἀναδεύοντο μαζί, ἀνεβαίνοντας τὸ κάστρο μὲ νεκρώσιμη σιωπή. 53.- Ἔτσι χάμου εἰς τὴν πεδιάδα, μὲς στὸ δάσος τὸ πυκνό, ὅταν στέλνει μίαν ἀχνάδα μισοφέγγαρο χλωμό, 54.- ἐὰν οἱ ἄνεμοι μὲς στ’ ἄδεια τὰ κλαδιὰ μουγκοφυσοῦν, σειοῦνται, σειοῦνται τὰ μαυράδια, ὀποῦ οἱ κλῶνοι ἀντικτυποῦν. 55.- Μὲ τὰ μάτια τοὺς γυρεύουν ὅπου εἲν’ αἵματα πηχτά, καὶ μὲς στὰ αἵματα χορεύουν μὲ βρυχίσματα βραχνά. 56.- καὶ χορεύοντας μανίζουν εἰς τοὺς Ἕλληνες κοντά, καὶ τὰ στήθια τοὺς ἐγγίζουν μὲ τὰ χέρια τὰ ψυχρά. 57.- Ἐκειὸ τὸ ἔγγισμα πηγαίνει βαθιὰ μὲς στὰ σωθικά, ὅθεν ὅλη ἡ λύπη βγαίνει, κι ἄκρα αἰσθάνονται ἀσπλαχνιά. 58.- Τόοτε αὐξαίνει τοῦ πολέμου ὁ χορὸς τρομακτικά, σὰν τὸ σκόρπισμα τοῦ ἀνέμου στοῦ πελάου τὴ μοναξιά. 59.- Κτυποῦν ὅλοι ἀπάνου κάτου. κάθε κτύπημα ποὺ ἐβγεῖ εἶναι κτύπημα θανάτου χωρὶς νὰ δευτερωθεῖ. 60.- Κάθε σῶμα ἱδρώνει, ρέει. λὲς κι ἐκείθενε ἡ ψυχὴ ἀπ’ τὸ μίσος ποὺ τὴν καίει πολεμάει νὰ πεταχθεῖ. 61.- Τῆς καρδίας κτυπίες βροντᾶνε μὲς στὰ στήθια τοὺς ἀργά, καὶ τὰ χέρια ὀποῦ χουμᾶνε περισσότερο εἲν’ γοργά. 62.- Οὐρανὸς γι’ αὐτοὺς δὲν εἶναι, οὐδὲ πέλαγο, οὐδὲ γῆ. γι’ αὐτοὺς ὅλους τὸ πᾶν εἶναι μαζωμένο ἀντάμα ἐκεῖ. 63.- Τόση ἡ μάνητα κι ἡ ζάλη, ποῦ στοχάζεσαι μὴ πὼς ἀπὸ μία μεριὰ καὶ ἀπ’ ἄλλη δὲν μείνει ἒ ν ἃ ς ζωντανός. 64.- Κοίτα χέρια ἀπελπισμένα πῶς θερίζουνε ζωές! Χάμου πέφτουνε κομμένα χέρια, πόδια, κεφαλές, 65.- καὶ παλάσκες καὶ σπαθὶα μὲ ὁλοσκόρπιστα μυαλά, καὶ μὲ ὁλόσχιστα κρανία, σωθικὰ λαχταριστά. 66.- Προσοχὴ καμία δὲν κάνει κανείς, ὄχι, εἰς τὴ σφαγή. πᾶνε πάντα ἐμπρός. Ὤ, φθάνει, φθάνει. ἕως πότε οἱ σκοτωμοί; 67.- Ποὶος ἀφήνει ἐκεῖ τὸν τόπο, πάρεξ ὅταν ξαπλωθεῖ; Δὲν αἰσθάνονται τὸν κόπο καὶ λὲς κι εἶναι εἰς τὴν ἀρχή. 68.- Ὀλιγόστευαν οἱ σκύλοι, καὶ «Ἀλλά», ἐφώναζαν, «Ἀλλά», καὶ τῶν Χριστιανῶν τὰ χείλη «φωτιά», ἐφώναζαν, «φωτιά». 69.- Λιονταρόψυχα ἐκτυπιοῦντο, πάντα ἐφώναζαν «φωτιά», καὶ οἱ μιαροὶ κατασκορπιοῦντο, πάντα σκούζοντας «Ἀλλά». 70.- Παντοῦ φόβος καὶ τρομάρα καὶ φωνὲς καὶ στεναγμοί. παντοῦ κλάψα, παντοῦ ἀντάρα, καὶ παντοῦ ξεψυχισμοί. 71.- Ἦταν τόσοι ! Πλέον τὸ βόλι εἰς τ’ αὐτιὰ δὲν τοὺς λαλεῖ. Ὅλοι χάμου ἐκεῖτοντ’ ὅλοι εἰς τὴν τέταρτην αὐγή. 72.- Σὰν ποτάμι τὸ αἷμα ἐγίνη καὶ κυλάει στὴ λαγκαδιά, καὶ τὸ ἀθῶο χόρτο πίνει αἷμα ἀντὶς γιὰ τὴ δροσιά. 73.- Τῆς αὐγῆς δροσάτο ἀέρι, δὲν φυσᾶς τώρα ἐσὺ πλιο στῶν ψευδόπιστων τὸ ἀστέρι. φύσα, φύσα εἰς τὸ ΣΤΑΥΡΟ! 74.- Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά, καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη, χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά! 75.- Τῆς Κορίνθου ἰδοὺ καὶ οἱ κάμποι. δὲν λάμπ’ ἥλιος μοναχὰ εἰς τοὺς πλάτανους, δὲν λάμπει εἰς τ’ ἀμπέλια, εἰς τὰ νερά. 76.- Εἰὶς τὸν ἥσυχον αἰθέρα τώρα ἀθώα δὲν ἀντηχεῖ τὰ λαλήματα ἡ φλογέρα, τὰ βελάσματα τὸ ἄρνι. 77.- Τρέχουν ἅρματα χιλιάδες σὰν τὸ κύμα εἰς τὸ γιαλό, ἀλλ’ οἱ ἀνδρεῖοι παλληκαράδες δὲν ψηφοῦν τὸν ἀριθμό. 78.- Ὢ τρακόσιοι, σηκωθεῖτε καὶ ξανάλθετε σέ μας. τὰ παιδιά σας θέλ’ ἰδεῖτε πόσο μοιάζουνε μέ σας. 79.- Ὅλοι ἐκεῖνοι τὰ φοβοῦνται καὶ μὲ πάτημα τυφλὸ εἰς τὴν Κόρινθο ἀποκλειοῦνται κι ὅλοι χάνουνται ἀπ’ ἐδῶ. 80.- Στέλνει ὁ ἄγγελος τοῦ ὀλέθρου πείνα καὶ θανατικό, ποῦ μὲ σχῆμα ἑνὸς σκελέθρου περπατοῦν ἀντάμα οἱ δυό. 81.- καὶ πεσμένα εἰς τὰ χορτάρια ἀπεθαίνανε παντοῦ τὰ θλιμμένα ἀπομεινάρια τῆς φυγῆς καὶ τοῦ χαμοῦ. 82.- Κι ἐσὺ ἀθάνατη, ἐσὺ θεία, ποῦ ὅ,τι θέλεις ἠμπορεῖς, εἰς τὸν κάμπο, Ἐλευθερία, ματωμένη περπατεῖς. 83.- Στηὴ σκιὰ χεροπιασμένες, στὴ σκιὰ βλέπω κι ἐγὼ κρινοδάκτυλες παρθένες ὀποῦ κάνουνε χορό. 84.- Στὸ χορὸ γλυκογυρίζουν ὡραία μάτια ἐρωτικά, καὶ εἰς τὴν αὔρα κυματίζουν μαῦρα, ὁλόχρυσα μαλλιά. 85.- Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει πῶς ὁ κόρφος καθεμιᾶς γλυχοβύζαστο ἑτοιμάζει γάλα ἀνδρείας κι ἐλευθεριᾶς. 86.- Μὲς στὰ χόρτα, τὰ λουλούδια, τὸ ποτήρι δὲν βαστῶ. φιλελεύθερα τραγούδια σὰν τὸν Πίνδαρο ἐκφωνῶ. 87.- Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά, καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη, χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριὰ ! 88.- Πῆγες εἰς τὸ Μεσολόγγι τὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ, μέρα ποὺ ἄνθισαν οἱ λόγγοι γιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ. 89.- Σοὺ ‘λθε ἐμπρὸς λαμποκοπώντας ἡ Θρησκεία μ’ ἕνα σταυρό, καὶ τὸ δάκτυλο κινώντας ὀποῦ ἀνεῖ τὸν οὐρανό, 90.- «σ’ αὐτό», ἐφώναξε, «τo χῶμα στάσου ὁλόρθη, Ἐλευθεριά!». Καὶ φιλώντας σου τὸ στόμα μπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά. 91.- Εἰς τὴν τράπεζα σιμώνει, καὶ τὸ σύγνεφο τὸ ἀχνὸ γύρω γύρω τῆς πυκνώνει ποῦ σκορπάει τὸ θυμιατό. 92.- Ἀγρικάει τὴν ψαλμωδία ὀποῦ ἐδίδαξεν αὐτή. βλέπει τὴ φωταγωγία στοὺς Ἁγίους ἐμπρὸς χυτή. 93.- Ποιοὶ εἲν’ αὐτοὶ ποὺ πλησιάζουν μὲ πολλὴ ποδοβολή, κι ἂρματ’, ἅρματα ταράζουν; Ἐπετάχτηχες ἐσύ! 94.- Ἅ, τὸ φῶς ποὺ σὲ στολίζει, σὰν ἡλίου φεγγοβολῆ, καὶ μακρόθεν σπινθηρίζει, δὲν εἶναι, ὄχι, ἀπὸ τὴ γῆ. 95.- Λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδη χεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμός. φῶς τὸ χέρι, φῶς τὸ πόδι, κι ὅλα γύρω σου εἶναι φῶς. 96.- Τὸ σπαθί σου ἀντισηκώνεις, τρία πατήματα πατᾶς, σὰν τὸν πύργο μεγαλώνεις, κι εἰς τὸ τέταρτο κτυπᾶς. 97.- Μὲ φωνὴ ποὺ καταπείθει προχωρώντας ὁμιλεῖς: «Σήμερ’, ἄπιστοι, ἐγεννήθη, ναὶ τοῦ κόσμου ὁ Λυτρωτής. 98.- Αὐτὸς λέγει, ἀφοκρασθεῖτε: “Ἐγὼ εἲμ’ Ἄλφα, Ὠμέγα ἔγω. πέστε, ποὺ θ’ ἀποκρυφθεῖτε ἐσεῖς ὅλοι, ἂν ὀργισθῶ; 99.- Φλόγα ἀκοίμητήν σας βρέχω, ποῦ, μ’ αὐτὴν ἂν συγκριθεῖ κείνη ἡ κάτω ὀποῦ σας ἔχω, σὰν δροσιὰ θέλει βρεθεῖ. 100.- Κατατρώγει, ὡσὰν τὴ σχίζα, τόπους ἄμετρα ὑψηλούς, χῶρες, ὅρη ἀπὸ τὴ ρίζα, ζῶα καὶ δέντρα καὶ θνητούς. 101.- Καὶ τὸ πᾶν τὸ κατακαίει, καὶ δὲν σώζεται πνοή, πάρεξ τοῦ ἄνεμου ποὺ πνέει μὲς στὴ στάχτη τὴ λεπτή”». 102.- Κάποιος ἤθελε ἐρωτήσει: Τοῦ θυμοῦ Τοῦ εἶσαι ἀδελφή; Ποὶος εἲν’ ἄξιος νὰ νικήσει ἢ μὲ σὲ νὰ μετρηθεῖ; 103.- Ἡ γῆ αἰσθάνεται τὴν τόση τοῦ χεριοῦ σου ἀνδραγαθιά, ποῦ ὅλην θέλει θανατώσει τὴ μισόχριστη σπορά. 104.- Τὴν αἰσθάνονται καὶ ἀφρίζουν τὰ νερά, καὶ τ’ ἀγρικῶ δυνατὰ νὰ μουρμουρίζουν σὰν νὰ ρυάζετο θηριό. 105.- Κακορίζικοι, ποὺ πάτε τοῦ Ἀχελώου μὲς στὴ ροὴ καὶ πιδέξια πολεμᾶτε ἀπὸ τὴν καταδρομὴ 106.- νὰ ἀποφύγετε; Τὸ κύμα ἔγινε ὅλο φουσκωτό. ἐκεῖ εὐρήκατε τὸ μνῆμα πρὶν νὰ εὐρεῖτε ἀφανισμό. 107.- Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει κάθε λάρυγγας ἐχθροῦ, καὶ τὸ ρεῦμα γαργαρίζει τὲς βλασφήμιες τοῦ θυμοῦ. 108.- Σφαλερὰ τετραποδίζουν πλῆθος ἄλογα, καὶ ὀρθὰ τρομασμένα χλιμιτρίζουν καὶ πατοῦν εἰς τὰ κορμιά. 109.- Ποὶος στὸ σύντροφον ἁπλώνει χέρι, ὡσὰν νὰ βοηθηθεῖ. ποὶος τὴ σάρκα τοῦ δαγκώνει ὅσο ὀποῦ νὰ νεκρωθεῖ. 110.- Κεφαλὲς ἀπελπισμένες, μὲ τὰ μάτια πεταχτά, κατὰ τ’ ἄστρα σηκωμένες γιὰ τὴν ὕστερη φορᾶ. 111.- Σβιέται -αὐξαίνοντας ἡ πρώτη τοῦ Ἀχελώου νεροσυρμή- τὸ χλιμίτρισμα καὶ οἱ κρότοι καὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ γογγυσμοί, 112.- Ἔτσι ν’ ἄκουα νὰ βουΐξει τὸ βαθὺν Ὠκεανό, καὶ στὸ κύμα του νὰ πνίξει κάθε σπέρμα ἀγαρηνό! 113.- Καὶ ἐκεῖ ποὺ ‘ναι ἡ Ἁγία Σοφία, μὲς στοὺς λόφους τοὺς ἑπτά, ὅλα τ’ ἄψυχα κορμία, βραχοσύντριφτα, γυμνά, 114.- σωριασμένα νὰ τὰ σπρώξει ἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ, κι ἀπ’ ἐκεῖ νὰ τὰ μαζώξει ὁ ἀδελφός του Φεγγαριοῦ. 115.- Κάθε πέτρα μνῆμα ἂς γένει, κι ἡ Θρησκεία κι ἡ Ἐλευθεριὰ μ’ ἀργὸ πάτημα ἂς πηγαίνει μεταξύ τους καὶ ἂς μετρᾶ. 116.- Ἕνα λείψανο ἀνεβαίνει τεντωτό, πιστομητό, κι ἄλλο ξάφνου κατεβαίνει καὶ δὲν φαίνεται, καὶ πλιο 117.- καὶ χειρότερα ἀγριεύει καὶ φουσκώνει ὁ ποταμός. πάντα, πάντα περισσεύει. πολὺ φλοίσβισμα καὶ ἀφρὸς 118.- Ἅ, γιατί δὲν ἔχω τώρα τὴ φωνὴ τοῦ Μωυσῆ; Μεγαλόφωνα τὴν ὥρα ὀποῦ ἐσβιοῦντο οἱ μισητοί, 119.- τὸ Θεὸν εὐχαριστοῦσε στοῦ πελάου τὴ λύσσα ἐμπρός, καὶ τὰ λόγια ἠχολογοῦσε ἀναρίθμητος λαός. 120.- Ἀκλουθάει τὴν ἁρμονία ἡ ἀδελφή του Ἀαρῶν, ἡ προφήτισσα Μαρία, μ’ ἕνα τύμπανο τερπνὸν 121.- καὶ πηδοῦν ὅλες οἱ κόρες μὲ τσ’ ἀγκάλες ἀνοικτές, τραγουδώντας, ἀνθοφόρες, μὲ τὰ τύμπανα κι ἐκειές. 122.- Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή, σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ. 123.- Εἰς αὐτήν, εἲν’ ξακουσμένο, δὲν νικιέσαι ἐσὺ ποτέ. ὅμως, ὄχι, δὲν εἲν’ ξένο καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ. 124.- Τὸ στοιχεῖον αὐτὸ ξαπλώνει κύματ’ ἄπειρα εἰς τὴ γῆ, μὲ τὰ ὁποία τὴν περιζώνει, κι εἶναι εἰκόνα σου λαμπρή. 125.- Μὲ βρυχίσματα σαλεύει ποῦ τρομάζει ἡ ἀκοή. κάθε ξύλο κινδυνεύει καὶ λιμνιώνα ἀναζητεῖ. 126.- Φαίνετ’ ἔπειτα ἡ γαλήνη καὶ τὸ λάμψιμο τοῦ ἥλιου, καὶ τὰ χρώματα ἀναδίνει τοῦ γλαυκότατου οὐρανοῦ. 127.- Δὲν νικιέσαι, εἲν’ ξακουσμένο, στὴν ξηρὰν ἐσὺ ποτέ. ὅμως, ὄχι, δὲν εἲν’ ξένο καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ. 128.- Περνοῦν ἄπειρα τὰ ξάρτια, καὶ σὰν λόγγος στριμωχτὰ τὰ τρεχούμενα κατάρτια, τὰ ὁλοφούσκωτα πανιά. 129.-Σὺ τὲς δύναμές σου σπρώχνεις, καὶ ἀγκαλὰ δὲν εἲν’ πολλές, πολεμώντας, ἄλλα διώχνεις, ἄλλα παίρνεις, ἄλλα καῖς. 130.- Μ’ ἐπιθύμια νὰ τηράζεις δυὸ μεγάλα σὲ θωρῶ, καὶ θανάσιμον τινάζεις ἐναντίον τοὺς κεραυνό. 131.- Πιάνει, αὐξαίνει, κοκκινίζει, καὶ σηκώνει μία βροντή, καὶ τὸ πέλαο χρωματίζει μὲ αἱματόχροη βαφή. 132.- Πνίγοντ’ ὅλοι οἱ πολεμάρχοι Καὶ δὲν μνέσκει ἕνα κορμί. χαίρου, σκιὰ τοῦ Πατριάρχη, ποῦ σὲ πέταξαν ἐκεῖ. 133.- Ἐκρυφόσμιγαν οἱ φίλοι μὲ τσ’ ἐχθρούς τους τὴ Λαμπρή, καὶ τοὺς ἔτρεμαν τὰ χείλη δίνοντας τὰ εἰς τὸ φιλί. 134.- Κειὲς τὲς δάφνες ποὺ ἐσκορπίστε τώρα πλέον δὲν τὲς πατεῖ, καὶ τὸ χέρι ὀποῦ ἐφιλῆστε πλέον, ἅ, πλέον δὲν εὐλογεῖ. 135.- Ὅλοι κλάψτε. ἀποθαμένος ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιᾶς. κλάψτε, κλάψτε. κρεμασμένος ὡσὰν νὰ ‘τανε φονιάς! 136.- Ἔχει ὀλάνοικτο τὸ στόμα π’ ὦρες πρῶτα εἶχε γευθεῖ τ’ Ἅγιον Αἷμα, τ’ Ἅγιον Σῶμα. λὲς πὼς θὲ νὰ ξαναβγεῖ 137.- ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει, λίγο πρὶν νὰ ἀδικηθεῖ, εἰς ὁποῖον δὲν πολεμήσει καὶ ἠμπορεῖ νὰ πολεμεῖ. 138.- Τὴν ἀκούω, βροντάει, δὲν παύει εἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴ γῆ, καὶ μουγκρίζοντας ἀνάβει τὴν αἰώνιαν ἀστραπή. 139.- Ἡ καρδιὰ συχνοσπαράζει. Πλὴν τί βλέπω; Σοβαρὰ νὰ σωπάσω μὲ προστάζει μὲ τὸ δάχτυλο ἡ θεά. 140.- Κοιτάει γύρω εἰς τὴν Εὐρώπη τρεῖς φορὲς μ’ ἀνησυχιά. προσηλώνεται κατόπι στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀρχινᾶ: 141.- «Παλληκάρια μου, οἱ πολέμοι γιὰ σᾶς ὅλοι εἶναι χαρά, καὶ τὸ γόνα σας δὲν τρέμει στοὺς κινδύνους ἐμπροστά. 142.- Ἀπ’ ἐσᾶς ἀπομακραίνει κάθε δύναμη ἐχθρική, ἀλλὰ ἀνίκητη μία μένει ποῦ τὲς δάφνες σας μαδεῖ. 143.- Μία, ποὺ ὅταν ὡσὰν λύκοι ξαναρχόστενε ζεστοί, κουρασμένοι ἀπὸ τὴ νίκη, ἄχ, τὸ νοῦ σας τυραννεῖ. 144.- Ἡ Διχόνοια ποὺ βαστάει ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερὴ καθενὸς χαμογελάει, “πάρ’ τό”, λέγοντας, “καὶ σύ”. 145.- Κειο τὸ σκῆπτρο πού σας δείχνει ἔχει ἀλήθεια ὡραῖα θωριά. μὴν τὸ πιάστε, γιατί ρίχνει εἰσὲ δάκρυα θλιβερά. 146.- Ἀπὸ στόμα ὀποῦ φθονάει, παλληκάρια, ἂς μὴν πωθεῖ, πῶς τὸ χέρι σας κτυπάει τοῦ ἀδελφοῦ τὴν κεφαλή. 147.- Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τους τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά: “Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τους δὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά”. 148.- Τέτοια ἀφήστενε φροντίδα. ὅλο τὸ αἷμα ὀποῦ χυθεῖ γιὰ θρησκεία καὶ γιὰ πατρίδα ὅμοιαν ἔχει τὴν τιμή. 149.- Στὸ αἷμα αὐτό, ποὺ δὲν πονεῖτε γιὰ πατρίδα, γιὰ θρησκειά, σᾶς ὁρκίζω, ἀγκαλιασθεῖτε σὰν ἀδέλφια γκαρδιακά. 150.- Πόσο λείπει, στοχασθεῖτε, πόσο ἀκόμη νὰ παρθεῖ. πάντα ἡ νίκη, ἂν ἑνωθεῖτε, πάντα ἐσᾶς θ’ ἀκολουθεῖ. 151.- Ὢ ἀκουσμένοι εἰς τὴν ἀνδρεία, καταστῆστε ἕνα Σταυρὸ καὶ φωνάξετε μὲ μία: “Βασιλεῖς, κοιτάξτ’ ἐδῶ! 152.- Τὸ σημεῖον ποὺ προσκυνᾶτε εἶναι τοῦτο, καὶ γι’ αὐτὸ ματωμένους μας κοιτᾶτε στὸν ἀγώνα τὸ σκληρό. 153.- Ἀκατάπαυστα τὸ βρίζουν τὰ σκυλιὰ καὶ τὸ πατοῦν καὶ τὰ τέκνα τοῦ ἀφανίζουν, καὶ τὴν πίστη ἀναγελοῦν. 154.- Ἐξ αἰτίας τοῦ ἐσπάρθη, ἐχάθη αἷμα ἀθῶο χριστιανικό, ποῦ φωνάζει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς νυκτός: Νὰ ἐκδικηθῶ. 155.- Δὲν ἀκοῦτε, ἐσεῖς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, τέτοια φωνή; Τώρα ἐπέρασαν αἰῶνες καὶ δὲν ἔπαυσε στιγμή. 156.- Δὲν ἀκοῦτε; Εἰς κάθε μέρος σὰν τοῦ Ἀβὲλ καταβοᾶ. δὲν εἲν’ φύσημα τοῦ ἀέρος ποῦ σφυρίζει εἰς τὰ μαλλιά. 157.- Τί θὰ κάμετε; Θ’ ἀφῆστε νὰ ἀποκτήσομεν ἐμεῖς λευθεριᾶν, ἢ θὰ τὴν λύστε ἐξ αἰτίας πολιτικῆς; 158.- Τοῦτο ἀνίσως μελετᾶτε, ἰδοὺ ἐμπρός σας τὸν Σταυρό: Βασιλεῖς, ἐλᾶτε, ἐλάτε, καὶ κτυπήσετε κι ἐδῶ!”». |