Η στρατηγική ενός κινήματος χειραφέτησης
Του Γιώργου Καραμπελιά από τη Ρήξη φ. 113
Εντυπωσιακή είναι η υποστήριξη την οποία απολαμβάνει η κυβέρνηση όχι μόνο από έναν απελπισμένο λαό, αλλά από τον ίδιο τον αντιμνημονιακό χώρο, μέσα και έξω από τον Σύριζα, και μάλιστα από την πατριωτική πτέρυγά του, που κατά τεκμήριο θα είχε μία αίσθηση των διακυβευμάτων και των κινδύνων που αντιμετωπίζει η χώρα.
Από κείνους που θα έπρεπε, λογικά, να αξιολογούν το ζήτημα της υπογεννητικότητας και της δημογραφικής κατάρρευσης ως σημαντικότερο από πολλά από τα υπαρκτά ζητήματα των φαρμακοποιών, επί παραδείγματι.
Από εκείνους που θα έπρεπε να αξιολογούν το ζήτημα της παραγωγικής ενδογενούς ανάπτυξης ως κατά πολύ σημαντικότερο από τον ΦΠΑ στα τουριστικά νησιά.
Από εκείνους που θα έπρεπε να θεωρούν το μεταναστευτικό ως μία βόμβα όχι μόνο στα θεμέλια της κοινωνικής συνοχής αλλά και της ίδιας της εθνικής επιβίωσης, σε μία χώρα των συνόρων και στο σύνορο των κόσμων που συγκρούονται.
Από εκείνους που θα έπρεπε να αντιμετωπίζουν τον εθνομηδενισμό ως τον βασικό ιδεολογικό υπεύθυνο για την διάλυση και πολτοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, διότι αποσυνέθεσε τη συναίσθηση του συνανήκειν των Ελλήνων και μετέβαλε σε όραμα της «επαναστατημένης» νέας γενιάς τη διάλυση της χώρας τους.
Από εκείνους που θα έπρεπε να έχουν συναίσθηση πως η κρίση της εκπαίδευσης και η απομάκρυνση εκπαιδευτών και εκπαιδευόμενων από οιοδήποτε συλλογικό όραμα είναι μεγαλύτερου «δημοσιονομικού κόστους» εν τέλει από το ζήτημα των προαγωγικών εξετάσεων στις τάξεις του λυκείου.
Από εκείνους που θα έπρεπε να θεωρούν ως το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας την παρακμή της, που κινδυνεύει να μεταβληθεί σε πορεία χωρίς επιστροφή.
Από εκείνους, που…
Και επειδή ο Σύριζα σε όλα αυτά τα ζητήματα δεν μπορούσε παρά να επιδεινώσει την ήδη αρνητική κατάσταση που είχαν δημιουργήσει οι μνημονιακοί, και όχι να τη βελτιώσει, γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, κατ’ εξοχήν, δεν υποστηρίξαμε την αυτοδύναμη άνοδό του στην εξουσία. Και κάναμε ό,τι μπορούσαμε ώστε να μη βρεθούν μόνοι σε αυτήν, αλλά να υπάρχει και κάποιο «πατριωτικό αντίβαρο» στην κυβέρνηση, όσο ασθενές και αν ήταν. Και ευτυχώς, ο «θεός της Ελλάδας» δεν επέτρεψε στην κυρία Κωνσταντοπούλου, την κυρία Χριστοδουλοπούλου και τον κύριο Κουράκη να κυβερνήσουν μόνοι τους και τους υποχρέωσε τουλάχιστον να συμπορευτούν με τον Καμμένο, τον Κοτζιά και… τον Ζουράρι.
Και όμως, αυτοί οι «αντιμνημονιακοί πατριώτες», με τη μία ή την άλλη δικαιολογία, για λόγους που μπορεί να αρχίζουν από την πτώση των προσωπικών τους εισοδημάτων εξαιτίας της κρίσης, και να φθάνουν μέχρι την προσδοκία κάποιου προσωπικού κέρδους από τη «νέα κατάσταση» ή τις ιδεολογικές εμμονές μιας ρεβάνς εμφυλιοπολεμικού τύπου, προσποιούνται πως δεν βλέπουν την πραγματικότητα. Αντιθέτως, εξακολουθούν να ξιφουλκούν εναντίον του Άδωνι, του Σαμαρά ή του Βενιζέλου, πλειοδοτώντας στη λογική της καμένης γης.
Εάν, αντίθετα, όλα τα τελευταία χρόνια δεν έβαζαν κάτω από το χαλί, κυριολεκτικά, τις «πατριωτικές» τους θέσεις και τις αναδείκνυαν, ως την κύρια αντίθεση της χώρας – όπως και θα έπρεπε να κάνουν, σε συνθήκες κυριολεκτικής απειλής ενάντια στην πατρίδα και τον λαό μας από την τευτονική Δύση και την ισλαμιστική και νεοθωμανική Ανατολή, τότε και ένας δημοκρατικός πατριωτικός χώρος θα είχε συγκροτηθεί και δεν θα αφήνονταν ανενόχλητες οι εθνομηδενιστικές δυνάμεις να κυριαρχήσουν στον αντιμνημονιακό χώρο.
Ελληνική αριστερά και εθνικοαπελευθερωτική παράδοση
Στην πραγματικότητα, λοιπόν, οι αντιμνημονιακοί μας υποτιμούν τα εθνικά ζητήματα, άσχετα με τους ισχυρισμούς τους. Γι’ αυτό με τόση ευκολία μπορούν να τα ξεχάσουν και να επιδίδονται απλώς σε μια ανούσια γκρίνια, καταλήγοντας όπως πάντα στη γνωστή επωδό, «τι να κάνουμε, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος». Τα ίδια μας λένε εδώ και…. τριάντα χρόνια, άλλοτε με το ΠΑΣΟΚ, το «πατριωτικό ΠΑΣΟΚ», το ΚΚΕ, τον Συνασπισμό, τον Σύριζα, «αν υπήρχε κάτι καλύτερο θα το ενστερνιζόμαστε». Όμως έτσι ποτέ δεν δημιουργείται αυτό το «καλύτερο», διότι εξαρτάται και από τους ίδιους.. έτσι άφησαν το ΠΑΣΟΚ να φθάσει στον Σημίτη, ή περιμένουν να μετρήσουν δυο τρεις ελληνικές σημαίες στις προεκλογικές συγκεντρώσεις του ΚΚΕ ή του Σύριζα, για έχουν το άλλοθι της προσκόλλησής τους σε μηχανισμούς που από τη φύση τους είναι εθνομηδενιστικοί, οι δε «πατριωτικές» τους συνιστώσες αποτελούν άλλοθι των αριστερών «πατριωτών» και κοροϊδία για το «λαϊκιστικό πόπολο».
Γιατί, δυστυχώς, το ζήτημα πάει πολύ βαθιά. Υπάρχει ένα βασικό πρόβλημα με ολόκληρη την κουλτούρα της αριστεράς σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, αποικιοποιημένη και υποταγμένη επί οκτώ αιώνες στους δυνάστες και τους αποικιοκράτες της Δύσης και της Ανατολής: Ότι οι κοινωνικές και ταξικές αντιθέσεις ήταν πάντοτε υποταγμένες και παράγωγες αυτής της βασικής αποικιακής κατάστασης της χώρας. Όταν σε μια τέτοια χώρα προτάσσεται η «ταξική» και «κοινωνική» αντίθεση έναντι της εθνικής, τότε ο «εθνομηδενισμός» καθίσταται αναπόφευκτος, διότι ανταποκρίνεται στη στρεβλή εικόνα που έχουν κατασκευάσει για τη χώρα τους κάποιες ελίτ διανοουμένων και ανώτερων μεσαίων στρωμάτων, βαθιά αποικιοποιημένες από το δυτικό φαντασιακό.
Και μόνο σε στιγμές ξένης κατοχής η ελληνική αριστερά εγκατέλειπε τον δυτικότροπο μαρξισμό της για να αποδεχτεί τον εθνικοαπελευθερωτικό «μαρξισμό» των Κινέζων, των Βιετναμέζων ή του Γκεβάρα. Στις άλλες περιόδους θα εκστρατεύει εναντίον της «ιμπεριαλιστικής Ελλάδας» το 1922, θα προωθεί το «μακεδονικό», στην Κύπρο θα αρνείται να συνταχθεί με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και στην ύστερη μεταπολίτευση θα μεταβληθεί σε ιδεολογικό όχημα της παγκοσμιοποίησης στην οποία μετάλλαξε τον «διεθνισμό» της.
Ακριβώς γι’ αυτό οι πατριωτικές συνιστώσες δεν μακροημέρευαν στα εθνομηδενιστικά κόμματα ή απορροφούνταν από αυτά, όπως συνέβη στο παρελθόν με τον Γλέζο, τον Λαφαζάνη ή τον Αλαβάνο.
Απλώς χειροκροτητές;
Σήμερα, επειδή βρισκόμαστε και πάλι σε συνθήκες οιονεί κατοχής, τα πατριωτικά αισθήματα αναδεικνύονται και πάλι. Μήπως λοιπόν θα έπρεπε να «ενισχύσουμε» την προσπάθεια της συγκυβέρνησης, ως εξ ανάγκης πατριωτικής, παρά τις εθνομηδενιστικές κορώνες του Μπαλτά ή της Χριστοδουλοπούλου;
Αυτό είναι το επιχείρημα όσων τον υποστηρίζουν «κριτικά» και συμπορεύονται μαζί του. Δεν βλέπουν όμως πως ο αντιμνημονιακός πατριωτισμός είναι βαθύτατα νοθευμένος και επηρεασμένος από την οικονομιστική μονομέρεια. Ο πατρωτισμός για τον «αριστερό πατριώτη» Λαφάζανη, τον Μανόλη Γλέζο ή τον «Δρόμο της Αριστεράς» συνίσταται στην καταγγελία της «κωλοτούμπας» του Τσίπρα, και εκεί συναντιούνται με τον εθνομηδενιστή Νταβανέλο ή την επίσης εθνομηδενίστρια «Ζωή»!
Άραγε ο Λαφαζάνης, που μας σπρώχνει προς τη δραχμή και το αναγκαστικό τετ α τετ με τη νεοθωμανική Τουρκία, λειτουργεί περισσότερο «πατριωτικά» από τον εθνομηδενιστή και ευρωπαϊστή Παπαδημούλη; Δυστυχώς αμφιβάλλω, παρ’ ότι φίλος μου ο πρώτος, διότι υποτιμά το γεγονός ότι μεσοπρόθεσμα ο μεγαλύτερος κίνδυνος για μια αποδυναμωμένη Ελλάδα έρχεται από τα ανατολικά, διότι δημιουργεί τελεσίδικα τετελεσμένα, πληθυσμιακά και γεωγραφικά. Και αυτό το γνωρίζει η Κύπρος καλύτερα από όλους.
Κατά συνέπεια, μόνο η δημιουργία, το ταχύτερο δυνατό, ενός πατριωτικού δημοκρατικού πόλου, που έχει αποκοπεί από τον ομφάλιο λώρο του δυτικού μαρξισμού και αντλεί από την ιδιοπροσωπία και τα προβλήματα της χώρας του, μπορεί να προσφέρει οποιαδήποτε απάντηση στο απόλυτο αδιέξοδο που βιώνουμε και να συμβάλει ενεργά και στη στήριξη οποιωνδήποτε θετικών κινήσεων από την πλευρά των κυβερνητικών. Διαφορετικά θα μείνουμε να κλαίμε τη μοίρα μας και η καταστροφή θα πλησιάζει.
Αλλά για να γίνει κάτι τέτοιο χρειάζεται σαφής διαχωρισμός από το υπάρχον πολιτικό σκηνικό και την κυβέρνηση και συγκρότηση –επί τέλους– ενός αυτόνομου κινήματος. Για μια νέα «Φιλική Εταιρεία», καθόλου τυχαία, ο Σιατίστης Παύλος μίλησε.