Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Πριν από τις παράνομες εκλογές του 2010 στα κατεχόμενα, τόσο διεθνώς όσο και εγχωρίως, υπήρχε μία τάση που κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η εκλογή Έρογλου θα αποτελούσε ανασταλτικό και, πιθανώς, ανατρεπτικό παράγοντα σε σχέση με την πορεία και τη δυναμική που έλαβαν οι συνομιλίες. Επομένως, το πιο σημαντικό ερώτημα στρατηγικής υπόθεσης που ετίθετo ήταν το εξής: μπορούσε ο Έρογλου να αλλάξει την πορεία των συνομιλιών στη βάση της ρητορικής και των διακηρύξεων του; Το ίδιο ερώτημα τίθεται και σήμερα, εκ του αντιθέτου βεβαίως, μετά την ανάδειξη του Μουσταφά Ακκιντζί ως επικεφαλής του κατοχικού καθεστώτος.
Όπως στις περιπτώσεις Ταλάτ και Έρογλου, έτσι και στην περίπτωση Ακκιντζί σε ένα πράγμα συμφωνούν αυτοί οι Τουρκοκύπριοι πολιτικοί, ότι δηλαδή στην Κύπρο υπάρχουν δύο κράτη και η λύση θα πρέπει να βρεθεί στη βάση ένωσης των δύο κρατών. Απλώς οι δύο διαφωνούν με τον Έρογλου ως τις λεπτομέρειες της μορφής της λύσης. Με αυτή τη λογική είναι όλοι τους πλήρως ευθυγραμμισμένοι με την στρατηγική στοχοθεσία της Τουρκίας στο Κυπριακό. Επομένως, η ουσία του ερωτήματος δεν αφορά στην πιθανότητα αλλαγής της τουρκικής στρατηγικής αλλά της τουρκικής τακτικής των τελευταίων ετών στο Κυπριακό.
Η Τουρκία εκμεταλλευόμενη το τεράστιο σφάλμα της ελληνικής πλευράς, τον Φεβρουάριο του 2004, η οποία απεδέχθη μία στημένη διαδικασία που οδηγούσε τελεολογικώς στην παγίδα του δημοψηφίσματος, κατάφερε να εξέλθει από μία διαδικασία κερδισμένη και εν πολλοίς αποενοχοποιημένη και έκτοτε να προσμετρά νίκες τακτικής, κυρίως στην ευρωπαϊκή της πορεία. Αυτό που η Τουρκία επιδιώκει σήμερα είναι να συνεχίζονται οι συνομιλίες στο Κυπριακό επιδιώκοντας δύο στόχους τακτικής: πρώτον, να διασφαλίζει ότι το Κυπριακό δεν θα αποτελεί εμπόδιο στην ευρωπαϊκή της πορεία και δεύτερον, να χρησιμοποιεί την αρνητική πίεση που ασκεί ο χρόνος στην ελληνική πλευρά, καθώς επίσης και τον αμερικανοβρετανικό παράγοντα για να καταγράφει όσον το δυνατόν περισσότερες υποχωρήσεις από την, ούτως ή άλλως, στρατηγικώς χωλή ελληνική πλευρά (π.χ. εκ περιτροπής προεδρία, έποικοι, σταθμισμένη ψήφος, δικαιώματα στο χρήστη για το περουσιακό).
Με αυτά τα δεδομένα τακτικής, ο Ακκιντζί, ως επικεφαλής της πολιτικής πτέρυγας των κατοχικών δυνάμεων, θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί από τον προκάτοχό του Έρογλου προβαίνοντας σε κινήσεις επί της ουσίας που να δείχνουν ότι είναι έτοιμος να διαπραγματευτεί μία συνολική λύση του προβλήματος που να ικανοποιεί και την ελληνική πλευρά; Η απάντηση κατά τη γνώμη μου είναι όχι. Εκτός από τον μοχλό που του προσέδωσε η πλειοψηφία στα κατεχόμενα, οι άλλες πραγματικότητες δεν μπορούν να του παράσχουν πολλά περιθώρια ελιγμών. Έστω και αν επιχειρήσει να διαφοροποιηθεί από την ήδη προδιαγεγραμμένη τακτική της Άγκυρας, πολύ σύντομα η Τουρκία θα τον αναγκάσει να ευθυγραμμιστεί στην δική της ρότα και να λειτουργήσει στα πραγματικά πλαίσια πολιτικής, οικονομικής και πάνω απ’ όλα στρατιωτικής εξάρτησης των κατεχομένων από την «μητέρα πατρίδα».
Επομένως, το πρώτο συμπέρασμα στην ανάλυση της υπόθεσης στρατηγικής που τέθηκε είναι ότι πάντα η βάση στρατηγικής πρόβλεψης σε μία επικείμενη πολιτική αλλαγή δεν είναι το τι λέει ο πολιτικός δρων αλλά το τι μπορεί να κάνει, στη βάση των πραγματικοτήτων που του επιβάλλει το πολιτικό περιβάλλον. Θα ήταν τουλάχιστον αφέλεια να πιστέψει κάποιος ότι μερικές χιλιάδες ψήφοι στην κατεχόμενη Κύπρο θα μπορούσαν επιβάλουν αλλαγή τακτικής στην Τουρκία, ειδικώς σε μία περίοδο στην οποία η υπερεξάπλωση της εξωτερικής της πολιτικής ιεραρχεί ψηλότερα πολύ πιο σημαντικές προτεραιότητες απ’ ό,τι το Κυπριακό. Η Τουρκία θέλει κάποιον εντολοδόχο να συνομιλεί στο Κυπριακό και ο Ακκιντζί θα συνομιλήσει με τους όρους της Τουρκίας, είτε το θέλει είτε όχι.
Το δεύτερο και πιο ουσιαστικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε από αυτήν την υπόθεση είναι ότι αφ’ ης στιγμής η ελληνική πλευρά, τα τελευταία χρόνια, δέχθηκε να καταγραφεί «πρόοδος» στα κεφάλαια που αφορούν την διζωνικότητα και την πολιτική ισότητα που ήταν πάγιες τουρκικές επιδιώξεις θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση όταν στη συνέχεια των συνομιλιών θα τεθούν κρίσιμα για την ελληνική πλευρά θέματα όπως είναι η ασφάλεια, οι εγγυήσεις, οι έποικοι κά. Επομένως, έχοντας αποσπάσει καθοριστικής σημασίας παραχωρήσεις που ικανοποιούν σημαντικές στρατηγικές της επιδιώξεις, η Τουρκία εξασφαλίζει το πλεονέκτημα τακτικής να σκληρύνει τη στάση της στις διαπραγματεύσεις και να απαιτήσει ακόμη περισσότερες υποχωρήσεις. Αυτόν τον ρόλο μπορεί να παίξει με μεγάλη επιτυχία ο μετριοπαθής Ακκιντζί, τον οποίο φρόντισε ήδη η ελληνική πλευρά να παρουσιάσει ως την περιστερά της ειρήνης. Τότε η ελληνική πλευρά, αφού πρώτα θα έχει εγκλωβιστεί στη δική της ρητορική, διότι ποιος Έλληνας πολιτικός θα πείσει μετά τους ξένους ότι ο Ακκιντζί λειτουργεί ως υποχείριο της Τουρκίας, θα βρεθεί προ του εκβιαστικού διλήμματος να αποχωρήσει και να χρεωθεί το αδιέξοδο ή να παραμείνει σε μία διαδικασία εκφυλισμού των συνομιλιών έχοντας δώσει πολλά και χωρίς να λάβει τίποτα. Εις αμφότερες τις περιπτώσεις, η «ουδέτερη» Τουρκία βρίσκεται πλησίον ενός σημαντικού τακτικού στόχου. Να αποσυνδέσει το Κυπριακό οριστικά από τις ευρωτουρκικές σχέσεις και η ελληνική πλευρά να επωμιστεί το βάρος της ευθύνης για μία ακόμη αποτυχία στις προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος.