Η παγίδα με το παράνομο αεροδρόμιο της Τύμπου
Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Μία από τις άμεσες επιδιώξεις της Τουρκίας μέσω των δικοινοτικών συνομιλιών στην παρούσα φάση είναι η διεθνής νομιμοποίηση της λειτουργίας του παρανόμου αεροδρομίου της Τύμπου. Αυτός θα είναι προσεχώς ένας από τους άμεσους στόχους των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Άλλωστε ο νέος ηγέτης του κατοχικού καθεστώτος, Μουσταφά Ακκιντζί, έσπευσε εξαρχής να συνδέσει της επιστροφή εκείνου του μικρού μέρους της πόλης της Αμμοχώστου, όπως επίσης και της λειτουργίας του λιμανιού της πόλης, με τη νομιμοποίηση του παρανόμου αεροδρομίου της Τύμπου.
Κατ’ αρχάς, γιατί η Τουρκία επιδιώκει νομιμοποίηση της λειτουργίας του αεροδρομίου της Τύμπου; Από νομικής πλευράς, σύμφωνα με τα ψηφίσματα 541 και 550 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, το ψευδοκράτος είναι παράνομο και σύμφωνα με το πρωτόκολλο 10 της Συνθήκης Προσχώρης στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα κατεχόμενα εδάφη είναι μεν έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά το ευρωπαϊκό κεκτημένο αναστέλλεται προσωρινώς λόγω του ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο σ’ αυτά. Συνεπώς, όπως και στην περίπτωση του λιμανιού της Αμμοχώστου έτσι και στην περίπτωση του αεροδρομίου της Τύμπου, η μοναδική αρμοδία αρχή για τον έλεγχο εισόδου και εξόδου προς και από την χώρα αλλά και για τον έλεγχο ανοίγματος και κλεισίμου εσόδων και εξόδων είναι η Κυπριακή Δημοκρατία.
Από στρατηγικής πλευράς, μακροπρόθεσμη επιδίωξη της Τουρκίας μετά την εισβολή υπήρξε η νομιμοποίηση της παρουσίας της στην Κύπρο, είτε άμεσα μέσω της αναγνώρισης του ψευδοκράτους είτε εξελικτικώς μέσω της σταδιακής νομιμοποίησης θεσμών του ψευδοκράτους. Συνεπώς, εγείροντας η Άγκυρα, μέσω του Ακκιντζί, το θέμα της αναγνώρισης του παρανόμου αεροδρομίου της Τύμπου κινείται σαφώς στη λογική της εξελικτικής νομιμοποίησης.
Το ερώτημα το οποίο προκύπτει από αυτά τα δεδομένα είναι το εξής: μέσα σε ποιο πλαίσιο η κυβέρνηση θα διαπραγματευθεί τη λειτουργία του αεροδρομίου; Η μία επιλογή είναι να υπαχθεί το αεροδρόμιου στο Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτή η επιλογή σίγουρα θα απορριφθεί από την Τουρκία γιατί ακυρώνει την στρατηγική της στοχοθεσία σε σχέση με την αναβάθμιση του ψευδοκράτους και τη μη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Έτσι μένει μία άλλη επιλογή για την Άγκυρα και πιθανόν αυτή θα φέρει μελλοντικώς στο τραπέζι ως μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Πιο συγκεκριμένα, θα δεχθεί θεωρητικώς το αεροδρόμιο να υπαχθεί στο Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά λόγω «πρακτικών» δυσκολιών η διαχείριση του αεροδρομίου θα πρέπει να γίνεται από κοινού μεταξύ αξιωματούχων της ΕΕ και του ψευδοκράτους. Σε αυτό το ενδεχόμενο η Τουρκία θα απαιτήσει να έχει τον έλεγχο μεγάλου μέρους της κυπριακής Περιοχής Πληροφοριών Πτήσεων (FIR) καθώς επίσης και έλεγχο στο μέρος του Εθνικού Εναερίου Χώρου της Κύπρου που βρίσκεται σήμερα υπό κατοχή, για να μπορεί να λειτουργεί αποτελεσματικά το αεροδρόμιο και σύμφωνα με τους κανόνες του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO). Όμως, σύμφωνα με τον ICAO έλεγχο στον Εθνικό Εναέριο Χώρο αλλά και στην Περιοχή Ελέγχου Πτήσεων μόνο τα κράτη μέλη του οργανισμού, μπορούν να έχουν αφού αυτό αποτελεί κυριαρχικό τους δικαίωμα.
Εάν η ελληνική πλευρά αποδεχθεί αυτό το ενδεχόμενο να εξελιχθεί ως γεγονός, στη λογική των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, εν ονόματι του «καλού κλίματος» των συνομιλιών, θα συνεπάγεται μία σειρά από αρνητικά γι’ αυτήν δεδομένα. Πρώτον, η Τουρκία θα πετύχει την αναγνώριση, μέσω ενός διεθνούς οργανισμού, την ξεχωριστή οντότητα στα κατεχόμενα, η οποία σήμερα είναι παράνομη. Δεύτερον, στα χαρτιά μπορεί να αναφέρεται η κυριαρχία της Κυπριακής της Δημοκρατίας, όμως στην πραγματικότητα, αφού η ίδια θα εκχωρήσει το κυριαρχικό της δικαίωμα αλλού, εκ των πραγμάτων θα υποβιβασθεί σε ελληνική διοίκηση του νησιού, όπως επιδιώκει διηνεκώς η Άγκυρα. Τέτοια εξέλιξη θα βοηθήσει στην αναγνώριση του εδάφους των κατεχομένων ως χωριστής οντότητας από την Κυπριακή Δημοκρατία, που ήταν άλλωστε πάγιος στόχο της Τουρκίας μετά την εισβολή. Τέλος, τρίτον, αυτή η εξέλιξη, εκτός από την Τουρκία, ευνοεί σαφώς και τους διεθνείς διαμεσολαβητές, οι οποίοι δημιουργούν ευνοϊκό πεδίο για την προώθηση λύσης συνένωσης δύο συνιστώντων ισοτίμων κρατών, όπως επεδίωκε και το Σχέδιο Ανάν, το οποίο απορρίφθηκε με συντριπτική πλειοψηφία από τον κυπριακό ελληνισμό.
Τυχόν, τέτοια εξέλιξη θα απομακρύνει την προοπτική επίλυσης του προβλήματος από τις αρχές που έθεσε το εθνικό συμβούλιο, έστω και με λύση διζωνικής ομοσπονδίας. Όταν το ψευδοκράτος θα αρχίσει να αναβαθμίζεται, μέσω της απόκτησης νομιμότητος στις διεθνείς του σχέσεις, τότε η Τουρκία γιατί να σπεύσει άμεσα σε μία λύση; Θα επιδιώξει σίγουρα την εξαγορά περισσότερου χρόνου, όπως έκανε από το 1974 και εντεύθεν, προκειμένου να προωθήσει την εξελικτική λύση, η οποία συνίσταται στη διπλωματική συσσώρευση νέων τετελεσμένων νομιμοποίησης του ψευδοκράτους και μετά να απαιτήσει η de facto κατάσταση που θα δημιουργηθεί με την υποχωρητικότητα της ελληνικής πλευράς και όταν πλέον το Κυπριακό Πρόβλημα θα παύσει να υπάρχει ως τέτοιο, να μετατραπεί και σε de jure λύση. Τότε η ελληνική πλευρά θα βρεθεί σε αδιέξοδο με την πλάτη στον τοίχο χωρίς τη δυνατότητα εναλλακτικής επιλογής.