Η ναυμαχία της Σαλαμίνας κατά πολλούς πραγματοποιήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ, μεταξύ των αρχαίων ελληνικών πόλεων-κρατών και της Περσικής Αυτοκρατορίας. Αποτέλεσε σημαντική σύγκρουση της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα, η οποία άρχισε το 480 π.Χ.
Μετά την κατάληψη του στενού των Θερμοπυλών απ’ τους Πέρσες και την λήξη της Ναυμαχίας του Αρτεμισίου, ο Ελληνικός στόλος κατευθύνθηκε προς τις ακτές της Αττικής και έτσι άνοιξε ο δρόμος για την κατάκτηση ολόκληρης της Κεντρικής Ελλάδας από τον στρατό του Ξέρξη.
Τότε ο Θεμιστοκλής πείθει τους Αθηναίους να εγκαταλείψουν την πόλη με την προστασία του αθηναϊκού ναυτικού το οποίο αγκυροβόλησε στη Σαλαμίνα για να προστατεύσει αυτήν την επιχείρηση. Για να τους πείσει μάλιστα, επιστράτευσε θεϊκά σημάδια και μαντείες, την ερμηνεία των οποίων προσάρμοζε στη στρατηγική του.
Όμως 500 περίπου Αθηναίοι παρέμειναν πάνω στην Ακρόπολη και προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τις εχθρικές επιθέσεις, αλλά έπεσαν μέχρις ενός. Επειδή στο μεταξύ ο κύριος όγκος του περσικού στρατού είχε φτάσει μέχρι την Ακρόπολη, το ιερό λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε. Ο Ξέρξης με την κατάκτηση της Αθήνας και την πυρπόληση των ιερών και της Ακρόπολης, θεώρησε πως είχε πάρει εκδίκηση για την ήττα του πατέρα του στον Μαραθώνα.
Οι αρχηγοί του Ελληνικού στόλου συσκέφθηκαν για να αποφασίσουν τον καταλληλότερο τόπο να ναυμαχήσουν.
Ο Θεμιστοκλής πρότεινε τα στενά της Σαλαμίνας, διότι ο Ελληνικός στόλος, μικρότερος από τον Περσικό, μπορούσε να ελιχθεί καλύτερα και δεν κινδύνευε να κυκλωθεί από τα εχθρικά πλοία.
Η πλειοψηφία όμως των στρατηγών πρότεινε να διεξαχθεί η ναυμαχία στον Ισθμό, για να υπερασπιστούν την Πελοπόννησο και σε έσχατη περίπτωση, αν επικρατούσαν οι Πέρσες, να έχουν τη δυνατότητα να διαφύγουν.
Σε νέα σύσκεψη ο Θεμιστοκλής απείλησε ότι αν δεν ναυμαχούσαν στη Σαλαμίνα, ο Αθηναϊκός στόλος θα αποσυρόταν και οι αθηναίοι θα μετανάστευαν στη Σίρι της Κάτω Ιταλίας. Ο Ευρυβιάδης πείστηκε και άρχισαν οι ετοιμασίες, την επόμενη μέρα όμως – και παραμονή της ναυμαχίας- οι γνώμες των στρατηγών διχάστηκαν :
Οι Αθηναίοι, Αιγινήτες και Μεγαρείς επέμεναν να ναυμαχήσουν στα στενά ενώ οι πελοποννήσιοι προτιμούσαν τον Ισθμό. Τότε ο Θεμιστοκλής, επειδή φοβήθηκε μήπως επικρατήσει η δεύτερη γνώμη, έστειλε κρυφά στον Ξέρξη τον παιδαγωγό των παιδιών του Σίκκινο, με το μήνυμα ότι ο ελληνικός στόλος ετοίμαζαν να διαφύγει, και πως αν ήθελε την νίκη έπρεπε να επιτεθεί αμέσως.
Ο Περσικός στόλος κινητοποιήθηκε αμέσως προκειμένου να πετύχει αιφνιδιασμό. Το μεγαλύτερο μέρος του περσικού στόλου είχε συγκεντρωθεί μεταξύ Ψυτάλλειας και Σαλαμίνος, ενώ τα υπόλοιπα πλοία είχαν κλείσει όλα τα πιθανά περάσματα.
Οι Έλληνες όμως πληροφορήθηκαν τις κινήσεις του Περσικού στόλου μέσα στην νύχτα από τον Αριστείδη που με κόπο κατόρθωσε να περάσει ανάμεσα από τα εχθρικά πλοία, και από τον Τήνο Παναίτιο Σωσμένους που αυτομόλησε τους Πέρσες. Ενώ λοιπόν οι Πέρσες προσδοκούσαν να αιφνιδιάσουν τους Έλληνες και να τους τρέψουν σε φυγή, μάταια τους περίμεναν όλοι την νύχτα.
Η σύγκρουση έλαβε χώρα ακτές της Σαλαμίνος, όπου ο χώρος ήταν τόσο στενός, ώστε στο πρώτο μέτωπο τα περσικά πλοία που ήταν δυνατόν να παραταχθούν ήταν ισάριθμα με τα ελληνικά. Αυτά είχαν παραταχθεί ως εξής:
Το αριστερό άκρο καταλάμβαναν οι αθηναϊκές τριήρεις υπό τον Θεμιστοκλή απέναντι από τους Φοίνικες, το δεξιό άκρο οι 16 σπαρτιατικές τριήρεις με τον Ευρυβιάδη απέναντι από τους Ίωνες. Δίπλα τους οι τριήρεις των Αιγινητών και στο ενδιάμεσο τα πλοία των άλλων ελληνικών πόλεων.
Πρώτος επιτέθηκε ο Αθηναίος Αμεινίας ο Παλληνεύς.
Αμέσως τον ακολούθησαν και τα υπόλοιπα πλοία και η ναυμαχία γενικεύτηκε. Και οι δύο αντίπαλοι αρχικά πολεμούσαν με την ίδια γενναιότητα, γρήγορα όμως φάνηκε η υπεροχή του ελληνικού στόλου και της τακτικής του.
Μέχρι το σούρουπο ο Περσικός στόλος είχε κατατροπωθεί και αναζήτησε καταφύγιο στο Φάληρο. Οι απώλειες του ήταν 200-300 πλοία, ενώ οι Έλληνες είχαν χάσει 40. Η αναλογία σε άνδρες ήταν πολύ μεγαλύτερη για τους Πέρσες, γιατί πολλοί δεν ήξεραν να κολυμπούν.
Επιπλέον, εξοντώθηκε η περσική φρουρά της Ψυτάλλειας που την αποτελούσαν κυρίως επιφανείς Πέρσες και εκλεκτοί πολεμιστές. Η νίκη αυτή των Ελλήνων, αποτέλεσμα όχι μόνο της στρατηγικής σκέψης και της ναυτικής δεινότητας τους, αλλά της ομοψυχίας και της γενναιότητας τους, σήμαινε την αρχή του τέλους για τα επεκτατικά σχέδια των Περσών.
Στη Σαλαμίνα ιδρύθηκαν τάφοι με επιγράμματα για τους νεκρούς Σαλαμινομάχους κάθε πόλης. Στους Δελφούς στάλθηκαν πλούσια αφιερώματα και στους γενναιότερους δόθηκαν βραβεία. Η νίκη αυτή και η σημασία της υμνήθηκε από ποιητές, ρήτορες, και Ιστορικούς με σημαντικότερο έργο την τραγωδία του Αισχύλου «Πέρσαι» την πρώτη με ιστορικό θέμα.
Σύμφωνα με τον Αισχύλο, ο οποίος συμμετείχε στη ναυμαχία, ο ελληνικός στόλος είχε 310 τριήρεις. Ο Πλάτωνας αναφέρει ότι οι Πέρσες είχαν χίλια πλοία και περισσότερα.
Ο Ξέρξης επέστρεψε στην Ασία με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του και, τον επόμενο χρόνο, τα απομεινάρια του περσικού στρατού ηττήθηκαν αποφασιστικά στη μάχη των Πλαταιών και στη μάχη της Μυκάλης.
Μετά από αυτές τις μάχες, οι Πέρσες δεν ξαναπροσπάθησαν να καταλάβουν την ηπειρωτική Ελλάδα. Οι μάχες στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές σηματοδότησαν την αρχή της νέας φάσης των Ελληνο-Περσικών Πολέμων – οι ελληνικές πόλεις άρχισαν την αντεπίθεση.
Η σημασία της ναυμαχίας της Σαλαμίνας υπήρξε μέγιστη διότι προκάλεσε την κατάρρευση του ηθικού της Περσικής ηγεσίας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εγκαταλείψει ουσιαστικά τον αγώνα, αν και διέθετε ακόμα υπερτριπλάσιο σχεδόν στόλο από το Ελληνικό.
Μερικοί ιστορικοί πιστεύουν ότι σε περίπτωση περσικής νίκης θα σταματούσε η ανάπτυξη της Αρχαίας Ελλάδας, καθώς και του δυτικού πολιτισμού, και οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι η Σαλαμίνα ήταν μια από τις πιο σημαντικές μάχες στην ανθρώπινη ιστορία.
[arxaia-ellinika.blogspot.gr]