Θυμάσαι, να πούμε, τότενες που ήσουνα υπουργός άμυνας και σου φέρανε να βάλεις κάτι τζίφρες για να περιλάβεις εκείνο το υποβρύχιο που πάαινε μονόμπαντα; Θυμάσαι τι είπες τότενες, Βαγγέλα μου; Όχι, είπες, δεν υπογράφω. Τους εξέρανες τους γερμανούς, Βαγγέλα μου. Κι ήπρεπε νά ‘ρθει μετά ο άλλος ο Βαγγέλης, ο χοντρός, να υπογράψει και να γίνει ρόμπα εκείνος τζάμπα και βερεσέ. Πώς να τα ξεχάσουνε τέτοια κορδελάκια οι γερμανοί; Μη μου πεις ότι περίμενες να σου κάνουνε αβάντα τώρα, ενώ είχανε καρσί το δικό τους το παιδί!
Έτσι είναι, Βαγγέλα μου. Καθ’ όσον, αν και σέξυ, δεν έσκισες τον Αλέξη, πώς περίμενες να σε αβαντάρει η πλατειά λαϊκή βάση τής λαϊκής δεξιάς; Τζάμπα την σενιάρισες την μουστάκα, τζάμπα έκαψε και η λάμπα τού φωτισμένου ραφηναίου Βούδα, που χρησμοδότησε για πάρτη σου. Και πιο τζάμπα απ’ όλα, η κονσούμα που στήσατε γι’ απόψε με τον Χατζηνίκο, όπου βλέπω να σου ανοίγουνε πλάκα και να τρως τα λυσσακά σου γιατί δεν θα μπορείς να ρίξεις δυο αντρίκια μπινελίκια να ξεχαρμανιάσεις.
Το οποίον, Βαγγέλα μου, τί περίμενες, δηλαδής; Να κάνεις ζάφτι το Μητσοτακέικο; Κρίμας τα γαλόνια σου, ρε συ. Δεν θυμάσαι τότες, το ’84, πώς καθάρισε σαν αβγό ο κόντες Μητσοτάκουλας τον δόλιο τον Στεφανόπουλο; Από μπόμπιρας με κοντοβράκια ήτανε στην δεξιά ο Κωστής αλλά ο Δρακουμέλ τον έκανε μια χαψιά. Ε, δεν το περίμενες ότι κάτι από το ενμπιέι του… το ντιντιτί του… το τέτοιο του, τέλος πάντων, θά ‘χε κληροδοτήσει και στον γιόκα του;
Θα μου πεις, Βαγγέλα μου, ότι τακιμιάσανε στην κόντρα λυτοί και δεμένοι. και πώς να τους φέρεις βόλτα ολουνούς. Πάσο. Όλα τα κωλοπαίδια με τον Κούλη πήγανε. Αλλά φταις κι εσύ. Φταις κι εσύ, Βαγγέλα μου, που έκανες τον μοσκιό όταν τα μαζεύατε στο κόμμα. Κουτσοί-στραβοί στον άγιο Παντελεήμονα το καταντήσατε το μαγαζί. Τον είδες τον Άδωνι; Μέχρι προχτές ήτανε φύρα αλλά τόνε μαζέψατε για να κάνετε σπάσιμο στον Καρατζαφέρη, τόνε νταντέψατε, μέχρι και υπουργό τόνε κάνατε κι ήρθε και ξετσουτσούνισε κι έβγαλε γλώσσα στους παλιούς. Αμ ο Τζίτζι; Είδες εξήγα ο Τζίτζι; Κι αυτός καρσί, Βαγγέλα μου. Σε χόρεψε καρσιλαμά, ο μπαγλαμάς. Κι αυτός στην κόντρα για την ανανέωση ντεμέκ.
Κατάλαβες, Βαγγέλα μου; Την είδανε όλοι ανανέωση. Ότι και καλά, δηλαδής, εσύ είσαι το παλιό, το σκάρτο, το ρετάλι κι αυτοί είναι το φρέσκο, το ραφινάτο, το γαμάουα, το κάτσε καλά λέμε. Χεσμένα τα έχουνε τα κενταυριλίκια μας και τα ρεϊντζεριλίκια μας. Λες και ίσαμε χτες όλοι αυτοί δεν βαράγανε παλαμάκια, να πούμε. Επροψέ λέγανε Καραμανλής και μέλωνε ο στόμας τους, εψέ κάνανε τούμπες στον Αντώνη και σήμερα πού σε είδον πού σε ξέρω. Τι τα θες τι τα γυρεύεις, Βαγγέλα μου. Έτσι είναι η κωλοζωή. Κάνει γύρες. Χτεσινοί πούστηδες, σημερινοί κωλομπαράδες και κάτσε παππούλη να σου δείξω πού τό ‘χει η νόνα μου.
Όμως, ξέρεις κάτι, ρε Βαγγέλα; Τις έχεις κάνει κι εσύ τις γκέλες σου. Και μερικές απ’ αυτές παραήτανε χοντρές, παναθεμά σε. Θυμάσαι, να πούμε, τότενες που ήσουνα υπουργός άμυνας και σου φέρανε να βάλεις κάτι τζίφρες για να περιλάβεις εκείνο το υποβρύχιο που πάαινε μονόμπαντα; Θυμάσαι τι είπες τότενες, Βαγγέλα μου; Όχι, είπες, δεν υπογράφω. Τους εξέρανες τους γερμανούς, Βαγγέλα μου. Κι ήπρεπε νά ‘ρθει μετά ο άλλος ο Βαγγέλης, ο χοντρός, να υπογράψει και να γίνει ρόμπα εκείνος τζάμπα και βερεσέ. Πώς να τα ξεχάσουνε τέτοια κορδελάκια οι γερμανοί; Μη μου πεις ότι περίμενες να σου κάνουνε αβάντα τώρα, ενώ είχανε καρσί το δικό τους το παιδί!
Γιατί, πώς να το κάνουμε, Βαγγέλα μου; Ο Κούλης είχε φροντίσει εδώ και χρόνια να κάνει τα κονέ του με τους γερμανούς. Έτσι, στα κουτουρού νομίζεις ότι παράγγελνε τα σάτζαλα και τα μάτζαλά του από την Ζήμενς; Εσύ ούτε ένα κωλοφάξ δεν πήρες από δαύτους. Εμ, καλά δε λέω; Δούναι και λαβείν είναι όλα, Βαγγέλα μου. Νταραβέρι, που λένε. Αλισβερίσι.
Από την άλλη, όμως, αν το δεις ιστορικώς το θέμα, κάπως έτσι θα γινότανε η φτιάξη, Βαγγέλα μου. Ο Γάμα Παπατζής, να πούμε, έβγαλε πρωθύ τον γιο του. Ο Αντρέας έβγαλε τον δικό του τον γιο. Ο Κώτσος δεν είχε παιδί, έβγαλε ανήψι. Ε, δεν ήπρεπε κι ο Μητσοτάκουλας να βγάλει ένα σπλάχνο του; Δεν του βγήκε με την κόρη, του βγήκε με τον γιο. Καλά νά ‘μαστε και νά ‘χουμε υγεία, να δεις τι έχει να γενεί με τον Ερνέστο σε καμμιά εικοσαριά χρόνια.
Αλλά κι εσύ, ρε Βαγγέλα, παραείναι το κακό σου. Με ποιόνε πάγαινες να κάνεις παιχνίδι μωρέ; Με τον Τασούλα και τον Νικήτα; Για με την Βούλτεψη και τον Φορτσάκη; Αμ, η άλλη, η μια ζωή χαμένη, η Ντόρα; Δεν σε ψύλλιασε που η Ντόρα έκανε κόντρα στον αδερφό της; Δεν κατάλαβες ότι κάποιο λάκκο είχε η φάβα και σου την στήνανε στο λάου-λάου; Μπήτ’ χαϊβάνι είσαι, ρε γαμώτο;
Με τούτα και με κείνα, στο φινάλε τον ήπιαμε, Βαγγέλα μου. Κι όχι μόνο τον ήπιαμε αλλά τώρα πρέπει να κάνουμε και τουμπεκί. Το οποίον, δεν μας παίρνει να κάνουμε πατιρντί ένεκα η παράταξις και η ενότη. Παναπεί, το κάνουμε μαστίχα το πράμα, ρίχνουμε και μια-δυο στρακαστρούκες σε στυλ απλοί στρατιώτες της παράταξης και τα τοιαύτα, μασάμε τα μουστάκια μας και ψάχνουμε φάρμακο για τη χώνεψη. Καθ’ όσον το στραπάτσο που φάγαμε, να χάσουμε από ένα κωλοπαίδι που όταν βγάζει το κουστούμι ξεκινάει από το σακάκι, ήτανε πιο βαρύ κι ασήκωτο κι από αγριογούρουνο στιφάδο. Νομίζω;
Έγραψε ο teddy στο Cogito ergo sum