Ο Θρασύβουλος
τώ βήματι ανέβηκε
κυκλικά εσήκωσε τον κύλικα
του Θηραμένη κότταβο
αεροβάπτισε.
Κάτω
λαός πολύς.
Θρανίο πρώτο, ολιγάρχες·
αυνάνες του πρωιού
συμποσιάρχες του πλοκού,
«ευεργέτες» γνωστοί,
της διατεταγμένης ζώνης
άρτων και θεαμάτων χορηγοί.
Δαχτυλοδείχνοντας αυτούς
που φεράρι είχαν παρκάρει
στου Ιερού Βράχου τις κλιτύς,
με θάρρος περισσό
ο Θράσος θρασυβούλως
τάδε έφη:
» Ήρθατε με κούφιες υποσχέσεις
κατά φαύλων και συκοφαντών,
συλήσατε την αγορά του Δήμου
κι ανοίξατε μιά δική σας
όπου
μόνη φωνή των ψιττακών
που ως ωδικά ασκείτε
στους πλουμιστούς κλωβούς σας,
ετούτο το λαό να ξεγελάσετε
το πολίτευμα να καταλύσετε.
Γιατί λοιπόν
βούλεσθε τόσον πολύ
εξουσιάζεσθε ημών
εσείς που τόσες ατιμίες
στο βωμό του κέρδους κάμετε;
Ατιμία
λέν το δίκιο που πρεσβεύετε.
Κι είστε ανδρείοι εσείς
που σε Γερμανούς άρατε πύλας;
Και τί έκαμαν οι φίλοι σας
λαφυραγωγοί της οικουμένης;
Εσάς μέν
ες οργήν λαού παράτησαν
τους δέ
δωσίλογους δοτούς σας
στη λα·ι·κή κυβέρνηση του τόπου
το κώνειο να πιούν”.
Τότε τη δεξιά του τη γροθιά
στο έδρανο εχτύπησε
κόντεψε να το σπάσει
με το ζερβί
τον κύλικα ανέτεινε ψηλά
οι φλέβες του λαιμού του πρήστηκαν
φωνή μεγάλη εβροντοφώναξε:
-Τσακίσαμε το φασισμό·
ελευθερώσαμε
το βούλεσθαι και αγορεύειν!