Η ζωή στον Πειραιά τα πρώτα χρόνια
Του Στέφανου Μίλεση
Πολλές φορές έχουμε αναφερθεί στα δύσκολα εκείνα πρώτα χρόνια, σε όσους έλαβαν την απόφαση να κτίσουν τη νέα τους ζωή, στη μικρή τότε κωμόπολη του Πειραιά. Και λέγοντας δύσκολα χρόνια, δεν αναφερόμαστε μόνο στην περίοδο της επανασύστασης του Δήμου από το 1835 και μετά αλλά, σε μια περίοδο πολύ πιο μεγάλη, που καταλαμβάνει χρονικά τα πενήντα ίσως και περισσότερο έτη.
Αναρίθμητες δυσκολίες παραμόνευαν όποιον αποφάσιζε την μετοικεσία στο αρχαίο λιμάνι. Βλέπετε οι νησιώτες που κατέφταναν, δεν επιθυμούσαν να στεγάσουν την οικογένειά τους σε πρόχειρα παραπήγματα για πάντα, αλλά σε κατοικίες που σε τίποτα δεν θα διέφεραν από εκείνες που είχαν πίσω στα νησιά τους.
Γρήγορα οικίες που θύμιζαν νησιώτικες, αντικατέστησαν τα μικρές αρχικές καλύβες (τα λεγόμενα καλυβόσπιτα) και υψώνονταν σταδιακά διάσπαρτες, σε απόκρημνες ράχες και πλαγιές. Μη ξεχνάμε άλλωστε ότι από τα πρώτα θέματα που απασχόλησαν την μικρή κώμη, πριν ακόμη γίνει Δήμος, ήταν οι πλημμύρες που μάστιζαν τους πρώτους εποίκους.
Ορεινός ο Πειραιάς, έπρεπε να οικοδομηθεί πάνω σε ανωφέρειες και κατωφέρειες. Λόφοι ψηλοί όπως η Καστέλλα και η Πειραϊκή Χερσόνησος, με ενδιάμεσα μικρότερα υψώματα όπως η Πηγάδα ή του λοφίσκου του σημερινού Αγίου Βασιλείου, σχημάτιζαν απότομα φαράγγια ακατάλληλα για οικοδόμηση με τα τεχνικά μέσα της εποχής εκείνης.
Δρόμοι ανύπαρκτοι ή βιαίως κακοτράχηλοι με τις απότομες ανηφόρες να κάνουν τη ζωή των κατοίκων δύσκολη για την μετακίνησή τους, πόσο μάλλον για τη μεταφορά νερού, οικοδομικών υλικών ή άλλων αγαθών. Συχνά οι κάτοικοι αναγκάζονταν γύρω από τα σπίτια τους να σηκώνουν μανδρότοιχους όχι για λόγους ασφαλείας όπως έκαναν τα προγενέστερα χρόνια οι οικογένειες των Γκαγκαραίων Αθηναίων, αλλά για να προστατεύουν τα σπίτια τους από τα φονικά ρεύματα των χειμάρων που σχηματίζονταν γρήγορα με κάθε βροχή και απειλούσαν όποια κατοικία βρισκόταν απροστάτευτη στον δρόμο τους.
Από τότε που ο Ρως καταμέτρησε δώδεκα ξύλινες καλύβες το 1832, φτάνουμε στο 1838που καταμετρούνται 350 οικοδομές ενώ είκοσι δύο χρόνια αργότερα η πόλη έχει οικοδομηθεί τόσο που ιδρύεται και πυροσβεστείο.
Κατά την διάρκεια του χειμώνα τα κτήνη που μετέφεραν τους ανθρώπους βυθίζονταν σε τέλματα με το νερό να φτάνει μέχρι την κοιλιά τους και όταν έβγαιναν ήταν τόσο λασπωμένα που όπως περιγράφει ο Ραγκαβής έμοιαζαν με «ιπποπόταμους».
Οι ιατροί ελάχιστοι, Βαυαροί οι περισσότεροι, φάρμακα ούτε λόγος παρά μόνο όσα η φύση και η εμπειρία των κατοίκων μπορούσε να προσφέρει για την ανακούφιση της όποιας ασθένειας. Τα βοτάνια, τα ματζούνια και τα γιατροσόφια καταλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος της θεραπείας. Τα φαρμακεία και οι πρώτοι φαρμακοποιοί ήταν Στρατιωτικοί Βαυαροί, που κατέβαιναν από την Αθήνα στον Πειραιά δύο ή τρεις φορές την εβδομάδα αλλά καταλάβαιναν ελάχιστα ελληνικά και έφτιαχναν λάθος φάρμακα στους ασθενείς καθώς η διάγνωση της ασθένειας ήταν «χαμένη στη μετάφραση».Πολλοί άνθρωποι την εποχή εκείνη είχαν χάσει τη ζωή τους από «παρερμηνεία». Ακόμη και το «Ελληνικό» φαρμακείο του Ερνέστο Ορλάνδο στην Τερψιθέα αδυνατούσε να καλύψει τις ανάγκες.
Οι ταριχεύσεις νεκρών έδιναν κι έπαιρναν όταν οι συγγενείς τους αποφάσιζαν τον«επαναπατρισμό» σορού στον γενέθλιο τόπο.
Ο μοναδικός οργανωμένος θάλαμος νοσηλείας στον Πειραιά μέχρι το 1873, έτος έναρξης λειτουργίας του Ζαννείου Νοσοκομείου, βρισκόταν στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (Πολεμικόν Σχολείον) αλλά προοριζόταν για τους σπουδαστές. Σπάνια έχουν καταγραφεί περιστασιακά που να καλύπτουν ανάγκες περίθαλψης δημοτών.
Από αυτό και μόνο καταλαβαίνουμε πόσο σημαντική ήταν η θεμελίωση από τον ευεργέτη Νικήτα Ζαννή (και Τζανή) του πρώτου νοσοκομείου στην πόλη (του Ζαννείου), καθώς ανακούφιζε τις χιλιάδες των κατοίκων που στο μεταξύ είχαν συγκεντρωθεί, αλλά βοηθούσε την πόλη να καθιερωθεί ως λιμάνι, καθώς κανένα πλοίο δεν θα επιθυμούσε να «δέσει» σε προβλήτα λιμανιού που δεν διέθετε νοσοκομείο.
Το Τζάνειο Νοσοκομείο (αριστερά), το πρώτο νοσοκομείο στον Πειραιά
Τη νύχτα οι πρώτοι φανοστάτες λαδιού που μετά βίας έφταναν τους δέκα, σκορπούσαν ελάχιστο φως και φυσικά δεν επαρκούσαν για να καλύψουν την οικιστική έκταση του Πειραιά καθώς τοποθετούνται σε πολύ κεντρικά σημεία της πόλης.
Τα σπίτια όμως φωτίζονται από το ελάχιστο φως των κεριών και από λαδοφάναρα. Πυκνό σκοτάδι από το απόγευμα και μετά καλύπτει την πόλη κάνοντας την κυκλοφορία ανθρώπων απαγορευτική. Μη ξεχνάμε πως ακόμη και ο Νταβέλης το 1855 γνώριζε τη κατάσταση και φρόντισε να την εκμεταλλευτεί κρυπτόμενος για καιρό στα βράχια και στα σπήλαια της Πειραϊκής Χερσονήσου.
Σπίτια πέριξ της σημερινής Πλατείας Πηγάδας
Η κατάσταση είναι αφόρητη ακόμη και προς το τέλος της δεκαετίας του 1860 οι δημόσιοι φανοστάτες μετά βίας φτάνουν τους πενήντα, αν και στο μεταξύ τα λαδοφάναρα είχαν αντικατασταθεί από φανούς πετρελαίου. Παρατηρώντας τις φωτογραφίες της παρούσας ανάρτησης εύκολα κάποιος διαπιστώνει την ανυπαρξία δημόσιων δρόμων και φωτισμού στα «προάστεια» της Υδραϊκής συνοικίας όταν μάλιστα οι φωτογραφίες είναι του 1875!
Κι αυτό διότι μόλις το 1878 άρχισε η εγκατάσταση φαναριών φωταερίου, μια εγκατάσταση ακόμη πιο δύσκολη καθώς έθετε ως προϋπόθεση την ύπαρξη δικτύου δια σωληνώσεων για την μεταφορά του αερίου σε συγκεκριμένα σημεία.
Πέρασαν χρόνια πολλά, σκοτεινά και δύσκολα μέχρι τον εγκατάσταση ηλεκτρικών φανών στην πόλη, που έγινε λίγο πριν την χαραυγή του 1900 (τον Δεκέμβριο του 1899).
Καθώς όμως ο Πειραιάς ήταν η πόλη βαρόμετρο για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας (Αποκλεισμός Πειραιά (Παρκερικά 1850) – Έξωση Όθωνα, Αποκλεισμός Γάλλων του Τινάν 1854-1857, Είσοδος Γεωργίου Α΄, Γαλλική Κατοχή 1916 – 1917 κ.ο.κ.) οι δυσκολίες που κάθε τόσο χτυπούσαν την πόλη, το γκάζι και η ασετυλίνη, είχαν το δικό τους παράλληλο βίο, με εκείνο που διέγραφε ο ηλεκτρισμός της εταιρείας Τόμσον.