Ο μπαρμπα-Γιάννης Κανατάς υπήρξε από τους ωραιότερους Αθηναίους “τύπους” της δεκαετίας του 1870: κατά τις εργάσιμες ημέρες , ξυπόλητος και ρακένδυτος, πουλούσε κανάτια πάνω στο γαϊδουράκι του. Στον «ΤΡΕΛΑΝΤΩΝΗ» περιγράφεται ως: «….Ένας άντρας ψηλός, με φαρδιά ξανθά μουστάκια, γέμισε με το μεγάλο μπόι του την πόρτα. Ήταν φτωχοντυμένος και ξυπόλυτος και στο κεφάλι φορούσε ένα παλιωμένο πλατύγυρο καπέλο. Στα μαλλιά και στα μουστάκια πολλές άσπρες τρίχες γυάλιζαν, μα ήταν ήρεμο το πρόσωπο του και είχε αρχοντιά η στάση του, καθώς στηρίζουνταν στη μαγκούρα του…» Κατοικούσε στην Πλάκα (συνοικία Σκαγιάννη), στην οδό Υπερείδου. Στην αυλή είχε σταύλο, όπου άφηνε τον ξανθοκόκκινο γάιδαρό του. Εκεί στην αυλή τοποθετούσε επίσης, τα κανάτια του.
Τις Κυριακές όμως ντύνονταν καλά, με ψηλό καπέλο, μπαστουνάκι με λαβή ασημένια και πήγαινε όπου μόνο πλούσιοι σύχναζαν. Έλεγαν πως με τα κανάτια είχε κάνει λεφτά. Υπάρχει όμως και άλλη εκδοχή που θα δούμε παρακάτω. Η στρατιωτική ορχήστρα που έπαιζε, τις αργίες, διάφορα κομμάτια στο Σύνταγμα, μόλις εμφανιζόταν ο μπαρμπα-Γιάννης Κανατάς σταματούσε και άρχιζε να παίζει το δικό του γνωστό τραγούδι. Οι γυναίκες επιδίωκαν την προσοχή του, οι άντρες τον χαιρετούσαν φιλικά, τα παιδιά πηδούσαν γύρω του. Αυτός, ατάραχος: ψηλός, λεβέντης, με ωραία χαρακτηριστικά και καλούς τρόπους, απόφευγε τις πολλές διαχύσεις. Ούτε έδινε αφορμή σε σκάνδαλα και κουτσομπολιά: Λέγανε πως διατηρούσε σχέσεις με διάφορες δεσποινίδες και κυρίες αλλά δεν εξέθεσε καμία.
Ο Βασιλιάς Γεώργιος εκνευρίζονταν όμως από την «ανάκρουση» του τραγουδιού του μόλις εμφανίζονταν ο μπαρμπα-Γιάννης, γιατί αυτό ήταν βασιλικό προνόμιο. Δεν ήθελε όμως να διακινδυνεύσει μια “σύγκρουση” μαζί του, γιατί και ετοιμόλογος ήταν, και δημοφιλής. Προτίμησε λοιπόν να του δείχνει συγκρατημένη συμπάθεια. Από την πλευρά του ο μπαρμπα-Γιάννης σεβόταν τον ηγεμόνα. Μια μέρα τον ρώτησε ο βασιλέας:
«Γιατί δε φορείς σήμερα ψηλό καπέλο και παπούτσια γυαλιστά, Μπαρμπαγιάννη;»
Κι εκείνος του αποκρίθηκε:
«Τα φορώ, όπως και συ το λοφίο σου, μεγαλειότατε, στις μεγάλες περιστάσεις!»
Μετά τη λήξη του Ρωσοτουρκικού Πολέμου 1877 – 1878, που οδήγησε στην ανεξαρτησία της Βουλγαρίας, ο μπαρμπα-Γιάννης Κανατάς εξαφανίστηκε ξαφνικά. Τότε τότε διαδόθηκε η φήμη, πως αυτός ο γραφικός τύπος ήταν Βούλγαρος, ακόμα και κατάσκοποςίσως! Πίστεψαν πως η αξιοπρέπεια του χαρακτήρα του τον είχε φέρει σε σύγκρουση με τις οθωμανικές αρχές και είχε καταφύγει στην Αθήνα. Μόλις απελευθερώθηκε η Βουλγαρία, το 1878, είπαν πως επέστρεψε και έζησε ήρεμα στη Σόφια ως τον θάνατό του. Άλλοι όμως είπαν πως ήταν από την Κύθνο.
Υπάρχει όμως και άλλο “σενάριο”:
Ο μπάρμπα – Γιάννης επέστρεψε στην πατρίδα του, το Τατάρ Πάπαρντζικ, σημερινό Πάζαρτζικ. Πήρε το παλιό του όνομα Χατζή Ιβάν Λίγκοφ Χιμιτζίεφ, διατήρησε την ελληνική του υπηκοότητα και έγινε γραφιάς. Εγραφε και στίχους, στα ελληνικά και βουλγάρικα.
Το Πάζαρτζικ ανήκε στην Ανατολική Ρωμυλία. Με τη Συνθήκη του Βερολίνου έγινε αυτόνομη επαρχία υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου. Το 1884 έγινε κίνημα με αίτημα την ένωση της επαρχίας με την Βουλγαρία. Την άνοιξη του 1984 ο Μπάρμπα – Γιάννης κανατάς δημοσιεύει σάτιρες κατά των αρχών και καλεί τους Βούλγαρους να κατακτήσουν την Τσάριγκραντ (την Πόλη) πριν την κατακτήσουν οι Ελληνες. Εγραψε ποίημα κατά των αρχών της χώρας και οργάνωσε πολυάριθμο συλλαλητήριο όπου το διάβασε. Το κοινό ενθουσιάστηκε και χρειάστηκε η παρέμβαση των στρατιωτικών αρχών. Ο Μπάρμπα – Γιάννης κατέφυγε στο χωριό του όπου οι συγχωριανοί του αρνήθηκαν να τον παραδώσουν στις αρχές και υποσχέθηκαν ότι θα τον οδηγήσουν αυτοί στο Πάζαρτζικ. Η εισαγγελική αρχή τον συνέλαβε ως εχθρό του κράτους…
Στις 6 Σεπτέμβρη 1885 η Ανατολική Ρωμυλία ενώθηκε με τη Βουλγαρία. Η Τουρκία δεν αντέδρασε, εν αντιθέσει με τη Ρωσία, τη Σερβία και την Ελλάδα που διαμαρτυρήθηκαν για την καταπάτηση της Συνθήκης του Βερολίνου.
Το τραγούδι του:
Στο τραγουδάκι του Μπαρμπα-Γιάννη, λέγεται πως οι στίχοι διαμορφώθηκαν από τον κόσμο και η μελωδία προέρχεται ένα παλιό ιταλικό τραγούδι. Η τελική μορφή του, οφείλεται στον τενόρο της λυρικής Πέτρο Επιτροπάκη, ο οποίος το κυκλοφόρησε σε δίσκο το 1934. Σύμφωνα με άλλους το τραγούδι, καθώς και άλλα δίστιχα και τετράστιχα, ήταν του ίδιου του Μπαρμπα-Γιάννη, και τα τραγουδούσε ο στους δρόμους που γύρναγε με τον γάιδαρο. Δημοσίευσε μάλιστα σε εφημερίδα του 1873 δεκαπέντε τετράστιχα με γενικό τίτλο «Το ιπποτικόν τραγούδι όπερ είπον εις την Σύρον».Ανάμεσα στους δημοσιευμένους εκείνους στίχους είναι και αυτοί που γνωρίζουμε στις μέρες μας.
Μπαρμπα-Γιάννη με τις στάμνες
και με τα σταμνάκια σου
να χαρείς τα μάτια σου.
Κι αν φορείς ψηλό καπέλο
και παπούτσια λάστιχο
μπαρμπα-Γιάννη κανατά.
Πρόσεξε μη σε γελάσει
καμία όμορφη κυρά
μπαρμπα-Γιάννη κανατά.
Και σου πάρει το γαϊδούρι
και σ’ αφήσει την ουρά
μπαρμπα-Γιάννη κανατά.
Μπαρμπα-Γιάννη σε λατρεύω
θα σε αγαπώ πιστά
μπαρμπα-Γιάννη κανατά.
Το 1957 θα κυκλοφορήσει η βιογραφική ταινία του μπάρμπα Γιάννη σε σκηνοθεσία των Κ. Στραντζαλη, Φρίξου Ηλάδη. Πρωταγωνιστούσαν οι Βασίλης Αυλωνίτης, Α. Αλεξανδράκης, Ν. Σταυρίδης, Σ. Ληναίος και σε αυτήν έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο ο Ν. Κούρκουλος.