Του Igor Delanoë* – Le Monde Diplomatique
Το επεισόδιο δεν πέρασε απαρατήρητο. Κατά τη διάρκεια της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στις 27 Μαρτίου 2014, η οποία αποσκοπούσε στην καταδίκη της Μόσχας για την προσάρτηση της Κριμαίας, ο Ισραηλινός εκπρόσωπος έλαμψε διά της απουσίας του. Προς μεγάλη λύπη των Ηνωμένων Πολιτειών, το Τελ-Αβίβ προτίμησε να μην ψηφίσει μια απόφαση που καλούσε στη μη αναγνώριση της προσάρτησης της χερσονήσου στη Ρωσική Ομοσπονδία. Το επεισόδιο αυτό ήρθε να επιβεβαιώσει την πολυπλοκότητα των ρωσοϊσραηλινών σχέσεων. Γιατί, παρά τις αποκλίσεις τους στο συριακό ζήτημα και τις θεμελιώδεις διαφορές τους στο θέμα του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, Ισραήλ και Ρωσία διατηρούν εποικοδομητικό διάλογο.
Μοιάζοντας όλο και περισσότερο με οχυρό που πολιορκείται στη Μέση Ανατολή, το Ισραήλ αντιλήφθηκε τη διάβρωση της αμερικανικής επιρροής στην περιοχή, εξέλιξη που, αυτόματα, αφήνει πρόσφορο έδαφος στο Κρεμλίνο. Η συριακή διένεξη κατοχύρωσε την επιστροφή της Μόσχας στη μεσανατολική σκακιέρα και ενίσχυσε τον ρόλο της στη γεωπολιτική ανασύνθεση της περιοχής μετά τις διάφορες εκδοχές της “αραβικής άνοιξης”. Η αντίθεση ανάμεσα στην πραγματιστική στάση της Ρωσίας και τους δισταγμούς της δυτικής διπλωματίας ήταν έντονη, ενώ η σταθερότητα και η επιμονή της στη διελκυστίνδα με την Ουάσινγκτον αναλύθηκαν πολύ προσεκτικά, όχι μόνον από τις πρωτεύουσες των κρατών του Κόλπου, αλλά και από το Τελ-Αβίβ, όπου η Ρωσία θεωρείται ανερχόμενη δύναμη.
Ισραηλινοί και Ρώσοι μπορούν να υπερηφανεύονται ότι διατηρούν καλές σχέσεις, οι οποίες στηρίζονται στις πυκνές οικονομικές συναλλαγές και σε μια “ανθρώπινη γέφυρα”: σχεδόν ένα εκατομμύριο Ισραηλινοί πολίτες έχουν έρθει στη χώρα από ρωσικό ή πρώην σοβιετικό έδαφος -και πολλοί συνεχίζουν να πηγαινοέρχονται.2 Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι πολίτες διπλής εθνικότητας αποτελούν περίπου το ένα έβδομο του πληθυσμού του εβραϊκού κράτους – μάλιστα, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν χαρακτήρισε το Ισραήλ “ρωσόφωνο κράτος”. Οι πολίτες αυτοί αποτελούν μια κοινότητα αυτόνομη και, ταυτόχρονα, ενσωματωμένη στην πολιτιστική, πολιτική και οικονομική ζωή. Από την εποχή των ιδρυτών του Ισραήλ, η ισραηλινή πολιτική ελίτ πάντοτε αριθμούσε στις τάξεις της ρωσόφωνους, που, πολύ συχνά, είχαν γεννηθεί στην πρώην Ρωσική Αυτοκρατορία -όπως η Γκόλντα Μέι πρωθυπουργός από το 1969 έως το 1974, η οποία είχε γεννηθεί το 1898 στο Κίεβο- ή προέρχονταν από τον σοβιετικό χώρο, όπως ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών Άβιγκντορ Λίμπερμαν, ο οποίος γεννήθηκε το 1958 στο Τσισινάου, στη σοβιετική Μολδαβία.
Τη δεκαετία του 2000, το Ισραήλ έγινε ένας όλο και πιο δημοφιλής προορισμός για τους Ρώσους τουρίστες, οι οποίοι, εξάλλου, επωφελήθηκαν από την κατάργηση του καθεστώτος βίζας μεταξύ των δύο χωρών τον Σεπτέμβριο του 2008. Οι Ρώσοι αποτελούν τη δεύτερη σημαντικότερη κατηγορία ξένων επισκεπτών μετά τους Αμερικανούς και σοβαρή πηγή εσόδων για την ισραηλινή οικονομία: το 2012, πάνω από 380.000 Ρώσοι επισκέφθηκαν το Ισραήλ, αριθμός που αντιστοιχεί στο 13,2% της τουριστικής κίνησης (20,2% για τους Αμερικανούς τουρίστες).3 Οι δεσμοί αυτοί συμβάλλουν στην καλύτερη αμοιβαία κατανόηση, καθιστώντας, ταυτόχρονα, το Ισραήλ έναν “ρωσικό κόσμο” στην καρδιά της ανατολικής Μεσογείου και στις πύλες της Μέσης Ανατολής.
Το 1991, οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών έφταναν τα 12 εκατομμύρια δολάρια, αλλά το 2013 διέσχισαν άλλο ένα κατώφλι, αγγίζοντας τα 3,5 δισεκατομμύρια δολάρια, σημειώνοντας αύξηση 20% σε σχέση με το 2012. Έτσι, η κάμψη που είχε παρατηρηθεί το 2009, μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, απορροφήθηκε σε μεγάλο βαθμό: το 2013, οι ρωσικές εξαγωγές προς το Ισραήλ έφτασαν ξανά στα επίπεδα του 2008. Ξεπέρασαν πάλι το φράγμα των 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ οι εξαγωγές του Ισραήλ προς τη Ρωσία αυξάνονται διαρκώς, αγγίζοντας το 1,5 δισεκατομμύριο δολάρια.4
Το Ισραήλ εισάγει κυρίως ακατέργαστα διαμάντια και ορυκτά καύσιμα (46,5% της εμπορικής αξίας των εισαγωγών), ενώ οι ρωσικές εισαγωγές μοιάζουν πιο ισορροπημένες: αγροτικά προϊόντα (περίπου 16%), μεταποιημένα ηλεκτρονικά προϊόντα (σχεδόν 10%) και ιατρικό υλικό (8,5%).
Θέλοντας να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο τις σχέσεις τους, οι δύο χώρες αποφάσισαν, τον Δεκέμβριο του 2013, στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) στο Μπαλί, τη δημιουργία ζώνης ελεύθερου εμπορίου. Από τον Μάρτιο του 2014, ομάδα εργασίας μελετά πώς θα υλοποιηθεί μια τέτοια συμφωνία μεταξύ του Ισραήλ και της Τελωνειακής Ένωσης (περιλαμβάνει τη Ρωσία, τη Λευκορωσία και το Καζακστάν). Οι κινήσεις αυτές μαρτυρούν ότι οι διμερείς οικονομικές σχέσεις έχουν αναπτύξει στεγανά σε σχέση με τις κρίσεις σε Συρία, Ουκρανία και Ιράν, οι οποίες δεν φαίνεται να ανακόπτουν τη δυναμική μιας συνεργασίας που, μακροπρόθεσμα, υπόσχεται πολλά.
Εξάλλου, Μόσχα και Τελ-Αβίβ προωθούν στενή στρατιωτικοτεχνική συνεργασία στον κλάδο των μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Η Ρωσία θέλει να καλύψει το χαμένο έδαφος στις τεχνολογίες αιχμής και το Ισραήλ διαθέτει μία από τις πιο αναπτυγμένες βιομηχανίες στον συγκεκριμένο κλάδο. Τον Απρίλιο του 2009, η Μόσχα υπέγραψε με την Israel Aerospace Industry (IAI) σύμβαση αγοράς δώδεκα μη επανδρωμένων αεροσκαφών επιτήρησης έναντι 53 εκατομμυρίων δολαρίων. Στη συνέχεια, τον Οκτώβριο του 2010, η ΙΑΙ και η ρωσική βιομηχανία Oboronprom υπέγραψαν νέα σύμβαση, ύψους 400 εκατομμυρίων δολαρίων. Η σύμβαση αφορούσε την αγορά, σε βάθος τριετίας, μη επανδρωμένων αεροσκαφών Searcher Mk-II και Bird Eye-400, καθώς και την κατασκευή εργοστασίου συναρμολόγησης στο Εκατερίνμπουργκ της Ρωσίας, το οποίο το 2012 άρχισε να παραδίδει τα πρώτα μη επανδρωμένα αεροσκάφη στον ρωσικό στρατό.
Στον κλάδο της ενέργειας, οι διμερείς σχέσεις έχουν ωφεληθεί από την ανακάλυψη στα ανοιχτά των ισραηλινών ακτών τεράστιων κοιτασμάτων φυσικού αερίου, με αποθέματα που θα μπορούσαν να ανέρχονται σε 1,4 τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα. Μέχρι το 2010, μόνο αμερικανικές εταιρείες συμμετείχαν στις σχετικές εξορύξεις. Το Τελ-Αβίβ, όμως, επιθυμούσε να διαφοροποιήσει τις πηγές χρηματοδότησής του και να μη στηρίζεται αποκλειστικά στην Ουάσινγκτον. Έτσι, η Gazprom απέσπασε ορισμένες συμβάσεις. Με τον τρόπο αυτό, ο ρωσικός γίγαντας πήρε θέση στην αγορά του υγροποιημένου φυσικού αερίου, η ανάπτυξη του οποίου αποτελεί μία από τις προτεραιότητες της ρωσικής ενεργειακής στρατηγικής. Τον Φεβρουάριο του 2013, θυγατρική της Gazprom υπέγραψε σύμβαση με την ισραηλινή εταιρεία Levant LNG Marketing Corporation, με την οποία εξασφαλίζει για μια εικοσαετία την αποκλειστική αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου από το κοίτασμα του Ταμάρ, στα ανοιχτά της Χάιφα.
Βέβαια, οι σχέσεις της Μόσχας με τη Δαμασκό εξακολουθούν να ρίχνουν τη σκιά τους στη συνεργασία Ρωσίας – Ισραήλ. Η συριακή κρίση, όμως, απέδειξε και τις σταθερές βάσεις της ρωσοϊσραηλινής συνεργασίας και την ικανότητα των δύο πλευρών να ξεπερνούν τις αποκλίσεις τους. Όταν εκδηλώθηκε η συριακή κρίση, τον Μάρτιο του 2011, το Ισραήλ ανήκε στο στρατόπεδο των χωρών που, από κοινού με τις Ηνωμένες Πολιτείες, μετρούσαν τις ημέρες -το πολύ τις εβδομάδες- του προέδρου Μπασάρ Αλ Άσαντ. Η πτώση του θα έσπαγε το “σιιτικό τόξο” που εκτείνεται από το Ιράν και το Ιράκ μέχρι τη Συρία και τον Λίβανο, θα αποδυνάμωνε τη λιβανέζικη Χεζμπολάχ και θα απομόνωνε την Τεχεράνη, περιορίζοντας το στρατηγικό βάθος της. Όσο για τη Ρωσία, τοποθετήθηκε από την αρχή ως ένα από τα βασικά στηρίγματα του καθεστώτος της Δαμασκού. Στο μεταξύ, όμως, η “ιρακοποίηση” της Συρίας και η απροσδόκητη επιβίωση του προέδρου της αναπροσάρμοσε τα ισραηλινά συμφέροντα.
Η ανατροπή του Αλ Άσαντ δεν φαίνεται να είναι πια στην ημερήσια διάταξη. Το Τελ-Αβίβ το έχει αντιληφθεί. Η Μόσχα, όμως, επιβλέπει, την καταστροφή του συριακού χημικού οπλοστασίου που κινδύνευε να πέσει στα χέρια ακραίων ισλαμικών ομάδων. Εξάλλου, η μάχη του συριακού στρατού και της Χεζμπολάχ κατά των τζιχαντιστών, που συνεχίζεται με την υλική υποστήριξη της Ρωσίας, εξυπηρετεί την ασφάλεια του Ισραήλ, καθώς, μετά τη χερσόνησο του Σινά στα νοτιοδυτικά, παρεμποδίζει την ανάδυση μιας νέας ζώνης μη-δικαίου, αυτή τη φορά στα βόρεια σύνορά του.
Απομένει, βέβαια, το λεπτό ζήτημα του εξοπλισμού της Συρίας. Το Ισραήλ αναγνωρίζει στη Ρωσία ένα διόλου αμελητέο δικαίωμα: η Μόσχα έχει τη δυνατότητα να πουλήσει τόσο στη Συρία όσο και στο Ιράν πολύ εξελιγμένα όπλα, μερικά από τα οποία θα μπορούσαν να καταλήγουν στα χέρια της Χεζμπολάχ. Απ’ ό,τι φαίνεται, για το Κρεμλίνο, η πώληση όπλων στη Συρία αποτελεί περισσότερο μοχλό άσκησης επιρροής στην Ουάσινγκτον και στο Τελ-Αβίβ, παρά αξιόπιστη πηγή εσόδων. Έτσι, το 2009, μετά από αμερικανικές και ισραηλινές πιέσεις, η Μόσχα πάγωσε την παράδοση στη Συρία οκτώ αμυντικών αεροσκαφών Mig-31 E, τα οποία είχαν παραγγελθεί το 2007 έναντι περίπου 500 εκατομμυρίων δολαρίων. Αργότερα, τον Ιανουάριο του 2012, ενώ μαινόταν ο πόλεμος, η Μόσχα διαπραγματεύτηκε με τη Δαμασκό σύμβαση πώλησης 36 εκπαιδευτικών αεροσκαφών Yakovlev Yak-130, έναντι 550 εκατομμυρίων δολαρίων. Η παράδοση των αεροσκαφών, η οποία είχε ανασταλεί από το καλοκαίρι του 2012, φαίνεται να επανέρχεται στην ημερήσια διάταξη από τον Μάιο του 2014.
Είναι προφανές, ότι το Κρεμλίνο τροποποιεί το πρόγραμμα πώλησης όπλων -τόσο στη Συρία όσο και στο Ιράν- όταν επιθυμεί να αποκτήσει περιθώρια ελιγμών σε στρατηγικά ζητήματα. Στην περίπτωση των Yak-130, αμφιβάλλει κανείς εάν η χρονική στιγμή που επελέγη, με την κρίση στην Ουκρανία και τις εκεί προεδρικές εκλογές της 25ης Μαΐου, αποτελεί σύμπτωση.
Μολονότι η Μόσχα έχει κατορθώσει να αναπτύξει τη συνεργασία της με την Τεχεράνη χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τους δεσμούς της με το Τελ-Αβίβ, το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα παραμένει το βασικό αγκάθι. Καμία από τις δύο χώρες δεν επιθυμεί να αποκτήσει το Ιράν πυρηνικά όπλα, αλλά η Μόσχα συνεχίζει τη συνεργασία της με την Ισλαμική Δημοκρατία στο πολιτικό σκέλος του πυρηνικού προγράμματός της και τη χρησιμοποιεί ως διαπραγματευτικό χαρτί στις σχέσεις της με τους Δυτικούς.
Το 2010, ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ, τότε πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, είχε ακυρώσει με προεδρικό διάταγμα την πώληση συστημάτων αντιαεροπορικής άμυνας S-300 στο Ιράν, σε εκτέλεση σύμβασης του 2007, ύψους περίπου ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων. Επίσης, το Κρεμλίνο ψήφισε τέσσερις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που καλούσαν την Τεχεράνη να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της Διεθνούς Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ).
Η συριακή κρίση, όμως, συνέβαλε στην προσέγγιση Ρωσίας και Ιράν. Τον Σεπτέμβριο του 2013, όταν φαινόταν ότι επίκειται αμερικανική επέμβαση, ο πρόεδρος Πούτιν συνάντησε τον Ιρανό ομόλογό του Χασάν Ροχανί στο περιθώριο συνόδου κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης. Αποφάσισαν τότε ότι, σε περίπτωση βομβαρδισμών της Συρίας από Ηνωμένες Πολιτείες και Γαλλία, το Ιράν θα προμηθευόταν νέους εξοπλισμούς, μεταξύ τους και αντιαεροπορικά συστήματα S-300, και θα ξεκινούσε η κατασκευή δεύτερου πυρηνικού αντιδραστήρα στο Μπουσέρ.6
Το Ισραήλ δεν μπορεί να παραμένει απαθές απέναντι σε τέτοιες απειλές και διατηρεί διαύλους διαλόγου με τη Ρωσία. Την 1η Ιουνίου, οι δύο κυβερνήσεις ανακοίνωσαν την καθιέρωση απόρρητης γραμμής διαρκούς επικοινωνίας. Έτσι, οι ηγέτες Ισραήλ και Ρωσίας θα μπορούν να “συζητούν για διάφορα ζητήματα που άπτονται των στρατηγικών συμφερόντων των δύο χωρών χωρίς την άμεση ανάμιξη των Ηνωμένων Πολιτειών”.7 Μέχρι σήμερα, το Ισραήλ δεν χρησιμοποιούσε τέτοιο σύστημα, παρά μόνο στην επικοινωνία του με την Ουάσινγκτον.
Το Τελ-Αβίβ έχει επίγνωση του ρόλου – κλειδί που παίζει η Μόσχα στο ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα και του τρόπου που το χρησιμοποιεί όταν βρίσκεται σε δύσκολη θέση στη “στενή σφαίρα επιρροής της”. Υπολογίζει, επίσης, το πολιτικό βάρος της Ρωσίας στην περιοχή, γεγονός που εξηγεί τη σιωπή του γύρω από την ουκρανική κρίση. Από την αρχή των γεγονότων, το Ισραήλ υιοθέτησε στάση ουδέτερου και σιωπηλού παρατηρητή. Απείχε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 27 Μαρτίου, γιατί δύσκολα θα μπορούσε να ψηφίσει απόφαση που θα καταδίκαζε την προσάρτηση εδαφών χωρίς να βρεθεί εκτεθειμένο σε σχέση με τη δική του πολιτική στην Παλαιστίνη. Αλλά η καταδίκη της προσάρτησης της Κριμαίας στη Ρωσία θα είχε εκθέσει το Ισραήλ και σε αντίποινα από την πλευρά του Κρεμλίνου, το οποίο θα μπορούσε να φανεί λιγότερο συνεργάσιμο στο θέμα του εξοπλισμού της Συρίας ή του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν.
Από εκεί και πέρα, η ουκρανική κρίση έχει διχάσει βαθιά τη ρωσόφωνη κοινότητα του Ισραήλ. Η κοινότητα αυτή όχι μόνο δεν είναι ομοιογενής, αλλά έχει ρίζες κυρίως στην Ουκρανία και τη Λευκορωσία, ταυτόχρονα, όμως, και στη Ρωσία και στον Καύκασο. Ενώ ορισμένοι ρωσόφωνοι Ισραηλινοί εκδηλώνουν την αλληλεγγύη τους στο φιλοευρωπαϊκό κίνημα, άλλοι, ανήσυχοι από την παρουσία ακροδεξιών αντισημιτών ακτιβιστών στην κυβέρνηση του Κιέβου, υποστηρίζουν τις θέσεις της Ρωσίας. Η γενοκτονία των Εβραίων κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο παραμένει το κύριο πρίσμα μέσα από το οποίο πολλοί Ισραηλινοί αντιλαμβάνονται τα γεγονότα και, έτσι, οι Ουκρανοί δεν αντιμετωπίζονται και πολύ θετικά. Επίσης, τον Ιούνιο του 2012, στη Νετάνια του Ισραήλ, ο Πούτιν και ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου εγκαινίασαν μνημείο για τους στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού που έπεσαν στο μέτωπο για να ηττηθεί η ναζιστική Γερμανία, περιστατικό που έρχεται να θυμίσει τον κοινό αγώνα των δύο χωρών ενάντια στον ιστορικό αναθεωρητισμό.
Μερίδα των ρωσόφωνων Ισραηλινών, ξεκινώντας από όσους έχουν ακόμη συγγενείς εκεί, ανησυχεί για την ασφάλεια της εβραϊκής μειονότητας στην Ουκρανία, η οποία αριθμεί περίπου 200.000 ανθρώπους, κυρίως στο Κίεβο και στη γύρω περιοχή. Και η προσάρτηση στη Ρωσία της Κριμαίας, όπου ζουν 10.000 Εβραίοι, όξυνε ακόμη περισσότερο τις εσωτερικές διαιρέσεις στο Ισραήλ, παραπέμποντας, ταυτόχρονα, και στο ζήτημα της κατοχής των παλαιστινιακών εδαφών. Απέναντι στον διχασμό της ρωσόφωνης κοινότητας, ο Νετανιάχου δεν είχε τίποτε να κερδίσει από μια ανοιχτή κριτική στον Πούτιν. Το αντίθετο μάλιστα: θα απομονωνόταν από μερίδα των ρωσοϊσραηλινών ψηφοφόρων, οι οποίοι παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην πολιτική σκηνή από το 1991 και μετά.8 Οι λακωνικές δηλώσεις του Λίμπερμαν για την ανάγκη εξομάλυνσης των σχέσεων με το Κίεβο εξηγούνται, λοιπόν, τόσο από τη βούληση να μην τεθούν σε κίνδυνο οι καλές σχέσεις με τη Μόσχα, όσο και από τη φροντίδα να μη γίνει εισαγωγή των ρωσοουκρανικών εντάσεων στο εσωτερικό της ισραηλινής κοινωνίας. Η επιχείρηση “Προστατευτική Αιχμή”, την οποία εξαπέλυσε το εβραϊκό κράτος στη Λωρίδα της Γάζας από τις 8 Ιουλίου, επιβεβαίωσε τη θετική δυναμική των σχέσεων Ρωσίας – Ισραήλ. Αν και ο Πούτιν κάλεσε σε τερματισμό των εχθροπραξιών για να αποφευχθεί η επιδείνωση της ανθρωπιστικής κρίσης, δήλωσε, αμέσως μετά, ότι η Ρωσία είναι “πραγματικά φίλη χώρα με το Ισραήλ” και ότι υποστηρίζει τον αγώνα που δίνει το Τελ-Αβίβ για την προστασία των πολιτών του.9
Περισσότερο από μια συμμαχία με τη Ρωσία, το Ισραήλ επιθυμεί να συνάψει μαζί της μια συνεργασία που θα εξυπηρετεί το σχέδιό του για στρατηγική διαφοροποίηση. Το Τελ-Αβίβ επιδιώκει να αντισταθμίσει τις μετατοπίσεις τής αμερικανικής πολιτικής στην περιοχή και να σπάσει τη σχετική διπλωματική του απομόνωση. Η επιμονή της Ουάσινγκτον για επανεκκίνηση της ειρηνευτικής διαδικασίας, η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, τον Νοέμβριο του 2013, καθώς και η στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών στους ισλαμιστές σε Αίγυπτο και Συρία αποτελούν σημεία διαφωνίας. Στο πλαίσιο αυτό, ο ανταγωνισμός μεταξύ Μόσχας και Ουάσινγκτον μπορεί να επιφυλάσσει ευχάριστες εκπλήξεις για το Τελ-Αβίβ, όπως έδειξε η συμφωνία του Σεπτεμβρίου 2013 για το χημικό οπλοστάσιο της Συρίας μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών Σεργκέι Λαβρόφ και Τζον Κέρι. Το Ισραήλ θα επιθυμούσε να επαναληφθεί αυτού του είδους η συνεργασία και συμφωνία και στο ζήτημα του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν.
Ωστόσο, η καταστροφή του χημικού οπλοστασίου της Συρίας θα μπορούσε να καταλήξει και σε διαπραγματεύσεις για τη δημιουργία μιας ζώνης απαλλαγμένης από όπλα μαζικής καταστροφής στη Μέση Ανατολή. Αλλά στο σημείο αυτό υπάρχει διαφωνία μεταξύ Μόσχας και Τελ-Αβίβ. Τον Σεπτέμβριο του 2013, κατά την ετήσια σύνοδο της ΙΑΕΑ, ο Ρώσος εκπρόσωπος είχε ψηφίσει σχέδιο απόφασης που πρότειναν οι αραβικές χώρες και καλούσε το Ισραήλ να υπογράψει τη συνθήκη για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων και να θέσει τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του κάτω από τον έλεγχο του ΟΗΕ. Ο Πούτιν είχε, τότε, προειδοποιήσει: “Αργά ή γρήγορα, το Ισραήλ πρέπει να δεχθεί να εγκαταλείψει τα πυρηνικά όπλα του, όπως η Συρία εγκατέλειψε τα χημικά όπλα της”.10 Παρά τον πατερναλιστικό τόνο των συγκεκριμένων δηλώσεων, ο ρεαλισμός που επιδεικνύουν μέχρι τώρα Ρώσοι και Ισραηλινοί φαίνεται ότι θα τους επιτρέψει να εμβαθύνουν τις σχέσεις τους τα επόμενα χρόνια.
* Ο Igor Delanoë είναι διδάκτωρ Ιστορίας, ειδικός σε θέματα ασφάλειας και άμυνας της Ρωσίας
Avgi.gr για την μετάφραση