Γράφει ο Μιχάλης Κόκκινος
Nexus
Τεύχος Απριλίου 2016
Αν το 2015 ήταν μια χρονιά που όλοι θα προτιμούσαμε να ξεχάσουμε, τότε το 2016 ενδέχεται να είναι εξίσου άσχημο. Το περασμένο χρόνο βιώσαμε το πολιτικό “θρίλερ” της διαπραγμάτευσης μεταξύ της νεόκοπης κυβέρνησης Τσίπρα και των δανειστών, το οποίο είχε αναμφισβήτητα από όλα: αγωνία, ένταση, δράμα, νίκη, απογοήτευση. Η Ελλάδα βρέθηκε τόσο κοντά στην χρεωκοπία όσο ποτέ άλλοτε, κάτι που την ανάγκασε να κάνει “τολμηρές” κινήσεις που μέχρι τότε καμία άλλη κυβέρνηση δεν είχε διανοηθεί.
Αν το προηγούμενο έτος η οικονομική επιβίωση του κράτους ήταν το νούμερο ένα ζήτημα, φέτος έχουμε κληθεί να αντιμετωπίσουμε πέρα από το οικονομικό και το προσφυγικό. Το νέο Μνημόνιο που υπογράφτηκε τον περασμένο Αύγουστο ανάγκασε την κυβέρνηση να μειώσει τις δαπάνες σε κρίσιμους τομείς του κράτους, όπως η υγεία, η παιδεία και η ασφάλεια. Οι “άμυνες” του κράτους έπεσαν για τα καλά και τώρα η Ελλάδα κινδυνεύει να πέσει θύμα του προσφυγικού προβλήματος της Ευρώπης.
Ένας άνευ προηγουμένου όγκος προσφύγων και μεταναστών φτάνουν καθημερινά εδώ και ένα χρόνο στην Ελλάδα από την Τουρκία, ως το πιο βατό πέρασμα για την Ευρώπη. Το μέγεθος των ροών έπιασε απροετοίμαστη την Ευρώπη. Ο φόβος και η ανησυχία κατέκλυσαν γρήγορα όλα τα κράτη της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. Οι προσφυγικές/μεταναστευτικές ροές από καλοδεχούμενο “δώρο” μετατράπηκαν σε πολιτικό πρόβλημα για τις περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Μέσα από μία σειρά προσβλητικών για την Ευρωπαϊκή Ιδέα επεισοδίων, ιδανικότερη λύση φάνηκε το χτίσιμο ενός “νοητού” φράχτη γύρω από την Ελλάδα, προκειμένου να αποκλειστούν νέες ροές μέσα από την λεγόμενη Βαλκανική Οδό (Ελλάδα, Σκόπια, Σερβία, Ουγγαρία).
Όλα αυτά την ίδια ώρα που η χώρα μας διαπραγματεύεται τη συνέχιση του προγράμματος διάσωσης με τους “Θεσμούς”. Οι διαπραγματεύσεις όμως με την ΕΕ και το ΔΝΤ έχουν βαλτώσει και η πιθανότητα να οδηγήσουν σε αδιέξοδο είναι μεγάλη. Η οικονομική ασφυξία που έχει περιέλθει η Ελλάδα σε συνδυασμό με το κίνδυνο αποπομπής της από την Σένγκεν λόγω προσφυγικού δημιουργούν ένα εκρηκτικό κοινωνικό κοκτέιλ. Η κυβέρνηση προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα απόνερα της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, τα οποία έχουν δημιουργήσει μία ολοένα και αυξανόμενη εσωτερική αναταραχή.
Οι περισσότεροι Έλληνες εξακολουθούν – θεωρητικά – να θέλουν να παραμείνουν στην ευρωζώνη, γεγονός που ανάγκασε τον Τσίπρα να αποδεχθεί ένα νέο πρόγραμμα διάσωσης τον Ιούλιο του 2015. Όμως, στην περίπτωση νέων εκλογών, η λαϊκή στήριξη για την παραμονή σε αυτήν, δεν θα έπρεπε να θεωρείται πλέον δεδομένη, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας είναι σχεδόν βέβαιο πως θα είναι βραδεία και ασταθής. Αυτό που περιπλέκει ακόμα περισσότερο την κατάσταση είναι η υπόσχεση Τσίπρα προς τους πολίτες που τον επανεξέλεξαν πριν λίγους μήνες ότι το νέο Μνημόνιο ήταν απλά μία μικρή τακτική υποχώρηση που αργότερα θα οδηγήσει σε μία σημαντική νίκη, την ελάφρυνση του χρέους. Όμως τα πάντα πλέον φαίνονται τόσο ανοιχτά και ρευστά, που πολύ δύσκολα η κυβέρνηση θα καταφέρει να ελέγξει τα πράγματα σε μία πιθανή κοινωνική αναταραχή.
Οι Ευρωπαίοι δεν είναι οι μόνοι που έχουν αναστατωθεί από την προσφυγική κρίση. Ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας είναι ανήσυχο για τις οικονομικές και πολιτισμικές επιπτώσεις της μαζικής άφιξης προσφύγων και μεταναστών. Ανησυχία που θα αποτελεί κυρίαρχο συναίσθημα όλο και περισσότερο, όσο το καλοκαίρι πλησιάζει και οι ροές προσφύγων/μεταναστών λογικά θα αυξάνονται. Οι απειλές της ΕΕ να άρει τη συμμετοχή της Ελλάδας στη Σένγκεν είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αποδυναμώσουν τη λαϊκή στήριξη προς τη διάσωση. Το πρόγραμμα ήδη είναι αμφιλεγόμενο, με το σύνολο των κοινωνικών τάξεων να βρίσκεται απέναντι σε κάθε νέα υποχώρηση (ασφαλιστικό). Ο μήνας-κλειδί θα είναι ο Μάιος, όταν η επίσημη αποβολή από τη Σένγκεν θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια πολιτική κρίση στην Ελλάδα, που θα μπορούσε να εκτροχιάσει όχι μόνο τη συνέχεια του προγράμματος διάσωσης, αλλά την ίδια την ευρωπαϊκή πορεία της χώρα.
Η Διεθνής Πραγματικότητα
Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι η ευρύτερη περιοχή μας βρίσκεται σε μεγάλη κινητικότητα και ανησυχία, μία απλή ανάγνωση των ειδήσεων αρκεί. Από την αναζωπύρωση των συγκρούσεων μεταξύ Ουκρανών και Νεορώσων αποσχιστών, και τη δυναμική εμπλοκή της Ρωσίας στον Συριακό Εμφύλιο, ως την ψυχροπολεμική σύγκρουση Πούτιν-Ερντογάν και την αναμενόμενη γέννηση νέων κρατών στη Μέση Ανατολή (Κουρδιστάν), τα πάντα συγκλίνουν στο ότι το status quo της Ανατολικής Μεσογείου, της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων πρόκειται σύντομα να αλλάξει.
Με όχημα την καταπολέμηση του Ισλαμικού Χαλιφάτου (ISIS) η Ρωσία φαίνεται πως επανακάμπτει στο διεθνές προσκήνιο μετά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε λόγω των κυρώσεων της Δύσης για την προσάρτηση της Κριμαίας. Η εμπλοκή της στη Συρία, εκτός του ότι αποδυνάμωσε το ISIS – και την Αλ Κάιντα (Αλ Νούσρα) – ανάγκασε και τις ΗΠΑ να στραφούν πιο αποτελεσματικά κατά των τζιχαντιστών. Ηνωμένες Πολιτείες και Ρωσία μετά το “Iran Deal” έχουν αναθερμάνει τη σχέση τους με αφορμή τον κοινό αντι-τζιχαντιστικό τους αγώνα. Το καθεστώς Άσαντ ισχυροποιήθηκε στη Δυτική Συρία, το ίδιο και οι Κούρδοι στο Βορρά. Ενώ, ο Συριακός Εμφύλιος μετά την αποδυνάμωση του ISIS οδηγείται σε εκτόνωση. Μία λύση που θα περιλαμβάνει τόσο τον Άσαντ όσο και την Συριακή Αντιπολίτευση πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Όπως δεδομένη πρέπει να θεωρείτε και η ανεξαρτησία των Κούρδων σε Συρία και Ιράκ με τις “ευλογίες” Μόσχας και Ουάσιγκτον μέσα στους επόμενους μήνες. Ο νέος ρόλος της Ρωσίας ως “κυνηγός” τζιχαντιστών της επιτρέπει να επεκτείνει την ισχύ της στην Ανατολική Μεσόγειο και την Ευρύτερη Μέση Ανατολή, συνεχίζοντας από εκεί που είχε σταματήσει πριν την Ουκρανική Διαμάχη. Ήδη από κοινού με την Αίγυπτο ετοιμάζεται να μεταφέρει τον αντι-τζιχαντιστικό της αγώνα στο Σινά και την Λιβύη. Η Ρωσία πλέον φαντάζει ως η μόνη διαθέσιμη δύναμη “προστάτης” των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου έναντι της αποσταθεροποιητικής δράσης της ισλαμικής τρομοκρατίας. Ενδεχομένως, πολύ σύντομα να την δούμε να αναλαμβάνει δράση και στην Ιορδανία και το Λίβανο, όπου οι τεράστιες προσφυγικές ροές από τη Συρία (περισσότεροι από 3 εκατ. πρόσφυγες συνολικά) έχουν αρχίσει να λειτουργούν αποσταθεροποιητικά για τα εκεί καθεστώτα και μπορούν να δημιουργήσουν πολύ εύκολα νέα μέτωπα του ISIS, όσο αυτό αποδυναμώνεται σε Συρία και Ιράκ.
Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι Ισραηλινοί μετά το “Iran Deal” και τη σύσφιξη των σχέσεων Ιράν-ΗΠΑ αισθάνονται “άβολα” απέναντι στην αναβάθμιση των σχέσεων των δύο κρατών. Η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να λειτουργήσει εξισορροπητικά και να προσφέρει “κάλυψη” στο Iσραήλ απέναντι στο Σιιτικό κίνδυνο είναι η Ρωσία. Οι δεσμοί των δύο χωρών άλλωστε είναι αρκετά ισχυροί (περισσότεροι από 500.000 Ισραηλινοί πολίτες είναι ρωσικής καταγωγής). Αλλά και η Κύπρος θα πρέπει να θεωρηθεί σίγουρο ότι θα επιζητήσει μία ανάλογη συνεργασία με τη Ρωσία. Καθώς, η σταδιακή αξιοποίηση των πλούσιων υποθαλάσσιων κοιτασμάτων της ξεκίνησε το Μάρτιο και δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να θέσει σε κίνδυνο το κοινό ενεργειακό της μέλλον με το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Μόνο η εμπλοκή της Ρωσίας θα μπορούσε να εξασφαλίσει το απρόσκοπτο της εξόρυξης φυσικού αερίου/πετρελαίου στην Ανατολική Μεσόγειο απέναντι στο φόβο επέκτασης του ισλαμικού κινδύνου (ISIS).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Ρωσία αναμένεται ως το τέλος της παρούσας δεκαετίας να γίνει η κυρίαρχη δύναμη σε τρεις κλειστές θάλασσες: την Αρκτική, τη Μεσόγειο και τον Εύξεινο. Η απρόσμενη ρωσική ναυτική κυριαρχία στη Μαύρη Θάλασσα μετά την προσάρτηση της Κριμαίας έρχεται και συνδυάζεται με την ισχυρή παρουσία της στην Ανατ.Μεσόγειο στα πλαίσια του νέου αντι-τζιχαντιστικού της ρόλου, αλλά και με το λιώσιμο των πάγων στον Αρκτικό Ωκεανό, όπου σταδιακά θα τον μετατρέψει σε μια κεντρική εσωτερική θάλασσα του κόσμου υπό τον πλήρη έλεγχο της Ρωσίας. Συνδετικό κρίκο των τριών θαλασσών αποτελούν ο Καύκασος, η Τουρκία και τα Βαλκάνια. Κι αν θεωρείται δεδομένο ότι ο Καύκασος είναι εδώ και χρόνια μία περιοχή υπό τον πλήρη έλεγχο της Μόσχας – έλεγχος που θα ολοκληρωθεί μετά την αναμενόμενη δημιουργία του νεόκοπου κράτους του Κουρδιστάν σε Βόρεια Συρία και Βόρειο Ιράκ -, για την Τουρκία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να πει κάποιος το ίδιο.
Ρωσία και Τουρκία βρίσκονται τους τελευταίους μήνες – μετά την πρόσφατη κατάρριψη ρωσικού μαχητικού αεροσκάφους στη Συρία από την τουρκική αεράμυνα – σε μία ψυχροπολεμικού τύπου διαρκώς κλιμακούμενη σύγκρουση, που κανείς δεν είναι σε θέση να προδικάσει το πως θα καταλήξει. Ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλ. Πούτιν, στο πρόσωπο του Τούρκου ομολόγου του, Τ.Ερντογάν, βλέπει τον “φυσικό” ηγέτη του Ισλαμικού Χαλιφάτου και της Συριακής Αντιπολίτευσης (Αλ Νούσρα) και την ίδια την Τουρκία, ως το μόνο κράτος που έχει τη δύναμη να ανακόψει το σχεδιασμό του. Η Τουρκία είναι η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά στο σχεδιασμό της Ρωσίας σε Εύξεινο και Μεσόγειο.
Έτσι, η παρουσία της Ρωσίας στα Βαλκάνια καθίσταται αναγκαία, προκειμένου να δημιουργηθεί μία ομαλή διασύνδεση από τον Αρκτικό Βορρά στον Μεσογειακό Νότο. Κομβικό ρόλο για την ρωσική επαναφορά στην χερσόνησο του Αίμου θα παίξει και το προσφυγικό. Οι πρωτόγνωρες για τα δεδομένα των μικρών χριστιανικών βαλκανικών χωρών ροές μουσουλμάνων προσφύγων/μεταναστών έχουν δημιουργήσει κάτι περισσότερο από ανησυχία στις κυβερνήσεις τους. Σερβία, Μαυροβούνιο, Σκόπια και Βουλγαρία διατρέχουν άμεσο κίνδυνο για την εθνική τους ασφάλεια σε περίπτωση εγκλωβισμού προσφύγων/μεταναστών στα εδάφη τους. Οι ισχυρές μουσουλμανικές μειοψηφίες εντός των παραπάνω κρατών (Βόσνιοι, Αλβανοί, Τούρκοι), οι οποίες στο παρελθόν έχουν δημιουργήσει εστίες αποσταθεροποίησης, είναι επίφοβες για την επανάληψη ανάλογων περιστατικών. Καθώς, όσο οι κρατικές δομές των συγκεκριμένων χωρών δείχνουν ανήμπορες να κρατήσουν τον έλεγχο των συνόρων τους, τόσο πιο τρωτές φαντάζουν στις μουσουλμανικές μειονότητες, οι οποίες δεν θα ήταν παράλογο να προσπαθήσουν να επωφεληθούν από τη συγκυρία. Έτσι, υπό το φόβο παλιότερων παθών δεν θα διστάσουν να προσφέρουν “γη και ύδωρ” στη Ρωσία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η “νατοϊκή” και “ευρωπαϊκή” – αλλά αδύναμη αμυντικά – Βουλγαρία. Μετά από μία περίοδο ψύχρανσης των σχέσεων της με τη Ρωσία φαίνεται ότι ενισχύεται η τάση για αλλαγή πλεύσης προς την Μόσχα, δεδομένου ότι η τελευταία επανακάμπτει ως ο κυρίαρχος της περιοχής και η Σόφια δεν έχει ξεχάσει σε καμία περίπτωση τις ιστορικά στενές της σχέσεις με τη μεγάλη σλαβική της μητέρα. Πρόσφατα μάλιστα η Βουλγαρία ξεπάγωσε για τα καλά όλα τα κοινά ενεργειακά της σχέδια με την Ρωσία και την Ελλάδα (South Stream, Χερσαία Δαρδανέλλια).
Μια αναγκαία για τη Ρωσία συμμαχία
Κοιτάζοντας προς τα πίσω στην ιστορία, θα δούμε ότι τα Βαλκάνια για τους Ρώσους ήταν “δώρον άδωρο” δίχως την έξοδο στο Αιγαίο. Κι αυτό, γίνεται περισσότερο αντιληπτό σήμερα, που η Ρωσία ψάχνει έναν τρόπο να υπερκεράσει το “εμπόδιο” της Τουρκίας και να διασυνδέσει την Μαύρη Θάλασσα με τη Μεσόγειο. Η Σερβία ή Βουλγαρία σίγουρα αποτελούν σημαντικά προγεφυρώματα στη Βαλκανική, αλλά δεν πρόκειται να λειτουργήσουν εξισορροπητικά απέναντι στη ρωσοτουρκική κόντρα από μόνα τους. Η Ρωσία χρειάζεται πλάι της μια δύναμη που να αποτελεί ένα πραγματικό αντίβαρο στην Τουρκία. Και αυτή η δύναμη είναι μόνο η Ελλάδα.
Όπως πολύ πετυχημένα έχει γράψει στο παρελθόν ο Κων/ινος Γρίβας: “Ακόμη και αν στη θέση της Ελλάδας, της ομόδοξης Ελλάδας, ήταν το μουσουλμανικό Μπαγκλαντές, μόνο και μόνο το γεγονός ότι θα βρισκόταν σε αυτήν τη γεωγραφική θέση, η ίδια η γεωπολιτική δυναμική της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί θα το καθιστούσε ιδανικό υποψήφιο σύμμαχο της Ρωσίας”. Για να ολοκληρωθεί ο στρατηγικός σχεδιασμός της Μόσχας για την Ανατολική Μεσόγειο και κατ’ επέκταση για την παγκόσμια θέση της, μία στενή σχέση με την Ελλάδα είναι κάτι περισσότερο από αναγκαία. Η Ελλάδα ως ο διαχρονικός αντίπαλος της Τουρκίας στην περιοχή είναι η μόνη χώρα που μπορεί να λειτουργήσει ως “τανάλια” από κοινού με τη Κριμαία που θα “πιέζει” την Τουρκία να κρατά ανοιχτά τα Στενά, ώστε να μην διασπαστεί η ενότητα της Μαύρης Θάλασσας με την Ανατολική Μεσόγειο και να εγκλωβιστεί η Ρωσία γι’άλλη μια φορά μακριά από τις “θερμές” θάλασσες.
Θα πρέπει επίσης, να θεωρήσουμε δεδομένο ότι στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή η Ρωσία είναι διατεθειμένη να προσφέρει το οτιδήποτε για να προσεταιρισθεί την Ελλάδα σε μία πιο στενή σχέση. Κι αν πολλοί χαμογελάτε με δυσπιστία, αναλογιστείτε ότι στο παρελθόν ουδέποτε η Ρωσία είχε αυτόν το ρόλο που έχει σήμερα και από ότι φαίνεται είναι σε θέση να παίξει στη Μεσόγειο ή την Μέση Ανατολή. Για πρώτη φορά στην ιστορία της η Ρωσία είναι τόσο ενεργά μπλεγμένη στις καταστάσεις της περιοχής και η Δύση από τη μεριά της τόσο φανερά αποτραβηγμένη!
Η Ρωσία διακυβεύει το οικονομικό της μέλλον μέσα από την πιο ενεργή παρουσία της στην Μεσόγειο. Μπορεί ο νέος αντι-τζιχαντιστικός της ρόλος να της χαρίζει το απαιτούμενο ηθικό δικαίωμα για να προωθήσει τα στρατηγικά της σχέδια, αλλά η εμπλοκή της στην περιοχή υπαγορεύεται αυστηρά από την οικονομική αναγκαιότητα για επιβίωση. Ο μόνος τρόπος για να μπορέσει η Ρωσία να συνεχίσει να είναι οικονομικά εύρωστη – αλλά και να ανακάμψει μετά τις δυτικές κυρώσεις – είναι να καταφέρει να ελέγξει το μεγαλύτερο μέρος των ροών ενέργειας προς την Ευρώπη. Από τη στιγμή που το Ιράν ξαναμπήκε στο “παιχνίδι”, το νεοπαγές Κουρδιστάν φιλοδοξεί να καταστεί ο νέος παίχτης στον χώρο της ενέργειας και Αίγυπτος-Κύπρος-Ισραήλ ετοιμάζονται να γίνουν οι σημαντικότεροι παραγωγοί ενέργειας στη Μεσόγειο, “κάποιος” πρέπει να εξασφαλίσει ότι όλο αυτό μπορεί να λειτουργήσει δίχως τριβές για να μπορέσει η ενέργεια από την Ανατ. Μεσόγειο να φτάσει στις δυτικές αγορές. Η Ρωσία αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως το σημείο εξισορρόπησης μεταξύ των παραπάνω νέων “παιχτών” και των παραδοσιακών δυνάμεων στον χώρο της ενέργειας της Αραβικής Χερσονήσου. Υποκαθιστά έτσι κατά κάποιον τρόπο τη Δύση (Γουόλ Στριτ, Σίτι Λονδίνου) και τον ΟΠΕΚ στον έλεγχο των δικτύων και των τιμών ενέργειας για τις επόμενες δεκαετίες, κομίζοντας τεράστια οφέλη για την οικονομία της.
Η Ρωσία έχει για πρώτη φορά στη μετα-Σοβιετική εποχή της ένα τέτοιο momentum και πολύ δύσκολα θα το αφήσει να χαθεί. Ο ρόλος της Ελλάδας στον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό της είναι κρίσιμης σημασίας και γι αυτό είναι τώρα έτοιμη να προσφέρει οτιδήποτε στην χώρα μας για να την προσεταιρισθεί. Ακόμη κι αν η Ελλάδα αποφασίσει ότι δεν είναι προς το συμφέρον της να προχωρήσει σε μια ενίσχυση των στρατηγικών της σχέσεων με τη Ρωσία την δεδομένη στιγμή, η κατάσταση που διαμορφώνεται αποτελεί ένα τεράστιας σημασίας χαρτί στα χέρια της ελληνικής διπλωματίας και της εξωτερικής πολιτικής που μπορεί να το αξιοποιήσει προς πολλές κατευθύνσεις και στο πλαίσιο πολλών στρατηγικών.
Μία ιστορική αλήθεια για το πολιτικό μας σύστημα
Σίγουρα αρκετοί διαβάζοντας αυτό το άρθρο να δυσπιστήσουν ως προς το αν το πολιτικό μας σύστημα είναι σε θέση να προχωρήσει σε μία τόσο τολμηρή κίνηση και να στραφεί προς τη Ρωσία γυρίζοντας την πλάτη του στη Δύση. Τα τελευταία 40 χρόνια η πορεία της Ελλάδας έχει ταυτιστεί με τα συμφέροντα του Ευρωατλαντισμού – και ορθώς – και πολύ δύσκολα μπορεί να αλλάξει εν μία νυκτί μια τέτοια στρατηγική σχέση, θα πει κάποιος. Καμία αντίρρηση. Για να μπορέσουμε όμως να εξετάσουμε αν θα μπορούσε να υπάρξει μία τέτοια πιθανότητα, ίσως θα έπρεπε να κάνουμε μία ιστορική αναδρομή και να ελέγξουμε αν το εγχώριο σύστημα – πολιτικό και επιχειρηματικό – έχει πραγματοποιήσει τέτοιες κρίσιμες μεταβάσεις στο παρελθόν.
Δεν θα χρειαστεί να πάμε πολύ πίσω και να κάνουμε την τετριμμένη ιστορική αναφορά για το πως η Τσαρική Ρωσία με την επιρροή της καθ’ όλη τη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα συμμετείχε στη διαμόρφωση και τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Οι αναφορές άλλωστε του σύγχρονου ελληνικού συστήματος εξουσίας είναι πιο πρόσφατες και ξεκινούν από τη εμφάνιση του Ελευθέριου Βενιζέλου στην κεντρική πολιτική σκηνή. Οι βάσεις του σημερινού πολιτικού και επιχειρηματικού συστήματος μπήκαν μετά την Μικρασιατική καταστροφή με την ολοκληρωτική κυριαρχία του Ελ. Βενιζέλου στα πολιτικά πράγματα. Από τότε η ελίτ της χώρας έχει πραγματοποιήσει δύο ανάλογης σημαντικότητας στρατηγικές μετατοπίσεις.
Στον Μεσοπόλεμο η Ελλάδα – όπως και σήμερα – βρισκόταν σε μία διαρκή διαπραγμάτευση με τους τότε δανειστές της, Γαλλία και Αγγλία (Το Club του Παρισιού και το Club του Λονδίνου). Το αποτέλεσμα ήταν μία έντονη πολιτική αναταραχή με εναλλαγή δικτατοριών, πραξικοπημάτων και κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η οριστική επαναφορά της Βασιλείας και η επικράτηση των Ανακτόρων στο πολιτικό σκηνικό για το στρατόπεδο των Βενιζελικών δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η αντίστοιχη τελική επικράτηση των δανειστών στην χώρα. Μετά την απέλπιδα και αποτυχημένη προσπάθεια κατάληψης της εξουσίας από τον Ελ.Βενιζέλο μέσω του πραξικοπήματος Πλαστήρα, οι Βενιζελικοί στράφηκαν σε έναν “πολιτικό ησυχασμό” που οδήγησε στην δικτατορία του Μεταξά υπό τις ευλογίες των Ανακτόρων. Ο θάνατος του φυσικού τους ηγέτη ενέτεινε ακόμη περισσότερο αυτήν την τάση.
Την περίοδο εκείνη οι σημαντικότερες ανερχόμενες πολιτικές προσωπικότητες διεθνώς ήταν ο Μπ.Μουσολίνι στην Ιταλία και ο Α.Χίτλερ στην Γερμανία. Ξέρω ότι αυτό σήμερα μπορεί να ακούγεται ανατριχιαστικό, αλλά την εποχή του Μεσοπολέμου – πριν δηλαδή πνίξουν στο αίμα την ανθρωπότητα – αμφότεροι θεωρούνταν πρότυπα προοδευτικών ηγετών για ολόκληρη της Δύση.
Στα μάτια των τσακισμένων από την ύφεση και το Κραχ του ’29 δυτικών κοινωνιών, τόσο ο Μουσολίνι, όσο και ο Χίτλερ λειτουργούσαν ως παραδείγματα προς μίμηση για το πώς κατάφεραν να ξαναχτίσουν τις χώρες τους μετά τον Α’ ΠΠ και να τις βγάλουν από το οικονομικό αδιέξοδο, αποκηρύσσοντας τον έλεγχο των δανειστών τους.
Από τον κανόνα δεν έλειπαν και οι Έλληνες πολιτικοί και επιχειρηματίες της εποχής. Το μίσος των Βενιζελικών για τα Αγγλόφιλα Ανάκτορα οδήγησε το μεγαλύτερο μέρος εξ αυτών να στραφούν πολιτικά προς την Γερμανία, μιας και για γεωπολιτικούς λόγους δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι αντίστοιχο με την Ιταλία – οι δύο χώρες είχαν ανοικτά μέτωπα από τον Α’ ΠΠ και οι Ιταλοί κατείχαν ελληνικό έδαφος στα Δωδεκάνησα. Στροφή που φάνηκε αμέσως με την εισβολή των Γερμανικών στρατευμάτων στη Μακεδονία. Η Ελλάδα δεν αντιστάθηκε – παρά μόνο στην Κρήτη -, ο ελληνικός στρατός διαλύθηκε ακαριαία, αν και θριαμβευτής λίγους μήνες πριν στο μέτωπο της Αλβανίας, και τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν αμαχητί την Αθηνά. Σχεδόν το σύνολο του Βενιζελικού μπλοκ συνεργάστηκε με το νέο κατοχικό καθεστώς (εξαίρεση αποτελεί ο Γ. Παπανδρέου που ακολούθησε τους Άγγλους στην Αίγυπτο). Δεν εξετάζουμε αν αυτή η κίνηση ήταν ορθή ή όχι, αλλά πως το τότε πολιτικό σύστημα λόγω δυσφορίας προς τους δανειστές της χώρας, οι οποίοι επέβαλλαν εκ νέου τη Βασιλεία στην χώρα για να διασφαλίσουν την ομαλή διακυβέρνησή της, ωθήθηκαν σε μία δραματική στρατηγική μετατόπιση της χώρας για να εκδιώξουν ακόμη μία φορά τον Βασιλιά και να θέσουν τις βάσεις ενός νέου ακηδεμόνευτου καθεστώτος.
Αντίστοιχα, τη δεκαετία του ’60, όπου τα πολιτικά πάθη είχαν ενταθεί λόγω του Κυπριακού και το μίσος προς τους Άγγλους κυρίαρχους της Κύπρου ταυτιζόταν με την ισχυρή πολιτική παρουσία των Ανακτόρων στα εγχώρια πράγματα, το Βενιζελικό στρατόπεδο στράφηκε προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, προσβλέποντας προς αυτές για την πολιτική “απεξάρτηση” της χώρας από τη Βασιλεία. Αυτή η μεταστροφή οδήγησε σε πολιτική αναταραχή, η οποία πυροδότησε μια σειρά γεγονότων που έφερε την αμερικανοκίνητη Χούντα στην εξουσία και μετά από αυτήν την Μεταπολίτευση και την οριστική επικράτηση των Βενιζελικών με την έξωση της Βασιλικής Οικογένειας από την χώρα. Η Ελλάδα από τη δεκαετία του ’70 είναι στενά συνδεδεμένη με τον “πυρήνα” του Ευρωατλαντισμού (ΕΕ, ΝΑΤΟ κα).
Δύο φορές στην πρόσφατη ιστορία μας το πολιτικό σύστημα όταν αντιλήφθηκε ότι χάνει την “ανεξαρτησία” του δεν δίστασε να κάνει στροφή 180 μοιρών και να αλλάξει τη στρατηγική επιλογή της χώρας, επιλέγοντας εκείνον το σύμμαχο που τη δεδομένη χρονική στιγμή είχε το momentum, για να προωθήσει τις πολιτικές του επιδιώξεις και τα συμφέροντα του. Γιατί επομένως αυτό να είναι διαφορετικό τώρα; Η Ρωσία φαντάζει αυτήν τη στιγμή ως ο αποκλειστικός παίχτης στην ευρύτερη περιοχή τουλάχιστον για τα επόμενα 5 χρόνια, όπως η σαρωτική Γερμανία το 1940 ή οι ΗΠΑ τη δεκαετία του ’60 όπου αποκαθήλωναν τους Άγγλους από όλα τα νευραλγικά σημεία του πλανήτη.
Η Επιλογή της “προδομένης” Ελλάδας
Η παρούσα κυβέρνηση από την πρώτη ημέρα ζωής της έδειξε ότι δεν έχει κανένα απολύτως ταμπού να προχωρήσει σε ουσιαστικό άνοιγμα προς την Ρωσία. Ο δρόμος προς τη Μόσχα ήταν πάντα μακρύς και για διαφορετικούς λόγους και αιτίες αποδεικνυόταν πάντα “δύσβατος” για τους Έλληνες πολιτικούς (Καραμανλής-Παπανδρέου-Σαμαράς). Πέρσι τέτοια εποχή η επίσκεψη Τσίπρα στη Μόσχα ήταν πρώτη είδηση σε όλον τον κόσμο. Οι Ευρωπαίοι παρακολουθούσαν με μια αμήχανη ανησυχία την προσέγγιση των δύο χωρών, υποτιμώντας όμως την σημασία της λόγω του καιροσκοπικού τη χαρακτήρα. Η ελληνική κυβέρνηση άφηνε ποικιλοτρόπως να εννοηθεί τότε ότι αν δεν ικανοποιηθεί από τους δανειστές της θα στραφεί σε άλλες πηγές χρηματοδότησης (BRICS, Ευρασιατική Ένωση). Ένας τακτικισμός για τον οποίο κατηγορήθηκε έντονα ο Έλληνας Πρωθυπουργός από το δυτικό τύπο. Και που τελικά αποδείχθηκε έωλος, καθώς ούτε η Ελλάδα, ούτε η Ρωσία ήταν εκείνη την περίοδο ικανές να προχωρήσουν σε ένα τόσο μεγάλο βήμα.
Η Ρωσία ακόμη προσπαθούσε να βρει το βηματισμό της μετά την οικονομική ασφυξία που της δημιούργησαν οι δυτικές κυρώσεις το 2014 και να αναδιπλωθεί σε Ουκρανία και Συρία. Ενώ, ο τότε ενεργειακός και οικονομικός σφιχτός εναγκαλισμός με την Τουρκία, δεν καθιστούσε αναγκαία μία συμμαχία με την Ελλάδα. Από την άλλη, η Ελλάδα ήταν πολύ δύσκολο για ένα “καπρίτσιο” της νεοεκλεγείσας κυβέρνησης να ακυρώσει την δυτικόστροφη 40ετή πορεία της χώρας. Δεν μπορούσε η Ελλάδα να παρουσιάζεται ως κοινός εκβιαστής για μερικά δισεκατομμύρια. Δεν είχε το ηθικό πλεονέκτημα για να πραγματοποιήσει με τέτοιου μεγέθους μετάβαση. Στα μάτια των Ευρωπαίων, αλλά και ολόκληρου του πλανήτη θα φαινόταν ως η “προδότρα” της κοινής ευρωπαϊκής ιδέας και κεκτημένου. Δεν μπορούσε η “κορωνίδα” του δυτικού πολιτισμού να “προδώσει” τη Δύση για “τριάκοντα αργύρια”!
Ένα χρόνο μετά σχεδόν τίποτα δεν είναι πια ίδιο. Η Ευρώπη κλονίστηκε από ένα τεράστιο προσφυγικό ρεύμα (1 εκατ. το 2015). Η αρχική συμπάθεια προς τους πρόσφυγες μετατράπηκε γρήγορα σε φόβο. Το τρομοκρατικό χτύπημα στο Παρίσι τον περασμένο Νοέμβριο, οι σεξουαλικές επιθέσεις μουσουλμάνων μεταναστών στις Βόρειες χώρες και η κατάρρευση των κρατικών υποδομών των μικρών χωρών της Κεντρικής Ευρώπης (Αυστρία, Κροατία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία, Δανία) λόγω των προσφυγικών ροών, υπονόμευσαν την ίδια την υπόσταση της Ενωμένης Ευρώπης. Θεμελιώδης συμβάσεις, όπως η Σέγκεν, καταστρατηγήθηκαν. Πολλές χώρες μεταξύ των οποίων η Γαλλία και η Γερμανία, ανοιγόκλειναν τα σύνορα τους a la carte. Η “έξοδος” από το κοινό ευρωπαϊκό εγχείρημα από εκεί που ήταν εκφοβιστική κατάντησε σημαία ευκαιρίας. Ουγγαρία, Τσεχία, Ολλανδία, Φινλανδία εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο να αποχωρήσουν από την ΕΕ σε περίπτωση που η Βρετανία κάνει την αρχή τον προσεχή Ιούνιο. Με τις ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις να γιγαντώνονται χάριν του προσφυγικού απ’ άκρη σ’ άκρη στην Ευρώπη με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα του Βρετανικού Δημοψηφίσματος.
Η Ελλάδα που “καλή τη πίστη” υποχώρησε τον περασμένο Αύγουστο για τρίτη φορά έναντι των εταίρων της, υπογράφοντας ένα “ταπεινωτικό” Μνημόνιο για να μην διαρραγεί η ευρωπαϊκή ενότητα και οικονομία. Σήμερα βρίσκεται σε “καραντίνα” από τους εταίρους της για τους ίδιους ακριβώς λόγους λόγω του προσφυγικού. Η χώρα βρίσκεται κυριολεκτικά μόνη και αποκλεισμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη, χωρίς να διαθέτει τους απαιτούμενους πόρους για να διαχειριστεί ένα τεράστιο πλήθος προσφύγων/μεταναστών που κατακλύζουν την επικράτειά της, το οποίο όσο έρχονται οι θερινοί μήνες θα μεγαλώνει όλο και περισσότερο. Δεν έχει υπάρξει άλλη φορά τα τελευταία χρόνια που οι Έλληνες αισθάνονται σε τέτοιο βαθμό “προδομένοι” από τους Ευρωπαίους.
Η συμφωνία που υπογράφτηκε το καλοκαίρι έχει επί της ουσίας ακυρωθεί. Η πολυπόθητη αξιολόγηση φαίνεται ότι δεν θα “κλείσει” ποτέ, δημιουργώντας τρομακτική ανασφάλεια στην ελληνική οικονομία. Η Ελλάδα δεν έχει λάβει καμία χρηματική υποστήριξη για τη νέα δανειακή σύμβαση που υπέγραψε τον Αύγουστο. Το εγχώριο τραπεζικό σύστημα καρκινοβατεί με χιλιάδες επιχειρήσεις να ασφυκτιούν, επιδεινώνοντας την ανεργία. Την ίδια ώρα, η πολυδιαφημισμένη παρουσία του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο όχι μόνο δεν κατάφερε να ανακόψει τις ροές των προσφύγων/ μεταναστών, αλλά αποδεικνύεται ότι μετέβαλε την ισορροπία στο Αιγαίο εις βάρος της Ελλάδας. Το τουρκικό ναυτικό κινείται πλέον ελεύθερα στις ελληνικές θάλασσες με το νατοϊκό προκάλυμμα, απειλώντας τα ζωτικά συμφέροντα της χώρας. Και οι Τούρκοι εκμεταλλευόμενοι αδίστακτα τον ανθρώπινο δράμα των προσφύγων προσπαθούν να κερδίσουν από την φοβισμένη Ευρώπη όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη.
Οι επόμενοι μήνες θα είναι δραματικοί για την χώρα. Το Μάιο αναμένει η κυβέρνηση να στερέψουν ολοκληρωτικά τα ταμεία του κράτους και η χώρα να χρεοκοπήσει – μετά από 6 χρόνια συνεχόμενων κοινωνικών θυσιών – αν δεν επιτευχθεί κάποια συμφωνία με τους δανειστές. Την ίδια ώρα η Ρωσία δίνει μία λύση στο αδιέξοδο, όπως είδαμε παραπάνω, που συνδυάζει οικονομική και αμυντική ασφάλεια, τουλάχιστον για τα επόμενα 3-4 χρόνια – όπου η ανθρωπιστική κρίση στη Μ. Ανατολή δύσκολα θα υποχωρήσει.
Το 2016 έχει ορισθεί ως κοινό έτος Ελλάδος-Ρωσίας. Πέρυσι το πολιτικό μας σύστημα είχε για πρώτη φορά μία ειλικρινή επαφή με την ομόδοξη χώρα για μία εφ’ όλης της ύλης συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών. Σήμερα φαίνεται ότι έχει επέλθει η απαιτούμενη χρονική ωρίμανση, προκειμένου να αποκατασταθούν οι πληγωμένες σχέσεις των δύο χωρών (2009-2014). Ενώ, και η κοινή γνώμη δείχνει περισσότερο πεπεισμένη ότι μία πιο στενή σχέση με τη Ρωσία είναι προς το συμφέρον της χώρας. Οι όροι και η μορφή αυτής της σχέσης θα φανούν μετά το Πάσχα, όπου θα πραγματοποιηθεί η επίσκεψη του Βλ. Πούτιν στην Ελλάδα μετά από πρόσκληση του Αλ. Τσίπρα.
Το σίγουρο είναι ότι η Ελλάδα για πρώτη φορά μέσα στην Κρίση έχει μία τέτοια ευκαιρία να βάλει οριστικό φρένο στον κατήφορο και να επιστρέψει στην ανάπτυξη, κλείνοντας έναν επταετή φαύλο κύκλο ανεκπλήρωτων προσδοκιών.