Ο Μίκης Θεοδωράκης αφηγείται: «Βρίσκομαι το φθινόπωρο του 1964 στις Σέρρες για συναυλία. Οι φαντάροι ουρά μπροστά στο θέατρο, δεν έχουν λεφτά για εισιτήριο».
Λέω «να μπούνε τζάμπα».
Λέει ο εφοριακός, καθοδηγημένος απ’ τους ασφαλίτες που είναι πλάι του, «πρέπει να πληρώσουν το φόρο».
«Μετράτε κεφάλια και πληρώνω εγώ», τους απαντώ.
Εκείνη τη στιγμή, μπροστά στο δισκάδικο που ήταν απέναντι απ’ το θέατρο, βλέπω να σχηματίζεται μια μεγάλη ουρά.
– Περί τίνος πρόκειται; ερωτώ.
– Ήρθε ο δίσκος του «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ».
Χάρηκα. Τότε βλέπω να μπαίνει πίσω πίσω στην ουρά ένας χωριάτης μαζί με το μουλάρι του.
Περίεργο. Τον πλησιάζω.
– Πατριώτη, του λέω, γιατί κάθεσαι στην ουρά; Τι πουλάνε στο μαγαζί;
Αφού με κοίταξε από πάνω ως κάτω, τέλος αποφάσισε να μου μιλήσει. Είχε, φαίνεται, το φόβο πως μπορεί να είμαι αστυνομικός.
– Μάθαμε στο χωριό ότι σήμερα θα ‘ρθει στις Σέρρες το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ και το χωριό μ’ έστειλε ν’ αγοράσω το δίσκο…
– Ά! του είπα, σ’ ευχαριστώ για την πληροφορία.
Και σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή «Άραγες υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό να κάνεις στη ζωή σου; Μήπως αυτό είναι η κορυφή;…».