Ο Ρέι Μπράντμπερι έγραψε το «Φαρενάιτ 451» το 1953, όταν το ίντερνετ υπήρχε μόνο στο μυαλό του Άλαν Τιούρινγκ.
Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ο Γκάι Μόνταγκ, ένας πυροσβέστης (το αγγλικό fireman δεν μπορεί να αποδοθεί), του οποίου η δουλειά δεν είναι να σβήνει φωτιές, αλλά να καίει τα βιβλία (στους 451 βαθμούς Φαρενάιτ καίγεται το χαρτί).
Η γυναίκα του Μόνταγκ είναι μια καταθλιπτική νοικοκυρά που όλη μέρα παίρνει ψυχοφάρμακα και κάνει παρέα μόνο με τους «φίλους».Αυτούς τους «φίλους» τους βλέπει μόνο στις οθόνες-τοίχους του σπιτιού.
Σας θυμίζει κάτι; Μήπως κάτι που αναρτήσατε σήμερα στο δικό σας «τοίχο» και άρεσε στους δικούς σας «φίλους»;
~~{}~~
Το διαδίκτυο είναι μια τεράστια επανάσταση, αλλά ίσως να είναι και μια τερατώδης επανάσταση. Από τη μία διευκολύνει την επικοινωνία ανάμεσα σε ανθρώπους που βρίσκονται τόσο μακριά και ίσως να μην «γνωρίζονταν» ποτέ. Από την άλλη δυσχεραίνει την επικοινωνία ανάμεσα σε ανθρώπους που βρίσκονται τόσο κοντά.
Η σημειολογική απεικόνιση αυτής της μοναξιάς μέσα στο παγκόσμιο πλήθος είναι το φαινόμενο των selfies.
Άνθρωποι μονάχοι, μπρος στον καθρέφτη του μπάνιου, αυτό-φωτογραφίζονται και έπειτα μοιράζονται τη μοναξιά τους με όλον τον κόσμο. Μετράνε like και retweet, διαβάζουν κάποιο σύντομο σχόλιο («είσαι θεά!» – «sexy») και χαμογελάνε ικανοποιημένοι.
Επικοινωνήσαμε και σήμερα.
~~
Είναι, αναρωτιέμαι, μια πλασματική επικοινωνία αυτή του διαδικτύου ή μήπως είναι η εξέλιξη της ανθρώπινης επικοινωνίας;
Για να το καταλάβουμε ίσως πρέπει να αναλογιστούμε όχι τη χαρά της επαφής, αλλά τη θλίψη της απώλειας.
Όταν χάνεις έναν φίλο, έναν «αναλογικό» φίλο, επειδή μετανάστευσε ή επειδή τσακωθήκατε ή επειδή παντρεύτηκε ή επειδή απεβίωσε, θλίβεσαι, θλίβεσαι βαθιά (ειδικά στην τελευταία περίπτωση, που ξέρεις ότι δεν θα τον ξαναδείς).
Δεν συμβαίνει το ίδιο με τους «ψηφιακούς» φίλους. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι ένα όνομα (ή ψευδώνυμο) και μερικά selfies (ή avatar). Εξαφανίζονται το ίδιο εύκολα που εμφανίζονται. Στο ίντερνετ, πιο πολύ από τη ζωή, σήμερα είσαι και αύριο δεν είσαι.
~~
Ενώ ο αναλογικός φίλος είναι αναντικατάστατος, ο ψηφιακός είναι ένα φάντασμα. Ουσιαστικά δεν τον ξέρεις, αφού τα selfies και τα λόγια του διαδικτύου είναι παράγωγα μιας περσόνας.
Μόνο όταν συναντήσεις κάποιον από κοντά, όταν κάτσεις να συζητήσεις μια-δυο ώρες μαζί του και μοιραστείς εκ του σύνεγγυς ένα ποτήρι κρασί, καταχωρείται στον εγκέφαλο σου ως πραγματικός άνθρωπος.
Ίσως χρειάζεται να τον αγγίξεις, να τον δεις χωρίς φότοσοπ, να ακούσεις τη φωνή του, ίσως και να τον μυρίσεις, για να πειστείς ότι υπάρχει. Χρειάζονται και οι τέσσερις αισθήσεις για να κάνεις κάποιον φίλο. Η πέμπτη αίσθηση, να τον γευτείς, παραπέμπει σε ερωτική σχέση. Ή μήπως κάνω λάθος;
Οι παλιοί έλεγαν για κάποιον πολύ στενό τους φίλο: «Φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι». Εννοούσαν ότι μοιράστηκαν (φέτα-φέτα) τις δυσκολίες της ζωής, όμως ταυτόχρονα τίποτα δεν φέρνει πιο κοντά δύο ανθρώπους από τη γεύση: Να μοιραστούν το ίδιο φαΐ.
Γι’ αυτό όλες οι κοινωνικές συνευρέσεις (από καταβολής) περιλαμβάνουν και γεύμα.
Πώς θα ήταν οι γιορτές και οι τελετές (αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης επικοινωνίας) αν γίνονται μέσω διαδικτύου, όπου ο καθένας θα καθόταν μπροστά στην οθόνη του και θα έγραφε: «Να ζήσετε» – «Να σας ζήσει» – «Να ζήσετε να τον θυμάστε;»
Χωρίς να μοιραστείς το γαμοπίλαφο ή το παξιμάδι και τον καφέ;
Η ζωή είναι ένα τραπέζι.
Το διαδίκτυο είναι η εικόνα ενός τραπεζιού.
~~{}~~
Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο, πιο τερατώδες, κρυμμένο ανάμεσα στα pixel των selfies.
Μια σύγχρονη τάση της απλοϊκής ψυχολογίας, της ψυχολογίας των μπεστ-σέλερ, που αποκρυσταλλώνεται στη τόσο διαδεδομένη πλέον φράση:«Αγάπα τον εαυτό σου».
Ο πρωταρχικός και κυρίαρχος σκοπός κάθε ανθρώπου πρέπει να είναι η αγάπη για τον εαυτό του. Λες και αυτό είναι κάτι στο οποίο ο άνθρωπος έχει έλλειμμα φυλογενετικά.
Η «αγάπη για τον εαυτό» υμνείται από τους ψυχολόγους-τσαρλατάνους του διαδικτύου ως υπέρτατο αγαθό και σκοπός, αυτοεκπλήρωση καθεαυτόν. Έτσι ξεχνάμε αυτό που παλιότεροι και σοφότεροι από εμάς συνήθιζαν να λένε: «Ο δρόμος για τον εαυτό σου περνάει μέσα από τον άλλον».
Τo «selfies» -ακουστικά και εννοιολογικά- δεν διαφέρει πολύ από το «selfish».
Και οι άνθρωποι παγιδεύονται στην ψευδαίσθηση ότι μπορούν μόνο αυτοί να είναι καλά, χωρίς να τους ενδιαφέρει τι συμβαίνει γύρω τους.Όμως μέσα σε μια θάλασσα δυστυχίας πόσο καιρό μπορεί να επιπλέει ένα ξερονήσι;
No man is an island.
~~{}~~
Υπάρχει και μια παλιά ινδική ιστορία, όπως την διάβασα από τον Ταγκόρ.
Ήταν κάποτε ένας ζητιάνος. Με απλωμένο το χέρι περίμενε την ελεημοσύνη.Kάποια μέρα τον πλησίασε ένας άνθρωπος και άπλωσε το χέρι.
«Τι έχεις να μου δώσεις;» είπε ο άνθρωπος.
Ο ζητιάνος θύμωσε με το θράσος του ανθρώπου. Έψαξε στο σακίδιο του και βρήκε έναν σπόρο από σιτάρι.Ο άνθρωπος ευχαρίστησε τον ζητιάνο και έφυγε.Την επομένη, όταν ξύπνησε ο ζητιάνος, βρήκε μπροστά του έναν χρυσό σπόρο σιταριού.
Τότε κατάλαβε και είπε: «Τι ανόητος που ήμουν, άνθρωπε, να μην σου δώσω ό,τι είχα;»
~~{}~~
Και μια τελευταία παρατήρηση:
Στη δυστοπία του «Φαρενάιτ 451» αυτόχειρες πετάγονταν μπρος στα αυτοκίνητα που διέσχιζαν γρήγορα τους σκοτεινούς αυτοκινητόδρομους.Οι οδηγοί τους σκότωναν χωρίς τύψεις, γιατί ήταν κάτι που είχε γίνει μέρος της καθημερινότητάς τους.
Πόσο απέχουμε από τη δυστοπία του Μπράντμπερι;
Να αποδεχτούμε την απόγνωση ως κάτι το αυτονόητο και αναπόφευκτο;