Επακόλουθα κόστη της ιστορίας: Η Ελλάδα απαιτεί επανορθώσεις από την Γερμανία και τη μείωση των δανείων της – δικαίως.
Προσφάτως πήραν θέση πολιτικοί του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και του κόμματος των “Πρασίνων” υπέρ της άποψης ότι δεν πρέπει να απορρίπτονται απολύτως οι ελληνικές απόψεις για επανορθώσεις και αποζημιώσεις για την κατοχή της Ελλάδος από την Γερμανία του Χίτλερ. Συγχρόνως ακουγόταν συνεχώς ότι αυτό δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική επιθυμία για μείωση των χρεών. Στην πραγματικότητα όμως είναι αδύνατον, να διαχωριστούν εντελώς τα δύο θέματα. Γιατί η ίδια η Γερμανία είχε αποφασίσει κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 για την επανόρθωση ως κύρια οδό για την κατίσχυση του παρελθόντος. Με αυτό τέθηκε σε κίνηση μια διαδικασία του υπολογισμού της ενοχής ως χρεών, η δυναμική της οποίας πλέον δεν είναι τόσο εύκολο να ανακοπεί. Ακόμη λιγότερο μπορεί να συμβεί αυτό με μια αυστηρά νομική στάση όπως με την αναφορά της γερμανικής κυβέρνησης στη σύμβαση Δύο συν τέσσερα του 1990 και την επεξήγηση ότι με αυτή έχουν κλείσει οριστικώς όλα τα ζητήματα των επανορθώσεων.
Αφορά όμως περισσότερα πράγματα από πληρωμές
Μέχρι τώρα έχει συγχρόνως παραβλεφθεί ολότελα η επισφαλής συμβολική και ψυχολογική οικονομία της σχέσης ενοχής-χρεών. Η ιστορία όμως της επανόρθωσης διδάσκει, ότι στην περίπτωση των αποζημιώσεων αυτή αφορά συνεχώς κάτι παραπάνω από πληρωμές. Η αποζημίωση εγκλημάτων πολέμου με χρήματα λειτουργεί όμως μέσω της μεταμόρφωσης της ιστορικής ενοχής σε χρηματικά χρέη, η οποία όμως ποτέ δεν πετυχαίνει. Απομένει κάτι στο λογαριασμό της ενοχής, κάτι, που δεν μπορεί να υπολογιστεί: το μη-οικονομικό τμήμα μιας ανεξόφλητης χρέωσης.
Η πολιτική ξεπερνιέται διαρκώς από αυτό το “υπόλοιπο”. Ακριβώς για αυτό είναι ελάχιστα εξοπλισμένη μια πολιτική παρελθόντος η οποία έχει αναπτύξει πολύπλοκες διαδικασίες για τη διεύθυνση, τον υπολογισμό και την εκνομίκευση των επακόλουθων κοστών της ιστορίας της. Η μετέπειτα ιστορία, η οποία είναι και πιο ενδιαφέρουσα, διαδραματίζεται εκείθεν των νομικών αντιπαραθέσεων. Εδώ φαίνεται, πως οδηγεί η μεταμόρφωση της ενοχής σε χρέη σε μια σήψη της εθνικής μνήμης μέσω της νομισματικής λογικής. Ενόσω οι απόγονοι ερχονται αντιμέτωποι με τα επακόλουθα κόστη και τους τόκους ανεξόφλητης ενοχής, δημιουργεί η πολιτική των αποζημιώσεων μια σχέση χρεών μεταξύ των γενεών και έτσι εντάσσεται η ενοχή στη λογική του δανείου: με την παράδοση ανοικτών χρεών αποζημίωσης παράγει και η ενοχή τόκους.
Κατοχικό δάνειο ύψους 476 εκατομμυρίων μάρκων του Ράιχ
Επιβαρυντικά προς αυτό προστίθεται και το γεγονός ότι κάτω από τη σκιά του σχεδίου επανόρθωσης “λησμονήθηκε” συχνά ότι πρέπει να αποπληρωθούν και πραγματικά χρέη, δηλαδή να επιστραφεί κλεμμένη ιδιοκτησία. Τελικώς αυτό δείχνει και το πρόβλημα της διαρπαγείσας τέχνης, το οποίο ακατανοήτως θεματοποιείται με μεγάλη καθυστέρηση. Σε τέτοια λησμονημένα χρέη συγκαταλέγεται και το κατοχικό δάνειο των 476 εκατομμυρίων μάρκων, το οποίο πλήρωσε η Ελλάδα το 1942 στο “Τρίτο Ράιχ”.
Αν τώρα στην παρούσα ευρωκρίση ανοίγει πάλι ο γερμανικός λογαριασμός της ενοχής/χρεών, αυτό δεν αφορά τελικώς και μια επιστροφή αυτού το οποίο είχε αποκλεισθεί από τις μετατροπές της ενοχής σε χρέη. Παραγραφέντα ή διαγραφέντα χρέη φανερώνουν ένα ίχνος διαρκείας στη μνήμη εκείνων, για τους οποίους οι νόμιμες απαιτήσεις έπεσαν στον κενό.
Οι επανορθώσεις επιμηκύνθηκαν για να μπορεί η Γερμανία να πληρώνει
Το 1827 δημοσίευσε ο Balzac τη σάτιρά του “Η τέχνη, να πληρώνεις τα χρέη σου και να ικανοποιείς τους πιστωτές σου, χωρίς να βγάζεις ο ίδιος ούτε μία δεκάρα από την τσέπη σου” (1827). Ο σοβαρός πυρήνας του έργου αφορά την αμοιβαία εξάρτηση οφειλετών και πιστωτών, η οποία θεμελιώνει μεταξύ τους ένα ενδιαφέρον μέριμνας. Μια τέτοια αμοιβαία φροντίδα φαίνεται να ισχύει μόνο για τη σχέση χρεών μεταξύ προσώπων. Η μέριμνα για την ευημερία του οφειλέτη ως προϋπόθεση για να μπορέσει κάποια ημέρα να επιστρέψει το δάνειό του, σε διακρατικό επίπεδο λειτουργεί πολύ περιορισμένα – τουλάχιστον στην εποχή των παγκόσμιων χρηματοδοτικών αγορών.
Τα πράγματα ήσαν διαφορετικά πριν -κάτι λιγότερο- από έναν αιώνα.Αυτό διδάσκει η συμπεριφορά των Η.Π.Α. απέναντι στην Γερμανία μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μερικά χρόνια μετά το τέλος του πολέμου έγινε ορατό, ότι οι υποχρεώσεις της πληρωμής επανορθώσεων της Συνθήκης των Βερσαλλιών του 1919 εμπόδιζαν τόσο πολύ την οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας, ώστε η χώρα να μη μπορέσει ποτέ να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της. Μετά από αυτό ανέλαβαν οι Η.Π.Α. την πρωτοβουλία να προχωρήσουν σε μια τροποποιητική διάταξη. Το Σχέδιο Dawes, το οποίο συμφωνήθηκε στο Συνέδριο του Λονδίνο το 1924, δεν προέβλεπε μόνο μια επιμήκυνση των αποπληρωμών των επανορθώσεων. Το υπόλοιπο μέρος [των χρεών] διαγράφηκε αργότερα στη συνθήκη της Λωζάννης το 1932. Πέραν τούτου συμπεριλάμβανε το Σχέδιο Dawes μια χρηματοδοτική ένεση υπό τη μορφή ενός διεθνούς δανείου 800 εκατομμυρίων μάρκων του Ράιχ, με μια διάρκεια αποπληρωμής 25 ετών, δηλαδή μέχρι το 1949.
Μετά το τέλος του πολέμου υπήρχαν ακόμη σημαντικά παλιά χρέη
Επειδή ο Χίτλερ είχε διακόψει την πληρωμή των τόκων για αυτό το δάνειο, υπήρχαν στο γερμανικό λογαριασμό χρεών μετά το τέλος του πολέμου ακόμη σημαντικά παλιά χρέη. Συγχρόνως οφείλονταν νέες χρηματικές επανορθώσεις στους συμμάχους και στα κράτη που καταλήφθηκαν από τον Χίτλερ. Στη Συνθήκη των Χρεών του Λονδίνου το 1953 διαγράφηκαν τα παλιά “προπολεμικά χρέη” και μειώθηκαν οι τόκοι. Οι επανορθώσεις αντιθέτως, οι οποίες μεταξύ του 1945 και 1953 ήδη υπερέβαιναν τις υποχρεώσεις που τις συνόδευαν, μετατέθηκαν – έως ότου υπάρξει μια “οριστική ρύθμιση” στο πλαίσιο μιας συνθήκης ειρήνης με την επανενωμένη Γερμανία.
Η Ομοσπονδιακή Γερμανία έως το 2010 αποπλήρωσε όλες τις υποχρεώσεις της, τις οποίες αναγνώριζε ως χρέη από προπολεμικά δάνεια από τις Η.Π.Α. και άλλες χώρες. Το ζήτημα των μετατεθεισών επανορθώσεων όμως τακτοποιήθηκε μέσω της νομικής οδού. Επειδή οι πληρωμές επανορθώσεων δεν προβλέπονται στη συνθήκη Δύο συν τέσσερα, που υπογράφηκε το 1990 στη θέση μιας συνθήκης ειρήνης. Η περικοπή του χρέους, η οποία ακολούθησε de facto αυτήν την υπογραφή, γίνεται ευπρόσδεκτη στην Γερμανία ως επισφράγισμα που βάζει τελεία και παύλα στην νομισματική υπερνίκηση του παρελθόντος. Στη λογική της μετατροπής της ενοχής σε χρέη αξιολογήθηκε η συνθήκη αυτή συγχρόνως και ως περικοπή χρέους.
Περιορισμός σε “ανταποδόσεις σκληρότητας”
Μέσω αυτής της οδού απέκτησε εκ νέου ισχύ η επιθυμία να τεθεί με την επανένωση τελεία και παύλα σε ένα θεατρικό πεδίο, αυτό των πληρωμών των επανορθώσεων. Η πολιτική, όμως, της ηθικής απενοχοποίησης για τα εγκλήματα των Νάτσηδων συνεχίζεται με τη δοκιμασμένη οδό της αποκατάστασης. Έτσι διατυπώνεται στο άρθρο 2 της συμφωνίας ένωσης, ότι και η επανενωμένη Γερμανία παίρνει θέση “υπέρ μιας δίκαιης αποζημίωσης υλικών απωλειών των θυμάτων του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος”. “Στη συνέχεια της πολιτικής της Ομοσπονδιακής Γερμανίας” είναι “η Ομοσπονδιακή κυβέρνηση έτοιμη, να συνομολογήσει με την Claims Conference δεσμεύσεις για την επιπρόσθετη λύση ενός ταμείου βάσης , για να προβλέψει ανταποδόσεις σκληρότητας για τους διωχθέντες, οι οποίοι σύμφωνα με τις νομικές οδηγίες της Ομοσπονδιακής Γερμανίας έως τώρα δεν έλαβαν καθόλου ή μόνο λίγες αποζημιώσεις”. Με αυτόν τον περιορισμό σε ανταποδόσεις σκληρότητας σχετικοποιείται κατά πολύ η διατύπωση για “δίκαιη αποζημίωση”.
Στην επίκαιρη ευρωπαϊκή κρίση εμφανίζεται η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία στο διεθνές πλαίσιο ως πιστωτής. Συγχρόνως ξεπερνιέται αυτή από τα αναφερθέντα μη-οικονομικά στοιχεία της χρέωσής της. Και τα χρέη που δεν επιστράφηκαν άρχισαν πάλι να γίνονται μεταδοτικά. Στην περίπτωση της Ελλάδας αυτό αφορά – μαζί με τις ανεξόφλητες επανορθώσεις- το δάνειο από την γερμανική κατοχή. Οι υπολογισμοί για την σημερινή αξία του, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, κυμαίνονται ανάμεσα σε μονοψήφιο ή διψήφιο αριθμό εκατομμυρίων.
Επιπλέον προστίθεται και η διαμάχη για τις εκκρεμούσες πληρωμές αποζημιώσεων. Τουλάχιστον για την σφαγή στο Δίστομο τον Ιούνιο του 1944 (μια δράση αντιποίνων των SS, κατά την οποία δολοφονήθηκαν 218 κάτοικοι) θα ήταν το κριτήριο της ανταπόδοσης σκληροτήτων κάτι περισσότερο από κατάλληλο. Από ένα ελληνικό δικαστήριο επιδικάσθηκε για αυτό μια αποζημίωση 3,5 εκατομμυρίων ευρώ.
Παραπομπή στη συμφωνία αποζημίωσης με την Ελλάδα του 1960
Η επίσημη γερμανική πολιτική κρατάει σε απόσταση τις χρηματικά όσο και ηθικά προκαλούμενες απαιτήσεις με νομικίστικα επιχειρήματα – και παραπέμποντας στη σύμβαση αποζημίωσης με την Ελλάδα του 1960. Όμως με αυτό αποδεικνύει απλώς, ότι δεν έχει διανοηθεί ή δεν έχει κατανοήσει ή δε θέλει να κατανοήσει τις περίπλοκες σχέσεις αμοιβαιότητας μεταξύ ενοχής και χρεών. Επιπροσθέτως δε θα αποφύγει ένα κράτος με την άρνηση απομείωσης του χρέους, το οποίο πολλές φορές το ίδιο είχε κερδίσει από την παραγραφή χρεών και τη μετάθεσή τους, το πάθος της αμοιβαίας δικαιοσύνης. Ας φαντασθούμε μόνο, ότι η Γερμανία θα απαντούσε στην Ελλάδα στην αρχή της ελληνικής οικονομικής κρίσης με την επιστροφή του κατοχικού δανείου και με την πληρωμή των αποζημιώσεων. Ίσως θα προσλαμβανόταν διαφορετικά όχι μόνο οι προσφορές για την συγκρότηση μιας πιο αποτελεσματικής φορολογικής πολιτικής, αλλά και άλλες συμβουλές. Ίσως σε τελική ανάλυση να γινόταν και φθηνότερα. Και η Ε.Ε. θα μπορούσε να αποφύγει τις τωρινές κατηγορίες και τις ανάξιες εθνικιστικές μηχανορραφίες.
Σημείωση του μεταφραστή:
To άρθρο δημοσιεύτηκε στις 6 Απριλίου 2015 στον γερμανικό τύπο. Η μετάφραση στα ελληνικά έγινε από τον Όμηρο Ταχμαζίδη σε συνεννόηση με την Pr. Dr. Sigrid Weigel, σε μια προσπάθεια να διευρυνθεί ο διάλογος για τη συγκεκριμένη θεματολογία στις δύο χώρες.
Η Sigrid Weigel είναι καθηγήτρια στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο (TU) του Βερολίνου και έως το 2015 ήταν Διευθύντρια του Κέντρου για την Λογοτεχνική και Πολιτιστική Έρευνα στο Βερολίνο. Έλαβε το διδακτορικό τίτλο από το πανεπιστήμιο του Αμβούργου, ενώ πραγματοποίησε τη διδακτορική επί υφηγεσία διατριβή της στο πανεπιστήμιου του Μαρβούργου. Δίδαξε ως καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο του Αμβούργου (1984-1990), της Ζυρίχης (1992-1998), εργάστηκε στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος Επιστημών του Πολιτισμού (‘Εσσεν 1990-1993) και διετέλεσε διευθύντρια του Άινσταϊν Forum (Πότσνταμ, 1998-2000).Δίδαξε ως επισκέπτρια καθηγήτρια στα πανεπιστήμια της Βασιλείας, του Μπέρκλεϋ, του Χάρβαρντ και του Πρίνσετον. Το 2007 έλαβε τον τίτλο της επίτιμου διδάκτορος από το πανεπιστήμιο της Λουβένης. Είναι μέλος της Academia Europea και επί τιμή μέλος της Modern Language Association.
Οι έρευνες της αφορούν στη λογοτεχνία, τον πολιτισμό, την ιστορία της επιστήμης. Στα ιδιαίτερα επιστημονικά της ενδιαφέροντα συγκαταλέγονται ο Χάινε, ο Φρόιντ, ο Βάρμπουργκ, ο Μπένγιαμιν, ο Σόλεμ, η Άρεντ, η μεθύστερη ζωή της θρησκείας στη νεωτερικότητα, οι αντιλήψεις περί γενεαλογίας/κληρονομιάς, η επιστήμη της εικόνας και της φωνής. Για το συγκεκριμένο θέμα της ενοχής και των χρεών είχε ανακοινωθεί, στην γερμανική έκδοση του άρθρου, η κυκλοφορία βιβλίου με τον τίτλο: Sigrid Weigel: Geld und Genealogie. Schuld und Schulden in Gegenwart und Kulturgeschichte“. (“Χρήμα και γενεαλογία. Ενοχή και χρέη στο παρόν και στην ιστορία του πολιτισμού”).
Μέρος της εκτενούς εργογραφίας της Sigrid Weigel δημοσιεύεται στο αντίστοιχο λήμμα της wikipedia.