Η σύζυγος του Άδη, και αρχαϊκή βασίλισσα του κάτω κόσμου, προτού καθιερωθούν οι Ελληνικοί Ολύμπιοι, ήταν η Περσεφόνη, παρουσιαζόμενη από τους Έλληνες ως κόρη του Δία και της Δήμητρας. Η Περσεφόνη δεν υπέκυψε με τη θέλησή της στον Άδη, αλλά απήχθη από αυτόν ενώ μάζευε λουλούδια με την παρέα της.
Ο Άδης αγάπησε την Περσεφόνη τόσο πολύ που δεν την απελευθέρωσε από τον κάτω κόσμο. Η μητέρα της Περσεφόνης πενθούσε για την απώλεια της κόρης της και έριξε κατάρα στη γή προκαλώντας μεγάλη πείνα. Ο Άδης ξεγέλασε την Περσεφόνη να φάει έξι σπόρους ροδιού, πράγμα που σήμαινε πως δεν θα μπορούσε να φύγει από τον κάτω κόσμο ακόμα και με τη βοήθεια του Δια.
Η Περσεφόνη ήξερε για την κατάθλιψη της μητέρας της και ζήτησε στον Άδη να την επιστρέψει στην γη των ζωντανών, με τον όρο να μείνει έξι μήνες κάθε χρόνο μαζί του, έναν για κάθε σπόρο που έφαγε. Κάθε χρόνο ο Άδης ταξιδεύει στη γη των ζωντανών με την Περσεφόνη στο άρμα του. Στους μήνες που η Περσεφόνη πηγαίνει στον κάτω κόσμο υπάρχει πάντα πείνα (χειμώνας).