Του Θύμιου Λυμπερόπουλου
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι η εκχυδαϊσμένη μορφή του καπιταλισμού. Η επικράτησή του είναι η απαρχή της ανθρώπινης κατάρρευσης και της κοινωνικής αποσύνθεσης. Οι εκπρόσωποί του, παραγωγοί ανισότητας και δυστυχίας, έχουν συνήθως το μανδύα του μεταρρυθμιστή. Του πολιτικού που θα πάρει γενναίες αποφάσεις και μακροπρόθεσμα θα φέρει την κοινωνική δικαιοσύνη και την οικονομική ανάπτυξη. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα.
Η προοπτική ενός καλύτερου κόσμου, ουδόλως απασχολεί τους νεοφιλελεύθερους. Άμεσος, πρωταρχικός και εν τέλει μοναδικός στόχος είναι η καθιέρωση ενός καπιταλισμού που θα γεννά και θα πολλαπλασιάζει υποβαθμισμένες και κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας.
Αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα εφαρμοσμένης νεοφιλελεύθερης πολιτικής είναι η Ελλάδα. Από το 2010 και μετά, η εισοδηματική διαφορά μεταξύ πλουσίων και φτωχών απέκτησε το εύρος μιας μεταφυσικής διαφοράς.
Θα περίμενε κανείς ότι η παραδοσιακή δεξιά, η παράταξη της Νέας Δημοκρατίας (της οποίας η ιδρυτική διακήρυξη ορίζει ρητά ότι ακολουθεί και ασπάζεται το ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό), θα αποτελούσε ανάχωμα σε αυτή την επέλαση του νεοφιλελεύθερου φασιστικού μηχανισμού. Κάθε άλλο. Σήμερα περισσότερο από ποτέ, η Νέα Δημοκρατία, υπό την αρχηγία του Κυριάκου Μητσοτάκη, έχει γίνει ένα κομματικό συνονθύλευμα, που ανοίγει τις πόρτες σε κάθε αποτυχημένο πολιτικό που δηλώνει μεταρρυθμιστής (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Γιάννης Ραγκούσης, που το όνομά του και μόνο προκαλεί κοινωνική έκρηξη) . Ότι απέβαλε η ελληνική κοινωνία από την πολιτική ζωή ως αποτυχημένο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης το εντάσσει στον υπό διαμόρφωση κομματικό μηχανισμό του.
Αν και η ιδρυτική διακήρυξη του κόμματος δεν έχει αλλάξει από το 1974 και φέρει τη σφραγίδα του ιδρυτή της Κωνσταντίνου Καραμανλή, εντούτοις η φυσιογνωμία του, οι σκοποί του και η ιδεολογία του είναι τελείως διαφορετικοί. Αυτό λέγεται πολιτική απάτη.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης τώρα, ο Αντώνης Σαμαράς νωρίτερα, χρησιμοποίησαν έναν πολιτικό χώρο του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού, με συγκεκριμένες αρχές και αξίες και τον μετέτρεψαν σε ένα εργαστήρι νεοφιλελεύθερης μηχανής που παράγει αυστηρότητα και βάρη για τους μη έχοντες και φορολογικές ελαφρύνσεις για τους προνομιούχους.
Ο Αντώνης Σαμαράς προτείνει στον Κυριάκο Μητσοτάκη μεταγραφές αμιγών μνημονιακών –αλλά φθαρμένων πολιτικών προσώπων– προκειμένου να «σημιτοποιήσει» τη Νέα Δημοκρατία, να απαξιώσει τις καραμανλικές δυνάμεις και με την πινακίδα «ευρωπαϊκό κόμμα» να δημιουργήσει μια γερμανουποταγμένη και νεοφιλελεύθερη ομάδα που θα ολοκληρώσει το έργο της εθνικής καταστροφής.
Η ιδεολογική προδοσία στην οποία συνειδητά υπέπεσε ο Μεσσήνιος πολιτικός, στόχευε στην παραχάραξη της ταυτότητας της ιστορικής παράταξης και την παράδοσή της για οριστική μετάλλαξη στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ουδεμία σχέση έχει η ιδρυτική διακήρυξη της Νέας Δημοκρατίας με τον τρόπο που ασκεί πολιτική ο σημερινός αρχηγός της. Ποτέ δεν μίλησε για κάθαρση, ποτέ δεν υπερασπίστηκε την ιστορία της παράταξης, ποτέ δεν ανέφερε το έγκλημα της ΕΛΣΤΑΤ.
Η ευθύνη κάθε πολιτικού που προέρχεται από την κεντροδεξιά είναι τεράστια. Με την δημιουργία κομματίδιων και την αυτοφίμωση (από κείνους που κατέλαβαν κομματικές ή κυβερνητικές θέσεις) ενισχύεται ο νεοφιλελευθερισμός. Μόνο που αυτή δεν είναι η ιδεολογία της Νέας Δημοκρατίας. Το εγώ πρέπει να δώσει τη θέση του στο ΕΜΕΙΣ και να επανιδρυθεί από την αρχή η παράταξη με βάση, τις αρχές και τις αξίες του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού. Σε διαφορετική περίπτωση το τέρας του νεοφιλελευθερισμού θα τους καταπιεί όλους. Η ανθρώπινη φύση έχει όρια, κι όταν ξεπεραστούν –όπως τώρα- δημιουργούν κοινωνική έκρηξη. Κανείς από όσους τη δημιούργησαν δεν θα έχει άλλοθι…
Υ.Γ.: Κύριε Μητσοτάκη, αν και όταν γίνουν εκλογές σε ποιον ιδεολογικό χώρο θα απευθυνθείτε; Γιατί η Δεξιά (η Κεντροδεξιά αν θέλετε) δεν θα είναι πια δεξαμενή ψήφων για σας. Την εξαπατήσατε και ήδη σας έχει γυρίσει την πλάτη.
Υ.Γ.1: Ο οικονομικός φασισμός που πρεσβεύει ο νεοφιλελευθερισμός απαιτεί κοινωνίες άβουλες και αδύναμες. Χωρίς συνδικάτα, χωρίς κινητοποιήσεις, χωρίς αγώνες. Τέτοια ελληνική κοινωνία επιθυμεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Αυτή την κοινωνική δομή επιθυμούν τα καρτέλ και οι πολυεθνικές.