Το βαλς προήλθε από το Βυζάντιο!
Το βαλς προήλθε από το Βυζάντιο
Κατά τη διάρκεια μουσικών σεμιναρίων στη Σχολή ελληνικής κλασικής-βυζαντινής μουσικής ΤΕΤΤΙΞ, ο καθηγητής βυζαντινής και παραδοσιακής μουσικής και μουσικολόγος Κωνσταντίνος Μάρκος (http://parasimantiki.weebly.com/) αποκάλυψε την πραγματική μουσική φύση του βαλς ως ρυθμό που προήλθε από το Βυζάντιο και στον οποίο προστέθηκε μουσική από τα δυτικά μουσικά όργανα. Συνεπώς, το «σήμα κατατεθέν» της δυτικής χορευτικής μουσικής, δεν είναι…αυτούσια δυτική δημιουργία αλλά στηρίζεται σε βυζαντινό ρυθμό που έφερε στη Γερμανία (μαζί με πολλά άλλα πολιτιστικά στοιχεία) η βυζαντινή πριγκίπισσα Θεοφανώ.
Η Θεοφανώ, αδελφή του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου παντρεύτηκε τον βασιλιά Όθωνα Β΄ της Γερμανίας και έφυγε από την Κωνσταντινούπολη παίρνοντας μαζί της τα έθιμα της βυζαντινής Αυλής. Ήταν νέα και μορφωμένη και οι Γερμανοί την τιμούσαν και τιμούν ιδιαίτερα. Ίδρυσε σχολές ελληνικών γραμμάτων και χάριν σε αυτήν, οι Γερμανοί άρχισαν να «ξυπνούν» πολιτισμικά και μορφωτικά.
Φέρνοντας τα έθιμα της βυζαντινής Αυλής, έφερε από υφάσματα και ειδικούς ιματισμού για να ράβουν ρούχα όπως στην Κωνσταντινούπολη, μέχρι και υποδηματοποιούς που κάλυπταν τις ανάγκες της βυζαντινής Αυλής. Πήρε και μουσικούς από τους βασιλικούς ψάλτες (οι οποίοι μετέδωσαν τα βυζαντινά ακούσματα στους δυτικούς) και αυτοί έκαναν εκεί τις εορτές όπως γίνονταν στο Βυζάντιο, σύμφωνα με την Βασίλειο Τάξη, η οποία περιγράφει το τυπικό των βυζαντινών τελετών και εορτών.
Στις βυζαντινές εορτές μετά από το γεύμα οι βασιλικοί ψάλτες τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια ξεκινώντας με τα επαινετικά προς τον αυτοκράτορα και την αυτοκράτειρα και τους επισήμους, γνωστά και ως Ιαμβεία ή Άκτα, όρος που προέρχεται από τη σειρά Πράξη-Πρακτέα-Άκτα. Πολλά από αυτά έχουν μείνει στη Βασίλειο Τάξη καταγραμμένα ως Ήχοι (π.χ. ήχος τρίτος κλπ). Ήταν περίπου ίδια στο άκουσμα με τους ύμνους της Παναγίας που έφεραν αυτοί οι ψάλτες από το Βυζάντιο, όπως για παράδειγμα το Μεγαλυνάριο της Υπαπαντής «Ακατάληπτον εστίν …». Τα Άκτα τα τραγουδούσαν στον ίδιο (τρίσημο) ρυθμό που είχαν οι ύμνοι. Στη συνέχεια τραγουδούσαν και απελλατικά τραγούδια, δηλαδή τα «κλέφτικα» ή «ρεμπέτικα» της εποχής στα οποία «εχόρευαν πέριξ της τραπέζης κροτούντες τας χείρας».
Ο ρυθμός αυτός απέκτησε επίσημο χαρακτήρα στο Βυζάντιο και χρησιμοποιήθηκε από τον λαό σε επίσημες εκδηλώσεις και σημαντικές εορτές. Ιδιαίτερα τα γαμήλια τραγούδια που αναφέρονται στο γαμπρό και τη νύφη προσαρμόστηκαν σε αυτό τον ρυθμό και διασώθηκαν μέχρι σήμερα. Ας θυμηθούμε απλώς το «Σήμερα γάμος γίνεται» σαν σημερινό παράδειγμα.
Από τη Θεοφανώ, οι Γερμανοί και άλλοι δυτικοί γνώρισαν τον τρίσημο ρυθμό, διότι αυτοί είχαν δισήμους, τετρασήμους ρυθμούς. Οι δυτικοί δεν μπορούσαν να κατανοήσουν «μονούς» ρυθμούς όπως τρίσημο, πεντάσημο κλπ. Και αυτό μέχρι τώρα πρόσφατα. Σε ένα βιβλίο του Θρασύβουλου Γεωργιάδη και αυτός γράφει ότι οι δυτικοί δεν αντιλαμβάνονται εύκολα αυτούς τους ρυθμούς.
Σταδιακά, τον συνήθισαν και σε αυτά τα βυζαντινά ακούσματα του ρυθμού, πρόσθεσαν την τότε μουσική που είχαν, ώστε ένα από τα αποτελέσματα και μουσικά προϊόντα να είναι και το βαλς. Όπως στο Βυζάντιο ο λαός αγάπησε τον ρυθμό και προσάρμοσε τραγούδια σε αυτόν, έτσι και οι δυτικοί προσελκύστηκαν και όλο τον χορό του βαλς τον δημιούργησαν με μουσική πάνω σε αυτό τον βυζαντινό ρυθμό, ο οποίος ήταν ένα από τα μουσικά πολιτιστικά-πνευματικά στοιχεία, με τα οποία η βυζαντινή πριγκίπισσα Θεοφανώ αναβάθμισε πολιτιστικά την γερμανική κοινωνία και τη δυτική κοινωνία στη συνέχεια.
Πολύ αργότερα, από τον Διαφωτισμό και μετά οι δυτικοί μελέτησαν διεξοδικά την ελληνική μουσική και τη γνώρισαν και έχουμε σημαντικές μελέτες ακόμη και πολύ παλιά από τους Πυθαγορίους, τον Αριστόξενο και μετά, για ελληνικούς ρυθμούς και άλλα. Οι αρχαίοι Έλληνες ακόμη είχαν ρυθμούς και τους πρώτους ρυθμούς τους βρίσκουμε στο Επίγραμμα του Σείκιλου, ο οποίος πάνω από τις νότες έβαλε και ρυθμικά σημεία. Μέχρι τότε δεν είχαμε ρυθμικά σημεία, δεν σημείωναν με σημάδια το ρυθμό, υπήρχε βέβαια και απλώς τον έλεγαν προφορικά και τον ήξεραν.
Όλα αυτά όμως δεν είναι ευρύτερα γνωστά λόγω της παγκοσμιοποίησης που μας απαγορεύει στην πράξη να έχουμε επαφή με τις ρίζες μας ακόμη και τις μουσικές.