Τα θυρανοίξια του Ιερού Ναού της «Μεταμόρφωσης του Σωτήρος» στους δυτικούς πρόποδες του όρους Αιγάλεω στους Χριστιάνους Τριφυλίας, ένα από τα μεγαλύτερα βυζαντινά μνημεία της χώρας μας, που η παράδοση και η ιστορία το συγκρίνει με την Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης, θα τελεστούν σήμερα το απόγευμα στις 7.
Η τελετή θα γίνει από τον Μητροπολίτη Τριφυλίας και Ολυμπίας Χρυσόστομο και η απόδοση του μνημείο σε κοινό και πιστούς από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας δια της προισταμένης της υπηρεσίας, Ευαγγελίας Μηλίτση-Κεχαγιά.
Στην εκδήλωση αναμένεται να παραστεί και ο πρ. πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς κι επίσης ο περιφερειάρχης Πελοποννήσου Πέτρος Τατούλης, τοπικοί παράγοντες και εκπρόσωποι της αυτοδιοίκησης ενώ θα γίνει και παρουσίαση των αναστηλωτικών εργασιών, που υλοποιήθηκαν στο πλαίσιο του Επιχειρησικού Προγράμματος 2007-2013, από τη Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, με προυπολογισμό 2.897.000 ευρώ.
Η παρουσίαση του έργου, θα γίνει από τον προιστάμενο της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Θεμιστοκλή Βλαχούλη και την υπεύθυνη του Τμήματος έργων Ιωάννα Καράνη. Στη συνέχεια θα ξεκινήσει ξενάγηση στον κυρίως ναό και το επισκοπείο.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ
Ο Ναός της «Μεταμόρφωσης», είναι ο μεγαλύτερος Βυζαντινός ναός της Πελοποννήσου, χτισμένος σύμφωνα με τον αρχιτεκτονικό τύπο του σταυροειδή οχταγωνικού με τρούλο και η οικοδόμησή του αρχίζει πιθανότατα στις αρχές του 11ου αιώνα, για να φτάσει μετά από διάφορες φάσεις και πολλές προσθήκες, στον 14o αιώνα. Το κτήριο που εφάπτεται δυτικά του ναού ήταν αρχικά διώροφο και ήταν η κατοικία του επισκόπου.
Η λαϊκή ρήση, «Αγιά Σωτήρα στο Μωριά και Αγιά Σοφιά στην Πόλη», καθιερώθηκε στη συνείδηση των πιστών, οι οποίοι ήθελαν προφανώς να κάνουν σύγκριση ως προς το μέγεθος, με τον Ιουστινειάνειο ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη.
Το 1681 εως το 1710 μητροπολίτης ήταν ο Άγιος Αθανάσιος, προστάτης και έφορος της νυν Μητροπόλεως Τριφυλίας και Ολυμπίας. Ο ναός, λειτουργούσε ανελλιπώς μέχρι το 1825, οπότε τον κατέστρεψε ολοσχερώς, χωρίς να τον κατεδαφίσει, στο πέρασμά του από την Χριστιανούπολη ο Ιμπραήμ-Πασάς. Το 1886 καταρρέει από το μεγάλο σεισμό της 27ης Αυγούστου (σεισμός ισχυρός που έγινε αισθητός μέχρι το Κάιρο). Το έτος 1921 με το από 13-4-1921 Β.Διάταγμα (ΦΕΚ 68/26-4-21) κηρύχθηκε Βυζαντινό μνημείο, προστατευόμενο έκτοτε από την Πολιτεία. Το 1937-38 αρχίζουν οι εργασίες αποκατάστασης από τον Ευστάθιο Στίκα αλλά σταματούν το 1939 με τον πόλεμο και πριν φτιαχτεί ο τρούλος κι έτσι η εκκλησία, μένει ανοιχτή για 10 χρόνια. Το 1950 συνεχίζονται οι εργασίες από τον ίδιο και τελειώνει ο τρούλος, ενώ ο ναός κλείνει και με μεταλλικά παράθυρα το 1954.
Η δεύτερη φάση και το μεγάλο έργο της αναστήλωσης, ξεκινά το Μάιο του 2011.
Στον κυρίως ναό και στο επισκοπείο, πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες στερεωτικές εργασίες με τοπικές ανακτήσεις λιθοδομών, εκτέλεση αρμολογημάτων και εφαρμογή ενεμάτων. Δόθηκε μεγάλη έμφαση στη διατήρηση των αυθεντικών αρμολογημάτων του ναού, στα οποία διακρίνονται τρεις τουλάχιστον διαφορετικές φάσεις. Στον τεράστιο τρούλο που ανέκτησε ο Στίκας, κατασκευάστηκαν μεταλλικά κελύφη, τα οποία, σε συνδυασμό με μία σειρά ελκυστήρων και αγκυρίων τιτανίου, παρέλαβαν το βάρος του ημισφαιρικού θόλου, αποφορτίζοντας την υποκείμενη αρχική τοιχοποιία. Το δάπεδο επιστρώθηκε με μαρμάρινες πλάκες, ενώ στη θέση τους παρέμειναν τα ελάχιστα δείγματα από την αρχική πλακόστρωση. Το ιερό βήμα καλύφθηκε με πήλινα πλακίδια. Κατά το πρώτο στάδιο του έργου, εκτελέστηκαν – τόσο στο επισκοπείο, όσο και στον κυρίως ναό – εκτεταμένες διερευνητικές εργασίες, κατά τις οποίες αποκαλύφθηκαν πολύτιμα στοιχεία για την πληρέστερη κατανόηση της οικοδομικής ιστορίας του ναού, ενώ, στον χώρο του νάρθηκα, εντοπίστηκαν δεκάδες αλλεπάλληλες ταφές του 13ου και 14ου αιώνα.
Η ολοκλήρωση των εργασιών επισφραγίστηκε με απόλυτη επιτυχία, ικανοποιώντας στο έπακρο και τις υψηλότερες προδιαγραφές που ορίζουν οι διεθνείς συνθήκες για την αναστήλωση αρχαίων και μεσαιωνικών μνημείων.