ΝOUS SOMMES ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΣ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΣΑΙΟΙ AND HYPOCRITES
Ο κόσμος τελικά είναι ένα επικίνδυνο μέρος όχι γιατί υπάρχουν κακοί άνθρωποι, αλλά επειδή υπάρχουν καλοί άνθρωποι που βλέπουν το κακό και δεν κάνουν κάτι για να το διορθώσουν. Μόνο ο διαπράττων τελικά τελεσφορεί και οι καλοί άνθρωποι είναι μάλλον τεμπέληδες.
“Που θα πάει αυτή η κατάσταση;” αναρωτιέται όλος ο κόσμος “που είναι ο πάτος;”, “πόσο άλλο ακόμα;”. Τις ερωτήσεις όμως αυτές μόνο ως ρητορικές μπορώ να τις αντιληφθώ. Διότι ξέρουμε πολύ καλά όλοι τις απαντήσεις. Που μπορεί να οδηγηθεί ένας 40 χρόνια μανιώδης καπνιστής; Πού μπορεί να είναι ο πάτος ενός αμετανόητα κοιλιόδουλου; Πόσο άλλο ακόμα ένας ενσυνείδητος τεμπέλης, μπορεί άραγε να υποφέρει από την ανεργία;
Όλα τα γεγονότα και αυτά που έγιναν και αυτά που είναι να γίνουν, δεν κρύβουν την απειλή του αγνώστου ή του απρόβλεπτου, αλλά του απολύτως προβλέψιμου. Του προβλέψιμου που ακόμα φοβόμαστε να αντικρύσουμε. Του προβλέψιμου που ανέκαθεν φοβόμασταν να αντικρύσουμε.
Οι τρέχουσες ταλαιπωρίες δεν αποτελούν διαστροφές μιας τυφλής μοίρας ή ενός τιμωρού Θεού, αλλά τα φυσικά επακόλουθα της πλάνης που αρνιόμασταν να αποτάξουμε και την φυσική συνέχεια των δικών μας παρατεταμένων διαστροφών.
Δεν εμπορεύεται κανείς μετά το τέλος της πανήγυρης, ούτε συμπονετικός κανείς μπορεί να είναι στον νεκρό, μετά Χριστό προφήτες δεν υπάρχουν.
Ότι θε να γίνει λοιπόν, μπορεί να γίνει απότομα και σε μια νύχτα μέσα αλλά μπορεί να γίνουν και σε άλλα 7 χρόνια, δεν παίζει κανένα ουσιαστικό ρόλο. Αυτό που παίζει ρόλο είναι ότι από τα σύννεφα σίγουρα δεν έπεσαν κι ούτε και θα συνεχίσουν να πέφτουν.
Πληρώναμε για να πτωχύνουμε, ψηφίζαμε για να σκλαβωθούμε, παρακολουθούσαμε για να τυφλωθούμε, ξυπνάγαμε για να ναρκωθούμε, πληροφορούμασταν να αποπροσανατολισθούμε, τρώγαμε για να πεινάσουμε, θεραπευόμασταν για να πεθάνουμε, μορφωνόμασταν για να αποβλακωθούμε και καλλωπιζόμασταν για να αυνανιστούμε.
Πολτοποιηθήκαμε τόσο πολύ, πλανηθήκαμε τόσο πολύ, απιστήσαμε τόσο πολύ, γίναμε τόσο υλιστές και τόσο μισάνθρωποι, που πληρώνουμε ακόμα και δουλεύουμε πολύ σκληρά για να μπορέσουμε να συντηρήσουμε την ίδια μας την καταστροφή.
Σαν παιδάκια με χεσμένα παντελόνια που αρνούνται ότι χέστηκαν, ένα πράγμα. Kαι γαβγίζουμε πλέον και αλυχτάμε και βραχνιάζουμε, με την ουρά όμως στα σκέλια. Και δεν πείθουμε κανέναν και ούτε μας ακούει κανείς. Και ξέρετε γιατί; Γιατί διαψεύδονται αυτά που λέμε από ίδιο μας τον βίο. Τα δεδομένα της δικής μας ζωής μας διαψεύδουν. Δεν συνάδουν τα λόγια με την πράξη.
Μιλάμε για ανάπτυξη, δημοκρατία, αλλαγή, αξιοκρατία, ευνομία, σεβασμό, για Θεό και γινόμαστε πυρ και μανία όταν εφαρμόζονται οι νόμοι σε εμάς. Κατακρίνουμε αυστηρά και κουτσομπολεύουμε πανεύκολα την ανικανότητα του περαστικού, αλλά για του παιδιού μας την ανικανότητα; ”Δεν είναι το ίδιο” λέμε. Μην ανησυχείτε όμως, να είστε σίγουροι ότι και οι περαστικοί το ίδιο κάνουν.
Κανέναν δεν τον πείραξε όμως όταν πείστηκε ότι ο γάιδαρος πετάει, τον πειράζει τελικά πολύ ότι ο γάιδαρος τελικά δεν πέταξε. Και μάλιστα κατόπιν ακόμα εορτής, συνεχίζουμε να κρύβουμε θρασύδειλα τα δικά μας μεσάνυχτα πίσω από τα μεσάνυχτα των άλλων και αυτή είναι η ανθυποκουλτούρα του πολιτισμού μας.
Διότι η λαχτάρα για σχέση φαρμακώθηκε από την λαχτάρα για ταύτιση, για εξάρτηση, για προβολές, για ρούφηγμα και για χρήση. Με τέτοιες ανάγκες και στόχους όμως δεν συνδέεσαι, συνεργάζεσαι μονάχα για να ανταλλάξεις αρρώστιες, ερεθισμούς και παθογόνους ιούς. Για να αποφύγεις την πραγματικότητα που τρέμεις. Τέτοιες όμως διαθέσεις γίνονται σύντομα αντιληπτές καθώς κάνει τον άλλο να ασφυκτιά, να απομακρύνεται και την κοινωνία να αποσυντίθεται.
Οι περισσότεροι άνθρωποι απλά υπάρχουν, αντιδρούν ενστικτωδώς στις βασικές μόνο ανάγκες, ζώντας φωτογραφικά τη ζωή, σαν μια επαναλαμβανόμενη selfie μιας τάχατες ανεπτυγμένης προσωπικότητας. Λίγοι ξέρουν να ζουν δαμάζοντας το διηνεκές του χρόνου, προσφέροντας στο σύνολο και όχι απομυζώντας το, απολαμβάνοντας έτσι αγόγγυστα το μεγαλείο της κάθε ηλικίας.
Αυτός όμως που δεν συνειδητοποίησε ότι δεν θα πεθάνει μια μέρα και ότι αυτή η μέρα μπορεί να είναι σήμερα, τώρα, αύριο, δεν έμαθε ποτέ και πως να ζει και πως να συμπεριφέρεται.
Η διαρκής μνήμη του θανάτου είναι η αρχή της ζωής, της προσφοράς και του σκοπού μας ως υπάρξεις. Ας έρθει τώρα λοιπόν ο θάνατος του τώρα και ας γίνει σήμερα η αρχή του αύριο.
Τί τιμωρία είναι αυτή τελικά; Και γιατί τόσο ακριβοδίκαιη Θεέ μου;
Κι όμως αν το καλοσκεφτείς η νομοτέλεια αυτή της δικαιοσύνης, είναι ότι πιο χαρούμενο υπάρχει τελικά. Είναι ανακούφιση να ζούμε σε έναν κόσμο δίκαιο και συνετό, ακόμα και όταν λειτουργεί αυστηρά εναντίον μας ένας δίκαιος αόρατος κριτής.
Πόσο ώριμα μπορούμε να μαθαίνουμε εν τέλει, να διδασκόμαστε, να διορθωνόμαστε, όταν η ανταπόδοση είναι τόσο σοφά ζυγισμένη κι ας μην μοιάζει πάντα με την ανταπόδοση που ονειρευόμαστε. Αποκτά νόημα έτσι και ο πόνος και η χαρά.
Ότι ακριβώς τώρα γίνεται κατά κάποιον τρόπο έτσι και στο τέλος, θα κριθούμε όλοι βάσει της προσφοράς του καθενός ως προς το σύνολο, την κοινωνία, την ανθρωπότητα και για τίποτα άλλο. Και όχι βάσει ενός τυπικού ευσεβούς ή άθεου φαρισαϊσμού, ο οποίος αποτελεί ύβρης και προσπάθεια κοροϊδίας είτε έναντι του παντογνώστη Θείου είτε του παν-συμπαντικά καλού.
Aλλά δυστυχώς προηγείται ακόμα η ελευθερία της ελεεινής μας προσωπικότητας. Του παλαιού εαυτού, του αρχέγονου, του κακομαθημένου, του μικρό-τοπικιστικά δυνατού, του αυτάρεσκου, του εφ’ όλης της ύλης κατεχόμενου από πάθη, του αυστραλοπίθηκου. Αυτού που μας έφτασε ως εδώ, και μας στρίμωξε στην γωνία.
Αυτού του κακού ενοικιαστή μέσα μας. Που μας κοροϊδεύει εδώ και πολύ καιρό και ακόμα τον ανεχόμαστε, που ακόμα μας βάζει “μέσα”, που άρχισε με τα έναντι και τώρα εξοφλά με υποσχετικές και αναμνήσεις μιας τρυφηλής ζωής.
Που πρέπει επιτέλους να του κάνουμε έξωση και αμέσως να ανακαινιστούμε και να συμμαζέψουμε όλες τις ζημιές. Όχι όμως με απλά φρεσκαρίσματα και κουκουλώματα, όχι “μόναν όψιν”, αλλά με ανακαίνιση ριζική και με καθαίρεση όλων των σαθρών σοβάδων.
Ώστε αυτό που θα μένει μόνο για να πολεμήσουμε από εκεί και πέρα, θα είναι μόνο η κακή μας συνήθεια να διαπράττουμε το κακό, το άνομο, την αμαρτία. Από εμάς αρχίζουν όλα.
Ο κόσμος αδελφέ δεν αλλάζει από μόνος του, ποτέ δεν άλλαξε. Αυτό που δεν ξέρουμε να κάνουμε, θα μάθουμε πώς να το κάνουμε, όταν θα έχουμε κάνει σωστά, αυτά που ξέρουμε ότι πρέπει να κάνουμε.
Και σε αυτό τον τόπο που έχουμε πραγματικά την τύχη να βρισκόμαστε, δεν χρειάζονται πρωτοπορίες, ούτε εξυπνάδες, θέλει μόνο τα βασικά ξανά και από την αρχή.
Αρκεί ένα μονό κερί για να φωτίσει ένα σκοτεινό δωμάτιο, αρκεί ένα φωτεινό δωμάτιο για να φωτίσει το σπίτι, ένα σπίτι την γειτονία, μια γειτονιά την συνοικία, μια συνοικία την πόλη και μια πόλη την χώρα όλη. Έτσι θα αρχίσουν ξανά όλα να φωτίζονται έτσι όπως σκοτίστηκαν. Αρκεί μια νιφάδα να αρχίσει να κυλά, για να μαζέψει και άλλες και να καταλήξει σε χιονοστιβάδα. Για να κυλήσει όμως χρειάζεται απελευθέρωση.
“Διαβάζουμε τους νεκρούς και γράφουμε για τους αγέννητους, ο συνδετικός κρίκος είναι το έργο” και “τα πρώτα κατεχόμενα που πρέπει να απελευθερώσουμε είναι αυτά του μυαλού μας” είπε ο Νίκος Λυγερός πολύ σοφά.
Aν λοιπόν πατρίδα από εδώ και πέρα δεν σημαίνει, απλώς ένα γεμάτο ψυγείο σε ένα διαμπερές διαμέρισμα με θέα σε μια hot συνοικία,
ένα αμάξι που “φυσάει” κι ένα έξυπνο χαζοκούτι για σαλιάρα,
αν η πατρίδα δεν σημαίνει, ανάγνωση κουλτουριάρικων φυλλάδων των 800 αποχρώσεων της διαστροφής για να πουλήσουμε εφέ και Κολωνάκι,
αν η πατρίδα δεν σημαίνει, λεύκανση δοντιών για duckface selfie και επίκληση ενός καλύτερου αυνανισμού του 2881 αγνώστου φίλου,
αν η πατρίδα δεν σημαίνει, για τους μεν 50 ευρώ ξαπλώστρα στην Ψαρού και για τους δε ρεφενέ τάλιρο στον μπακάλη,
αν η πατρίδα δεν σημαίνει απλώς ταξιδάκι στην Ευρώπη να ζηλέψει η γυναίκα του γιατρού απέναντι,
αν η πατρίδα δεν σημαίνει, να ξεγελάμε τον διαχειριστή κακόπιστα γιατί του χρωστάμε έξι μήνες κοινόχρηστα,
αν η πατρίδα δεν σημαίνει, να την βγάζουμε με σκόρδο, ψωμί και ελιά γιατί δεν ήταν σικ κάποτε να μην τα χάνουμε στην πόκα,
αν η πατρίδα δεν σημαίνει, όταν το Σισμίκ βγαίνει σεργιάνι να βουτάμε το αεροπλάνο για Παρίσι και Λωζάννη,
αν η πατρίδα δεν σημαίνει, αυτοθυσία κι αγάπη για τούτο το χώμα κι όχι για του ουίσκι το πώμα,
αν η πατρίδα δεν σημαίνει, οι προδοσίες των πονηρών αφελείς αταξίες,
αν η πατρίδα δεν σημαίνει, πως θα την γλυτώσει από του Αμερικανικού γύπα το νύχι και της Ρώσικης αρκούδας το δόντι,
αν η πατρίδα δεν σημαίνει απλά αναζητώ τα οστά των παιδιών μας μέσα στο λαρύγγι του Αττίλα, στα συνωστισμένα από Κεμάλ παράλια της Μικρασίας και του Πόντου,
αν η πατρίδα δεν σημαίνει Θεό και Παναγιά, τότε έχε γεια Παναγιά τα μιλήσαμε, όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε!
Τότε καμία προοπτική, ακόμα και η πιο προσγειωμένη και η πιο ορθολογική δεν θα μεταλλαχθεί ποτέ σε πραγματικότητα.
Σύντομα λοιπόν η ψεύτικη ζωή περνά και σύντομα περνάνε και οι θλίψεις και το κακό στο τέλος αυτοκαταστρέφεται. Αλλοίμονο όμως σε αυτούς που περίμεναν έως εκεί, διότι στο τέλος η διαδικασία αυτή πάντοτε παρήγαγε ή θύματα ή Aγίους. Και άγιοι δεν είμαστε.
Αμήν Αμήν Αμήν
Β.Παπαδόπουλος