«Από το προσχέδιο του Προϋπολογισμού, στο τελικό σχέδιο που θα κατατεθεί την 21η Νοεμβρίου στη Βουλή, δεν θα υπάρχει ούτε ένα πρόσθετο μέτρο», διαβεβαίωσε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Χουλιαράκης, ο οποίος τόνισε ότι «από τον Ιανουάριο του 2018 και με την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης μπαίνουμε ουσιαστικά στο τελευταίο κομμάτι του προγράμματος προσαρμογής».
«Προσωπική εκτίμηση είναι ότι το Πρόγραμμα Προσαρμογής ολοκληρώνεται ουσιαστικά τον Ιανουάριο του 2018. Τα προαπαιτούμενα που απομένουν για τον χειμώνα και την άνοιξη του 2018 με την τελευταία αξιολόγηση τον Μάιο – Ιούνιο του 2018 είναι προαπαιτούμενα υλοποίησης ήδη νομοθετημένων δράσεων και είναι λίγα. Άρα, ουσιαστικά το Πρόγραμμα ολοκληρώνεται με την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης. Όχι τυπικά, αλλά ουσιαστικά» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Χουλιαράκης, κατά την τοποθέτησή του στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, στην οποία εισήχθη προς επεξεργασία το Προσχέδιο του Προϋπολογισμού 2018.
Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών δήλωσε ότι και το Σχέδιο του Προϋπολογισμού θα αποτυπώνει ακριβώς ότι και το Προσχέδιο και προσέθεσε ότι τα «πρωτοσέλιδα» που μιλούν για επιπλέον μέτρα 2,4 δισ. ή 1 δισ. δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα.
Εξήγησε επίσης ότι το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2017 είναι πλεόνασμα – με όρους προγράμματος – της τάξεως του 2,8% του ΑΕΠ και επιδίωξη της κυβέρνησης είναι ένα μέρος του πλεονάσματος, «όχι μικρό», της τάξης του 0,6% με 0,7% του ΑΕΠ, που πράγματι προκύπτει από την καλύτερη απόδοση των φορολογικών μέτρων και από τον έλεγχο μη παραγωγικών δαπανών, να κατευθυνθεί με κοινωνικά κριτήρια και κριτήρια οικογενειακής κατάστασης για την ενίσχυση των εισοδημάτων των πιο αδύναμων νοικοκυριών.
«Πρόκειται για ένα μέτρο one-off, που μας δίνει ως περιθώριο ο φετινός Προϋπολογισμός. Φέτος το υλοποιούμε. Αλλά πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό μέτρο της μεγάλης προσπάθειας που έκανε η ελληνική οικονομία για να πετύχουμε τους στόχους και να βγει η χώρα από την κρίση» τόνισε χαρακτηριστικά και ανακοίνωσε ότι το υπόλοιπο της υπεραπόδοσης πάνω από τον στόχο θα μείνει στα δημόσια ταμεία ως «μαξιλάρι ασφαλείας» για το ενδεχόμενο αναθεώρησης του στόχου του Προϋπολογισμού του 2017, τον επόμενο Απρίλιο. «Είναι γνωστό ότι τα αποτελέσματα αυτά, είναι προσωρινά και επιβεβαιώνονται με τη σφραγίδα της Eurostat αντίστοιχα τον Απρίλιο και τον Οκτώβριο του επόμενου έτους. Δεν θέλουμε να πάρουμε ρίσκα. Βλέπουμε ότι πολλές φορές υπάρχει αναθεώρηση. Υπήρχε για το αποτέλεσμα του 2016, που πήγε από 4,2 στο 3,8. Κρατάμε ένα μαξιλάρι ασφαλείας ώστε σε κάθε περίπτωση ο στόχος του 2017 να επιτευχθεί», εξήγησε ο κ. Χουλιαράκης.
Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών σημείωσε ότι από τον Ιανουάριο του 2018 και με την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης μπαίνουμε ουσιαστικά στο τελευταίο κομμάτι του προγράμματος προσαρμογής και εξέφρασε την εκτίμηση ότι το Πρόγραμμα Προσαρμογής ολοκληρώνεται ουσιαστικά τον Ιανουάριο του 2018. «Τα προαπαιτούμενα που απομένουν για τον Χειμώνα και την Άνοιξη του 2018 με την τελευταία αξιολόγηση τον Μάιο – Ιούνιο του 2018 είναι προαπαιτούμενα υλοποίησης ήδη νομοθετημένων δράσεων και είναι λίγα. Άρα ουσιαστικά το Πρόγραμμα ολοκληρώνεται με την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης. Όχι τυπικά, αλλά ουσιαστικά», τόνισε.
Όπως προσέθεσε ο κ. Χουλιαράκης, μπαίνουμε τότε σε μια περίοδο οικονομικής ανάκαμψης που θα χαρακτηριστεί από δύο κύρια θέματα: μπαίνουμε στη συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους (Ιανουάριο – Μάρτιο του 2018) και στη συζήτηση για την επόμενη μέρα μέχρι το τέλος του Προγράμματος.
Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών είπε πως αν ο μηχανισμός επιτήρησης θα είναι αντίστοιχος της Πορτογαλίας και της Κύπρου, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εξαμήνου όπως επιδιώκει η ελληνική πλευρά, μπαίνουμε σε μια περίοδο οικοδόμησης ενός μεγάλου ταμειακού αποθέματος. Αυτό – εξήγησε ο κ. Χουλιαράκης – θα μας επιτρέψει: Πρώτον, να βγούμε με ασφάλεια στις αγορές χωρίς νέα προληπτική γραμμή στήριξης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας μετά το Καλοκαίρι του 2018 και δεύτερον, ο μηχανισμός ασφάλειας – σε περίπτωση που προκύψει ένας νέος κλονισμός στις διεθνείς χρηματαγορές – η Ελλάδα θα είναι εξασφαλισμένη και θα μπορέσει να ανακυκλώσει το δημόσιο χρέος χωρίς ρίσκο.
Ο κ. Χουλιαράκης διευκρίνισε ότι το «μαξιλάρι» θα είναι της τάξεως 12 με 15 δισ. ευρώ, 9 δισ. εκ των οποίων θα προκύψουν από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.
«Ένα μαξιλάρι που μετά από ένα ή δύο χρόνια κανονικότητας (έξω από το Πρόγραμμα) οφείλουμε να μετατρέψουμε σε Ταμείο Σταθεροποίησης, δηλαδή σε ένα νέο δημοσιονομικό εργαλείο σταθεροποίησης για την επόμενη κρίση» υπογράμμισε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών. Όπως συμπλήρωσε, «όταν λοιπόν η ευρωπαϊκή οικονομία χτυπηθεί από νέα κρίση – κι αυτό κάποια στιγμή θα γίνει – να είμαστε πολύ καλύτερα προετοιμασμένοι. Η Ελλάδα να μην ξαναπεράσει ότι πέρασε την οκταετία 2010 – 2018 και να είναι σε θέση να ξεπεράσει τον κλονισμό πολύ πιο εύκολα».
«Καθήκον της κυβέρνησης της Αριστεράς ήταν να βγάλει τη χώρα από την κρίση, να προετοιμάσει τη χώρα και να τη θωρακίσει από την επόμενη κρίση, από πολύ καλύτερες θέσεις» κατέληξε ο κ. Χουλιαράκης.
Οι στόχοι του Προϋπολογισμού
Στην αρχή της τοποθέτησής του, ο κ. Χουλιαράκης επισήμανε ότι ένας καλός προϋπολογισμός οφείλει να διατηρεί τρεις διακριτούς στόχους:
Τη διατήρηση των οικονομικών του κράτους σε τροχιά βιωσιμότητας, την καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων με δυο κυρίως εργαλεία, τη φορολογική πολιτική και την επιδοματική πολιτική και στόχο την άμβλυνση των συνεπειών της κρίσης τα τελευταία οχτώ χρόνια και τη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας του ιδιωτικού τομέα με μείωση των φορολογικών βαρών και κυρίως των ασφαλιστικών εισφορών, ώστε η οικονομική δραστηριότητα να τονωθεί και η αυθόρμητη ανάκαμψη που έχουμε μπροστά μας τα επόμενα τρίμηνα να γίνει βιώσιμη μακροχρόνια μεγέθυνση.
Στο πλαίσιο του προσχεδίου του προϋπολογισμού του 2018, ο κ. Χουλιαράκης τόνισε ότι κύριος στόχος είναι η διατήρηση των δημοσίων οικονομικών σε βιώσιμη τροχιά, με την επίτευξη του πραγματικά φιλόδοξου αλλά εφικτού στόχου του 3,5% πρωτογενούς πλεονάσματος. «Και ο στόχος αυτός είναι εφικτός, γιατί η δημοσιονομική προσαρμογή του τρίτου προγράμματος ήταν σημαντικά ηπιότερη, τα σκαλοπάτια προσαρμογής από το 2015 ως το 2018 ήταν σαφώς ηπιότερα από αυτά των δυο προηγούμενων προγραμμάτων», συμπλήρωσε.
Ως δεύτερο στόχο του προϋπολογισμού του 2018, ο κ. Χουλιαράκης καθόρισε την αναδιανομή των εισοδημάτων έτσι ώστε να αμβλυνθούν και να επουλωθούν οι συνέπειες της ύφεσης των τελευταίων οκτώ ετών και δήλωσε «υπερήφανος» που η κυβέρνηση κατάφερε να βρει ένα μικρό αλλά αρκετά κρίσιμο ποσό στην περίοδο αυτή, 320 εκατ. ευρώ, για την ενίσχυση νέων κοινωνικών προγραμμάτων, την ενίσχυση των οικογενειακών επιδομάτων, την ενίσχυση βρεφονηπιακών σταθμών και σχολικών γευμάτων για την καταπολέμηση της φτώχειας.
«Να πώς συνδυάζεται η δημοσιονομική πειθαρχία, η δημοσιονομική σταθερότητα από τη μια πλευρά και η κοινωνική δικαιοσύνη στα πλαίσια του εφικτού από την άλλη», είπε.
Αναγνωρίζοντας ότι η φορολογική επιβάρυνση που συνεπάγεται ο προϋπολογισμός του 2017 και του 2018 είναι μεγάλη για κρίσιμες κατηγορίες της κοινωνίας, για τους έντιμους και συνεπείς φορολογούμενους, για τη μεσαία τάξη, για τους ελεύθερους επαγγελματίες, επισήμανε πως αποτέλεσε μια συνειδητή επιλογή που μεταβατικά πήρε η κυβέρνηση ώστε να καταφέρει να ενισχύσει οικονομικά τα πιο αδύναμα στρώματα της κοινωνίας, τα πιο ευάλωτα στρώματα της κοινωνίας, οικογένειες με δύο ανέργους και παιδιά, οικογένειες με εισοδήματα κάτω των 4.800 ευρώ το χρόνο. Ο κ. Χουλιαράκης τόνισε ότι ο προϋπολογισμός του 2017 και αυτός του 2018 ενσωματώνει το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης ύψους 700 εκατ. ευρώ, όμως εξήγησε ότι δεν μπορεί ένας προϋπολογισμός μεσοπρόθεσμα να συντηρηθεί με τόσο υψηλή φορολογία.
«Και ακριβώς το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής στρατηγικής δείχνει πώς αξιοποιείται ο δημοσιονομικός χώρος που δημιουργείται μετά το ’19 το ’20 και ’21 για μείωση της φορολογίας και των επιχειρήσεων, κατά 3% των νομικών προσώπων, και της φορολογίας φυσικών προσώπων και της φορολογίας στην ακίνητη περιουσία. Και όσο μεγαλύτερος δημοσιονομικός χώρος δημιουργείται γιατί οι μεταρρυθμίσεις και η αξιοπιστία δυναμώνουν την οικονομική μεγέθυνση, τόσο μεγαλύτερη θα είναι και η μείωση των φορολογικών βαρών» ανέφερε συγκεκριμένα.