ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ – Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

karkavitsas diigima4
Ανδρέας Καρακαβίτσας, μικρά διηγήματα από τα «Λόγια της Πλώρης».

Τον μπαρμπα-Καληώρα τον υποναύκληρο, συχνά θέλουν να τον πειράζουν οι σύντροφοί του. Και για να τον πειράξουν δε χρειάζονται παρά να του ειπούν το συνηθισμένο λόγο τους:
– Έλα, πες μας, μπαρμπα-Καληώρα, πόσες φορές ναυάγησες;
Στο άκακο το ρώτημα ο γεροναυτικός ανάβει σαν δαδί. Το σκεβρωμένο από τα χρόνια κορμί του ορθώνεται αλύγιστο· το γελαστό και άδολο πρόσωπό του συγνεφιάζει σαν μαρτιάτικος ουρανός· τα μάτια του σπιθοβολούν από θυμούς και φοβερίσματα και με την αρβανίτικη προφορά του κομματιαστή και βαριά συρμένη, γυρίζει και τους λέει:
– Μωρέ άιντε πορρρ!… Εσείς να πάτε να βυζάχτε γάλα κι ύστερα να ’ρθείτε να μιλήστε μετά μένα. Αμή!… τον καιρό που γω αρμένιζα τα πέλαγα, εσείς δεν ήσαστε μουδέ σπόρος στ’ αχαμνά του πατέρα σας!…
Το τσούρμο τότε γελά, σκαστά και τρανταχτά γέλια, και γελά μαζί του ο μπαρμπα-Καληώρας ο υποναύκληρος. Έτσι κι ένα μεσημέρι, που η πρώτη βάρδια έραφτε κάποιο πανί στην πλώρη και η δεύτερη γιομάτιζε με σκύλινη όρεξη, θέλησαν πάλι να τον πειράξουν. Τώρα όμως δε θύμωσε. Έμεινε ήσυχος εκεί που καθόταν και μόνο τη σακοράφα παραίτησε μισοπερασμένη στο πανί και στύλωσε τα μάτια στη θάλασσα, με κάποιο χαμόγελο στα χείλη. Έβλεπε τάχα το κύμα ή τον ίσκιο του πλοίου που με τη σκάφη ψηλή, τ’ αγέρωχα κατάρτια, την κοντραγέφυρα και τον ψηλό καπνοδόχο γλιστρούσε απάνω στα νερά; Ποιος ξέρει! Μα αφού για κάμποση ώρα έμειν’ έτσι, γύρισε αργά τα μάτια περίγυρα και βλέποντας κοντά το ναύκληρο, που έστριφε τα έμπολα μιας γούμενας,[1] είπε με τόνο προφητικό:
– Να ξέρεις καλά μπαρμπα-Γιώργη, που η θάλασσα έχει την κρίση της όπως κι η στεριά. Και την έχει καλύτερη από τη στεριά. Εδώ δεν έχει λόγια· έκαμες έλαβες· σου το τίναξε απάνω σαν αστραπόβολο!… Μα το κακό που είδα σε κείνο το καταραμένο καράβι! Δεν πολυκαίρισε ούτε μήνα. Τι λέω ούτε μήνα; Ούτε δεκαπέντε μέρες· μωρ’ ούτε δέκα! Μονοβδόμαδα έκαμ’ έλαβε. Και να σου ειπώ, έτσι είναι σωστό. Γιατί ό,τι γίνει στη θάλασσα γρήγορα λησμονιέται. Έγινε πέρασε· πάει με τ’ αγέρι, με το κύμα, με τον αφρό, με του καιρού τα διάβατα. Για τούτο πρέπει κείνο που θα ’ρθει, να έρθει σύγκαιρα.
Ήμουνα, θυμούμαι, άνεργος στην Πόλη. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε κι αποφάσισα να κατεβώ στην Ύδρα, να στεφανωθώ. Μα μέρα με τη μέρα να βρω καράβι γνώριμο, έφαγα τα λεφτά που είχα για το γάμο. Από το σιφνέικο καφενέ στη σαντορινιά ταβέρνα· από τη σαντορινιά ταβέρνα στο Κεμέρ Αλτί. Χαρτιά, κρασί, γυναίκες νυχτοήμερα! Σε δεκαπέντε μέρες έβαλα και χρέος τρία τάλιρα στον καφενέ και δεκατρία φράγκα στην ταβέρνα. Όσο για το Κεμέρ Αλτί μη ρωτάς· λίγο έλειψε να μου φορέσουν το φεσάκι και να με βάλουν να παίζω τη λατέρνα στην πόρτα.
Μα το δουλευτή όσο είναι γερός μην το φοβερίζεις. Εκείνες τις μέρες βγήκε λόγος στην Κρασόσκαλα πως ένας Σπετσιώτης τσουρμάρει για τη Μαύρη Θάλασσα. Η αλήθεια είναι πως το άκουσα τελευταίος. Ο ταβερνιάρης που με πίστωνε ήρθ’ ένα βράδυ και μου λέει στ’ αυτί:
– Πάρε το καρτάκι[2] και τράβα στο Μπουγιούκδερε. Γύρεψε το μπαρκομπέστια[3] του καπετάν Μπισμάνη κι έμπα μέσα. Αυγή χαράματα σαλπάρετε για τη Μαύρη Θάλασσα.
Ήπιαμε το καρτάκι στο πόδι με τον καλοθελητή μου, πήρα τα ρούχα στον ώμο και γραμμή για το Μπουγιούκδερε. Αυγή χαράματα πήραμε την άγκυρα. Μα ο καπετάνιος ξεκολλημό δεν είχε από τις κουμπάρες. Ξέρεις τι πιπεράτες σου είναι! Τέλος βγήκαμε από τα Μπουγάζια. Ήβραμε νοτιά τον καιρό· σε τέσσερες μέρες περάσαμε στο Κέρτζι.
Αρχές Νοέμβρη έτοιμοι πάλι για το ταξίδι. Πλάκωσε όμως η Πεντέχτη. «Στη χάση πιάσει αρμένιζε, Πεντέχτη στο λιμιώνα»,[4] έλεγαν οι παλιοί. Ο καπετάν Μπισμάνης ήταν φρόνιμος· αν δεν έβλεπε καλοσυνάτα τα σημάδια του καιρού, δεν έλυνε πρυμόσχοινο. Μα τι να φέρει ο διάβολος για τις αμαρτίες μας; Ο καπετάνιος είχε μία κάσα γλυκά σπιτίσια να φιλέψει τον έμπορο. Για να μην πληρώσει τελωνείο τα δίνει μια νύχτα σε φίλους να τα βγάλουν λαθραία. Την αυγή μαθαίνει από τον έμπορο πως την κάσα την πιάσανε οι τελωνοφυλάκοι. Ακούοντας έτσι τρέχει στο καράβι. Οι Ρούσοι δε χωρατεύουν. Δεν τους κόστιζε τίποτα να πάρουν το πράμα, να κατασχέσουν το καράβι και όλους να μας στείλουν αλυσοδεμένους στη Σιβηρία. Ούτε καιρό κοίταξε ούτε τίποτα, μόνο πάρσιμο την άγκυρα κι εμπρός. Και να ιδείς που συνεπήρε κι άλλους το κίνημά του. Πολλά καράβια ήταν έτοιμα να φύγουν, με έμεναν βλέποντας συλλογισμένο τον καιρό· τώρα όμως βγήκαν και κείνα στα πανιά.
Μα η Πεντέχτη έδειχνε πως δε θα παίξει. Γύρω τα ουρανοθέμελα ήταν κατάσκουρα· ο ήλιος άσπρος και λερωμένος σαν άπλυτο καραβόπανο, στριφογύριζε γοργά, λες και βιαζότανε να κρυφτεί στα κύματα. Τα δελφίνια έτρεχαν κοπαδιαστά επάνω στον καιρό και πηδούσαν έξω από τα νερά, σαν να τα κυνηγούσε καμιά φάλαινα. Οι γλάροι με το λαιμό χωμένο, χαμοπετώντας και σκούζοντας, έφευγαν κατά τις στεριές. Ο καπετάνιος, βλαστημώντας τους Ρούσους και τον έμπορο και τα γλυκά, ετοιμάστηκε να παλέψει παλικαρίσια.
– Α λα παιδιά· φώναξε κοιτάζοντας περίγυρα σαν αγριόγατος· μάινα[5] πανιά! ούτε φούσκα να μείνει στις σταύρωσες, ούτε σχοινί στα ξάρτια, ούτε χαραμάδα στην κουβέρτα!…
Σε μισή ώρα το είπε κι έγινε: ούτε φούσκα έμεινε στις σταύρωσες, ούτε σχοινί στα ξάρτια, ούτε χαραμάδα στην κουβέρτα. Τ’ αμπάρια, η πλώρη, η κάμαρη του καπετάνιου, το μαγεριό καρφώθηκαν που δεν πέρναγε τρίχα. Πλάκωσε τέλος η νύχτα και μαζί πλάκωσε το ψυχοσάβανο.
– Ε, και να μας τον έφερνε τραμουντάνα!
– Ας τον πάρει πρώτα στην όστρια,[6] οστριασορόκο[7] και βλέπουμε.
– Σιγά, παιδιά, και πλακώνει το πουνεντομαΐστρο·[8] στη βόλτα βρίσκονται σιγόντοι καιροί. Σωπάτε και άβρεχοι θα πάμε στα Μπουγάζια.
Και ο σκύλος ακόμη, ο Καψάλης, στην άκρη του μπαστουνιού καθισμένος, τέντωνε το λαιμό, γύριζε ολούθε και μυριζόταν τον άνεμο. Μόνον ο καπετάνιος, ορθός εμπρός στην κάμαρή του, τραβούσε την πίπα ακίνητος, λες κι ήταν από μάρμαρο.
Απάνω στα μερόνυχτα ήρθε το πρώτο φύλλο. Δεύτερο φύλλο και ξέσπασε ο γρεγολεβάντες.[9] Ο χειρότερος καιρός της Μαύρης Θάλασσας μας άρπαξε στα φτερά του. Αλίμονο στο σιταρόσπυρο που πέσει στου μύλου τα δόντια!
Εφτά είμαστε στο μπαρκομπέστια κι ο καπετάνιος οχτώ. Κι οι οχτώ μάτι δεν κλείσαμε, τσιγάρο δε στρίψαμε όλη τη νύχτα. Ζωντανή θάλασσα έμπαινε απ’ όλες τις μεριές και πελάγωνε. Τα μπούνια[10] ορθάνοιχτα και δεν μπορούσαν να την κεφαλώσουν. Ένα κύμα έφευγε, δυο ερχόνταν. Τυχερό που το καράβι ήταν καλοθάλασσο κι ο καπετάνιος σωστό θαλασσοπούλι. Με το ρέκασμα που έκανε το κύμα μακριά, γύριζε την πλώρη και το δεχότανε στα πλάγια· αλλιώς θα παθαίναμε μεγάλη ζημιά. Κι έτσι όμως η ζημιά δεν έλειψε. Ένα κύμα ήρθε και μας άρπαξε τη μικρή βάρκα από τους μούρσους και τη χόρευε στην κουβέρτα σαν καρυδόφλουδο. Ρίχτηκαν δυο τρία παιδιά να την αρπάξουν· μα πού να κρατήσουν αρκούδα λυσσασμένη; Χέρια είναι, δεν είναι ατσαλοσίδερο. Την ώρα που άπλωναν κατά την πλώρη, εκείνη στην πρύμη βρισκότανε. Και την ώρα που άπλωναν κατά την πρύμη, στην πλώρη έφτανε. Αν την βλέπατε, μωρές παιδιά, πώς πηδούσε, αν την ακούατε πώς μούγκριζε κι αγκομαχούσε, πώς έκοβε τα σχοινιά κι έσπαζε τα σίδερα, θα πιστεύατε πως ήταν ο διάβολος σωστός.
– Το Κόνισμα, παιδιά· το Κόνισμα! φωνάζει ο ναύκληρος υποψιασμένος.
Καθώς άκουσε «το Κόνισμα», λύσσαξε ο τρισκατάρατος! Έκανε ολάκερο ξύλο να τρέμει σαν το φυλλοκάλαμο. Και την ώρα που έφερναν το Κόνισμα, πήδηξε στα κύματα με το Γιώργη το Σπετσιωτάκι, που αντιμαχόταν μαζί της. Για μια στιγμή, τον είδα κάτω σε βαθιά θεοσκότεινη λαγκαδιά ν’ αντρομάχεται απελπισμένα. Και άξαφνα είδα κύμα θεόρατο, με χίλια νύχια και μύριους απλοκαμούς, να τον παίζει στ’ αφρισμένο στόμα του και να μας τον πετά με βρισιά και φοβέρα. Ρίχνομαι να τον αρπάξω· αλλά σύγκαιρα πισωπάτησα. Ο δύστυχος κρεμόταν στην κουπαστή με το κεφάλι ανοιγμένο και σκόρπια τα μυαλά. Δεν πρόφτασα να συνέρθω από τη φρίκη, και το κύμα, το ίδιο κύμα που μας τον έριξε πριν, ήρθε πάλι και τον άρπαξε για πάντα. Κακόμοιρο παιδί! ήταν ο καλύτερος της συντροφιάς μας!
Ήρθε τέλος η αυγή. Καλύτερα όμως να μην ερχότανε! Είδες το καλοκαίρι που βάνουν φωτιά στις καλαμιές, πώς σηκώνονται κολώνες οι καπνοί; Έτσι κολώνες, ανέβαιναν κλωθογύριστοι από τη θάλασσα στον ουρανό. Και τι ουρανό; πυκνό και βρόμικο σαν από ξαντό κουρελιών, χαμηλότερο από την αμπασογάμπια[11] του καταρτιού μας. Η γαλέτα, ο κοντραπαπαφίγκος κι ο παπαφίγκος χώνευαν μέσα του. Μου φάνηκε πως βρέθηκα στο χτίσιμο του κόσμου, όταν ο ουρανός ήταν τόσο χαμηλά που τον έγλυφαν τα βόδια· πως οι καπνοί δεν ήταν παρά της μεγάλης φωτιάς που άναψε το φίδι για να τον κάψει. Και απ’ ώρα σ’ ώρα περίμενα την καλόγνωμη γουστερίτσα[12] να φέρει το νερό για να σβήσει τη φωτιά· ο ουρανός να ψηλώσει γαλανός, ο ήλιος να διώξει τους καπνούς, να φανεί γη πλουτοδότρα, να λάμψ’ η θάλασσα και τα πετούμενα στ’ ανθισμένα κλαδιά να δοξολογούν το Δημιουργό.
Όνειρο ήταν η ελπίδα μου! Οι καπνοί όλο και πυκνότεροι μας έζωναν περίγυρα και δεν ξεχώριζες παρά καμιά φορά άσπρο τον αφρό θεόρατου κυμάτου, πράσινου σαν αλογόπετρα. Κατά το μεσημέρι κάπως άριεψαν και είδα μακριά τον ίσκιο ενός μπάρκου που κατέβαινε με τα πανιά του τρίγκου[13] και της αμπασογάμπιας. Πιάσαμε και μεις τραβέρσο[14] απάνου στον καιρό με τα κάτω πανιά. Μα ώστε να το καλοϊδώ, το έχασα το μπάρκο. Οι κολώνες άρχισαν πάλι ν’ ανεβαίνουν, κλωθογυρίζοντας τις άπιαστες τουλούπες τους, άλλες χαμηλές, άλλες ψηλότερες, άλλες συμμαζεμένες, άλλες φυτεμένες στη γραμμή, άλλες κλαδεμένες στις κορφές, εδώ αδερφωμένες, εκεί αριοφύτευτες. Και εμείς εκεί μέσα θαμμένοι, καταμόναχοι, μισοπαγωμένοι και θεονήστικοι, έλεγα πως είμαστε σε κανένα δάσος από κείνα τα μαγεμένα, που έχουν δέντρα και πατουλιές, κρεβατωσιές και καμάρες αεροΰφαντες· που άνθρωπος δε διαβαίνει, και πουλί δε λαλεί, και θεριά δε μονιάζουν, παρά βασιλεύει ερημιά, και σκοτάδι κυβερνά, κι η παγωνιά καταλαλεί αργά κι άσφαλτα τους δύστυχους που πλάνεψε η τύχη στα μονοπάτια του!
Και όμως ούτε τ’ αγριεμένα κύματα, ούτε οι καπνοί, ούτε η παγωνιά που έπηζε το αίμα στις φλέβες, μας βασάνιζε τόσο, όσο η λάμια που είχαμε μέσα μας, θεόστραβη, μωρέ, η πείνα μάς θέριζε τα σωθικά! Ήρθε η ώρα που αφήσαμε κάθε δουλειά και ρίξαμε όλοι τέτοια φωνή, που τα θεριά της θάλασσας τρόμαξαν ακούοντάς την. Είπαμε να ξηλώσουμε τ’ αμπάρια, να σπάσουμε την πλώρη κι ας ήταν ο θάνατός μας. Ο καπετάνιος είδε τη στιγμή κι έβγαλε από την κάμαρη του ένα κουτί γαλέτες κι ένα μποτιλάκι ρούμι. Γαλέτα με βούτυρο και ρούμι ζαμάϊκα! θεριέψαμε. Πλάκωσε η νύχτα θεοσκότεινη κι άγρια. Άγριοι και μεις ’τοιμαστήκαμε να μετρηθούμε με το Χάρο.
***
Άξαφν’ ακούω στην πλώρη στριγκιά τη φωνή του σκοπού και την καμπάνα που χτύπησε διαβολεμένα. Την ίδια ώρα άλλη παρόμοια φωνή κι άλλη καμπάνα ακούστηκε να βγαίνει απ’ το τρισκόταδο. Όποιος δεν άκουσε στη ζωή του τέτοια φωνή και τέτοια καμπάνα, χίλιες φορές καλότυχος! Ο κίνδυνος της θάλασσας δεν έχει γλώσσα φοβερότερη απ’ αυτή. Την ακούς μια στιγμή και τη θυμάσαι ώσπου να πεθάνεις. Γιατί πίσω ακολουθάει πάντα ένας χτύπος που θυμίζει το χώμα και το νεκροκρέβατο.
Και να τος! ακούστηκε ο αναθεματισμένος χτύπος κι ένιωσα το καράβι να σπαράζει, σαν να το πιάσανε σπασμοί. Πηδάω στην πλώρη· ένα θεόρατο μπάρκο με τα πανιά του τρίγκου και της αμπασογάμπιας ήταν μάσκα με μάσκα στο δικό μας. Εκεί ν’ ακούς φωνές και κακό! Ο καπετάνιος του μπάρκου έβριζε το δικό μας και τον έλεγε τσοπάνο· ο δικός μας απαντούσε: «παπλωματά»! Οι βάρδιες πιάστηκαν μαλλιά με μαλλιά. Οι ναύτες έτρεχαν από πρύμη σε πλώρη μη ξέροντας τι γυρεύουν, βλαστημώντας χωρίς να ξέρουν γιατί. Άλλοι γύρευαν τις βάρκες να ρίξουν στη θάλασσα και για βάρκες έπιαναν τις κουπαστές. Ο Κράπας γύριζε σαν το άλογο στ’ αλώνι, σέρνοντας πίσω του μια γούμενα, θαρρώντας πως ήταν το σεντούκι του. Ο Κουτρούφης ο Σιφνιός τραβούσε τα μακριά του τα γένια, πιστεύοντας πως τραβούσε τη σκότα[15] του παπαφίγκου. Ο Μπαρμπατρίγγας ο Μυκονιάτης λούφαξε πίσω από τον αργάτη[16] λυσοδένοντας τα βρακιά του. Ούτε οι σκύλοι δεν έμειναν ήσυχοι. Ο Καψάλης κι ο άλλος του μπάρκου, σκαρφαλωμένοι στα παραπέτα, άφριζαν δαγκώνοντας ξύλα και σχοινιά κι αλυχτούσαν, λες κι έβριζαν ο ένας «τσομπάνο» κι ο άλλος «παπλωματά»! Έβριζαν οι καπετάνιοι, φώναζαν οι ναύτες, αλυχτούσαν τα σκυλιά, η θάλασσα ρέκαζε,[17] τα καράβια ανεβοκατέβαιναν και τριζοκοπούσαν, σαν δυο θεριά που πάσχουν να γονατίσει το ένα το άλλο! Και ψηλά τα φανάρια της γραμμής έχυναν το χρωματιστό φως τους σιωπηλά.
Δεν ξέρω πώς βρέθηκα στην πλώρη. Σκύφτω, τι να ιδώ; Όλη η δεξιά μάσκα[18] φαγωμένη και το κύμα χυνότανε στ’ αμπάρι κι ένιωσα την κουβέρτα[19] να φεύγει από τα πόδια μου. Δεν χάνω καιρό, πηδάω στο μπάρκο.
– Παιδιά, εδώ! φωνάζω.
Γιατί πήδησα στο μπάρκο; Γιατί φώναξα «παιδιά εδώ»; Και γω δεν ξέρω. Μου το είπε ο άγγελός μου. Στη φωνή μου πήδησαν κι άλλοι στο μπάρκο κι ο καπετάνιος στερνός. Απάνω στην ώρα· πέντε λεφτά αργότερα όλοι θα πηγαίναμε στο φούντο. Γιατί από το τίναγμα ήρθε στιγμή και χωρίστηκαν τα καράβια. Το μπαρκομπέστια στέναξε βαθιά, βούτησε με την πλώρη, έγειρε στο δεξί πλευρό, ανατινάχτηκε μια, ως που άνοιξε η θάλασσα και το έκλεισε αφροκοπώντας στην αγκαλιά της. Μα ιδές τι θεού συνέργεια! Το μπαρκομπέστια κατεβαίνοντας συνεπήρε μαζί το μπαστούνι[20] του μπάρκου με όλα τα σκοινιά και τους φλόκους[21] και τα σίδερα. Την ίδια στιγμή έρχεται ένα φύλλο δυνατό και ρίχνει κάτω και το πλωριό κατάρτι με όλες του τις σταύρωσες. Αλάφρωσε το ξύλο· αντρειεύτηκε και τινάχτηκε με την πλώρη ολόρθη. Στο ξαφνικό ορθοπλώρισμα κυλήσαμε όλοι στην πρύμη σαν ασκιά.
– Α λα, παιδιά, στις τρόμπες! φωνάζει ο καπετάνιος. Οι τρόμπες είναι η σωτηρία μας!
Ξημέρωσε τέλος ο θεός την ημέρα. Μα τι μέρα! Ουρανός και θάλασσα είχαν μια θολωμάρα που έσφιγγε την καρδιά. Πιο σιχαμένη αυγή δε θυμούμαι ν’ απάντησα στη ζωή μου!
Άξαφνα, εκεί που τρομπάριζα, ακούω το ναύκληρο κάτι να σφυρίζει στ’ αυτί του καπετάνιου. Αυτιάζομαι· οι ναύτες του καραβιού έλειπαν όλοι! Ακόμη έμαθα πως το μπάρκο ήταν ιταλικό. Οι ναύτες πήδηξαν βέβαια στο καράβι μας, όπως εμείς στο δικό τους· και μαζί τους ρούφηξε η θάλασσα. Έλειπε όμως η μεγάλη βάρκα και μπορεί σε κείνη να ζήτησαν τη σωτηρία τους. Κοιτάζω γύρω· τίποτα. Τους συχώρεσα και τους ξέχασα. Ήβρε ωστόσο τον κόχυλα και φύσηξε ο ναύκληρος δυο τρεις φορές. Αλλά μονάχα η φωνάρα του ακούστηκε βαριά και στριμμένη, σαν ανάμπαιγμα που έστελνε το άσπλαχνο το πέλαγο.
Κατά το μεσημέρι ο ήλιος έσχισε τα σύγνεφα κι έριξε μιαν αχτίνα του μακριά. Τα βουνά της Θεοδόσιας, χιονισμένα, έβγαιναν σαν κρυσταλλένια παλάτια μέσ’ από θολά νερά. Είμαστε κάτου από την Κριμαία. Αν ήταν τρόπος να πλησιάζαμε κει, θα είχαμε ελπίδα. Αλλά το μπάρκο στην κατάσταση που βρισκότανε ήταν ακυβέρνητο. Και μην είχε σκοπό να λιγοστέψει η χιονιά; Όσο πήγαινε, Τούρκος γινότανε. Φύλλο στο φύλλο ερχόνταν οι ανέμοι, άρπαζαν την παγωμένη άχνη στα φτερά τους, τη στριφογύριζαν σαν κουρνιαχτό στα τρίστρατα. Ήταν σαρανταήμερο, βλέπεις, κι όλα τα συντάγματα των διαβόλων ήταν πεσμένα στο γιαλό. Κι ο Βασιλιάς του, ακούς, που είχε θρόνο του τη Σαντορίνη, μέσα ήταν και κείνος και οδηγούσε τα φοβερά φουσάτα του στο χαλασμό του κόσμου. Η θάλασσα αφροκοπούσε απ’ άκρη σ’ άκρη και κυνηγούσαν ένα το άλλο τα κύματα και ψήλωναν και δέρνονταν και βαρυβογκούσαν, γκαστρωμένα το χαμό. Δεν πίστευες πως ήταν νερό παρά θεριά ανήμερα· λύκοι και λέοντες και τίγρεις και ύαινες· αρκούδες ασπρόμαλλες, που κοπάδια πεινασμένα έβγαιναν από τα ουρανοθέμελα και χύνονταν στο άμοιρο καράβι μας. Ένα κύμα εδώ πλάκωνε με το στήθος πλατύ, τρίζοντας τα δόντια του και φοβερίζοντας, σαν να ζητούσε να δώσει το τελειωτικό χτύπημα. Άλλο εκεί γλιστρούσε ταπεινό, σαν την τίγρη που σέρνεται της κοιλιάς να πλακώσει κοιμάμενο τον οχτρό της· καθώς έφτανε κοντά, ψήλωνε γιαμιάς, καβαλίκευε το κατάστρωμα, σάρωνε ό,τι έβρισκε, ξύλα και σχοινιά και σίδερα, και περνούσε αντίπερα γρούζοντας ακόμη και αλυχτώντας πεισμωμένα, γιατί δεν μπόρεσε να κάμει περισσότερο κακό. Άλλο ερχόταν από μακριά ψηλό και φουσκωμένο, ανεμοκυκλοπόδης πολεμιστής με φαρμακερές σαγίτες, ανυπόμονος να κάμει και να δείξει. Έσκαε όμως πριν να φτάσει στο σκοπό του και μανιασμένο έστελνε τους αφρούς καταπάνω μας. Και άλλα μύρια σπρώχνονταν ολόγυρα βιαστικά ποιο να χτυπήσει πρώτο, ποιο να δώσει τη δυνατότερη πληγή, διαλέγοντας το μέρος που θα σκαλώσουν απάνω, σαν ασκέρι άγριο πολιορκητών γύρω σε άπαρτο κάστρο. Ένα εδώ λάγγευε κι άρπαζε με αφρισμένα δόντια την κουπαστή, άλλο εκεί με το παίξιμο της ουράς του έκανε τρίμματα τη σκάλα· άλλο με μύτη φοβερή σούβλιζε τα παραπέτα κι έπιανε από την πρύμη και τάραζε σύξυλο το πλεούμενο, σαν κουρέλι. Και άλλα, κοπάδι ολάκερο, γλιστρούσαν κάτω από την καρίνα και γιαμιάς πηδούσαν ορθά, πάσχοντας να το αναποδογυρίσουν. Και κείνο το δόλιο έγερνε από δω, διπλάρωνε από κει, βουτούσε με την πρύμη, σηκωνόταν με την πλώρη, σερνόταν και βογκούσε αργά και πονετικά, σαν αισθαντικό πράμα. Ήρθε στιγμή που το συμπόνεσα. Ξέχασα το δικό μου κίνδυνο και γύρισα σε κείνο την έννοια μου, μη μπορώντας να φαντασθώ τι τάχα τους έφταιξε και ήταν τόσο ενάντιά του τα κύματα.
Το μπάρκο είχε δυο τρόμπες· μια στην πρύμη και μια στην πλώρη. Για να νικηθούν, ήθελαν από τρεις ανθρώπους καθεμιά. Στην αρχή δεν άφηναν τον καπετάνιο να καταπιαστεί με τις τρόμπες. Μα έπειτα έγινε· πήγαινε πότε στη μία, πότε στην άλλη κι έτσι έβγαινε ο ναύτης κι έπαιρνε λίγη ανάσα. Από την ώρα που τρακάραμε ως την αυγή δουλέψαμε καλά. Αν δε λιγόστευε το νερό, δε μπόρεσε όμως να μας κεφαλώσει.
Δεν ξέρω γιατί η νύχτα αγριεύει τόσο τον άνθρωπο. Θηρίο γίνεται· χωρίς να θέλει αφρίζει· χωρίς να σκεφτεί δίνει σώμα στον κίνδυνο. Τον φαντάζεται άνθρωπο, δράκο και γυρεύει να μετρηθεί μαζί του. Νομίζει πως τον έχει εμπρός του· πως τον αρπάζει από τη μέση και τον βροντά χάμου. Τον βρίζει· και βλέπει τη βρισιά να του κάθεται μυλόπετρα στην ψυχή. Τον φτει· και βλέπει το ρόχαλό του κακή παρασαρκίδα στο πρόσωπο. Δίνει γροθιά στη γροθιά, κλωτσιά στην κλωτσιά, δάγκωμα στο δάγκωμα. Παλεύει με τα χέρια, με τα πόδια, με τα γόνατα, με το κεφάλι, με τα δόντια, με τα νύχια. Γύρω στο σώμα του νιώθει να φυτρώνουν τόσες δυνάμεις, που απορεί πως δεν τις ήξερε πριν. Τον σπρώχνει από δω, από κει τον ξεσχίζει, αλλού τον στραγγαλίζει. Αισθάνεται να τον περιχύνει το αίμα του, τα κοψίδια να κρέμονται στα δάχτυλά του σπαρταριστά και κείνος όλο φυσά κι όλο θυμώνει και αντρειεύεται.
Σε τέτοια θέση τώρα ήμουν και γω. Όλη νύχτα πάλευα με τις τρόμπες και ούτε κόπο κατάλαβα, ούτε κρύο, ούτε νύστα, ούτε τίποτα. Πείσμα μόνο φοβερό. Πατούσα την τρόμπα και νόμιζα πως έβγαινε άμπουλας το νερό. Μόλις όμως πλάκωσε η μέρα, κόπηκαν τα ήπατά μου. Ο καπετάν Πήλιουρης, που λένε οι Κρανιδιώτες πως βγήκε από τον τάφο και γυρίζει στον κόσμο, δεν έχει ποτέ τη δική μας κατάντια. Φουσκώσαμε και μαυρίσαμε που δε γνώριζε ο ένας τον άλλο! Τα μαλλιά μας, τα μουστάκια, τα γένια σκλήρυναν σαν αγκάθια. Τα μάτια, χωνεμένα στα πυκνά ματόφρυδα, έχασκαν σαν άσπρα σαλιγκάρια. Όσο για το μπάρκο, το μισό απόμενε. Ούτε παραπέτα, ούτε κουπαστές, ούτε ξάρτια, ούτε πανιά ακέρια. Και το άνοιγμα κάτω από το όσκιο έχασκε πάντα να καταπιεί τα πέλαγα. Πρώτος ο Δημήτρης ο Σκοπελίτης, ο αξιότερος και πιο χεροδύναμος της συντροφιάς, δίνει ένα φάσκελο της τρόμπας και ξαπλώνεται τ’ ανάσκελα στην κουβέρτα.
– Μωρέ σκυλί! του φωνάζει ο καπετάν Μπισμάνης, τι κάνεις;
– Δεν μπορώ πια.
– Μωρέ, θα χαθούμε! εδώ έχουμε τσ’ ελπίδες μας.
– Ας χαθούμε! έτσι κι έτσι θα μας φάει που θα μας φάει το κύμα· κάλλιο μια ώρ’ αρχύτερα. Λύθηκα…
Αλήθεια· όλοι είμαστε λυμένοι. Τα γόνατά μου έτρεμαν· τα δάχτυλά μου όπως ήταν κλεισμένα στο σίδερο, έτσι έμειναν· ούτε ν’ ανοίξουν, ούτε να κλείσουν περισσότερο μπορούσαν. Είχα έναν πόνο στα νεφρά· καθώς έσκυφτα να πατήσω την τρόμπα, ήθελα άλλον να με τραβά από πίσω για να σηκωθώ. Έτοιμος ήμουν και γω να την παρατήσω. Αλλά στην ώρα ακούω το ναύκληρο να φωνάζει από την πλώρη:
– Πανί, παιδιά! ένα πανί!
– Ένα πανί! φωνάζω χωρίς να ιδώ τίποτα.
Είδαμε τέλος μακριά ένα μικρό χαμηλό πανάκι που αρμένιζε το μαΐστρο. Με μιας ζωντάνεψα. Όχι εγώ· όλοι μας. Κι ο Σκοπελίτης ακόμα πήδηξε και ρίχτηκε στην τρόμπα, που έκαμε να τρίξουν όλα της τα χάρβαλα. Δένουμε αμέσως τη σημαία κόμπο στο χαϊμαλί ψηλά κι αρχίζουμε να φωνάζουμε, να φυσάμε τον κόχυλα και να κινούμε τις σκούφιες μας. Μόλις σαν χελιδονάκι που σιγοπετά προμηνώντας την άνοιξη, φαινόταν το καράβι ασώματο μακριά. Και όμως πίστεψα πως μας είδε, πως άκουσε τις φωνές, γνώρισε τον κίνδυνο κι ερχόταν βόλι καταπάνω μας. Ήρθε μάλιστα στιγμή που αφήσαμε τις τρόμπες κι έτρεξε καθένας στην πλώρη για να έβρει τίποτα να πάρει μαζί του.
– Μωρέ, παιδιά, βουλιάζουμε! ακούω άξαφνα τη φωνή του καπετάνιου.
Πηδάω έξω. Για πέντε λεφτά το νερό μας κεφάλωσε. Ριχτήκαμε πάλι ν’ αρχίσουμε τον αγώνα. Αλλά τώρα δε μας φαινόταν βαρύς. Το καράβι όλο και πλάκωνε. Σε λιγάκι φάνηκε ολάκερο το σκαφίδι. Αλλά δεν ξέρω γιατί, στοίχειωσε η απελπισία στην ψυχή μου, και δούλευα ακόμη την τρόμπα.
– Ρε Καληώρα, δεν παρατάς πια την έρμη! γυρίζει και μου λέει ο καπετάνιος· να το, πλάκωσε· τι παιδεύεσαι άδικα;
– Δεν πειράζει.
Δεν ήθελα να ξεστομίσω την υποψία, γιατί θα μ’ έπαιρναν για παλαβό. Το μπάρκο πλησίαζε· διάβαζα μάλιστα και τ’ όνομά του στις κουλούρες· το έλεγαν «Σωτήρα».
– Α! α! α!… έβαλαν όλοι χαρούμενες φωνές.
Από κείνους ούτε κινήθηκε, ούτε φώναξε κανείς. Είδα τον τιμονιέρη στο τιμόνι, τον καπετάνιο ορθό στην πρύμη· το ναύκληρο και πέντ’ έξι ναύτες με τις σκότες στα χέρια. Όλοι έστεκαν και μας κοίταζαν, μα ούτε σχοινιά ’τοίμαζαν, ούτε τίποτα. Μόνον ο σκύλος τους, ένας σκύλος μαλλιαρός, κατάμαυρος, με κεφάλι ολοστρόγγυλο σαν μπόμπα κανονιού, μας έστελνε το άγριό του αλίχτημα.
– Τους άτιμους, ψιθύρισα.
– Για ποιους λες; με ρώτησε ο καπετάνιος.
– Για τους σκύλους.
Και ρίχτηκα με τα δυνατά μου στην τρόμπα.
– Όρεξη που την έχει ο Καληώρας, είπε ο καπετάνιος γελώντας. Θαρρείς και θέλει να την ξαραθυμίσει.
Ωστόσο το μπάρκο ήρθε μια βόλτα κι έπεσε δίπλα μας, δεκαπέντε οργιές μακριά. Μα βλέπω άξαφνα τον καπετάνιο να γυρίζει στον τιμονιέρη. Μια τιμονιά και το παίρνει σταβέντο.[22] Βάνουμε τις φωνές:
– Μωρ’ αδέρφια, πνιγόμαστε! Πού μας αφήνετε; Σωτηρία!… Αδέρφια, πνιγόμαστε!… Σωτηρία!…
Ακούστηκε κάποια φωνή και πάψαμε βουλώνοντας ο ένας του άλλου το στόμα. Και μέσα στο ρέκασμα του κυμάτου και το ανεμοφύσημα, ακούστηκε χαρόσταλτο ανάμπαιγμα η φωνή:
– Στην άλλη ζωή!… στην άλλη ζωή!…
Δεν το πίστευαν τ’ αυτιά μου! Είπα πως ο καπετάνιος ήθελε να παίξει με τη θέση μας και άρχισα να πεισμώνω περισσότερο για τα άνοστα χωρατά παρά για τη σκληρή του πράξη. Ο «Σωτήρας» όμως πάντα μάκραινε. Βάνουμε πάλι τις άγριες φωνές:
– Μωρ’ αδέρφια, πνιγόμαστε! Πού μας αφήνετε; Σωτηρία! Πνιγόμαστε, σωτηρία!…
Βουλώσαμε πάλι το στόμα· κρατήσαμε την ανάσα μας. Και η φωνή από το μπάρκο, συντροφιασμένη με το ρέκασμα του κυμάτου και το ανεμοβόγκημα, πιο δυνατή και αναμπαίχτρα, ξαναδευτέρωσε:
– Στην άλλη ζωή!… στην άλλη ζωή!…
Έμεινε όπου βρέθηκε καθένας για πολλή ώρα. Άξαφνα, σκορπίσαμε τρελοί, σκαλώσαμε στα κατάρτια και μονόγνωμοι αρχίσαμε να φασκελώνουμε και να φωνάζουμε:
– Της μάνας σου το κέρατο!… Χάννε μούνε!… χάννε μούνε!…
***
Όταν άφησα το κατάρτι, το μπάρκο έμοιαζε με νυχτερίδα. Κάπου άρχισαν να ξανοίγουν τα θεμέλια τ’ ουρανού, αργά όμως, σαν να πάλευαν συνατοί τους οι καιροί· Έγερνε να βασιλέψει ο ήλιος και το κύμα, καθώς έσκαζε ψηλά, σπιθοβολούσε πολύχρωμο και βροντερό, σαν να κυλούσε συντρίμμια από λόγχες και γυμνά σπαθιά, δίκοπους μπαλντάδες και μαχαίρια και κράνη χάλκινα, σπρώχνοντας να τα ρίξει πέρα στην ακρογιαλιά, μαζί με τα γυμνά κορμιά. Και μέσα στην υγρή άχνη, που ανεμόφτερη έτρεχε κατά τη νοτιά, το Τόξο[23] έλαμπε υφασμένο από νεράιδας χέρι απάνω σε αεροκάμωτο διασίδι.[24] Μα τι κατάρα που την πήραμε και μεις! Το θεόσταλτο σημάδι, που προλέγει πάντα την καλοσύνη του καιρού στους ναυτικούς, γράφτηκε να προλέγει θαλασσοταραχές και αγριοκαίρια:
Είδες Τόξο την αυγή;
καλοσύνη το βραδύ!
Είδες Τόξο το βραδύ;
κακοσύνη την αυγή!
Άρχισα να πιστεύω πως ξεγραφτήκαμε από του κόσμου το βιβλίο· πως οι άνθρωποι τράβηξαν χέρι μη συνεπάρει και κείνους του Θεού η κατάρα. Και άλλοι αν μας απαντήσουν, έλεγα, έτσι θα μας φερθούν. Όμως από τις πολλές φωνές του καπετάνιου, που δεν έχανε το θάρρος του, πιάσαμε πάλι τις τρόμπες. Τρομπάραμε καμιά ώρα· έπειτα ένας ένας τις αφήσαμε. Πλάκωσε ωστόσο η νύχτα. Και τι νύχτα! Κόλαση σωστή. Ούτε άστρο στον ουρανό, ούτε φανός στη θάλασσα! Είπε μια στιγμή να φυσήξει πονεντογάρμπι· αλλά πάλι το γύρισε γρεγοτραμουντάνα. Χιόνι άρχισε να μας σκεπάζει· θυμήθηκε, βλέπεις, ο ουρανός πως χρειαζόμαστε σάβανο! Νέκρα έπεσε στο καράβι και νόμιζες πως ήταν παντέρημο στα κύματα. Μόνο στην πλώρη αγουριόταν το σκυλί και η τρόμπα στην πρύμη έβγαζε αργά και ρυθμικά το θρηνητικό της σκούξιμο, κάτω από του καπετάνιου τα χέρια.
– Μωρέ ναύτες που τους διάλεξα! μουρμούριζε· ένας κι ένας! Να χαθούν, δε βρίσκονται σ’ όλη τη γη!… Αμ δεν πάτε, καημένοι μου, να φορέσετε φουστάνια!
– Μα τι θες να κάνουμε; του λέει ο Κράπας.
– Τι να κάνετε; να παλέψετε, μωρέ· να παλέψετε! Σ’ άρπαξε από τα πόδια ο Χάρος; πιάσ’ τον από το λαιμό… θα σε πάρει – να σε πάρει παλικαρίσια. Όχι να σταυρώσεις τα χέρια και να παραδοθείς!
– Μα δε βλέπεις που χάσκει το κύμα να μας καταπιεί!
– Ώσπου να με καταπιεί κείνο, το ρουφάω γω!…
Ο καπετάν Μπισμάνης γύρευε να μας κεντήσει το φιλότιμο. Αλλά ποιος μπορούσε να κινηθεί; Το χιόνι πλάκωνε μια πήχη στο κατάστρωμα. Στα σχοινιά, στα κατάρτια, στα σίδερα, στα κουρέλια των πανιών απλωνόταν κι ασπρογάλιζε σαν κουλουριασμένα φίδια. Από στιγμή σε στιγμή ερχόταν το κύμα και μου έδερνε το πρόσωπο. Μα δεν είχα δύναμη να σηκωθώ. Άρχισε να με πιάνει αποκαρωμάρα[25] και κει που ήμουν ακόμα ζωντανός νόμιζα πως ήμουν κουφάρι, πως με κυλούσαν τα κύματα. Έλεγα πως ήμουν πρησμένος ταβούλι· πως το κεφάλι μου ήταν όμοιο μ’ ένα ρουμοβάρελο· πως τα πόδια μου ζύγιζαν καθένα από πεντακόσια καντάρια! Άξαφνα, λέει, τα θεριά της θάλασσας, τα σκυλόψαρα και οι φάλαινες, οι ξιφιοί και τα δελφίνια τριγύρισαν λαίμαργα το κουφάρι μου και πιάσανε διαβολικόν καβγά με τα όρνια τ’ ουρανού για τα κοψίδια μου. Εγώ τα κοίταζα και γελούσα σκαστά και τρανταχτά γέλια, βλέποντας να λαχταρούν τ’ αρρωστημένα κρέατά μου. Κι έπειτα, λέει, το κεφάλι μου αργοκυλώντας, πάντα μαύρο και παρόμοιο μ’ ένα ρουμοβάρελο, βρέθηκε στο λιμάνι της Ύδρας. Ήταν ανήμερα Λαμπρή, κι ή χώρα έλαμπε κάτασπρη, σαν μαρμαρόχτιστη, και μοσκοβολούσε σαν εκκλησιά. Τρομπόνια βροντούσαν και βαρούσαν παιγνίδια κι έπαιζε ρουμπίνι στο ποτήρι το κρασί κι έλαμπαν στα χέρια κατακόκκινα τ’ αβγά κι έτρεμε το «Χριστός Ανέστη» σε κοραλλένια χείλη. Το κεφάλι μου, αργοκυλώντας μέσ’ από τα σημαιοστόλιστα πλεούμενα, ήρθε κι άραξε στην ακρογιαλιά και βγήκαν οι νιες περδικοστήθες, με τα κίτρινα φακιόλια και τα λαμπρά γκόλφια τους, ήρθαν τα λεβεντόπαιδα με τα τσόχινα βρακιά και τα πλατιά ζωνάρια τους, με κοίταζαν κι έλεγαν μ’ απορία: Τίνος είναι τούτο το κεφάλι; Ήρθαν μαζί οι φίλοι και συγγενείς, μ’ έβλεπαν και κείνοι, ρωτούσαν κι έλεγαν: Τάχα τίνος είναι τούτο το κεφάλι; Εγώ τους άκουα και στενοχωριόμουν που δε με γνώριζαν, κι ήθελα να τους φωνάξω: – Δικό μου είναι, του Καληώρα, του βλάμη σας· και πώς δεν το γνωρίζετε; Εμένα με γνωρίζουν οι στράτες και τα διάβατα, με τρέμουν τα βαγένια[26] και τα καπηλειά. Ο Μπαταριάς σαν αρχίσω τους σκοπούς μου, σπάει τις κόρδες του λαγούτου του κι ο Σουλεϊμάνης απαραιτεί το νάι του στη φωνή μου. Εγώ, αν σηκώσω μάτι στα ψηλά τα παραθύρια, αρνιέται κάθε γυναίκα τον άντρα της· κι αν σύρω το χέρι στη μέση μου, το αίμα κατουρεί κάθε μάνας γέννα. Εγώ ψάρεμα πρώτος το μελάτι[27] στους βυθούς της Μπαρμπαριάς και ξερίζωσα το στοιχειωμένο γιούσουρι[28] μ’ ένα τίναγμα. Οι Καλυμνιώτες είδαν το βούτημά μου και θάμασαν. Μ’ είδε το σκυλόψαρο – μοβόρικο ψάρι! – κι ήρθε μπρος στο γυαλί της περικεφαλαίας μου, θέλοντας να γνωρίσει το νέο θεριό που συνεμπήκε στα νερά του. Με είδαν οι Αραπάδες της Βεγγάζης και με τίμησαν ως βασιλέα· μου άφησαν ελεύθερο το πηγάδι που θα πίνω νερό και το κοπάδι που θα τρώγω το κρέας. Εμένα μ’ έμαθαν από μικρό παιδί όλ’ οι ανέμοι, από λεβάντε σε πονέντε και από βοριά σε όστρια· και συντρόφεψαν το νυχτοπερπάτημά μου όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού. Εγώ είμαι ο Καληώρας ο βλάμης σας, που με γνωρίζουν τα πόρτα της Μαύρης Θάλασσας και της Άσπρης τα λιμάνια, πέρα και πέρα, και πώς εσείς δε με γνωρίζετε;
Αυτά και άλλα ήθελα να τους ειπώ· μα δεν μπορούσαν να βγάλω λέξη από το στόμα μου. Ώσπου μ’ άρπαξαν τα παλικάρια και οι λυγερές και βγήκαν πέρα στο Βληχό να παίξουν κλοτσοσκούφι. Εδώ μ’ έριχναν, εκεί με πετούσαν ολημερίς. Γελούσαν οι λυγερές δυνατά και στο γέλιο τους μάντευα της καρδιάς τη λαχτάρα. Τραγουδούσαν τα παλικάρια κι έλεγαν με το τραγούδι και με το παίξιμο των ματιών τον πόθο και τον καημό τους. Και γω που έβλεπα εκείνο το γοργοπαίξιμο, που άκουα εκείνα τ’ ασημένια γέλια, σε Κόλαση ήμουν απ’ τη ζήλεια, γιατί δεν ήμουν σε κείνη την Παράδεισο!
Το βάσανό μου βάσταξε, λέει ως το ηλιοβασίλεμα. Και τότε όλοι μαζί έφεραν το κεφάλι μου και το έθαψαν πίσω από της Παπαντής το Άγιο Βήμα· και θάφτοντας τραγουδούσαν και μου έλεγαν:
– Στην άλλη ζωή!… στην άλλη ζωή!…
Μέσα στο καταχώνιασμα ακούω μια φωνή να μου φέρει το αέρι:
– Ε, από το μπάρκο!… ε!…
Τόσο ήμουν απελπισμένος, που δεν ήθελα να πιστέψω τα ίδια μου τ’ αυτιά. Και όταν πάλι δυνατότερη και πιο κοντά ξαναδευτέρωσε, είπα πως ήταν κάποιος από τους συντρόφους μου που αγγελοκρουόταν. Μα, δόξα να ’χει ο Θεός, δεν ήταν από τους συντρόφους μου· ήταν από τη γολέτα που μας έσωσε.
Όλοι σωθήκαμε, ένας απόμεινε ο σκύλος μας. Κανένα δεν άφηνε να τον ζυγώσει. Του καπετάνιου, που τόλμησε να τον πιάσει, του έκαμε κουρέλια το μουσαμά. Και τα χαράματα που βολταζάροντας να βρούμε τον καιρό περάσαμε πάλι από κει, είδα το μπάρκο να κατεβαίνει στα νερά ήσυχο, σαν καλόγνωμη ψυχή που έκαμε στον κόσμο την αποστολή της· και άκουσα για ύστερη φορά του σκύλου, να γαργαρίζει και να σβήνει μέσα στο ρέκασμα του κυμάτου και του ανέμου το βόγκο, σα να μας έλεγε κειος με παράπονο:
– Στην άλλη ζωή!… στην άλλη ζωή!…
***
Δεν ξέρω πόσον καιρό κοιμήθηκα μέσα στη γολέτα. Μόλις πατήσαμε κει, μας έγδυσαν οι ναύτες από τα ρούχα, που έβγαιναν μαζί με το πετσί, μας πότισαν τσάι με το ρούμι και μας ξάπλωσαν στα ζεστά κρεβατοστρώσια. Όταν άνοιξα τα μάτια, ήμαστε μπρος στα Μπουγάζια. Ο ουρανός χρυσογάλανος και θάλασσα σωστό κρυστάλλι. Οι μύριες της γλώσσες φιλούσαν απαλά τις στεριές. Ανατολή και Ρούμελη, κάτασπρες από το χιόνι, αστραποβολούσαν στο λιοπύρι και καθρεφτίζονταν στα νερά. Ψαρόβαρκες με τ’ άσπρα και τα κόκκινα πανάκια τους αρμένιζαν στις ακρογιαλιές, σαν θαλασσοπούλια που σκύφτουν να παιγνιδίσουν με το κύμα. Καράβια κάθε λογής κατέβαιναν βαρυφορτωμένα· ανέβαιναν άλλα αδειανά από τα Μπουγάζια. Απάνω από το κεφάλι μας πετούσαν σύννεφα πουλιά.
Γύρω στα κάστρα ανέμιζαν οι κόκκινες σημαίες και άστραφτε των κανονιών το ατσάλι, ηχολογούσαν οι σάλπιγγες και κοκκίνιζαν δασοφυτρωμένες παπαρούνες τα φέσια. Όλα φαίνονταν πασίχαρα και γελαστά. Έπεσα στα γόνατα και με πήραν τα δάκρυα. Αχ ναι, τ’ αδέρφι· δε φαίνεται τόσο όμορφος ο κόσμος στον άνθρωπο παρά όταν κινδυνέψει να τον χάσει!
Η γολέτα ήταν γαλαξειδιώτικη, του καπετάν Καρέλη. Ερχόταν από τον Σουλινά φορτωμένη σιτάρι για την Πάτρα. Ήταν όμως χολέρα στον Ποταμό και θα πήγαινε πρώτα να κάνει καραντίνα στις Δήλες. Ο καπετάν Καρέλης μάς ρώτησε, αν ήθελε κανείς να βγει στην Πόλη· μα όλοι μονόγνωμοι ζητήσαμε να μας πάρει στην Ελλάδα. Δεν ξέρω γιατί, όταν κανείς κινδυνέψει, πιθυμάει τόσο την πατρίδα και τους συγγενείς του. Πολλές φορές μου έτυχε να κινδυνέψω στη θάλασσα. Μία φορά πήγα να ψοφήσω από πλευρίτη στο γερμανικό νοσοκομείο της Πόλης. Άλλη μία φορά στην καραντίνα της Σινώπης έκαμα δυο μήνες από χολέρα. Στο Ταϊγάνι ένα χειμώνα έπεσα από το κατάρτι κατακέφαλα κι έκαμα εφτά μήνες στο στρώμα. Μα πάντα, μόλις έπαιρνα την καλύτερη, μονοφύσημα τραβούσα για την πατρίδα. Και, στη θάλασσα που αρμενίζω, γλυκύτερες ώρες από κείνες δε γνώρισε ακόμα η ψυχή μου. Με τα δάκρυα στα μάτια έτρεχα κι αγκάλιαζα όχι μονάχα τους συγγενείς μα και κάθε συντοπίτη μου. Όλοι φαίνονταν άγγελοι στα μάτια μου. Και οι πέτρες ακόμη πίστευα πως με χαιρετούσαν και μου έλεγαν: Καλώς όρισες! Καλώς όρισες!
Οι άλλοι βέβαια είχαν περισσότερο δίκιο να ζητήσουν την πατρίδα. Καθένας είχε τους γονέους, τους συγγενείς, τους φίλους του. Εγώ τίποτα δεν περίμενα. Από μικρός ορφάνεψα κι από μικρός ξενιτεύτηκα με τα καράβια. Πέντ’ έξι μήνες πριν, με κατάφεραν κι αρρεβωνιάστηκα με μια φτωχούλα. Δεν τη συλλογιζόμουν όμως παρά σαν έβλεπα τον αρρεβώνα στο δάχτυλό μου. Μα τώρα από τη στιγμή που βρέθηκα στη γολέτα, εκείνη πρώτη έλαμψε μπρος μου, με τη φτωχή της φορεσιά, δακρυσμένη να δέρνεται απάνω στο εύκαιρο μνήμα μου. Δεν ξέρω γιατί ανάτειλε στο νου μου άξαφνα, πως η τύχη εκεινής ήταν να σωθώ· πως ο θεός θέλησε να μη μαραθούν παράωρα τα νιάτα της, να μη μαυρίσει η καρδούλα της, πριν ανοίξει σαν τριαντάφυλλο στου γάμου τη δροσιά· να μη γίνει χήρα πριν νύφη γίνει η ορφανούλα! Και η αγάπη σε μια ώρα φύτρωσε μέσα μου και ρίζιασε σαν τον κισσό, που πιάνει κάθε κούφωμα και κάθε χαραμάδα, και πρασινίζει και ανθοστολίζει τους τοίχους του ερμόσπιτου! Την είχα μπρος μου και ομορφιές τής έβρισκα· γελούσε κι οι άγριοι κάμποι άνθιζαν και πεντοβολούσαν. Δεν έβλεπα την ώρα να φτάσω στην Ελλάδα. Έστειλα γράμμα της θειας της από την Πόλη και της έλεγα να ’τοιμασθούν για το γάμο και πλακώνω. Το σπιτάκι μου, που σφάλισε αφότου πέθαναν τα γονικά μου και σκούριασαν οι κλειδωνιές, χορτάριασαν οι πόρτες κι έπνιξε η αγριαγκαθιά και το μαμούδι την αυλή του, θα το στολίσει, έλεγα εκείνη σα νεράιδα· θα φυτέψει μηλιά στην πόρτα και κλήμα στην αυλή· θα κρεμάσει μοσχομύριστ’ αφροκύδωνα πάνω απ’ το κρεβάτι και ρόιδα μοσχομύριστ’ ψηλά στο πατερό!
Οι σύντροφοί μου άρχισαν να διηγώνται τον κίνδυνό μας με περιφρόνηση και να παιζογελά ο ένας τον άλλο για το φόβο του. Έπλαθε καθένας ό,τι του κατέβαινε και παρουσίαζε τον εαυτό του για ήρωα. Σε μένα μάλιστα, που ήμουν σαν αφαιρεμένος, ρίχτηκαν όλοι και με πείραζαν στα γερά. Ο καπετάν Μπισμάνης, δεν ήταν ώρα να φανώ μπρος του και να μη μου φωνάξει γελώντας:
– Ε, Καληώρα· δεν πας λίγο να δουλέψεις την τρόμπα;
Τέλος κατεβήκαμε στις Δήλες. Ο Θεός να το κάμει λιμάνι! Όσο τον έχει στο σορόκο καλά, άμα όμως τον πάρει τραμουντάνα και κατεβάσει ο Τσικνιάς,[29] ουδέ βάρκα δε μένει μέσα. Γυρεύαμε τόπο ν’ αράξουμε· πού ν’ αράξουμε; Εβδομήντα κομμάτια καράβια, μικρά μεγάλα, ήταν εκεί· χωριστά πέντ’ έξι βαπόρια. Από τα κατάρτια και τα σχοινιά πίστεψα πως έμπαινα σε πυκνοντυμένο δάσος χειμώνα καιρό. Ωστόσο ήρθε ο πιλότος και μας άραξε κατά τα Κοκκινάδια. Δεν αράξαμε ακόμη και βλέπω τον καπετάν Μπισμάνη κατακόκκινο, ξεσκούφωτο, αναμαλλιασμένο να τρέχει στην πλώρη, να καβαλάει το μπαστούνι, ν’ αρπάζει τον έξω φλόκο και χτυπώντας το στήθος του να βρίζει και να καταριέται και να θεορίχνει. Κοιτάζω καλά· το καταραμένο μπάρκο έστεκε δίπλα μας!
– Παλιοτσόπανε!… παπλωματά! καραβανά!… αλυχτούσε ο καπετάνιος μας. Δε φοβήθηκες, μωρέ, το Θεό! Τη θάλασσα δε φοβήθηκες! Μα έχω τις ελπίδες μου! θάλασσα, μωρέ, αν είναι θα το δείξει, αργά γλήγορα!…
Είδα κι έπαθα να τον ησυχάσω. Τέλος πήρε να νυχτώνει και κακά σημάδια έδειχνε ο καιρός. Ο ήλιος βασίλεψε μαραμένος πίσω από τη Σίφνο. Τα ουρανοθέμελα σκούραναν κι οι χαμηλές στεριές άσπρισαν γύρω σαν κιμωλία. Της Τήνου το βουνό έβαλε τη σκούφια του και ο Τσικνιάς σκοτείνιασε. Ασυνήθιστη κίνηση άρχισε στις Δήλες, σαν σε μερμηγκοφωλιά τα πρωτοβρόχια. Στο πόδι, μαρινάροι! Άλλοι στα σχοινιά, άλλοι στις άγκυρες, άλλοι στις βάρκες, άλλοι στα κατάρτια! Χέρια, πόδια, νύχια, δόντια σε κίνηση. Ένα καράβι εδώ μάζωνε την άγκυρα· παρέκει άλλο έριχνε και τη σπεράντσα[30]· άλλο κατέβαζε τις σταύρωσες· εδώ έπαιρναν πρυμόσχοινα, κει τα βαπόρια κάπνιζαν. Πλάκωνε, νομίζεις, επίβουλος εχθρός και καθένας ’τοιμαζόταν να τον αντικρίσει με όλα του τα σύνεργα.
Και αλήθεια σε λίγο πλάκωσε ο εχθρός. Μαύρος, θεοσκότεινος, πέταξε από τον Τσικνιά ο χιονιάς με άγριες φωνές και φτεροκοπήματα κι έκαμε το λιμάνι μαλλιά κουβάρια. Εκεί ν’ ακούσεις τη σαλαλοή και το θρήνο. Σίδερα βροντούσαν, ξύλα τρίζανε, φωνές αντηχούσαν κι αλυχτήματα. Έκανες εδώ· τοίχος γκρεμιζόταν. Άκουες εκεί· λεύκες έγερναν ξεριζωμένες. Εδώ τριζοβολούσαν οξιές θεόρατες, εκεί βροντούσαν χιλιόχρονες βελανιές· δεξιά χούγιαζαν[31] πεύκα φουντωτά, αριστερά στέναζαν λυγερά κυπαρίσσια. Σ’ ένα μυκονιάτικο καράβι φορτωμένο ξυλεία πετούσαν τα σανίδια σαν πούπουλα και σκέπασαν τη θάλασσα ως πέρα στο νησί! Ένα τσερνίκι[32] σμυρνέικο, κάρβουνα φορτωμένο, το άδειασε τέλεια. Μια σφουγγαράδικη μηχανή την έγδυσε, σαν να την πάτησαν κουρσάροι. Τα βαπόρια πήραν τις άγκυρές τους και αγριοσφυρίζοντας ρίχτηκαν στραβά πάνω στα πλεούμενα. Εμείς είμαστε στην άκρη κι εύκολα, αμολώντας την άγκυρα, βγήκαμε πέρα, κάτω από τις Μικρές Δήλες.
Όλη τη νύχτα βάσταξε θρήνος. Και όταν έφεξε η ημέρα, είδα το κακό που έγινε. Άλλα καράβια ήταν μισοσπασμένα, άλλα γδυμνά από ξάρτια· ένα εδώ είχε τη μισή πρύμη φαγωμένη· άλλο ήταν δίχως μπαστούνι και φλόκους. Το Βασιλικό έγερνε και κρατούσε καρφωμένο στην άγκυρά του ένα σαμιώτικο τρεχαντήρι. Δεν ξέρω πώς πήγα στην πρύμη και βλέπω τον καπετάν Μπισμάνη γονατιστόν πίσω στο τιμόνι, να κλαίει να μύρεται σα γυναίκα.
– Τ’ έχεις, καπετάνιε, τ’ έπαθες; τον ρωτάω.
– Αχ, μωρέ παιδί! λέει στενάζοντας μ’ οργίστηκε ο Θεός!… Ο κακομοίρης χάθηκε, φτωχός άνθρωπος!…
Γυρίζω κατά τα Κοκκινάδια· ο «Σωτήρας» μαδέρια βρισκότανε στις πέτρες και κοντά οι ναύτες του, βρεμένοι ως το κόκαλο, τουρτούριζαν γύρω στη φωτιά. Κι ακόμη κοντά ο καπετάνιος του, αναμαλλιασμένος και αγριομάτης, κοίταζε τα ναυάγια σα να κοίταζε των παιδιών του τα σκέλεθρα. Μωρέ μονοβδόμαδα έκαμ’ έλαβε. Το τίναξε απάνω του σαν αστραπόβολο! Αλήθεια, λυπήθηκα και γω το μπάρκο. Μα η θάλασσα έκαμε την κρίση της!…
Ο μπαρμπα-Καληώρας σώπασε τέλος. Αλλά το τσούρμο έμεινε άφωνο για πολλή ώρα. Δε συλλογιζόταν κανείς τον κίνδυνο του σπετσιώτικου μπάρκου, ούτε το φριχτό δράμα της Μαύρης Θάλασσας, ούτε τις παλικαριές κι αισθηματολογίες του γεροναυτικού. Ποιος λίγο ποιος πολύ, τα έχουν όλοι περάσει, όλοι τα έχουν αιστανθεί. Εκείνο που τους έκαμε εντύπωση ήταν το πάθημα του «Σωτήρα». Καθένας φανταζότανε τη θεϊκή οργή, μαύρο πουλί ν’ ακολουθεί από ψηλά το καράβι και τέλος να του ρίχνεται και να το πετσοκόβει με ασπλαχνιά. Τρόμος τούς είχε κυριέψει. Και όταν ακούστηκε η καμπάνα της βάρδιας, σηκώθηκε καθένας και πήγε να πιάσει δουλειά του, δίχως χωρατά και πειράγματα. Μόνον ο Κώστας ο θερμαστής, πάντα ίδιος, ηθέλησε πάλι να κεντήσει το γέροντα:
Έλα πες μας, μπαρμπα-Καληώρα, πόσες φορές εναυάγησες;
Ο υποναύκληρος τώρα σηκώθηκε πάλι αλύγιστος, τα μάτια του σπιθοβόλησαν θυμούς και φοβερίσματα με την αρβανίτικη προφορά του κομματιαστή και βαριά συρμένη γύρισε και είπε:
– Μωρέ άιντε πορρρ!… Εσείς να πάτε να βυζάχτε γάλα κι ύστερα να ’ρθείτε να μιλήστε μετά μένα. Αμήηη!… τον καιρό που γω αρμένιζα τα πέλαγα, εσείς δεν ήσαστε μουδέ σπόρος στ’ αχαμνά του πατέρα σας!…
http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/karkabitsas%20logia%20plwrhs/03dikaiosunh.htm
[1] χοντρό καραβόσκοινο, παλαμάρι
[2] δοχείο ενός τετάρτου
[3] Τρικάταρτο πλοίο. Στο μπροστινό κατάρτι φέρει τετράγωνα πανιά, ενώ στο κύριο και στα υπόλοιπα μόνο πανιά παράλληλα με τον άξονα του πλοίου.
[4] λιμάνι
[5] πρόσταγμα που σημαίνει χαλάρωσε
[6] ο νότιος άνεμος
[7] σιρόκος, ο νοτιοανατολικός άνεμος
[8] πουνέντες = ο δυτικός άνεμος, ο ζέφυρος. μαΐστρος = ο βορειοδυτικός άνεμος
[9] γρέγος = ο βορειοανατολικός άνεμος, λεβάντες = ο ανατολικός άνεμος
[10] ανοίγματα για την αποστράγγιση των νερών από το σκάφος
[11] τα ιστία ενός ιστιοφόρου από κάτω προς τα επάνω: μάιστρα, γάμπια, παπαφίγκος, κόντρα παπαφίγκος
[12] σαύρα
[13] Ο πρώτος (από την πλώρη) ιστός
[14] η θέση πλοίου κατά την οποία πλέει, καθώς δέχεται τον άνεμο ή το κύμα από τα πλάγια μπροστά
[15] σκοινί που κρατάει τεντωμένο ένα πανί ιστιοφόρου πλοίου
[16] είδος βαρούλκου
[17] βγάζω άναρθρη και άγρια φωνή
[18] το μπροστινό προστατευτικό τμήμα διάφορων πραγμάτων
[19] το κατάστρωμα του καραβιού
[20] δοκάρι που προεξέχει από την πλώρη των ιστιοφόρων, πάνω στο οποίο στερεώνεται ο φλόκος
[21] μεγάλο τριγωνικό πανί της πλώρης ιστιοφόρου πλοίου
[22] πλέω απάνεμα, αντιπαρέρχομαι άλλο πλοίο
[23] ο αστερισμός Τοξότης
[24] το νήμα που χρησιμοποιείται για στημόνι ή υφάδι και με επέκταση το υφαντό
[25] η τάση για ύπνο, η υπνηλία και η κατάσταση του βαθιού ύπνου, της νάρκης από κούραση ή από υπερβολική ζέστη
[26] ξύλινο βαρέλι για κρασί
[27] είδος σφουγγαριού
[28] είδος μαύρου κοραλλιού
[29] βουνό της Τήνου
[30] η πιο μεγάλη άγκυρα του πλοίου
[31] φωνάζω δυνατά
[32] σκάφος οξύπρυμνο και οξύπλωρο

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ