Η Διακήρυξη Balfour – Εκατό χρόνια μετά

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

keimeno balfour1
Τόσες πολλές δολιότητες και προδοσίες δεν θα μπορούσαν παρά να οδηγήσουν σε προβλήματα. Και πράγματι έτσι έκαναν, όπως μαρτυρούν εκατό χρόνια ιστορίας της Μέσης Ανατολής.

Πριν από εκατό χρόνια, ενώ ο Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν και κανείς δεν ήξερε ποια πλευρά θα κέρδιζε, η βρετανική κυβέρνηση, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Ντέιβιντ Λόυντ Τζορτζ [1], δημοσίευσε μια δήλωση με το όνομα του Arthur Balfour, του υπουργού Εξωτερικών.
Αυτή η «Διακήρυξη Balfour [2]» υποσχέθηκε να στηρίξει «την εγκαθίδρυση εθνικής πατρίδας για τον εβραϊκό λαό στην Παλαιστίνη», εφόσον αυτό δεν «προξενεί ζημιά στα αστικά και θρησκευτικά δικαιώματα των υφιστάμενων μη εβραϊκών κοινοτήτων» εκεί. Αυτό το σύντομο έγγραφο (η κρίσιμη παράγραφός του περιέχει 67 λέξεις) έθεσε τα θεμέλια του σύγχρονου Ισραήλ -αλλά «έσπειρε και τα δόντια του δράκου» [στμ: δηλαδή αποτέλεσε την πηγή μελλοντικών προβλημάτων].
keimeno balfour
Γιατί το έκανε αυτό η βρετανική κυβέρνηση; Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι μερικοί υπουργοί συμπαθούσαν τους Εβραίους και ήθελαν να τους βοηθήσουν. Άλλοι επισημαίνουν ότι ο Λόυντ Τζορτζ και ο Μπαλφούρ ήταν Χριστιανοί Σιωνιστές, που ήθελαν να διευκολύνουν την συγκέντρωση Εβραίων στην Παλαιστίνη, μια προϋπόθεση για την Δευτέρα Παρουσία όπως πίστευαν. Ωστόσο άλλοι σημειώνουν την στρατηγική σημασία της Παλαιστίνης: Επιβλέπει την Αίγυπτο, μέσω της οποίας διατρέχει το Κανάλι του Σουέζ, ο ομφάλιος λώρος του Ηνωμένου Βασιλείου εκείνη την εποχή, και το υπουργικό συμβούλιο επιθυμούσε έναν ευγνώμονα και ευρέως ευρωπαϊκό πληθυσμό για να παράσχει σταθερότητα εάν οι Βρετανοί δημιουργούσαν ένα προτεκτοράτο εκεί. Επιπλέον, όπως άλλοι ιστορικοί σημείωσαν, οι μανδαρίνοι του Υπουργείου Εξωτερικών ώθησαν τον Λόυντ Τζορτζ και τον Μπαλφούρ να ενεργήσουν επειδή φοβούνταν ότι αν δεν το έπρατταν, η Γερμανία θα αποστερούσε έτσι από το Ηνωμένο Βασίλειο την εβραϊκή υποστήριξη.
Κάθε ένα από αυτά τα επιχειρήματα είναι αληθινό, και το τελευταίο επισημαίνει τον σημαντικότερο λόγο όλων. Η κυβέρνηση του Lloyd George εξέδωσε την Διακήρυξη Balfour κυρίως επειδή σκέφτηκε ότι κάτι τέτοιο θα την βοηθούσε να κερδίσει τον πόλεμο. Τα περισσότερα από τα μέλη της [κυβέρνησης] πίστευαν ότι ο «παγκόσμιος ιουδαϊσμός» είχε μεγάλη υπόγεια επιρροή -πάνω στην παγκόσμια οικονομία, για παράδειγμα, και, αντιθέτως, πάνω στον παγκόσμιο σοσιαλισμό. Θεώρησαν ότι οι Αμερικανοί Εβραίοι χρηματοδότες θα μπορούσαν να πείσουν τον Αμερικανικό πρόεδρο, Woodrow Wilson, να φέρει την χώρα του στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Θεωρούσαν ότι οι Ρώσοι Εβραίοι σοσιαλιστές θα μπορούσαν να πείσουν τον πρωθυπουργό της Ρωσίας, Aleksandr Kerensky, να μην αποχωρήσει [από τον πόλεμο]. Και πίστευαν ότι ο τρόπος για να κερδίσουν αυτούς τους διαφορετικούς Εβραίους ήταν να τους υποσχεθούν την Παλαιστίνη.
Τα πίστευαν όλα αυτά, επειδή τους είχε πείσει ο σημαντικότερος σιωνιστής στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Chaim Weizmann. Ο Weizmann ήταν Ρώσος Εβραίος, εκπαιδευμένος στην Γερμανία και την Ελβετία, και τότε απασχολείτο στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ ως αναπληρωτής καθηγητής [στμ: reader στο βρετανικό εκπαιδευτικό σύστημα] στην Χημεία. Κατά κάποιον τρόπο, αυτός ο volksmensch, δηλαδή ένας «άνθρωπος του λαού» όπως τον αποκάλεσε κάποτε ένας φίλος του, έμαθε να μιλάει την γλώσσα της βρετανικής πολιτικής ελίτ και να κινείται εύκολα μεταξύ των μελών της, παρά τον αντισημιτισμό τους. Στην πραγματικότητα, ο Weizmann ασκούσε πάνω τους ένα είδος πολιτικού jiu jitsu, χρησιμοποιώντας τις προκαταλήψεις τους προς όφελός του. Όταν εκείνοι κατηγορούσαν ότι οι Εβραίοι είχαν τεράστιες μυστηριώδεις δυνάμεις, συμφωνούσε. «Μας χρειάζεστε», τους έλεγε ουσιαστικά, «τώρα περισσότερο από ποτέ».
Χαρισματικός και συναρπαστικός, ο Weizmann ξεκίνησε το 1914 με μια επίθεση πολιτικής γοητείας, διδάσκοντας στην βρετανική κυβερνώσα τάξη τις αρχές του Σιωνισμού, η πρώτη από τις οποίες ήταν ότι οι Εβραίοι πρέπει να έχουν την δική τους χώρα, όπως και κάθε άλλη εθνικότητα. Παραγκώνισε τους Βρετανούς Εβραίους που υποστήριζαν ότι οι Εβραίοι δεν αποτελούσαν έθνος, ότι μοιράζονταν απλώς ένα σύστημα πεποιθήσεων που θα μπορούσε να ασκηθεί οπουδήποτε και ότι οι Εβραίοι θα πρέπει να προσπαθούν να αφομοιωθούν στις χώρες διαμονής τους. Μέχρι τότε, ήταν αυτοί οι αποκαλούμενοι assimilationists [στμ: υπέρμαχοι της αφομοίωσης] που μιλούσαν για την εβραϊκή κοινότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο Weizmann θριάμβευσε τελείως έναντί τους. Η δήλωση Balfour αποτελεί απόδειξη επ’ αυτού.
Ωστόσο, το έγγραφο πήρε τόσο πολύ χρόνο για να παραχθεί, και η διαδικασία της παραγωγής του ήταν τόσο βασανιστική, που είχε απρόβλεπτα αποτελέσματα. Πρώτα απ’ όλα, την στιγμή που δημοσιοποιήθηκε οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ήδη εισέλθει στον πόλεμο και η Ρωσία ήταν αμετάκλητα στο δρόμο της αποχώρησής της. Η Διακήρυξη Balfour, σε αντίθεση με τις επιθυμίες εκείνων που την πλαισίωσαν, δεν επηρέασε την έκβαση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά σίγουρα επηρέασε αυτά που συνέβησαν μετά.
Κατά την διάρκεια του πολέμου, με το ένα χέρι η βρετανική κυβέρνηση προσπάθησε να κερδίσει τους Σιωνιστές, ενώ με το άλλο καλόπιανε τους Άραβες για να υπηρετούν τα συμφέροντά της. Ενθάρρυνε με επιτυχία τον Husayn ibn Ali, τον sharif [Μουσουλμάνο διοικητή] της Μέκκας, να επαναστατήσει ενάντια στον κοινό εχθρό τους, την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όταν ο sharif ξεκίνησε την εξέγερσή του, πίστευε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είχε υποσχεθεί να στηρίξει την δημιουργία ενός ανεξάρτητου αραβικού βασιλείου, συμπεριλαμβανομένης της Παλαιστίνης, του οποίου θα ήταν ο ηγέτης -όχι μια πατρίδα στην Παλαιστίνη για τον εβραϊκό λαό. Θεώρησε, ως εκ τούτου, την Διακήρυξη Balfour ως μια μεγάλη προδοσία. Μετά τις 2 Νοεμβρίου 1917, ούτε αυτός ούτε οι οπαδοί του δεν θα εμπιστεύονταν την «ύπουλη Αλβιόνα».
Το ίδιο και πολλοί Σιωνιστές (αν και ο Weizmann παρέμεινε αγγλόφιλος σε όλη του την ζωή). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ανακάλυψαν πως ακόμα και όταν η βρετανική κυβέρνηση υποσχόταν την Παλαιστίνη σε αυτούς, δεσμευόταν από την συμφωνία Sykes-Picot του 1916 να παραχωρήσει το βόρειο τμήμα της χώρας στην Γαλλία και τις ιερές πόλεις στην κυβέρνηση μέσω διεθνούς συγκυριαρχίας. Φυσικά, οι Σιωνιστές δεν θεωρούσαν την Διακήρυξη Balfour ως προδοσία, αλλά γνώριζαν τώρα ότι η βρετανική κυβέρνηση ήταν ικανή να τους εγκαταλείψει.
Αυτό που ποτέ δεν έμαθαν ήταν ότι ο Λόυντ Τζορτζ ήταν έτοιμος να τους προδώσει ακόμα και όταν γιόρταζαν την Διακήρυξη που [εκείνος] έκανε δυνατό να υπάρξει. Τον Ιανουάριο του 1918, μόλις εβδομάδες αφότου την εξέδωσε, είχε στείλει έναν απεσταλμένο να μιλήσει με τους Τούρκους για μια ξεχωριστή ειρήνη. Το να είναι η Τουρκία έξω από τον πόλεμο θα αποτελούσε μεγαλύτερη συμβολή σε μια νίκη των συμμάχων απ’ όσο οτιδήποτε αφορούσε τους Εβραίους και τους Άραβες. Ο Lloyd George προσέφερε στους Τούρκους διάφορα κίνητρα. Ένα [από αυτά] ήταν ότι αν οι Οθωμανοί εγκατέλειπαν την Γερμανία, η σημαία τους θα μπορούσε να συνεχίσει να ανεμίζει πάνω από την Παλαιστίνη. Αν είχαν αποδεχθεί αυτή την προσφορά, κανείς δεν θα αναφερόταν σήμερα στην Διακήρυξη Balfour.
Τόσες πολλές δολιότητες και προδοσίες δεν θα μπορούσαν παρά να οδηγήσουν σε προβλήματα -και έτσι έκαναν, όπως μαρτυρούν εκατό χρόνια ιστορίας της Μέσης Ανατολής. Ένα άλλο σημείο, όμως, προκαλεί ακόμα πιο απογοητευτικές σκέψεις. Όταν ο Λόυντ Τζορτζ πλησίασε τους Τούρκους τον Ιανουάριο του 1918, το έπραξε χωρίς να ενημερώσει τον υπουργό του επί των Εξωτερικών ή, στην πραγματικότητα, οποιονδήποτε άλλον στο Υπουργείο Εξωτερικών. Δούλεψε μόνος του. Σίγουρα, δεν είναι ο μόνος ηγέτης μιας χώρας που αγνόησε τους συμβούλους του. Αυτό ήταν αρκετά επικίνδυνο πριν από έναν αιώνα. Στην εποχή του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, είναι τρομακτικό να το σκέφτεσαι.
JONATHAN SCHNEER
μέλος του Δικτύου Μελετητών Στρατηγικής, διδάσκει σύγχρονη βρετανική ιστορία στο Georgia Institute of Technology. Είναι ο συντάκτης του βιβλίου με τίτλο «Διακήρυξη Balfour: Οι Πηγές της Αραβο-Ισραηλινής Σύγκρουσης», το οποίο κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Εβραϊκών Βιβλίων το 2010.
Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/reviews/capsule-review/1937-04-01/war-mem…
[2] https://www.foreignaffairs.com/reviews/capsule-review/1961-10-01/balfour…

ΔΗΜΟΦΙΛΗ