Είναι ευτυχία να γερνάς, πολλοί άνθρωποι πια δεν έχουν αυτό το προνόμιο!
Η κ. Κωνσταντίνα, γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου του 1912, τρεις μήνες αφότου κατέλαβαν οι Ιταλοί τη Ρόδο, διώχνοντας τους Τούρκους. Έζησε και πόλεμο, και εμφύλιο, και πάτησε σε δυό αιώνες που της έφεραν και λύπες και χαρές. Η λύπη είναι πιο δυνατή ή η χαρά, ως συναίσθημα; Η λύπη, νομίζω! Μέχρι πέρυσι μάζευε ελιές, παίρνει μόνο ένα χαπάκι της πίεσης και στο νοσοκομείο μπήκε μια φορά, κάποτε που την έριξε το μουλάρι.
Αυτό το δυνατό σκαρί που προέρχεται από εξίσου δυνατούς προγόνους αφού η μητέρα της έφυγε 106 ετών, και τ΄ αδέλφια της είναι στα 100, είναι μια γλυκιά και τρυφερή γιαγιά που μου πιάνει τα χέρια και θυμάται ακόμα τα στιχάκια που της ταίριαξε εκείνος ο νεαρός Ασκληπενός, στο πανηγύρι του 1930.
Μου λέει που τρωγε γωνιά το ψωμί με λάδι και ντομάτα, κι έπινε κόκκινο κρασί. Που δεν καθόταν ποτέ σε τραπέζι γιατί την κυνηγούσε η δουλειά, κι είναι έξυπνα τα μάτια της και το μυαλό της δουλεύει γρήγορα. Μαζί με το γαμπρό της το Σταύρο που τη φροντίζει, μου έβγαλε γαλακτομπούρεκο που μοσχοβολούσε και έδωσε της ευχή της σ΄ όλο τον κόσμο, εκείνο το βράδυ που τη συνάντησα, κι αυτή η ευχή η δική της, έχει αξία!
Σας βλέπω πολύ καλά, μπράβο σας και συνεχίζετε να κινείστε, να κάνετε δουλειές…
Μέχρι πέρυσι εμάζευα ελιές, έχουμε 500 δέντρα στην Προφύλια, πρόπερσι επήγαινα μοναχή στο χωράφι, φέτος οι ελιές δεν έχουν καρπό.
Είστε από την Προφύλια, πολλά παιδιά στην οικογένειά σας, δύσκολα ήταν εκείνα τα χρόνια;
Ήμαστον πέντε παιδιά, όταν η μάνα μου ήταν έγκυος το πέμπτο ο πατέρας μου έφυγε για την Αμερική. Τον εθυμούμαι, έκατσέ με πάνω στον ώμο του να πάμε για το γλέντι του μισεμού. Έκαμε 50 χρόνια να γυρίσει, έφυγε όταν ήμουν έξι και ήρθε και με βρήκε 56 χρονών. ΄Ηρτε και κάποιες φορές όλα εκείνα τα χρόνια. Έχασε τα λεφτά στην Αμερική (Κραχ 1929) και ξεκίνησε από την αρχή. Εμάς μας εμεγάλωσε ο παππούς μου, της μάνας μου ο πατέρας, της οικογένειας του Γιάννη Τσιγάρου, από τ΄ Απόλλωνα. Έρχεται ο Γιάννης μου και με βρίσκει. Κύριος… να τον πεις να ξανάρθει… Είχαμε καφενείο εμείς τότε στην Προφύλια. Όξω στο χωράφι είχαμε το χερομύλι, στον ποταμό μέσα κι αλέθαμε το σιτάρι, να μη μας κούσουν οι Ιταλοί, τα δεκατίζαν όλα. Εφέρνα μας την πολέντα (είδος αλευριού) για να ζυμώσουμε. Εμείς είχαμε τα δικά μας. Μέσα στο τζάκι εψήναμε τις πίτες που φοβόμασταν να ανάψουμε φούρνο. Στο τέλος, στο χωριό μας εκρύβαμε τους Ιταλούς στρατιώτες. Ο Ζουμπάνο, ο στρατιώτης επήγαινε σ΄ όλα τα σπίτια και τον εκρύβασι. Τον αγαπούσαν, ήταν καλός. Τελευταία τον εσκοτώσανε κι αυτόν.
Ποιοι, οι Γερμανοί;
Ά… οι Γερμανοί, ήταν του φόβου. Δόξα τω Θεώ δεν επεινάσαμε γιατί ήμασταν γεωργοί, είχαμε τα σιτάρια μας. Οι Γερμανοί μας είχαν πάρει το σπίτι, κι εμέναμε στους στάβλους εμείς. Την κουζίνα μας την είχαν βαμμένη ολοκόκκινη. Τους λέει η μάνα μου, «έχω τα λάδια μου μέσα» λε, « να ρχεσαι, να παίρνεις λάδι…».
Ούτε στον πόλεμο πεινάσατε;
Ούτε και τότε. Ήμουν μεγάλη, με παιδιά. Ήρθαν από το Μονόλιθο και ρίξαν μου μιαν αρμαθιά τα πεντόλιρα να τους δώκω σιτάρι. Με κανέναν τρόπο εγώ. Είχα τ΄ αδέρφια μου, τις οικογένειές τους που πεινούσαν, εβοηθούσα και που κει.
Μιαν ημέρα ήρθαν στο σπίτι μου 13 Αφαντενοί και τους φιλοξένησα τη νύχτα, πού να γυρίσουν πίσω, χειμώνας καιρός. Επήραν από άλλους αυγά, κι εγώ εχόχλασά τους τα και έκαμα αγκινάρες με τη σκορδαλιά, κι είχα και το τζάκι αναμμένο… Κείνοι μου φέρανε Φαντενές σακούλες. Τους δώσαμε μισό κιλό τούρκικο, κριθάρι (γύρω στα 10-13 κιλά). Είχα δυό παιδιά μες τον πόλεμο και το 1946 έκανα το τρίτο. Είχε και που το χωριό μας που πεθέναν από την πείνα. Φάε χόρτα, χόρτα, ούτε ψωμί, ούτε τίποτα, επέθανε ένας. Κι εμείς ό,τι εβρίσκαμε ετρώγαμε. Ψωμί, κι ελιά, και λάδι.
Εσείς κυρία Κωνσταντίνα τι τρώγατε όλα αυτά τα χρόνια, τι σας άρεσε;
Να κάνω μια γωνιά ψωμί, να τη σκαφιδώσω (να βγάλω τη ψίχα), να σφίξω και μια ντομάτα, κι αλάτι και να τρώω στο δρόμο, πηγαίνοντας στα κατσίκια. Και μέχρι σήμερα αυτό.
Πίνατε και κρασάκι;
Και κρασί κόκκινο γλυκό, το χειμώνα πολύ, είχαμε δικά μας αμπέλια. Αλλά σπάνια να κάτσουμε στο τραπέζι. Είχαμε τα ζώα μας να τα προστατέψουμε, κουρασμένα είναι τα χεράκια μου, κόρη μου. Κι ο άντρας μου είχε και καφενείο στην πλατεία του χωριού, αλλά εγώ ήμουν έξω με τον κουνιάδο μου, να ξεγελάσουμε τους Ιταλούς και μετά τους Γερμανούς, για τα ζώα μας και τα σπαρτά μας. Καλλιεργούσαμε σιτάρι, κριθάρι, φακές, φασόλια… Ήμασταν φτωχοί, αλλά είχαμε την υγεία.
Στη ζωή σας, τραγουδήσατε, χορέψατε, ζήσατε όμορφες στιγμές;
Χορέψαμε, τραγουδήσαμε. Εμάς ετραγουδούσα μας που μας αγαπούσασι τα παλικάρια. Ήτο της Παναγιάς μια φορά και ήρθαν οι Βατενοί, οι Σκληπενοί, ήρθε κι ένας νέος Σκληπενός, κι έκαμνε τα στιχάκια «Χορεύουσιν οι Ασκληπενές, απ΄ούχουν την αξία, εβρέθη μια Προφυλενή που σαν την Παναγία».
Τα θυμάστε! Και ποια άλλα στιχάκια έφτιαξε για σας;
«Χορεύουσιν οι Σκληπενές, μαζί κι οι Βατενούλες, εβρέθη μια Προφυλενή κι επάτησέν τες ούλες»… Με πήρε ο αδελφός μου στο σπίτι να φύγουμε για να σταματήσει τα στιχάκια, κι εκείνος έλεγε «Σείσου, λυγίσου κοπέλιά, σείσου λυγίσου κόρη, εγώ κι αν φύω στο χωριό, θα φύω με το ζόρι».
Άλλο που σας είπε;
«Ροδίνισε η ανατολή και πήρε για να φέξει, δεν ήρτε η αγάπη μου απόψε να χορέψει». Κι έναν ακόμα, «Δώσ’ μου το τελευταίο σου (τελευταίο=λόγος) να πάω στο χωριό μου, το θέλημα εγώ φέρνω το, που κεί που τω γονιών μου» (έφερνε το λόγο των γονιών του).
Τελικά μ΄ αυτόν παντρευτήκατε;
Όχι.
Παντρευτήκατε με προξενιό;
Η μάνα μου τον ήθελε γιατί ήταν γεωργός. Γιατί ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος, κι αναγκάστηκε να πάει στην Αμερική να δουλέψει. Ο άντρας μου ήταν στην Αργεντίνα πριν. Εγώ ήμουν μικρή, ό,τι μου δώσανε επήρα.
Τι νομίζετε, οι άνθρωποι πρέπει να παντρεύονται από έρωτα ή από προξενιό;
Το προξενιό δεν είναι καλό, από έρωτα να παντρεύουνται. Αλλά πρέπει να τα βρίσκουσι, αν δεν τα βρίσκουσι άδικα είναι, χωρίζουν.
Ποιο άλλο τραγουδάκι θα μας πείτε;
Τι να σε πω κόρη μου, ένα για σένα, θα σε πω «Εβάλαν τα φορέματα οι λεύτερες κι ελάμπαν, και τώρα βάζουν τα κοντά να φαίνεται η γάμπα»… Κει ΄δά που το φορείς, στο γόνατο όχι πιο πάνω, δεν είν΄ καλό αυτό που κάμνουσι.
Τα αδέλφια σας, τα παιδιά σας;
Έκαμα τρία παιδιά, έξι εγγόνια και επτά δισέγγονα. Η μάνα μου επέθανε 106 χρονών, ο πρώτος μου αδελφός ο Σάββας 101, εγώ είμαι η δεύτερη, ο Πέτρος είναι στα 100, ο Μανόλης στα 97. Δύο πεθάνανε, τρεις ζούμε. Να πέθαινα όμως έθελα και να ΄ναι τα παιδιά μου εδώ. (Κλαίει). Το γιό μου τον πήρε ο χάρος στα 77 και την κόρη μου στα 74. Έθελα να πάρει εμένα, κι όχι κείνα.
Σε νοσοκομείο δεν έχετε πάει ποτέ, έτσι δεν είναι;
Μια φορά. Έριξέ με το μουλάρι, εξεσπάσθη, κι έπεσα και ξεκόλλησε το νεφρό μου. Καμιά φορά έν΄ επήα από τότε και ποτέ να μην πηγαίνει ο κόσμος.
Τώρα, δεν έχετε κάποιο πρόβλημα, είστε καλά.
Ένα χαπάκι παίρνω,της πίεσης. Και στα 103 μου, με κάναν πρώτη φορά το εμβόλιο της γρίπης. Την ευχή μου να ΄χεις κόρη μου, κι εσύ, κι η οικογένειά μου, κι όλος ο κόσμος.
Να είστε καλά, να ζήσετε πολλά χρόνια ακόμα.
Όχι Παναγία μου, κουράστηκα. Το θάνατο τον φοβούμαι αλλά τον περιμένω να ρτει.