Βασίλης Δημ. Χασιώτης : Αναζητώντας το νόημα – Μερικές τοποθετήσεις στο βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη : Ανίκητοι – Ηττημένοι – Μέρος 3
(συνέχεια από προηγούμενο)
Όμως, θα ήταν εξαιρετικά άδικο να εστιάσουμε στο τι στρατηγική είχε ή δεν είχε ο Βαρουφάκης, διότι από μόνος του δεν ήταν όλη η Κυβέρνηση και διότι πάνω απ’ όλα υπήρχε και ένας πρωθυπουργός. Δυστυχώς όμως, ο ίδιος ο Βαρουφάκης στο βιβλίο του, αυτή την πραγματικότητα ούτε την αναδεικνύει ούτε και αναφέρεται στο ποια ήταν η συνολική στρατηγική της Κυβέρνησης σε μια Κρίση που η ίδια θεωρούσε -και σωστά- ότι ήταν πρωτίστως πολιτική, κάτι που αναδεικνύεται -ως διάγνωση- και στο ίδιο το βιβλίο του. Ή για να το θέσω πιο σωστά, προκύπτει ότι δεν υπήρχε τέτοια στρατηγική, εξόν από τις διαπραγματεύσεις του υπουργού οικονομικών, που κάθε άλλο παρά αναδείκνυαν τον πολιτικό χαρακτήρα της συνολικής στρατηγικής διότι δεν υπήρχε τέτοια.
Αντίθετα, κι εδώ βρίσκεται το ενδιαφέρον, αναδύονται ίντριγκες στο εσωτερικό του κυβερνητικού σχήματος και συντροφικά χτυπήματα ενίοτε κάτω από τη μέση, την στιγμή ακριβώς που υποτίθεται πως η ενότητα θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένη, σε μια περίοδο που ο «πόλεμος» με τους δανειστές, φαίνονταν, σε αντίθεση με την προηγούμενη Μνημονιακή Περίοδο, ότι διεξάγονταν με «πραγματικά πυρά». Ο Βαρουφάκης, περιγράφει μια συνάντησή του με τον πρωθυπουργό την ίδια μέρα που ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα του Δημοψηφίσματος. Μεταφέρω όσα λέει : «Μιλήσαμε για πολλή ώρα. Κάναμε ανασκόπηση των προηγούμενων μηνών, εβδομάδων, ημερών. Δε μάσησα τα λόγια μου, απαριθμώντας τα λάθη του, επισημαίνοντας τους τρόπους με τους οποίους μέλη του πολεμικού συμβουλίου [εννοεί την κυβερνητική ομάδα διαπραγμάτευσης] υπονόμευαν τον αγώνα μας, συχνά σε συνεργασία με την τρόικα και τους εντεταλμένους της. Το έδωσα αποδείξεις για έναν από αυτούς, ο οποίος λειτουργούσε με τρόπο που άγγιζε τα όρια της διαφθοράς. Φάνηκε να ξαφνιάζεται…» (σελ. 770).
Όμως, αν αληθεύουν όλα αυτά που καταμαρτυρεί ο Βαρουφάκης για την ύπαρξη ενός «εσωτερικού εχθρού» εντός της Κυβέρνησης που έτεινε στη συνθηκολόγηση με τον «εξωτερικό εχθρό» (οι χαρακτηρισμοί είναι δικοί μου), αν δεν βρίσκονταν και σε επικοινωνία μαζί του εκτός των επισήμων διαύλων, που ανήκε μάλιστα στον στενό κύκλο των συνεργατών του πρωθυπουργού, που παρασκηνιακά, και από ένα σημείο και πέρα πιο φανερά, σύμφωνα με τις περιγραφές του Βαρουφάκη, υπέσκαπταν τις διαπραγματεύσεις, τότε το πράγμα επιτρέπει να μας γεννά πολλά ερωτήματα, για το πώς και υπό ποιες συνθήκες αναπτύχθηκαν αυτές οι «σχέσεις» με τον «εξωτερικό εχθρό». Όμως, την ίδια στιγμή, τίθεται και ως προς τον Βαρουφάκη το ερώτημα, και μάλιστα πολύ πιο επιτακτικό υπό το φως των παραπάνω γεγονότων : γιατί τα επέμενε όλα αυτά και δεν παραιτήθηκε, αλλά έμεινε σχεδόν μέχρι τέλους στο υπουργείο οικονομικών, τι ανέμενε ως κατάληξη όταν το Μαξίμου, όπως ο ίδιος περιγράφει, είχε συμμαχήσει μαζί τους;
Ένα είναι κυρίως το πρόσωπο της Κυβέρνησης που ο Βαρουφάκης μνημονεύει για τον αρνητικό του ρόλο στο έργο του : τον Γιάννη Δραγασάκη, τον οποίο θεωρούσε «άνθρωπο των τραπεζών». Το όνομά του το συναντάς πολύ συχνά καθώς διατρέχεις το βιβλίο του, όπως και το όνομα του Γ. Χουλιαράκη και σε μικρότερο βαθμό του Γ. Στουρνάρα. Όμως το ειδικό βάρος του Γ. Δραγασάκη, ασφαλώς ήταν πολύ πιο μεγάλο από όλων των άλλων, τόσο ως αντιπροέδρου της Κυβέρνησης όσο και της επιρροής του στο κόμμα. Όπως είχε πει ο Βαρουφάκης στον Α. Τσίπρα, λίγους μήνες πριν τις εκλογές του 2015, «άκουγε» πως ο Δραγασάκης «είναι πολύ κοντά στους τραπεζίτες», για να εισπράξει την καθησυχαστική αμφιβολία του Α. Τσίπρα, που του είπε : «Όχι, δε νομίζω, είναι ΟΚ» (σελ. 155 του βιβλίου του), σύμφωνα πάντα με τα όσα ο ίδιος εκθέτει. Όμως, οι αρνητικές αναφορές του στον Δραγασάκη είναι συνεχείς, ακόμα και μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, δοθέντος ότι ο Βαρουφάκης, διαμαρτύρεται ότι του επιβλήθηκαν εκ μέρους του Δραγασάκη διάφοροι συνεργάτες χωρίς να ερωτηθεί, ενώ στην πορεία, του αφαιρέθηκε χωρίς ομοίως να ερωτηθεί ο τομέας των τραπεζών από την σφαίρα ευθύνης του για να ανατεθεί στον Δραγασάκη (σελ. 295 του βιβλίου του). Αυτές όμως οι «εσωτερικές διαμάχες», λάβαιναν χώρα στην πιο ακατάλληλη για την εικόνα της Χώρας και τη συνοχή της Κυβέρνησης στιγμή, όπως π.χ., το Eurogroup, σε κάποια συνεδρίαση του οποίου, ο Βαρουφάκης πήγε να παραστεί συνοδευόμενος από τον Νίκο Θεοχαράκη που τον είχε ορίσει αντικαταστάτη του Γιώργου Χουλιαράκη, όπως είχε το δικαίωμα να κάνει, για να ανακαλύψει πώς στην θέση που προορίζονταν να καθίσει ο Ν. Θεοχαράκης, κάθονταν ο Γ. Χουλιαράκης, ο οποίος, σύμφωνα με όσα εξιστορεί ο Βαρουφάκης, αρχικά αρνήθηκε να φύγει, πράγμα που έκανε τελικά φανερά χολωμένος, ενώ η όλη σκηνή, φυσικά δεν έμεινε χωρίς να γίνει αντιληπτή από άλλους στην αίθουσα (σελ. 543). Μάλιστα οι καταγγελίες του Βαρουφάκη φτάνουν στο σημείο να μέμφεται τους Γιάννη Δραγασάκη και Γιώργο Χουλιαράκη, όταν διέρρεαν στον Τύπο και δυσμενή σχόλια εις βάρος του (σελ. 677-678). Όμως και για τον Νίκο Παππά ο Βαρουφάκης σημειώνει την σταδιακή του μεταστροφή προς το μνημονιακό στρατόπεδο, πράγμα που για πρώτη φορά διαπίστωσε όταν επανέφερε στην ΕΡΤ την πρώην Διοίκηση επί Σαμαρά πριν το κλείσιμό της (σελ. 680), ενώ, τον κατηγορεί πως μαζί με τον Δραγασάκη, απεργάζονταν, όσο αυτός έδινε μάχη για την ελάφρυνση του χρέους, ακριβώς το αντίθετο! (σελ. 690). Στη πορεία, αλλά πάντα προστατευτικά, στρέφεται και κατά του Αλέξη Τσίπρα, για τον οποίο όμως βρίσκει αρκετούς λόγους να δικαιολογεί τη στάση του, αν και, όπως γράφει, όταν τον πρωτοσυνάντησε, λίγους μήνες πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, είπε στη γυναίκα του μετά εκείνη τη συνάντηση για τον Τσίπρα πως «Είναι πολύ ευχάριστος άνθρωπος, αλλά δε νομίζω ότι το έχει» (σελ. 117).
Ιδού που το ερώτημα επανέρχεται μετά και την παράθεση όλων όσων προηγήθηκαν : Ποια ήταν λοιπόν η γενικότερη ΣΥΝΟΛΙΚΗ κυβερνητική στρατηγική για την αντιμετώπιση της Κρίσης, αφού, προκύπτει ότι η στρατηγική του υπουργού οικονομικών, που πάντως ήταν αυτή που επισήμως πρόβαλε προς τα έξω, δεν ήταν και η κυρίαρχη; Το βιβλίο του Βαρουφάκη δεν δίνει απάντηση στα ερωτήματα αυτά, διότι προφανώς η «εσωτερική» του πληροφόρηση, έχει κι αυτή όρια. Πού ήταν π.χ. το υπουργείο εξωτερικών και τα άλλα παραγωγικά υπουργεία αλλά και της δικαιοσύνης και κυρίως, το ζήτημα του λογιστικού ελέγχου και της νομιμότητας του χρέους; Γιατί ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε το πόρισμα της Επιτροπής της Βουλής για την Αλήθεια του Χρέους; Η ανάδειξη τμήματος έστω του χρέους ως παράνομου ή επαχθούς, θα ήταν στη φαρέτρα της Κυβέρνησης και του ίδιου του διαπραγματευόμενου υπουργού οικονομικών ένα νεροπίστολο; Ίσως μάλιστα, θα είχε ιδιαίτερη συμβολική αξία, αν στις διαπραγματεύσεις μαζί με τον υπουργό οικονομικών, συνοδεύονταν και από τον υπουργό δικαιοσύνης, για να υπενθυμίζει σε όλους την κατάργηση της Συνταγματικής Τάξης της Χώρας αναδεικνύοντας συνεχώς τις πτυχές αυτής της συνταγματικής και δημοκρατικής εκτροπής. Δεν κρύβω μάλιστα πως αυτή η «παράβλεψη» του στοιχείου της δικαιοσύνης, με προβληματίζει ιδιαίτερα όταν μάλιστα συνδυαστεί με ορισμένες δικές του σχετικές αναφορές που κάνει στο βιβλίο του, όπως π.χ., για τον κ. Ανδρέα Γεωργίου (της ΕΛΣΤΑΤ), την δικαστική περιπέτεια του οποίου, κατόπιν κατηγοριών που διατυπώθηκαν εναντίον του, τη βρίσκει «θλιβερή», διότι όπως σημειώνει, αρνείται να δεχτεί ότι μπορεί να διώκονται άτομα «…που κάποια στιγμή υπηρέτησαν την πολιτική μετατροπής του ελληνικού κράτους σε ελβετικό τυρί την ώρα που, μετά το 2015, κυβέρνηση και αντιπολίτευση έχουν αποδεχθεί πλήρως τη μονιμοποίηση του καθεστώτος ελβετικού τυριού που διέπει το ελληνικό, μη κυρίαρχο πλέον, κράτος» (σελ. 272). («Ελβετικό τυρί» λέγοντας, εννοεί την αφαίρεση από τον κυριαρχικό έλεγχο του Κράτους και την υπαγωγή στον έλεγχο της Τρόικα, κρίσιμων θεσμών όπως η ΕΛΣΤΑΤ, το ΤΑΙΠΕΔ, η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Στήριξης – σελ. 268-269 βιβλίου του). Δεν μπορώ να κατανοήσω, και ασφαλώς, θάπρεπε να ήταν πιο αναλυτικός στο σημείο αυτό, αν αυτό που αποστρέφεται είναι η υποχρέωση λογοδοσίας (με θετικό ή αρνητικό απολογισμό αδιάφορο) των παραπάνω θεσμών ή κάτι άλλο, αν θεωρεί πως βρίσκονται στο απυρόβλητο της Δικαιοσύνης τα στελέχη τους, πόσο μάλλον οι επικεφαλείς τους, και αν, θεωρεί ίσως «θλιβερή» και την προσπάθεια που έγινε να διαπιστωθεί ο παράνομος και επαχθής χαρακτήρας του ελληνικού χρέους. Επίσης, για να συνεχίσω σε ό,τι αφορά τα «βέλη» που για κάποιον λόγο δεν περιλαμβάνονταν στην «ελληνική φαρέτρα», δεν μπορώ να μην αναφερθώ στην παντελή εγκατάλειψη των γεωστρατηγικών πλεονεκτημάτων της χώρας, τα οποία δεν είδα ούτε στιγμή να αξιοποιούνται στρατηγικά. Όπως επίσης, δεν αξιοποιήθηκε καν το ίδιο το δυσθεώρητο μέγεθος του χρέους της χώρας και το Grexit (το οποίο ο ίδιος ο Βαρουφάκης υποδείκνυε ότι δεν έπρεπε να το φοβόμασταν περισσότερο από ένα νέο Μνημόνιο), τα οποία, εάν συνέβαιναν θα προκαλούσαν τεράστια ζημία στο ευρώ και τις οικονομίες της Ευρωζώνης, (ύψους περίπου 1 τρις ευρώ, σελ. 22 -κατ’ εμέ πολύ περισσότερο, λαμβάνοντας υπόψη την παγκόσμια έξαρση των κερδοσκοπικών κινήσεων που θα εκδηλώνονταν, αλλά δεν είναι του παρόντος να το συζητήσουμε) κάτι που δεν ήθελαν να το σκέφτονται, και επομένως, ήταν κάτι που εμείς θάπρεπε να το σκεφτόμασταν συνεχώς και να αναδεικνύαμε την αποφασιστικότητά μας να τολμήσουμε να απασφαλίσουμε την βόμβα που θα συγκλόνιζε το ευρώ, όταν ο ίδιος ο Βαρουφάκης, εισηγούνταν ως αποτελεσματικό μέσο πίεσης, το οποίο όμως δεν υιοθετήθηκε από την Κυβέρνηση, την απειλή κουρέματος των 27 δις ευρώ ελληνικών ομολόγων που είχε στη κατοχή της η ΕΚΤ, το οποίο δεν θα επέτρεπε στον Μάριο Ντράγκι να κλείσει τις ελληνικές τράπεζες και θα τον έφερνε την ίδια στιγμή αντιμέτωπο με το Βερολίνο (σελ. 164-165, 175 και αλλαχού). Πόσο μάλλον θα ταρακούναγε την Ευρώπη και την Υφήλιο, μια προοπτική κουρέματος αν όχι του συνολικού, τουλάχιστον πολύ μεγαλύτερου μέρους του χρέους από αυτά τα 27 δις ευρώ, μια συζήτηση όμως που δεν γίνονταν καθόλου, αλλά όμως υπήρχαν τέτοιες ιδέες όπως π.χ. η επιστράτευση των διεθνιστικών Αριστερών τους οραμάτων ως εφαρμόσιμες πολιτικές στη διαπραγμάτευση! Επίσης, τέτοια «επιχειρησιακά μέσα- όπλα» όπως π.χ. το όραμα, απουσιάζει εντελώς ως λειτουργικό προγραμματικό στοιχείο της συνολικής κυβερνητικής στρατ
ηγικής. Αυτή η απουσία ΣΥΝΟΛΙΚΗΣ στρατηγικής, έδινε το δικαίωμα στον καθένα να αντιλαμβάνεται την στρατηγική αυτή, από τη δική του σκοπιά. Έτσι, λ.χ., η λέξη «αναδιάρθρωση του χρέους», μπορούσε -και αυτό συνέβαινε τότε-, να ερμηνεύεται από το «κούρεμα» (μεγάλο ή μικρό αδιάφορο), ίσαμε την αποδοχή του στο σύνολό του και απλώς, την χρονική ανακατανομή των υποχρεώσεων αποπληρωμής του, (ως προς ένα τμήμα του ακόμη και στο διηνεκές) ώστε να γίνει πιο υποφερτό, όπως το εννοούσε ο Βαρουφάκης (αναγνώριση χρέους με παράλληλη αναδιάρθρωσή του – δες π.χ., σελ. 441)! Όμως, αυτή η εκδοχή, απείχε παρασάγγας από αυτό που είχε καταλάβει ο Λαός ως «δέσμευση» του ΣΥΡΙΖΑ απέναντί του, ενώ, ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό η ερώτηση : μήπως αυτή η αναγνώριση με παράλληλη αναδιάρθρωση, ήταν ό,τι ακριβώς επιθυμούσε η Τρόικα εκείνη τη στιγμή; Διότι τι θα την εμπόδιζε να κρατήσει τη πολύ πρακτική σημασία που περιέχει η δέσμευση για «αναγνώριση του χρέους», και από εκεί και πέρα, αργότερα, όταν θα υπογράφονταν το νέο Μνημόνιο, με την οποιαδήποτε ονομασία και να του έδιναν, θα παρέπεμπαν στις Καλένδες το ζήτημα της «αναδιάρθρωσης», ή αν πιέζονταν, θα άρχισε μια διελκυστίνδα ανταλλαγής «ερμηνειών» για το πώς ο καθένας εννοεί τη λέξη αυτή που θα εξελίσσονταν ενδεχομένως και σε ανούσιες θεωρητικολογίες, και ασφαλώς, θα μπορούσε χρονικά τις συζητήσεις να τις τραβήξει τόσο, έως ότου μια άλλης πιο «φιλική» Κυβέρνηση θα προέκυπτε από τις εκλογές τις οποίες εν ανάγκη θα μπορούσε να τις προκαλέσει και η ίδια (η Τρόικα) μέσω κατάλληλων πιέσεων! Το να πανηγυρίζει κάποιος γι’ αυτή την ασάφεια, ασφαλώς έχει μια πολύ ιδιαίτερη αντίληψη για την έννοια της «νίκης», για να μη πω πως εκλαμβάνει ως επιτυχία μια καταφανέστατη ήττα. Σιδηρούς κανόνας σε διαπραγματεύσεις αυτού του είδους, είναι πως δεν αφήνεις το «προνόμιο» της ερμηνείας κρίσιμων όρων της όποιας «συμφωνίας» στον «αντίπαλο». Αυτό πέτυχε τελικά η Τρόικα με την παραπάνω θέση, αυτό πανηγυρίζουμε κι εμείς ως δική μας επιτυχία!
Η γλώσσα της επιστημονικής αλήθειας -για να πούμε δε το πράγμα με το όνομά του : των τεχνοκρατών-, αυτή τη γλώσσα την οποία τόσο πολύ εμπιστεύτηκε ο Βαρουφάκης, δεν είναι κατ’ ανάγκη συμβατή με την πολιτική αντιμετώπιση ενός προβλήματος, όμως εδώ συνέβη κάτι πολύ πιο αναποτελεσματικό, ενώ, ενίοτε δεν είναι καν η καθοριστική. Εν προκειμένω, χρησιμοποιήθηκε η μια πτυχή της επιστημονικής αλήθειας του προβλήματος και η πλέον αδιάφορη από τη σκοπιά των εταίρων. Η δημοσιονομική αλήθεια. Δεν χρησιμοποιήθηκε το ζήτημα του ποιος και πως δημιούργησε το χρέος και να πολιτικοποιηθεί δυναμικά το ζήτημα και εκτός των θεσμικών οργάνων, κυρίως εκτός του παραθεσμικού Eurogroup. Σ’ ένα Eurogroup όπου ο μόνος οικονομολόγος ήταν ο Βαρουφάκης κι αυτό τα λέει όλα. Εκεί χρειάζονταν την εποχή εκείνη μάλλον ένας δυναμικός και αρκούντως πολιτικοποιημένος νομικός με ένα ντοσιέ που να αποκαλύπτει μνημονιακά εγκλήματα θεμελιωμένα νομικά, όπως και την ευθύνη των δανειστών για την οποία υπάρχει πλήρης σιγή. Αυτό θα τους απασχολούσε πολύ περισσότερο απ’ τα λογιστικά κατάστιχα και θα τους απασχολούσε ακόμα περισσότερο αν δημοσιοποιούνταν στην ευρωπαϊκή και διεθνή κοινή γνώμη και ταυτόχρονα δρομολογούνταν και οι δικαστικές ενέργειες. Δεν αμφιβάλω ότι ο Βαρουφάκης, προσπάθησε να λειτουργήσει και σκεφτεί ως πολιτικός και όχι ως οικονομολόγος και μάλιστα ως πανεπιστημιακός, αλλά, θεωρώ πως δεν τα κατάφερε, ίσως διότι την «πολιτική τέχνη», «δεν την έχει». Αυτό δεν το λέω προς ψόγο. Είναι παλιά και εδραιωμένη η πεποίθησή μου, πως η επιστημονική ειδίκευση και η πολιτική αποτελεσματικότητα, δεν συσχετίζονται κατ’ ανάγκην θετικά, και αν ζούσε ο Βίσμαρκ, ασφαλώς θα συμφωνούσε μαζί μου! Ο Βαρουφάκης έπεσε στην παγίδα του να παίξει τον ρόλο του τεχνοκράτη οικονομολόγου όντας κάτοχος πολιτικού θώκου, την ίδια στιγμή εκείνοι που αποτελούσαν τους ισότιμους συνομιλητές του, οι άλλοι υπουργοί οικονομικών, ασχολούνταν με την πολιτική, ως όφειλαν, και όχι με τις οικονομικές καταστάσεις με τις οποίες ασχολούνταν τα τεχνικά τους κλιμάκια. Στο βιβλίο του αναφέρεται σε προσωπικές του εμπλοκές όντας από τη θέση στρατηγού στο έργο κατώτερων αυτού αξιωματικών, που ενώ αυτή ήταν η δουλειά τους, εν τούτοις, δεν ήταν αυτή η δουλειά του στρατηγού. Τη στιγμή που αναγνωρίζονταν και σωστά πως το παιχνίδι ήταν πολιτικό και όχι πρωτίστως οικονομικό, πρωτίστως πολιτικές όφειλαν να ήταν και οι στρατηγικές. Στο Eurogroup, δεν λαμβάνονται τεχνικές αποφάσεις αλλά πολιτικές. Το αν τώρα, αυτές είναι νομιμοποιημένες ή όχι, αυτό είναι άλλο ζήτημα, και συμφωνώ πως δεν είναι νομιμοποιημένες. (Επομένως τίθεται το ερώτημα : αυτό πώς το εκμεταλλευτήκαμε ως διαπραγματευτικό όπλο, π.χ., με το να αρνηθούμε να συμμετέχουμε σε ένα όργανο που δρα παραθεσμικά, τουλάχιστον έως ότου οι αποφάσεις του παύσουν να έχουν θεσμική ουσιαστική ισχύ;). Εκεί, οι υπουργοί οικονομικών, οι οποίοι δεν ξεχνούν πως είναι πολιτικά πρόσωπα και όχι τεχνοκράτες με βάση την επιστημονική ειδίκευση του καθενός τους, αποφασίζουν τι θέλουν και εντέλλονται στα τεχνικά κλιμάκια που πληρώνονται για να προσφέρουν αυτή ακριβώς την υπηρεσία να υλοποιούν τις επιθυμίες και εντολές τους, κάπως έτσι : «ελάτε τώρα, τσακιστείτε και φορέστε το κατάλληλο τεχνοκρατικό κουστούμι σε ό,τι εδώ αποφασίσαμε, άσχετα πόσο ευφυές, ανόητο, δημοκρατικό ή μη είναι, αυτό δεν σας αφορά. Δουλειά σας να αναδεικνύετε σε ορισμό της σοβαρότητας τον ορισμό της ανοησίας, αν τούτο απαιτείται». Ακόμα και ο διάλογος που περιγράφει με την Κριστίν Λαγκάρντ στο κεφάλαιο του βίβλου του «Εντολή Πρωθυπουργού» όπου παρατίθενται πράγματι πολιτικά επιχειρήματα, αυτά αναπτύσσονται σε μια συζήτηση χαλαρά υπηρεσιακή (θα την έλεγα σχεδόν ιδιωτική), πάντως όχι δημόσια, και άρα χωρίς περαιτέρω θετικές για τη Χώρα συνέπειες. Ουσιαστικά πολιτικές στρατηγικές δεν αναπτύχθηκαν. Υπήρχαν πολιτικές διαμαρτίες που όμως απείχαν από το να θεωρηθούν στρατηγικές όταν δεν συγχέονταν με τους στόχους. Έτσι π.χ., αυτό που ο Βαρουφάκης αποκαλεί ως «βέλτιστη στρατηγική», δηλαδή στο να είμαστε ανυποχώρητοι να μη δεχτούμε νέα μη βιώσιμα δάνεια, (ορθό), και στην απαίτησή μας γι αναδιάρθρωση του χρέους ακόμα και με κόστος ένα Grexit (ορθό) (σελ. 366), αυτό ΔΕΝ είναι «στρατηγική». Είναι «στόχος»! Στρατηγική είναι να πεις, πώς θα πετύχεις αυτό τον στόχο, πώς δηλαδή, θα δώσεις στρατηγικό προγραμματικό περιεχόμενο στη λέξη «ανυποχώρητοι», ώστε να την διακρίνεις από την «εμμονή» ή την αδράνεια ή και από την απλή διαμαρτυρία, όσο έντονη και αν είναι και όσο εμπλουτισμένη με «επιστημονικά επιχειρήματα». Ιδίως δε, σε ό
,τι με αφορά, δεν μπόρεσα να διακρίνω τον χαρακτήρα της «στρατηγικής», ούτε καν σε εκείνα τα θέματα τα οποία αποτελούσαν την διακηρυγμένη κόκκινη γραμμή η οποία δεν έπρεπε να παραβιαστεί, εκείνο το περίφημο 30% των «τοξικών» Μνημονιακών μέτρων που δεν μπορούσαν να συνεχίσουν να ισχύουν, όπως η πολιτική λιτότητας και ξεπουλήματος (όπως σημειώνει ο Βαρουφάκης) και για χάρη της επαναδιαπραγμάτευσης των οποίων, έγινε αποδεκτό το υπόλοιπο 70% των μνημονιακών μέτρων! (δες σελ. 375-378).
Θα εστιάσω τώρα σε ένα σημαντικό πολιτικό ζήτημα που αναδύεται από τα γεγονότα που εκτίθενται στο βιβλίο του.
Όπως ήδη σημείωσα, δεν διέγνωσα μια ΣΥΝΟΛΙΚΗ στρατηγική, που θα όφειλε να ήταν κυρίως πολιτική και δευτερευόντως οικονομική, όχι μόνο διότι η Κρίση ήταν ως προς τα αίτιά της κυρίως πολιτική, μα εξίσου σημαντικό, αν όχι και πιο σημαντικό, διότι πολιτικά την αντιμετώπιζε το Βερολίνο, αφού, οι «οικονομικές (δημοσιονομικές) λύσεις» που μας επέβαλαν, μόνο «λύσεις» δεν ήταν, και μόνο εκ «λάθους» δεν επιβάλλονταν ως «μη λύσεις». Αυτό δεν αφορά βεβαίως μονάχα τον ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, αφορά ΟΛΕΣ τις Μνημονιακές Κυβερνήσεις. Η Ελλάδα, σ’ όλη τη Μνημονιακή Περίοδο, τη μόνη θέση που έχει κατορθώσει να «πετύχει» στο παιχνίδι είναι αυτό του τερματοφύλακα, με μια όμως ιδιαιτερότητα. Σε όλες τις ομάδες, ο κάθε τερματοφύλακας έχει και άλλους δέκα παίκτες να υπερασπίζονται το τέρμα του. Ο δικός μας τερματοφύλακας, δεν διαθέτει ΚΑΝΕΝΑΝ παίκτη να υπερασπίζεται την εστία του. Απλώς, έχει απέναντί του μια επιτιθέμενη ομάδα, κι αυτός είναι υποχρεωμένος απλώς να ελπίζει ότι θα δεχτεί τον μικρότερο δυνατό αριθμό τερμάτων! Συνεπώς, όταν αναφέρομαι στον Βαρουφάκη, διευκρινίζω πως δεν στερείται κάτι που διέθετε η υπόλοιπη Κυβέρνηση στην οποία μετείχε, ούτε ασφαλώς και οι προηγούμενες Μνημονιακές Κυβερνήσεις. Μάλιστα υπό μιαν έννοια, ο Βαρουφάκης, έστω και κατά τρόπο που δεν επιβραβεύθηκε από τα αποτελέσματα, ουσιαστικά υπήρξε ο μόνος ο οποίος διαπραγματευόμενος με τους «θεσμούς», πρόβαλε αντιστάσεις όχι μονάχα λεκτικές μα και έργω, άσχετα με το βαθμό αποτελεσματικότητάς τους και όχι χωρίς το στοιχείο της συνέχειας, κατά την δική μου αντίληψη των πραγμάτων.
(συνεχίζεται)