(συνέχεια από προηγούμενο)
Όμως, εκείνο που τράβηξε την προσοχή μου στο βιβλίο του, είναι εκείνα τα γεγονότα, που έρχονται ως «αποδεικτικό υλικό» να επιβεβαιώσουν, μαζί με όσα άλλα κατά καιρούς έχουν δει (πάντα με φειδώ) το φως της δημοσιότητας, πως παίχτηκε ένα καταχθόνιο παιχνίδι σ’ αυτό που αποκλήθηκε «Πειραματόζωο : «Ελλάς»».
Υπάρχουν πράγματα που αναφέρονται, τα οποία αν ισχύουν, τότε, βρισκόμαστε μπροστά σε μια πραγματικότητα, οργουελικής εμπνεύσεως και βεβαίως θα επέφεραν, αν η Ελληνική Δημοκρατία λειτουργούσε «κανονικά», και τις ανάλογες συνέπειες όχι μόνο σε όσους συνέπραξαν ως φυσικοί αυτουργοί αλλά και μετείχαν του εγκλήματος ως ηθικοί αυτουργοί. Παρότι ο Βαρουφάκης δεν φαίνεται να ασπάζεται τις «συνωμοσιολογίες», (δες όλως ενδεικτικά, σελ. 41 και 101 του βιβλίου του), εν τούτοις, θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε καλύτερα αν συμφωνούσαμε τουλάχιστον πως ό,τι δεν εξελίσσεται επί της σκηνής αλλά υπόγεια και παρασκηνιακά, από πρόσωπα ή θεσμικά όργανα που ΟΦΕΙΛΟΥΝ να λειτουργούν υπό το άπλετο φως των προβολέων της δημοσιότητας, με προφανή στόχο την παραπλάνηση της Κοινής Γνώμης και την πρόκληση ζημίας ή βλάβης ενός ολόκληρου Λαού, αυτό το αποκαλώ «συνωμοσία». Βεβαίως, τα ίδια αυτά γεγονότα, κάποιος μπορεί να τα αποκαλέσει «παρασκήνιο» ή «μυστική διπλωματία». Λοιπόν ας συμφωνήσουμε σε τούτο : εκεί όπου εγώ μιλώ για «συνωμοσία», αυτός ο «κάποιος» ας το αποκαλεί «παρασκήνιο», αρκεί να έχουμε προ οφθαλμών το ίδιο γεγονός. Αυτό ισχύει και για τον ίδιο τον Γ. Βαρουφάκη, που είναι επιφυλακτικός απέναντι στο συνωμοσιολογικό φαινόμενο. Μονάχα που εδώ, αν ο διαπραγματευτής της «ελληνικής υπόθεσης», τα γεγονότα που εξελίσσονται στο «παρασκήνιο», και έχουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά, πέραν του πώς τα βαφτίζει, δεν μπορεί να παραδεχτεί ότι συνιστούν μια ξεκάθαρη ενέργεια εναντίον των συμφερόντων που υπερασπίζεται,, και επιμένει π.χ. στη θεωρία του «λάθους» (που όμως, την ίδια στιγμή αντικρούει!), και το αντιμετωπίζει ως περίπου κάτι το ιστορικά παράδοξο στην παγκόσμια μα και στην εθνική μας Ιστορία, τότε το πράγμα αρχίζει να γίνεται πολύ επικίνδυνο για την αποτελεσματικότητα της στρατηγικής που υποτίθεται ότι θα αντικρούσει αυτές τις υπόγειες συμμαχίες εναντίον των συμφερόντων υπέρ των οποίων μάχεται. Όμως η «μυστικότητα» ή η «συνωμοσία» (ανάλογα με το πώς βαφτίζει ο καθείς το ίδιο γεγονός), αποτελούν πραγματικότητες της ζωής, και όταν επισημαίνονται, αποτελεί μυωπία να αρνείσαι να κοιτάξεις κατάμουτρα την αλήθεια, ίσως από το φόβο διότι αμαυρώνει κάτι που δεν θέλεις να πιστεύεις ότι πρέπει να αμαυρωθεί. Όπως λ.χ., οι Ευρωπαϊκοί Θεσμοί. Όπως, άλλο παράδειγμα, για το πώς αποφασίστηκε, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΤΗΡΗΘΟΥΝ ΟΥΤΕ ΤΑ ΠΡΟΣΧΗΜΑΤΑ, η επιβολή εδώ στην Ελλάδα των Μνημονίων, μιας ολόκληρης Κυβέρνησης, αυτή του Λουκά Παπαδήμου. Προϊόν «διαφανών» διαβουλεύσεων; Μεταξύ ποίων; Ή μήπως μπορούμε να την αποκαλέσουμε προϊόν «συνωμοσίας» και μάλιστα κυρίως Ξένων Κέντρων;
Ούτε βεβαίως εννοώ, ως «συνωμοσία» τη γνώση της γραφειοκρατίας -σε όλη της τη κλίμακα- που δραστηριοποιείται εντός εκείνου ή εκείνων των «θεσμών» που έχουν μεταβληθεί σε συνωμοτικά κέντρα, ότι συμμετέχει σε μια τέτοια «συνωμοσία», μάλιστα. Μάλιστα, καλό είναι να πιστεύει το αντίθετο, μα, και αν δεν το πιστεύει, αυτό που την ενδιαφέρει, είναι την προκαθορισμένη μέρα του κάθε μήνα να πιστώνεται στον λογαριασμό μισθοδοσίας αυτών που συγκροτούν αυτή τη γραφειοκρατία, η μισθοδοσία τους, η οποία, άλλωστε, καθ’ ά πληροφορούμαστε είναι άκρως ελκυστική ώστε να διανοηθεί κάποιος να διακινδυνέψει τη θέση του, για το αν η Ελλάδα αδικείται ή όχι!
Ας πάρουμε ως παράδειγμα το Eurogroup! (Θα μπορούσαμε να κάνουμε κι άλλη επιλογή, όμως, όπως είπα, το επιλέγουμε χάρη παραδείγματος και μόνο). Το Eurogroup, κατά περίπτωση, όπως εγώ αξιολογώ τις πράξεις του μακροσκοπικά, ως «outsider» (για να χρησιμοποιήσω έναν όρο που αναφέρει ο Βαρουφάκης στο βιβλίο του), και ήδη στο υπό κρίση βιβλίο του ο Γ. Βαρουφάκης, με την «εσωτερική» πληροφόρηση που προσφέρει ενισχύει την άποψή μου, σχημάτισα τη πεποίθηση ότι όντως ενεργεί (και πάντως ενήργησε στη περίπτωση της Ελλάδας -και όχι μόνο, π.χ., και στη Κύπρο) συνωμοτικά, (σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσα παραπάνω), έχοντας ως «ιθύνοντα νου» έναν θεσμό που βρίσκεται εκτός αυτού : τη γερμανική κυβέρνηση και ιδίως το γερμανικό υπουργείο οικονομικών και την γερμανική καγκελαρία! Εδώ το ζήτημα δεν είναι μονάχα πως δεν γνωρίζουμε βάσει ποιων θεσμοθετημένων αρχών λαμβάνει τις αποφάσεις του, ούτε καν βάσει ποιων νομικών εξουσιοδοτήσεων λαμβάνει αποφάσεις, (νομίζω πως στο βιβλίο του Βαρουφάκη αποδεικνύεται πλήρως η έλλειψη τέτοιας τυπικής νομιμοποίησης), μα, η δική μου αντίληψη των πραγμάτων γι’ αυτό, με πείθει πως δεν πρόκειται παρά ενός ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ θιάσου σκιών, με μόνη εξαίρεση τον Γερμανό υπουργό οικονομικών, ο οποίος έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο, με τους υπόλοιπους απλώς να συμφωνούν μαζί του ή να τους παρέχεται και το «δικαίωμα» να μισοδιαφωνούν μαζί του αλλά πάντα εντός των ορίων της υποταγής τους προς το Βερολίνο. Μάλιστα η εικόνα -που ασφαλώς αντικατοπτρίζει μια πραγματικότητα- ότι συγκαλείται για να αποφασίσει ό,τι ήδη το Βερολίνο έχει αποφασίσει ότι πρέπει να αποφασιστεί, και η προκλητική αγνόησή τους για το πώς και γιατί προέκυψε η αναγκαιότητα διαφόρων αποφάσεων, αναδεικνύει το μέγεθος του ελλείμματος της Δημοκρατίας στην Ευρώπη.
Μου φαίνεται, πολύ προβληματική η λογική του επιχειρήματος του Βαρουφάκη ο οποίος στο ερώτημά του αν «η ανίερη μεταχείριση της Ελλάδας» υπήρξε προϊόν συνωμοσίας, απαντά πως : «Αν όντως υπήρξε συνωμοσία, αυτή δεν ήταν προμελετημένη, τουλάχιστον αρχικά, και έγινε άνευ συνωμοτών» (σελ. 68 βιβλίου του). Και γιατί τούτο; Διότι έπρεπε να διασωθούν οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες, μια αλήθεια που ποτέ δεν τόλμησαν να παραδεχτούν (εύλογο!), κι έτσι, έπρεπε να εφευρεθούν οι κατάλληλες λοιδορίες για τους «σπάταλους και οκνηρούς Έλληνες» και όλα τα άλλα ψεύδη που κατασκευάστηκαν για το ζήτημα της «ελληνικής διάσωσης», από τα οποία δεν ήταν δυνατό να ξεφύγουν στη συνέχεια (σελ. 58-68 βιβλίου του), ή διότι, ήταν ο ίδιος ο βαθμός προβληματικότητας της ελληνικής οικονομίας που την οδήγησε εδώ που την οδήγησε (σελ. 101, όπου σημειώνει : «Θα ήταν λάθος να πιστέψει κανείς ότι όλα αυτά έγιναν με πρόθεση, με δόλο, στο πλαίσιο κάποιας συνωμοσίας»), όμως, όπως σημειώνει, δεν είμασταν η μόνη χώρα με προβλήματα, αλλά υπήρχαν και άλλες «με παραπλήσια με εμάς προβλήματα», και σαν τέτοιες αναφέρει την Βρετανία και Ισπανία (σελ. 79-81). Μάλιστα, ο ίδιος ο Βαρουφάκης, υπουργός ών οικονομικών λίγων μόλις εικοσιτετραώρων, τον Ιανουάριο του 2015, όταν ρωτήθηκε από συνεργάτη του «Ποιά ακριβώς είναι η ατζέντα, απ’ όσο γνωρίζεις;», απάντησε : «Να μας στραγγαλίσουν η τρόικα και οι ντόπιοι τραπεζίτες από την πρώτη κιόλας εβδομάδα» (σελ. 235), μια απάντηση πλήρης συνωμοτικών υπονοουμένων, (δική μου η ερμηνεία), διότι κάτι τέτοιο σήμαινε πως όλοι αυτοί, ντόπιοι και ξένοι, θα εξύφαιναν σχέδια υπονόμευσης της Κυβέρνησης, κάτι που θα σήμαινε «συνωμοσία με συνωμότες», «πρόθεση», «δόλο», και όλα όσα ο Γ. Βαρουφάκης δηλώνει ότι δεν υφίστανται! Όμως, όντως αυτό που βλέπει ο Βαρουφάκης, είναι «συνωμοσίες χωρίς συνωμότες», έλλειψη «προθέσεων» ή «δόλου» στην αναποτελεσματικότητα του ελληνικού προγράμματος, όταν ο τιμωρητικός χαρακτήρας του ελληνικού «προγράμματος σωτηρίας» αποτελεί το κυρίαρχο «μείγμα μέτρων» στη συνολική πολιτική που επιβάλλουν στ χώρα; Σε μένα πάντως, μου φαίνεται πολύ περίεργο πως ένα ΔΝΤ και ένα Βερολίνο (το Παρίσι, αφήστε το, έτσι κι αλλιώς, ουσιαστικά έχει μετατραπεί αυτή η κάποτε περήφανη Χώρα σε σκιά του παλιού της εαυτού, θλιβερό δορυφόρο του Βερολίνου), ένας Οργανισμός και μια Χώρα, και οι δύο περιώνυμοι για τον υψηλό βαθμό των Επιχειρησιακών των Σχεδιασμών, ιδίως δε για το Βερολίνο, για την εξίσου περιώνυμη μεθοδικότητά του σε ό,τι σχεδιάζει σε επίπεδο Εθνικής Στρατηγικής, πως αποφασίστηκε μια κατ’ ουσίαν διεθνής δράση (με την εμπλοκή και του ΔΝΤ σε μια καθαρά ευρωπαϊκή υπόθεση), έτσι «στο πόδι» και «ως έτυχε», όταν όλα δείχνουν πως πολλούς μήνες πριν τον Μάιο του 2010, όταν επιβλήθηκε το πρώτο Μνημόνιο, υπήρχαν επαφές και συζητήσεις με το ΔΝΤ για την εμπλοκή του στο «ελληνικό ζήτημα», επαφές, που είναι αδιανόητο να σκεφτούμε πως οι Γερμανοί, μεγαλομέτοχοι όντες του Ταμείου, τις αγνοούσαν και δεν είχαν καμία εμπλοκή, ή τουλάχιστον «εσωτερική πληροφόρηση», ως «insiders», ιδίως όταν διακυβεύονταν ζωτικά οικονομικά συμφέροντα γερμανικών τραπεζών! Πώς είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς, πως οι «γιατροί» που ήρθαν το 2010, άλλοι από την Ουάσινγκτον, άλλοι από τις Βρυξέλλες, άλλοι από τη Φραγκφούρτη και άλλοι από το Βερολίνο, «τυχαίως» συναντήθηκαν «καθ’ οδόν προς την Αθήνα», όπου, μόνο αφού σε πρώτο χρόνο τα έκαναν «μαντάρα», σε ένα δεύτερο χρόνο άρχισαν να «συνωμοτούν» προκειμένου να παρουσιάζουν προς τα έξω μια «κοινή γραμμή». «Κοινή Γραμμή» δεν είχαν απλά εξ αρχής με την -υποχρεωτική- «υιοθέτηση» των Μνημονίων εκ μέρους της Ελλάδας, την είχαν πολύ πριν έρθουν, όπως «κοινή συναινέσει» εκδηλώνονταν και οι όποιες μεταξύ τους «διαφωνίες», αργότερα, στη φάση της εφαρμογής των Μνημονίων, που παραδόξως όμως, ποτέ δεν απείλησαν την ενότητά τους.
Όμως, επιμένω στο ζήτημα της συνωμοσίας, διότι έχει μεγάλη σημασία να αντιληφθούμε, και για να το θέσω πιο σωστά : να αντιληφθώ, πώς ένας δημόσιος λειτουργός, που μάλιστα εκείνη την εποχή έτυχε να πέσει στους ώμους του η πιο κρίσιμη για τη Χώρα αποστολή, αυτή της διαπραγμάτευσης της εξόδου από τα Μνημόνια, αντιλαμβάνονταν τα πράγματα και τα γεγονότα, εξόν από όσα είχαν να κάνουν με την επιστημονική οικονομική ανάλυση, όπου εκεί, λίγα θα είχα να επισημάνω ως σημεία αντιλογίας, με εξαίρεση τις απόψεις του για τη σημασία της σχέσης του (γερμανικού) ευρώ και των απαιτήσεων ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Όταν ο Βαρουφάκης περιγράφει, το συμβάν του τηλεφωνήματος όπου απείλησαν τη ζωή του γιού της γυναίκας του αν δε σταματούσε να τα βάζει με τις τράπεζες, (σελ. 105-106), μου κάνει εντύπωση, πως ούτε και σ’ αυτή την απειλή διαβλέπει το ενδεχόμενο να εξυφαίνεται μια σε βάρος του συνωμοσία, εξόν κι αν θεώρησε ότι επρόκειτο για ένα τηλέφωνο – φάρσα, κάτι όμως που δεν φαίνεται να το υιοθετεί. Εάν όντως η απειλή είχε βάση, το μυαλό ποιαν εικόνα μπορεί να «σκηνοθετήσει», αν όχι κάτι σαν την επόμενη; Κάποιοι να συναντώνται, ασφαλώς με κάθε προφύλαξη, και να σχεδιάζουν, ασφαλώς με κάθε προφύλαξη τον εκβιασμό, ασφαλώς με κάθε προφύλαξη, αφού προηγούμενα παρακολούθησαν το πώς και πού ο γιός του υπουργού διασκεδάζει, να καταγράψουν τις κινήσεις του, ασφαλώς με κάθε προφύλαξη, και να αναθέσουν, ασφαλώς με κάθε μυστικότητα, σε κάποιον ή κάποιους να εκτελέσουν και τον εκβιασμό!
Πιο ενδιαφέρον μάλιστα είναι το πώς περιγράφει ο ίδιος ο Γ. Βαρουφάκης το colpo grosso της «διάσωσης» των ελληνικών τραπεζών (σελ. 105-111), όπου, τραπεζίτες, off shore εταιρείες, ΜΜΕ, ΔΝΤ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ελληνικές κυβερνήσεις, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, (τα πολιτικά παιχνίδια της οποίας, (και προσθέτω με δικά μου λόγια : άρα εξωθεσμικά, και άρα συνωμοτικά), ο Βαρουφάκης τα υπογραμμίζει σε κάθε περίσταση στο βιβλίο του, δες π.χ. σελ. 333-334), ένα πλέγμα τεθλασμένων συναλλαγών και αλληλοϋποστηρίξεων -ο καθείς από το μετερίζι του!-, να επιδίδονται σε μετακινήσεις ιλιγγιωδών ποσών και με όλους τους παραπάνω «μέσα στο παιχνίδι» με πρόφαση την «διάσωση των τραπεζών» (και επομένως και της ελληνικής οικονομίας), μια περιγραφή, που εγώ διαβάζοντάς την είχα την αίσθηση ότι διάβαζα, ότι διαβάζω, ένα μυθιστόρημα με άκρως συνωμοτική πλοκή! Και η έκπληξή μου βρίσκεται στο ότι ο Γ. Βαρουφάκης, ούτε προς στιγμή υπό μορφή υποσημείωσης, δεν θεώρησε σημαντικό να σημειώσει ότι εδώ, κάτι δεν πάει καλά με τις υποθέσεις του περί «συνωμοσιών χωρίς συνωμότες», περί απουσίας «σκοπιμότητας» ή «δόλου» στον (εκ λάθους; αλλά ούτε αυτό το δέχεται!) σφαγιασμό της Ελλάδας και του Ελληνικού Λαού.
Σε άλλη περίπτωση, όταν ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών, επιχειρεί με τα αναμφισβητήτως λογικά επιστημονικά του επιχειρήματα να πείσει την Κριστίν Λαγκάρντ για τη διαγραφή μέρους του ελληνικού χρέους, για κάτι που -ως ΔΝΤ- δεν είχε αντίρρηση, για να λάβει την απάντηση πως, παρά την εκ μέρους της ομολογουμένη ανεδαφικότητα των αντίθετων απόψεων, εν τούτοις του δηλώνει πως δεν μπορούν να υπαναχωρήσουν διότι έχουν «επενδύσει πολλά σ΄ αυτό το πρόγραμμα», (σελ. 55 βιβλίου του), εγώ, σε αντίθεση με τον Βαρουφάκη που εστίασε στην «ομολογία ανεδαφικότητας» της Λαγκάρντ, θα εστίαζα στη φράση ότι έχουν «επενδύσει πολλά σ΄ αυτό το πρόγραμμα» και θα αναζητούσα να αναδείξω τόσο στις διαπραγματεύσεις όσο και στη Κοινή Γνώμη : 1ον ποιοί είναι οι «επενδυτές», 2ον πότε και πώς έφτασαν στην απόφασή τους να «επενδύσουν» και 3ον σε τι ακριβώς «επένδυσαν» και 4ον τι σόι πράγμα είναι αυτό το «πολλά» που αναμένουν από ένα αποτυχημένο πρόγραμμα! Ασφαλώς το ότι ψυχανεμίζομαι το τι συμβαίνει, αυτό είναι προφανές, από την αδυναμία μου να δεχτώ σενάρια «συνωμοσιών χωρίς συνωμότες», όμως εδώ, δεν έχουν τόση σημασία τα δικά μου ψυχανεμίσματα, όση σημασία έχει να δοθεί μια απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα! Και μέσα σ’ όλα τα άλλα, θεωρεί από πάνω, πως το ΔΝΤ και η Αθήνα, είχαν επιδιώξει -με πρωτοβουλία του ΔΝΤ- να συμπτύξουν μέτωπο εναντίον του Βερολίνου, διότι οι αναλυτές του ΔΝΤ είχαν «επιτέλους» συνειδητοποιήσει τα «σαθρά θεμέλια» του μνημονιακού προγράμματος (σελ. 223 βιβλίου)! Δεν παύω να εκπλήσσομαι με την καλή πίστη με την οποία προσεγγίζονται γεγονότα εγκληματικά. Αν είναι ποτέ δυνατόν, το ΔΝΤ να στραφεί εναντίον του Βερολίνου, όχι μονάχα διότι τα συμφέροντά του ήταν απείρως πιο αλληλένδετα και κρίσιμα με αυτά της Γερμανίας παρά με την Ελλάδα, ούτε μονάχα διότι το ΔΝΤ είναι ένας μεγαλομέτοχος του ΔΝΤ -και άρα αυτός που χορηγεί τους παχυλούς μισθούς στα στελέχη του-, μα, ακόμα πιο σημαντικό, διότι την περίοδο εκείνη, ο έτερος και ακόμα μεγαλύτερος μέτοχος του ΔΝΤ, οι ΗΠΑ, ήταν πολιτικά αυτοκόλλητος με το Βερολίνο. Πόθεν λοιπόν, ακόμα και ως σύντομο σχόλιο αλλά δηλωτικό του πως αντιλαμβάνεται τα πράγματα ο Γ. Βαρουφάκης, η χωρίς επιφύλαξη πως θα ήταν ποτέ το ΔΝΤ να συμπτύξει μέτωπο εναντίον του Βερολίνου; Ευκαιρίας δε δοθείσης, δεν μπορώ να μην επισημάνω το πώς ο Βαρουφάκης αξιολογεί τους ανθρώπους, όπως εν προκειμένω, την Κριστίν Λαγκάρντ (και όχι μόνο, αλλά μένω σ’ αυτό το παράδειγμα, χωρίς να επανέλθω και με άλλες περιπτώσεις, όπως π.χ., τα κριτήρια επιλογής των συνεργατών του που δεν είχαν μείνει ασχολίαστα). Θεωρεί την Λαγκάρντ ως ένα άνθρωπο που γνωρίζει τι θα πει «σεβασμός» (σελ. 56 βιβλίου του) και εν πάση περιπτώσει πλέκει ένα σύντομο πλην θετικό εγκώμιο για το πρόσωπό της, γι’ αυτό και δεν ένιωσε «ούτε στιγμή αντιπαλότητα» μαζί της, για να προσθέσει αμέσως, πως ως μέλος που ήταν του «συστήματος», «ύψιστη προτεραιότητά» της ήταν η διαφύλαξη των συμφερόντων του «σιναφιού» της (σελ. 56 βιβλίου του). Έξοχα! Τώρα, πόσο θετική γνώμη μπορώ να έχω για έναν άνθρωπο, που έχοντας να επιλέξει από τη μια πλευρά την επιβίωση ενός Λαού και την ανεξαρτησία μιας Χώρας και από την άλλη τα συμφέροντα ενός «σιναφιού», τελικώς επιλέγει το δεύτερο, αυτό, σε ό,τι με αφορά, δεν μου δημιουργεί κανενός είδους ηθικό ή πολιτικό ή προσωπικό δίλημμα για να νοιώσω αποστροφή για κάθε άνθρωπο που χρησιμοποιεί τέτοιου είδους σταθμά και μέτρα στις επιλογές του, που τον/την κάνουν να επιλέγει συμφέροντα «σιναφιών» έναντι συμφερόντων ολόκληρων λαών!
Αθροιζόμενα όλα τα παραπάνω ενδεικτικώς επιλεγέντα περιστατικά, δίνουν την εντύπωση ενός έργου που στερείται παρασκηνίων στη λογική της συνωμοσίας, έτσι όπως αυτή την εννοιολόγησα παραπάνω, και επομένως, πείτε την όπως αλλιώς θέλετε, αρκεί να μην καταργήσουμε τα ίδια τα γεγονότα; Ο Γ. Βαρουφάκης, πιστεύω πως αγνοώντας αυτή τη πραγματικότητα, διάλεξε και λάθος στρατηγική, και θα ήταν λάθος, ακόμα κι αν ήταν έτσι όπως εγώ την εννοώ, δηλαδή, πολιτική, αλλά, χωρίς να λαμβάνει υπόψη όλα όσα ΒΛΕΠΕΙ να διαμορφώνονται γύρω ως πολιτική πραγματικότητα! Θα μπορούσα να αναφερθώ σε πληθώρα άλλων γεγονότων που ο ίδιος αναφέρει, τα οποία μονάχα στα πλαίσια μιας προβληματικής ανοχής απέναντί τους, μπορεί να μην τα χαρακτηρίσει ως «συνωμοτικά». (Για παράδειγμα, εκτός όσων αναφέρθηκαν παραπάνω, παραπέμπω τον αναγνώστη στις σελίδες 343, 361-362, 369-370, 381-382, 395, 463-475, 484-485, 492-497, 503-505, 521-524, 529-533, 535-537, 539-541, 543, 553-554, 569, 614, 625-627, 636-640, 677-678, 684-686, 689, 720, 737-738, 782-783, 787, όπου θα μπορέσει να βρει εξιστορήσεις που ασφαλώς, η κάθε μία τους, όπως και κάθε μία από όσες αναφέρθηκαν παραπάνω, θα ήταν δυνατό να αποτελέσουν και ένα ωραιότατο σενάριο με πολιτικές ίντριγκες, με διαρκείς όσο και επιμελώς προγραμματισμένες παγίδες -σχεδόν σε κάθε βήμα του Έλληνα υπουργού-, λόγια υποστήριξης κατ’ ιδίαν που δεν χρειάζονταν παρά λίγη ώρα για να αναιρεθούν όταν μεταβάλλονταν σε δημόσιες δηλώσεις κατακεραύνωσης της Ελλάδας και μάλιστα παρόντος του Βαρουφάκη που μόλις λίγο πριν εισέπραττε κατ’ ιδίαν διαβεβαιώσεις υποστήριξης (!), υποκρισία χωρίς τέλος και χωρίς έλεος εκ μέρους θεσμών που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν «αλληλέγγυους εταίρους» μας στην Ευρώπη, κ.λπ.).
Όμως δεν αντέχω να κλείσω την αναφορά μου στο κεφάλαιο «συνωμοσία», χωρίς ένα ακόμα χαρακτηριστικό επεισόδιο, που συνέβη σε μια συνεδρίαση του Eurogroup, δηλαδή με πρωταγωνιστές του υπουργούς οικονομικών της ισχυρότερης οικονομικής ένωσης Κρατών στον κόσμο, που μονάχα με τακτικές αλανιών που επιχειρούν να «αιφνιδιάσουν» μια αντίπαλη παρέα αλανιών μπορεί να το χαρακτηρίσει κανείς, και να μη κάνω την μελαγχολική διαπίστωση ότι οι τύχες των Λαών της Ευρώπης, βρίσκονται στα χέρια τέτοιων ανθρώπων! Όπως εξιστορεί ο Βαρουφάκης, στα πλαίσια κάποιας συνεδρίασης του Παραθεσμού αυτού, του Eurogroup, μπήκε στην αίθουσα που θα λάβαινε χώρα η συνεδρίαση η ποία ήταν μισοάδεια, με απόντες την γερμανική αντιπροσωπεία (με τον Σόϊμπλε ασφαλώς), τον Μάριο Ντράγκι, τον Πόουλ Τόμσεν, και άλλους βασικούς υπουργούς. Ο Γερούν Ντάισελμπλουμ, ξεκίνησε τη συζήτηση με όσους παρίσταντο εκείνη τη στιγμή, και όταν ανάγγειλε πως στη συνέχεια θα συζητούσαν το θέμα που άκουγε στο όνομα «Ελλάδα», ιδού τι συνέβη : «…Ξαφνικά οι πόρτες άνοιξαν, κι ο Βόλφγκανγκ, ο Μάριο, ο Πόουλ, ο Μισέλ [Σαπέν] και οι υπόλοιποι απόντες υπουργοί πλημμύρισαν την αίθουσα» (σελ. 627). Φαντασθείτε μονάχα το σκηνικό. Ασφαλώς, ό,τι συνέβη, δεν σχεδιάστηκε «στο πόδι» την τελευταία στιγμή. Ασφαλώς και είχε προηγηθεί σχεδιασμός. Φαντασθείτε τώρα, Ευρωπαίους πολιτικούς και θεσμικούς παράγοντες (όπως ο Ντράγκι), ΕΚ ΤΩΝ ΚΟΡΥΦΑΙΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΣΜΟΥ ΟΛΟΥ, να είναι μαζεμένοι, ένα ολάκερο τσούρμο, πίσω από τη κλειστή πόρτα των συνεδριάσεων, να περιμένουν να ακούσουν το «σύνθημα» από τον Ντάισελμπλουμ που ήταν η λέξη «Ελλάδα», για να ανοίξουν την πόρτα και να «μπουκάρουν» ως «μπουλούκι» για να αιφνιδιάσουν προφανώς την ελληνική αντιπροσωπεία!
Κάπου εδώ τελειώνω. Βεβαίως, υπάρχει στο βιβλίο πολύ περισσότερο υλικό για πολύ περισσότερα θέματα προκειμένου κάποιος να πληροφορηθεί τι συνέβη εκείνη τη κρίσιμη για τη Χώρα μας περίοδο και να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα. Εδώ, επέλεξα ορισμένα που κατά τη κρίση μου θα άξιζε ίσως να προβληθούν ιδιαίτερα, ή κατά προτεραιότητα αν προτιμάτε, όμως, δεν παύει η επιλογή αυτή να είναι υποκειμενική. Και κυρίως : δεν παύει να είναι η προσέγγιση ενός απλού πολίτη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.