ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ – ΚΑΚΟΤΥΧΟΣ

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

karkavitsas diigima12
Ανδρέας Καρακαβίτσας, μικρά διηγήματα από τα «Λόγια της Πλώρης.

Η «Παντάνασσα» το νιόχτιστο μπάρκο του Βάραγγα, φρεσκοβαμμένο, σημαιοστόλιστο, αρμένιζε με φλόκους και πανιά μέσα στον κόρφο του Γαλαξιδιού. Έκανε το πρώτο ταξίδι του. Χτες πήρε τη σαβούρα του, σύναξε όλες τις προμήθειες: ψωμί, τυρί, ελιές, παστά κρέατα, νερό, καφέ και ζάχαρη και το χάραμα έλυσε τα πρυμόσχοινα. Οι συντοπίτες όλοι άντρες, γυναίκες και παιδιά, χυμένοι όξω στο ακρωτήρι το κοίταζαν, το καμάρωναν και το καταβόδωναν με την ψυχή τρεμάμενη. Εμείς από μέσα δέκα ναύτες, ο γραμματικός έντεκα κι ο καπετάν Δρακόσπηλος δώδεκα, μια ματιά ρίχναμε στ’ άρμενα και μια στη στεριά.
– Καλό ταξίδι· και καλή αντάμωση!…
– Ναι· καλή αντάμωση!…
Ο Μοσυρίνας ο σκύλος μας έτρεχε απάνω – κάτω χαρούμενος και κείνος. Μπλεκότανε στα πόδια μας, κατέβαινε στην πλώρη, έμπαινε στου καπετάνιου την κάμαρη, γύριζε στο μαγεριό, πηδούσε στο τσιμπούκι και γαβ! γαβ! αλύχταγε κατά τις στεριές, σα να τους έλεγε και κείνος:
– Καλές αντάμωσες!
Ο ουρανός καταγάλανος απάνω· τα νησιά, τ’ ακρογιάλια γύρω ήμερα και γελαστά· η θάλασσα χρυσάχτινη. Πρίμος άνεμος φούσκωνε τα πανιά κι έσπρωχνε το καράβι γοργό στο δρόμο του. Μα τι τα θες! Με όλη τη χαρά που έδειχναν ψυχωμένα κι άψυχα γύρω, κάτι κρεμόταν αόρατο ψηλά και κάθιζε μυλόπετρα στην ψυχή μας. Ήταν η πίκρα του χωρισμού; Ήταν ο φόβος του κινδύνου; Όχι· δεν το πιστεύω. Αν ήταν η «Παντάνασσα» πρωτοτάξιδη, εμείς είμαστε παλαιοί θαλασσομάχοι. Ο Βάραγγας διάλεξε τον αθέρα για να βάλει μέσα. Χρόνια, ταξίδια και θαλασσοδαρμούς δεν ήξερε ποιος είχε τα περισσότερα. Κι οι απέξω που μας καταβόδωναν δεν ήταν άμαθοι. Χίλιες φορές είδαν το μισεμό και το γυρισμό μας. Τα δάκρυα κι οι χαρές έχασαν το σύνορό τους σε κάθε ναυτότοπο. Τραγούδια και μοιρολόγια βρίσκονται αδερφωμένα, όπως το κυπαρίσσι κι η τριανταφυλλιά στο νεκροταφείο.
Δεν ήταν λοιπόν ο μισεμός· ήταν η τύχη του πρώτου μας. Θαλασσινό σαν τον καπετάν Δρακόσπηλο δε γέννησε δεύτερο. Ζωντανή χάρτα ήταν το κεφάλι του. Πού τα ρέματα, πού ξέρες, πού πάγκοι, τα ήξερε με το διαβήτη, σε Άσπρη και Μαύρη θάλασσα. Τα λιμάνια, τ’ ακρωτήρια, τις λένες,[1] τα ρήχη, τα πόρτα μπορούσε να τα ειπεί ένα κι ένα με τα μίλια τους. Αν ρωτάς για τους ανέμους; Ένιωθε το φύσημά τους τρεις ώρες πριν να κινήσει το πρώτο φύλλο. Θάλασσα, ουρανός, στεριές, άστρα, σύγνεφα, του ήλιου ανατολή και βασίλεμα δεν είχαν γι’ αυτόν μυστικό. Μιλούσαν στην ψυχή του.
Και δεν τον έφταναν αυτά· ήθελε περισσότερα. Ήθελε πάντα να μαθαίνει τα μακρινά. Όπου δεν έφτανε το μάτι, πετούσε η φαντασία του. Άμα έβρισκε κανένα κοσμοπερπατημένο, τον ρωτούσε για όλα. Για τους Ωκεανούς, για την Αμέρικα, για τους Πόλους, για τους πάγους που κατεβαίνουν ως τ’ ακρογιάλια της Αγγλίας και τα ρέματα που έρχονται από το Μεξικό στη Νορβηγία κι έχουν το νερό ζεστό και φέρνουν βανάνες, καφέδες, των τροπικών καρπούς, στα παγωμένα κλίματα. Όνειρο είχε να κλείσει στο κεφάλι του όλη την Υδρόγειο.
Και όμως – θα το πιστέψετε; – αυτός ο θαλασσομάχος ένα καλό δεν είδε από τη θάλασσα. Δέκα χρόνια καπετάνιος και τρόμαξε το ναυτόκοσμο με τα ναυάγια. Ένα μπάρκο του μαδέρια το σκόρπισε η λεονάδα το Καβοκόρσο. Ένα μπρίκι που είχε μισιακό με το δήμαρχο, το δάγκωσαν οι πέτρες στο Βονιφάτσιο. Του πεθερού του μια γαλέτα την έφαγε ο άμμος του Αλαφονησιού. Με κανένα ξύλο δεν μπόρεσε να τελειώσει ταξίδι. Αν γλίτωνε στο πρώτο, την πάθαινε στο δεύτερο. Αν γλίτωνε και στο δεύτερο, στο τρίτο ήτανε ξοφλημένος. Κατάντησε ούτε τ’ όνομά του να μη θέλουν ν’ ακούσουν οι ναυτικοί. Κανείς καραβοκύρης δεν του έδινε καράβι να κυβερνήσει· κανείς ναύτης δεν του μπιστευότανε τη ζωή του. Ακόμη και για επιβάτη δεν τον ήθελαν. Έλεγαν καπετάν Δρακόσπηλος κι ανατρίχιαζε όλο το Γαλαξίδι, σα να πλάκωνε ο Παπακώστας με τους αντάρτες του. Οι καπετάνιοι που θα ταξίδευαν φρόντιζαν να μην τον απαντήσουν στο δρόμο του.
Το είχαν κακοσημαδιά.
Εκείνος τα έβλεπε κι αναστέναζε κατάκαρδα. Δεν παραπονιόταν όμως, γιατί γνώριζε το δίκιο τους. Εκείνο που τον απέλπιζε ήταν η τύχη του. Με κείνη πάλευε στον ύπνο και στον ξύπνο του. Πίστεψε πως κάτι κακό γεννήθηκε με τη γέννησή του και τον ακολουθούσε στα ταξίδια του. Αναγνώριζε πως δεν είχε πια δικαίωμα να συνεπαίρνει στην κακοτυχιά του ξένη περιουσία, με βάσανα και ίδρωτα αποχτημένη και ξένη ζωή πολυάκριβη.
Αυτό δα ήταν η μεγαλύτερη δυστυχία του. Ήρθε και ψυχομαράθηκε· σούρωσε σαν τον Άρειο. Άρχισε ν’ αποφεύγει όχι πια τους ξένους, αλλά και τους δικούς του. Πήγαινε πάντα μοναχός, μιλούσε, χειρονομούσε, πότε δυνατά και θυμωμένα, πότε κουφά και φοβισμένα. Και κάθε ηλιοβασίλεμα ξεκινούσε από το σπίτι του, που ήταν στη Χηρόλακκα ψηλά, γλίστραγε αμίλητος στην αγορά, κατέβαινε στο λιμάνι, έστεκε κατάνακρα στ’ ορθολίθι, κοίταζε τη θάλασσα. Κοίταζε κάπου μισή ώρα. Έκανε φτου! Φτου!… τρεις φορές· άλλες τρεις την έδερνε με τις πέτρες. Έπειτα πάλι έπαιρνε τον ανήφορο, διάβαινε στην αγορά, έφτανε σπίτι του.
Η γυναίκα του, η όμορφη Χρυσούλα, ο γυναικάδερφός του ο Βάραγγας κι ο γεροπεθερός του ήταν απαρηγόρητοι. Δεν ήξεραν τι να κάμουν· πώς να τον σώσουν. Νέος άνθρωπος, βλέπεις, χεροδύναμος, πολυκάτεχος, άτρομος για τον κίνδυνο και τον αγώνα γεννημένος, πώς μπορεί να κάθεται άδουλος σαν άκαρπο δεντρί; Και όχι μονάχα οι συγγενείς του, αλλά κι οι ξένοι πόναγαν για την κατάστασή του. Ο ναυτόκοσμος, βλέπεις, είναι μια φαμελιά. Ήθελαν πολλοί να τον βγάλουν από τη νέκρα του, να του δώσουν δουλειά· έλα όμως που τρόμαζαν την τύχη του! Δεν ήταν παίξε-γέλασε. Καλά αν γύριζε πίσω το πλεούμενο. Μ’ αν το κάρφωνε σε καμιά ξέρα;
Εκείνη την εποχή έχτιζε την «Παντάνασσα» ο γυναικάδερφός του στα Καταλόνια. Ο πρωτομάστορης έβαλε όλη την τέχνη να το κάμει γερό, κομψό, τέλειο· τα δάση έδωκαν τα καλύτερα ξύλα τους· οι μαστόροι κι οι καλαφάτες όλη τη μαστοριά τους. Ο Βάραγγας ξόδεψε αλύπητα. Πούλησε και κάτι χωράφια που είχε προίκα στη Γλύφα. Ή του ύψους ή του βάθους, συλλογίστηκε.
Η Χρυσούλα ρίχτηκε στον αδερφό της κολλιτσίδα:
– Λυπήσουν τον, λυπήσου τα παιδιά μου! Βάλε τον μέσα γρεντή.
– Μωρέ αδερφή, τον λυπούμαι, μα τι να κάμω; έλεγε κείνος στενοχωρημένος. Βλέπεις που ξόδεψα τα μαλλιοκέφαλά μου. Θες να μην το ξαναϊδώ; Έχει κακοτυχιά ο άνθρωπος· μάλαμα πιάνει, στάχτη γίνεται. Δεν τον θέλει η θάλασσα. Ας πιάσει στη στεριά δουλειά και να τον βοηθήσω όσο μπορώ.
– Τι δουλειά να πιάσει; Επίμενε κείνη κλαίοντας. Μπορεί να κάμει άλλη δουλειά ο ναύτης; Ζει το ψάρι όξω απ’ το νερό;
Θέλοντας και μη τον έβαλε καπετάνιο στην «Παντάνασσα» το Δρακόσπηλο.
– Τήρα, μωρέ Θύμιο, του είπε πικρογελώντας, όταν αποχαιρετούσε στην ανεμόσκαλα· τήρα μην το κάμεις μαδέρια και τούτο.
– Αν δεν έρθει το μπάρκο δε θα ’ρθω και γω· απάντησε κείνος.
– Όχι, καλύτερα να έρθετε κι οι δυο.
Τώρα η «Παντάνασσα» έτρεχε ολάρμενη στον Καβομαλιά. Πηγαίναμε ίσα στον Ποταμό για φορτίο. Το κύμα έτρεχε πίσω της παιγνιδιάρικο, δροσόλουζε τα σμαλτωμένα πλευρά της, αρμονικά τη λίκνιζε. Ρύζι σκόρπιζε το νερό η πλώρη της. Ο άνεμος φούσκωνε τα ολοκαίνουργια πανιά, καμάρωνε στα σχοινιά, σφύριζε στους μακαράδες, στις στραλιέρες,[2] στις μούδες.[3] Δίπλα πισωδρομούσαν οι στεριές καταπράσινες, έφευγαν τρεχάτες, έσβηναν την ώρα που άλλες έβγαιναν εμπρός, για να χαθούν και κείνες κι άλλες να φανερωθούν. Δέκα κόμπους έπαιρνε την ώρα. Έβλεπα τα γερά δεσίματα, το λυγερό σκαφίδι, λαμπάδες τα κατάρτια το γοργό τρέξιμο, τ’ ορθοπλώρισμά της και την καμάρωνα. Δεν ήταν καλύτερο μπάρκο σε όλη τη Σφαίρα! Τα βουνά, έλεγα, πρόβαιναν να το καλωσορίσουν· τα κύματα έτρεχαν να στρωθούν στην καρίνα του.
– Την τάδε ώρα στον Καβογρόσο· λογάριαζε ο γραμματικός. Αύριο πρωί στον Καβομαλιά· αύριο βράδυ στον Καβοντόρο· αντιμεθαύριο στα Δαρδανέλια· σε οχτώ ημέρες στον Ποταμό.
– Κι αν τύχει καμιά φουρτούνα; έκανε να ψιθυρίσει κανείς ναύτης.
Όλοι γύριζαν και τον κοίταζαν με αγριεμένα μάτια: Μπα που να δαγκώσει τη γλώσσα του! Κοτάει, μωρέ, η φουρτούνα να βγει σε τέτοιο ομορφοκάραβο;
Πίσω της όμως η «Παντάνασσα» έβαλε όλους σε μεγάλη αγωνία. Τόσα καράβια ντόπια ήταν παραδομένα στο κύμα και κανένα δε συλλογιζόταν κανείς. Φαινότανε αφύσικο. Εκείνοι που ήταν συγγενείς του και κείνοι που δεν είχαν κανένα, πάθαιναν το ίδιο.
– Πού να είναι τάχα η «Παντάνασσα»; ρωτούσε στο συναπάντημά του ο ένας τον άλλον.
– Στο καφενείο, στα κρασοπουλειά, στους ταρσανάδες η ίδια κουβέντα. Ο Βάραγγας απελπίστηκε. Δεν έφτανε η δική του στενοχώρια· είχε και τον κόσμο. Όποιος τον έβλεπε, πρώτο λόγο είχε να τον ρωτήσει:
– Ε, τι μαντάτα; Είχες κάνα χαμπέρι από το γαμπρό σου;
Άρχισε να θυμώνει.
– Θα με κάμουν να μη βγω πια στο δρόμο· συλλογίστηκε.
Όταν όμως λάβαινε γράμμα, έτρεχε να το διαβάσει στον καφενέ, στα κρασοπουλειά, στους ταρσανάδες, να το ακούσουν όλοι. Και γράμματα λάβαινε συχνά. Όλοι γράφαμε. Τόσο οι ναύτες όσο κι ο καπετάνιος. Και γω που δεν ήξερα να πιάσω την πέννα, έβαλα το γραμματικό κι έγραψε τρία γράμματα στη μάνα μου. Από κάθε πόρτο κι ένα γράμμα: Σήμερα φτάσαμε στο τάδε μέρος· σήμερα φεύγουμε από το τάδε μέρος. Τέτοιον καιρό είχαμε ως τον Καβομαλιά· με τέτοιον καιρό περάσαμε τον Καβομαλιά». Σωστό ημερολόγιο.
Ο καπετάν Δρακόσπηλος τα μάτια του τέσσερα. Το είχε απόφαση. Ή να γυρίσει πίσω το καράβι στον κύρη του ή να μη γυρίσει και κείνος. Τις πρώτες μέρες δεν είχε ύπνο· δεν είχε σε κανένα μπιστοσύνη. Ατού! Το χέρι στο τιμόνι· τα μάτια στα ουρανοθέμελα.
Οι άλλοι άρχισαν να μουρμουρίζουν. Τους πείραζε στο φιλότιμο.
– Τι διάβολο, καπετάν Θύμιο, τσοπάνηδες είμαστε! Τόλμησε να του παραπονεθεί μια ημέρα ο γραμματικός. Δεν πιάσαμε και μεις τιμόνι, δεν είδαμε μπούσουλα!…
Εκείνος το αισθάνθηκε. Τον κοίταξε κατάματα και δακρυσμένος γυρίζει και του λέει:
– Συχώρα με τ’ αδέρφι· δε φταίω γω. Σε γνωρίζω καλύτερό μου. Δε φταίω γω· φταίει η τύχη μου. Συλλογίσου καλά να σπάσω και τούτο!
Δεν κατέβηκε να πλαγιάσει παρά όταν βγήκαμε από τα Μπουγάζια κι έβαλε γραμμή για την Καληάκρια! Ανοιχτή θάλασσα τώρα, ας σκαμπανεβάζει όσο θέλει. Μακριά από ξέρες! Με το φούντο στο λιμάνι γράμμα του καραβοκύρη: «Αδερφέ Βάραγγα· αφίχτηκε καλά με τη δόξα του Θεού. Ούτε σκοινάκι δεν κόπηκε…»
Όταν τελείωσε το φορτίο και πήραμε την άγκυρα, ο καπετάν Δρακόσπηλος είπε του γραμματικού:
– Τρέμουν τα νεφρά μου τ’ αδέρφι· τώρα είναι το μεγάλο πήδημα.
– Ντροπή μας!… αποκρίθηκε θαρρετά εκείνος. Δεν κοιτάς τι καιρό έχουμε; Διαμάντι!
Διαμάντι, ναι. Αλλά έτσι τον είχε πάντα πριν αφήσει το λιμάνι ο καπετάνιος. Η θάλασσα, παμπόνηρη, γνώριζε νομίζεις την αξία του και πάσχιζε με χίλια δολερά καμώματα να τον ξεγελά ώσπου να τον αρπάξει στα φτερά της. Μια και τον άρπαζε, τον άλεθε και τον άλεθε, ώστε να τον κάμει πασπάλη. Φιλοτιμήθηκε όμως στα λόγια του γραμματικού κι έδωκε ρότα με καρδιά. Γραμμή θα κατεβαίναμε στην Πόλη. Είχαμε πρίμο τον καιρό· τα σημάδια καλά. Η «Παντάνασσα» φορτωμένη ως τα μπούνια, με τ’ αμπάρια σφιχτοσφαλισμένα, τα πανιά γιομάτα, έφευγε ίσκιος στο πρασινόγλαυκο κύμα. Τα δελφίνια έτρεχαν και κείνα μαζί μας. Οι γλάροι σύννεφο έσκουζαν ολόγυρα.
– Τα Μπουγάζια! ψιθύρισε ο καπετάνιος ένα πρωί. Ήθελε να τα καλοπιάσει και να τα ημερώσει, σα να ήθελε να τα φοβερίσει και να τους βγει στο πάλεμα. Εκείνα όμως στρωτά, καταχνιασμένα, έστεκαν εμπρός σκοτεινογάλαζος τοίχος σα να του απαντούσαν: δεν έχει πόρο εδώ! Και ο δύστυχος δείλιασε.
– Τα Μπουγάζια! ψιθύρισε πάλι.
Και θέλησε να ορθοπλωρίσει στον άνεμο. Ο γραμματικός τον εμπόδισε.
– Κουράγιο, καπετάνιε! Τα Μπουγάζια δεν είναι θεριά να μας χάψουν. Δεν είμαστε Μαυροθαλασσίτες να πάμε στην άκρη άκρη. Γαλαξιδιώτες μας λεν!
– Ο χιονιάς πλακώνει! είπε ο καπετάνιος δείχνοντας πίσω του.
– Σαν τι πλακώνει και τι; Σαράντα μίλια θέλουμε ακόμα. Η μέρα μόλις άρχισε. Ώσπου να πλακώσει το χιόνι, φουντάρουμε στα Καβάκια.
Και φώναξε πάλι:
– Ντροπή μας!
Αλήθεια ήταν ντροπή μας! Κάπου δέκα ξύλα μικρά μεγάλα έρχονταν πίσω και άλλα φύτρωναν στο θαλασσόφρυδο. Κανένα δεν άλλαζε δρόμο· κανένα δεν ορθοπλώριζε. Πώς να το κάνουμε πρώτοι εμείς!
– Μωρέ, νομίζεις πως φοβάμαι τη ζωή μου; είπε οξύθυμος στο γραμματικό. Ζωή, παιδιά, γυναίκα, όλα τα σφάζω εδεπαδά για τίποτα. Συλλογιέμαι το μπάρκο και το Βάραγγα. Φαντάσου να τον καταντήσω ζητιάνο από καραβοκύρη!
Δεν πρόφτασε να τελειώσει το λόγο του και το πλοίο λάγγεψε ξαφνιασμένο. Ο χιονιάς ξέσπασε καραβοπνίχτης.
Το χιόνι άρχισε να πέφτει χοντρό, ανάλαφρο στο κατάστρωμα, να κάθεται στα ξάρτια, να πιάνει στα πανιά, να λιώνει στη σκοτεινή τη θάλασσα. Τριγύρω έκλεισαν τα ουρανοθέμελα, έσβησαν τ’ άλλα πλεούμενα, χάθηκαν τα Μπουγάζια. Χάθηκαν από τα μάτια μας, όχι όμως κι από την ψυχή μας. Όλοι το νιώθαμε κάπου εκεί λουφασμένα. Και ο χιονιάς ο προδότης έσπρωχνε απάνω τους το καράβι μας.
– Χαθήκαμε! ψιθυρίζει χαλκοπράσινος τώρα ο γραμματικός.
– Σώπα, μωρέ, που χαθήκαμε! Φωνάζει αγαναχτισμένος ο καπετάν Δρακόσπηλος.
Άλλαξε αμέσως πρόσωπο. Μυρίστηκε τον κίνδυνο κι έδραμε να τον απαντήσει στηθάτα. Άστραψε το βλέμμα του· αγρίεψε τη φωνή του. Ξεφέσωτος, με τα μαλλιά πίσω, τη βράκα ζωσμένη στη μέση, άρπαξε το δοιάκι από το χέρι του γραμματικού.
– Κάτω τους κούντρους!… Στίγγα τη μπούμα!… προστάζει αγριόθυμος.
Έπεσαν κάτω οι κούντροι, σφιχτοδέθηκε η μπούμα στα κέρκια της. Ο χιονιάς όλο και δυνάμωνε. Φύλλο στο φύλλο πλάκωνε από πίσω, έπεφτε στα πανιά, τα φούσκωνε και τα τέντωνε με πείσμα να τα ξεσχίσει. Και το κύμα κάτω, θολό και αφρισμένο, έπεφτε στην πρύμη της «Παντάνασσας», την κλόνιζε από αρμό σε αρμό, με βρούχημα, σα να της έλεγε: τρέχα! Και κείνη ξετρελαμένη, ολότρεμη, έτρεχε, δρασκέλαγε νερένια κορφοβούνια, έπεφτε σε λαγκαδιές, δυσκολοσκάλωνε στα πλάγια και στέναζε βαριά.
– Στίγγα μαΐστρα!… Κάτω τον κοντραφλόκο.
Ο καπετάνιος έχυνε τρανταχτερά σαν καδένες τα προστάγματα. Και οι ναύτες έτρεχαν εδώ και κει, σκαρφάλωναν στα κατάρτια. Τα πόδια τους αρπάγια γάντζωναν στο σχοινί· τα χέρια τους μάγκανο έσφιγγαν τη σταύρωση. Στράλι δεν έμεινε πουθενά. Τις γάμπιες,[4] τον τρίγκο,[5] και τους φλόκους[6] είχαμε ακόμη ανοιχτούς. Το μπάρκο έτρεχε θεόστραβο στη στράτα του. Ποια στράτα; Κανείς δεν ήξερε. Η σκοτεινιά διπλή τριπλή κάθιζε γύρω μας. Πού ήταν οι ξέρες; Πού το Μπουγάζι; Πού μας έσπρωχνε ο άνεμος και πού μας έσερναν τα ρέματα; Τίποτα! Χάθηκαν για μας τα γαλόμετρα.
– Τραβέρσο· λέει τώρα σκεφτικός ο καπετάν Δρακόσπηλος.
Δεν μας έμενε άλλο παρά να ορθοπλωρίσει το μπάρκο. Πρόσταξε γοργά τους ναύτες να χύσουν και να κατσάρουν τη μαΐστρα,[7] να κάμουν τη μπούμα, να μολάρουν τους φλόκους.
– Βάλε κάτω σιγά σιγά το δοιάκι· λέει στον τιμονιέρη κάπως δίβουλος.
Τρέχω να τραβήξω τη σκότα[8] της μπούμας· ναι! Η σκότα κοκαλισμένη από το χιονιά, δεν έσερνε. Πάει ο υποναύκληρος να κάμει τη μαΐστρα και – φτου σου, διάβολε! – η σταβεντοσκότα ξεκοτσάρεται κι η μαΐστρα ανεμίζει σαν παντιέρα. Πού να ορθοπλωρίσουμε! Το ξύλο δε μας ακούει πια. Τα πανιά της πλώρης γεμίζουν και παραφουσκώνουν. Ο καπετάνιος βλέποντας την αδυναμία του λύσσαξε. Τον έπιασε το αράπικο.
– Δυο κεριά στον Αϊ-Νικόλα· προστάζει το ναυτόπουλο.
Φτερό εκείνο στην κάμαρη· άναψε τα κεριά εμπρός στο ασημοντυμένο κόνισμα του αγίου μας.
– Τι κάθεσαι, μωρέ παιδί· μού γνέφει από μακριά. Στο κορζέτο γλήγορα και λέγε μας. Ή μπουκάραμε σήμερα ή χανόμαστε.
Αγκάλιασα το κατάρτι κι έφτασα απάνω στο κορζέτο. Μάνα μου! Τι να ιδώ και τι να παραγγείλω! Ούτε το μπαστούνι[9] δεν ξεχώριζα. Όλα θαμπά γύρω μου, όλα χαμένα στο χιονόβολο. Και η «Παντάνασσα» έτρεχε ακόμη γοργή, θεότρελη, σα να την έσερναν μαγνήτες στη στεριά.
– Τίποτα! Φωνάζω.
– Άλλα δυο κεριά, μωρέ! Πρόσταξε πάλι ο καπετάνιος. Άναψε και το καντήλι· άναψε τα όλα στη χάρη του.
Του κάκου! Ο άγιος δε βοηθούσε. Ο χιονιάς όλο και δυνάμωνε. Η θάλασσα βρουχιόταν και άφριζε και τίναζε τα κύματά της ένα με το άλλο απάνω μας.
Ήμουνα μούσκεμα και δεν ήξερα αν ήμουν από τη θάλασσα ή από τον ουρανό.
– Τίποτα! Ματαφώναξα.
– Έτσι; είπε ο καπετάνιος με θυμό· καλά! φέρε το κόνισμα.
Τίναζε σύγκαιρα τέτοια αγριοβλαστήμια, που και το ξύλο ακόμη ανατρίχιασε.
Το ναυτόπουλο έφερε τρέμοντας τον Αϊ-Νικόλα στον καπετάνιο. Ο άγιος με τη σεβαστή γενειάδα του, στο αργυρό φελόνι τυλιγμένος, με την κορώνα λιθοκόσμητη στο κεφάλι, ήταν ατάραχος σα να μη γινόταν τίποτα γύρω του. Ούτε φουρτούνες, ούτε αγριοκαίρια χαμπέριζε. Ο καπετάν Δρακόσπηλος άναψε περισσότερο.
– Έτσι ε; του είπε αναμπαιχτικά, στεκάμενος αντίκρυ του· δε δίνεις χέρι και συ! Τρως το λάδι μου, καταλείς τα κεριά μου, δέχεσαι το θυμίαμα και τα γονατίσματα του φτωχόκοσμου, και την ώρα που σε χρειάζεται δε λες και συ να βοηθήσεις. Σύντροφος λοιπόν με την τύχη μου και συ· κόντρα και συ! Μα πώς θα χαθούν τόσες ψυχές, πώς θα κλείσουν τόσα σπίτια, πώς θα πεινάσουν τόσα στόματα, πώς θα καταντήσει ένας χοντρονοικοκύρης ζητιάνος, πώς θα χαθεί ένα όμορφο πλεούμενο, καρφί δε σου καίγεται! Καλά το λοιπόν· κάμε ό,τι δύνασαι· θα κάμω και γω ό,τι μπορώ.
Άρπαξε το κόνισμα από τα χέρια του παιδιού, το έδεσε στο κατάρτι και με το βρομερό παπάζι[10] άρχισε να δέρνει τον άγιο.
– Κάμε λοιπόν το θάμα σου, κάμε το· τι κάθεσαι; Φώναζε κι έτρεμε ολόκορμος.
Εγώ από ψηλά έβλεπα κάτω και τρόμαζα περισσότερο του καπετάνιου το κάμωμα παρά του καιρού τη λύσσα. Τώρα δεν ήταν έξω, ήταν μέσα στο καράβι ο δαίμονας. Δαίμονας ο θυμός που έσπρωχνε το Δρακόσπηλο να κριματίσει, να βρίσει έτσι το δυνατό προστάτη του ναυτόκοσμου. Εκείνος πάντα στάθηκε κυβερνήτης του ξύλου. Εκείνος ήβρε πρώτος το τιμόνι κι έσωσε το πλεούμενο από του διαβόλου την επιβουλή. Και μεις τώρα τον κάνουμε θανάσιμο εχθρό. Ποια η τύχη μας;
– Τίποτα! ετοιμάστηκα να φωνάξω και πάλι.
Μα την ίδια στιγμή, μέσα από τα σύθαμπα, είδα να προβάλει σαν αράπικο κεφάλι, μια κοτρόνα κατάμαυρη. Πρόβαλε αργοκίνητη μουλωχτή, λες και τοιμαζόταν να ριχτεί απάνω μας.
– Ξέρα μπροστά!… φωνάζω με όλη μου τη δύναμη.
– Το τιμόνι στη μπάντα! Προστάζει ο καπετάν Δρακόσπηλος.
Ώσπου να ειπεί «το τιμόνι στην μπάντα» η πλώρη της «Παντάνασσας» καρφώθηκε στου βράχου τ’ αγριόδοντα. Καρφώθη και σταμάτησε ξύλο νεκρό. Το νερό περίγυρα άφριζε και μάνιζε, λες ήθελε να ξεριζώσει τα παρολίθαρα. Ο άνεμος σφύριζε βλαστήμιες και μοιρολόγια. Κανόνι βροντούσε πέρα το κύμα. Και μας έδερνε και μας έσπρωχνε και μας πελάγωνε, σα να μας είχε αντίδικους. Το ξύλο έτριζε απάνω στο βράχο, στέναζε, ένας ένας του έφευγαν οι αρμοί, άνοιγε η καρίνα, σκορπούσαν τα δεσίματα. Ένα κύμα έκοψε τις στραλιέρες. Άλλο κύμα ξερίζωσε το πρυμιό κατάρτι με όλα του τα ξάρτια. Τρίτο κύμα άνοιξε το λυγερό σκαφίδι του. Σχοινιά μαδέρια στα κύματα· ναυαγοί στους βράχους. Σε μια ώρα μέσα κουρέλι έγινε η όμορφη «Παντάνασσα».
Το χιόνι έπεφτε και σαβάνωνε όλα, ναυαγούς και ναυάγια· βράχους, πέτρες, χάλαρα! Κατατσακισμένος πιάστηκα σε μια σπηλάδα, σκαρφάλωσα απάνω, ξέφυγα του κυμάτου. Τώρα δρόμο για καμιά καλύβα, λίγη φωτιά. Πού ήμουν δεν ήξερα. Φωνάζω· ματαφωνάζω·
– Κώστα! Βασίλη!… Τάραρη!…
Τίποτα! Ο βόγκος του πελάγου έπνιγε τη φωνή μου. Κάνω έτσι τα πόδια μου· πέφτω απάνω σ’ ένα κορμί.
– Βρε, κόφ’ το κούτσουρο! Κλωτσάω.
Το κούτσουρο ήταν ο καπετάν Δρακόσπηλος. Καθισμένος στο λιθάρι δεν έβγαζε μιλιά, μόνο κοίταζε τη θάλασσα που έσερνε συντρίμμια στα πόδια του τα λείψανα του μπάρκου.
– Τι κάνεις εδώ, καπετάνιε; του λέω. Σήκω και πλακώνει το σκοτάδι. Εδώ θα μας θάψει το χιόνι.
Γυρίζει και μου ρίχνει αγριεμένο βλέμμα.
– Δεν πάω πουθενά, μωρέ· δεν πάω πουθενά! Το είπα ξάστερα του συγγενή μου. Ή με το καράβι ή ποτέ. Δε θα πάω λοιπόν ποτέ.
Και λύθηκε στα δάκρυα. Με πήρε και μένα το παράπονο, καθώς είδα εκείνον το θαλασσόλυκο να κλαίει σαν μωρό παιδί.
– Άσ’ τα τώρα, καπετάνιε, του λέω· τι φταις του λόγου σου; Ό,τι ήταν να κάμεις, το ’καμες. Περισσότερο δεν μπορούσες· ήταν θέλημα Θεού· τι να γίνει; Συλλογίσου πως έχεις γυναίκα πίσω, παιδιά…
– Γυναίκα, παιδιά!… ψιθύρισε, σαν να το άκουγε για πρώτη φορά. Η τύχη τους ήταν και κεινών. Φτώχυνα τρία σπίτια· τι θέλω να ζήσω περισσότερο… Να ρημάξω κι άλλα;
Ωστόσο σηκώθηκε ορθός.
Τράβηξα· δεν ήταν να χασομερίζω. Πέρασα βράχους, πήδηξα λιθάρια, έπεσα, σηκώθηκα· πάλι έπεσα, πάλι σηκώθηκα· έφτασα κάποτε σε μια καλύβα. Ήβρα όλους τους άλλους γύρω στη φωτιά. Βρεμένους ξεσκλισμένους, ματωμένους, γερούς όμως όλους.
Όλους όχι. Ο καπετάν Δρακόσπηλος έμεινε στ’ ορθολίθι ώσπου τον έθαψε το χιόνι. Δε γύρισε η «Παντάνασσα», δε γύρισε και κείνος ποτέ στο Γαλαξίδι.
http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/karkabitsas%20logia%20plwrhs/11-kakotuxos.htm
[1] αμμώδης προέκταση της στεριάς
[2] ένα από τα πανιά ενός ιστιοφόρου. Για περισσότερες πληροφορίες εδώ
[3] λωρίδες υφάσματος ραμμένες στα πανιά
[4] τα ιστία ενός ιστιοφόρου από κάτω προς τα επάνω: μάιστρα ή μαΐστρα, γάμπια, παπαφίγκος, κόντρα παπαφίγκος
[5] ο πρώτος από την πλώρη ιστός
[6] μεγάλο τριγωνικό πανί της πλώρης ιστιοφόρου πλοίου
[7] το πρώτο ιστίο από τα κάτω προς τα πάνω στο κατάρτι
[8] σκοινί που κρατάει τεντωμένο ένα πανί ιστιοφόρου πλοίου
[9] δοκάρι που προεξέχει από την πλώρη των ιστιοφόρων, πάνω στο οποίο στερεώνεται ο φλόκος
[10] είδος σφουγγαρίστρας

ΔΗΜΟΦΙΛΗ