Γιώργος X. Παπασωτηρίου*
«Αφού δεν μπορώ να αλλάξω τον κόσμο, προσπαθώ τουλάχιστον να μη με αλλάξει αυτός», είπε ο σύντροφος «… που έφυγε νωρίς».
Είναι όμως αυτό δυνατό;
Θυμήθηκα τότε, που έγραφα σε μία δεξιά εφημερίδα, και με περισσή μεγαλαυχία υποστήριζα ότι εγώ θα γράφω τα κείμενά μου, και θα παραμείνω ανάλλαχτος.
Συνάδελφο της «αριστερής σελίδας» με αποκαλούσε ο Μέμος Φαράκος, που έγραφε στη «δεξιά σελίδα», ενισχύοντας έτσι την άποψή μου. Όμως, μια μέρα μου τηλεφώνησε ένας αναγνώστης της δεξιάς εφημερίδας να με συγχαρεί.
Παραδόξως, το ίδιο συνέβη την επόμενη ημέρα από αναγνώστη αριστερής εφημερίδας που αναδημοσίευσε το ίδιο κείμενο. Σοκ. Σύγχυση ταυτότητας. Τελικά ποιος ήμουν; Το κείμενο ήταν το ίδιο, εγώ ήμουν ίδιος, το βλέμμα του κόσμου, για την ακρίβεια των αντίθετων κόσμων, ίδιο!
Η αντίθεση είχε εξαλειφθεί κι εγώ έμεινα χωρίς αντιθετικό προσδιορισμό ούτε καν αυτοπροσδιορισμό. Αισθάνθηκα εγκλωβισμένος. Το μέσο καθόριζε το περιεχόμενο. Η αντιδεξιά ρητορική του κειμένου ακυρώθηκε εντελώς από το δεξιό πρόσημο της εφημερίδας. Ακριβώς όπως οι διαμαρτυρίες, όπως ο αντισυστημικός λόγος αφομοιώνεται από το σύστημα και το λιπαίνει, το ανανεώνει, του δίνει τη χαμένη του ενέργεια.
Κι εγώ; Πως μπορώ να σταθώ χωρίς ν’ αλλάξω; Πώς ν’ αντισταθώ στο βλέμμα των άλλων που με αλλάζει ερήμην μου; Εντέλει, είμαστε η γνώμη των άλλων για μας; Και ποιοι είναι οι άλλοι; Ο «κόσμος» της αριστερής εφημερίδας ή ο «κόσμος» της δεξιάς;
Εδώ η απάντηση είναι θέμα πολιτικής επιλογής. Υπάρχει, όμως, ένας κόσμος πέραν των μανιχαϊσμών;
Κατηγορηματικά όχι.
Κι αν υπάρχει, θα βρίσκεται σε υπερορία, εκτός, εξόριστος.
Υπάρχει ο κόσμος, λοιπόν, που κυριαρχεί, υπάρχει το κυρίαρχο βλέμμα –ως αξίες, αρχές, κανόνες και Συμβολική τάξη, δηλαδή ματογυάλια- και ο κόσμος που το αμφισβητεί.
Για το βλέμμα γίνονται όλοι οι εμφύλιοι, για τους καθρέφτες, για μια «ιδεο-λογία», για την οπτική γωνία απ’ όπου βλέπουμε τον κόσμο και απ’ όπου θέλουμε να μας βλέπει κι αυτός. Και διερωτώμαι, υπάρχει περίπτωση να ξεφύγουμε από την… κλαγγή των καθρεφτών μας;
Η μη αποδοχή της μάσκας, που μας επιβάλλουν οι άλλοι μέσα από το κυρίαρχο –παραμορφωτικό ή μη- βλέμμα τους, η αποτίναξη του στίγματος του «αλήτη» κι ακόμα χειρότερα του «αγίου» συνιστά κυριολεκτικά ένα είδος απελευθέρωσης από τις αλυσίδες του εξωτερικού κόσμου, από το βλέμμα των άλλων, που μας τιμωρεί γιατί μπορεί να είμαστε διαφορετικοί, δηλαδή άλλοι (θυμηθείτε το στερεοτυπικό «βλέμμα» των Γερμανών της Bild που μας έβλεπε τους Έλληνες ως «τεμπέληδες», ανεβάζοντας τα spreads)! Με άλλα λόγια, δεν έχουμε σωσμό.
Δεν μπορούμε να παραμείνουμε ίδιοι χωρίς να αλλάξουμε τον κόσμο, χωρίς να αλλάξουμε το κυρίαρχο βλέμμα του, αυτό που διαμορφώνει την εικόνα μας, και μας την επιστρέφει ως ταυτότητα, που μας επιβάλλει την αρχή «καταναλώνω άρα υπάρχω», καθώς εγγράφει στα καταναλωτικά προϊόντα, το συμβολικό κεφάλαιο, δηλαδή το κύρος δίκην «ρήτρας ορατότητας».
Βέβαια, κάθε εποχή έχει το βλέμμα της, την αισθητική της, με την έννοια της ελληνικής Αίσθησης, δηλαδή μια συλλογική αισθαντικότητα που προσδιορίζεται από μια κλίμακα συγκινησιακών ολοκληρώσεων και μία συγκεκριμένη ιστορικά κλίμακα αξιών, αλλά σήμερα η μόνη κλίμακα αξιών που διαμορφώνει το βλέμμα είναι αυτή του καταναλωτισμού και του ατομικού ωφελισμού.
Μπορεί να μεταβληθούν τα πράγματα και να αλλάξει ο συσχετισμός της δύναμης των αξιών; Θυμηθείτε ότι ο χριστιανισμός αξίωσε την εικόνα των φτωχών και απαξίωσε αυτή των πλούσιων.
Μέχρι η… αντεπανάσταση των αμερικανών προτεσταντών να αποκαταστήσει την προηγούμενη τάξη, χαρακτηρίζοντας τη φτώχεια “αμαρτία” εκ Θεού! Ναι, λοιπόν, μπορεί να αλλάξει η Συμβολική Τάξη, αν οι «κάτω», αν το 99% των ανθρώπων πάψει να χειραγωγείται από τα μίντια και αρχίσει να σκέφτεται ξανά. Γιατί σκέφτομαι σημαίνει ξαναμαθαίνω να βλέπω, να παρατηρώ, να κατευθύνω τη συνείδησή μου, να αντιλαμβάνομαι πως κάθε οπτική γωνία είναι κι ένας άλλος κόσμος.
Ότι η εικόνα αντανακλά, καθρεφτίζει και δεν μας επιβάλλει μια συγκεκριμένη θέαση για τη ζωή και τον εαυτό μας, ούτε μας εμπεριέχει σε μια κατάσταση προσομοίωσης, δηλαδή ψευδαίσθησης και τεχνικής, όπου ο ορθολογισμός καθίσταται μία χαμερπής και κοινότοπη χρησιμοθηρική εξυπνάδα, ένας χυδαίος ωφελιμισμός.
Προσοχή, όμως, ακόμα κι αν δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο, δεν μπορούμε να κρατήσουμε ανάλλαχτο τον εαυτό μας χωρίς τον αγώνα για την αλλαγή του κόσμου, χωρίς τον αγώνα για την αλλαγή του κυρίαρχου συλλογικού βλέμματος. Αυτός ο αγώνας για την αλλαγή -και όχι η υλοποιημένη αλλαγή του κόσμου- ανασυστήνει το Πρόσωπό μας και κατά συνέπεια επιβάλλει στον κόσμο την εικόνα μας, τη δική μας αυτοεικόνα.
Άρα η πράξη του αγωνίζεσθαι είναι καίρια… Εδώ η πολιτισμική συνθήκη είναι καθοριστική… Αλλά αυτοί που πρεσβεύουν την αλλαγή του κόσμου την υποτιμούν παράλογα… Υποτιμούν την ανάγκη μιας νέας γλώσσας που θα παροξύνει το χάος, ουσιαστικά θα ανακατέψει τη λάσπη του βυθού και μέσω των επαναδομημένων λέξεων και της ποίησης θα ανασυνθέσει τον εαυτό και τον κόσμο συγχρόνως. Ακούστε, παρακαλώ, την ποίηση στη γλώσσα των λατινοαμερικάνων…
*ΠΗΓΗ artinews.gr