«Όταν ήμουνα μικρός, θέλησα να πιάσω τον ήλιο στο ποτήρι» λέει στη «Μάνα» ένας ήρωας του Γκόρκι. Δεν τα κατάφερε. Ο Πουντόβκιν και ο Μπρεχτ όμως κατάφεραν να φυλακίσουν τον ήλιο της “Μάνας” του σπουδαίου Ρώσου στα δικά τους ποτήρια. Και από αυτά ξεδιψούν χρόνια τώρα όσοι προσεγγίζουν τα μεγάλα αυτά αριστουργήματα
Του Πάνου Σκουρολιάκου*
Υπάρχει μία Μάνα στην παγκόσμια Ιστορία της τέχνης με πολλά παιδιά. Τρία από αυτά ξεχώρισαν όσο λίγοι στον καιρό τους αλλά και στα κατοπινά χρόνια.
Ο ιδρυτής του αισθητικού – πολιτικού ρεύματος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού Μαξίμ Γκόρκι γράφει στα 1906 τη «Μάνα», ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ενεργό πολιτικό στέλεχος, επαναστάτης κομμουνιστής, μάχεται για την προετοιμασία της επερχόμενης Οκτωβριανής Επανάστασης, με όπλα την πένα και το ταλέντο του. Στο έργο αυτό, που ενέπνευσε τους ξεσηκωμένους εργάτες, αγρότες, στρατιώτες και διανοούμενους της εποχής, τίθεται για πρώτη φορά στη λογοτεχνία, η οργανωμένη πάλη του προλεταριάτου για τον σοσιαλισμό με την καθοδήγηση του κόμματος της εργατικής τάξης. Στη διαδικασία του οργανωμένου αγώνα, η ασυνειδητοποίητη ακόμα Μάνα γίνεται αιτία να συλληφθεί από τις αρχές ο επαναστάτης γιος της. Στον αγώνα της να τον ελευθερώσει γίνεται δραστήριο μέλος του επαναστατικού κινήματος. Στο σπίτι του δασκάλου Βεσόβτσικοβ, η Πελαγία Βλάσοβα θα μάθει να διαβάζει και θα μυηθεί στη νέα ιδεολογία που έρχεται να απελευθερώσει τον άνθρωπο από την εκμετάλλευση και να αποκαταστήσει την κοινωνική αδικία. Με τον τουφεκισμό του γιου της καθώς προσπαθεί να διαφύγει, η Μάνα δεν εγκαταλείπει, αλλά συνεχίζει τον οργανωμένο αγώνα με τους συντρόφους του γιου της, που τώρα είναι οι δικοί της σύντροφοι.
Το σπουδαίο αυτό μυθιστόρημα αποτέλεσε αγαπημένο διάβασμα για τους επαναστάτες της εποχής, αλλά και όλων των άλλων εποχών έως σήμερα. Έπαιξε όμως σπουδαίο ρόλο και στη δημιουργία νέων έργων τέχνης εμπνέοντας άλλους δημιουργούς.
Με την επικράτηση της επανάστασης του 1917, το νέο σοβιετικό κράτος δημιουργεί τη δική του τέχνη, βάζοντας την στην υπηρεσία των νέων κοινωνικοπολιτικών δεδομένων. Έτσι λοιπόν, αποφασίστηκε να μεταφερθεί στον κινηματογράφο το σπουδαίο αυτό έργο του Γκόρκι. Η νέα και ραγδαία αναπτυσσόμενη τέχνη του σινεμά, που φτάνει ελκυστική σε μεγάλες μάζες πολιτών, αποτέλεσε την πρωτοπορία της επαφής του νέου κράτους με τους πολίτες του.
Η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας του φιλμ, με σκηνοθέτη τον οπερατέρ Γιούρι Ζελιαμπούζσκι, σταμάτησε βίαια. Η προσπάθειά του να δει ανανεωτικά το κείμενο και η αλλαγή του τίτλου από «Μάνα» σε «Πατέρα» προκάλεσαν την οργισμένη αντίδραση του Α. Λουνατσάρσκι, με αποτέλεσμα η σκηνοθεσία να δοθεί στον Βέσελβοντ Πουντόβκιν, έναν χημικό, που ανακάλυψε τον κινηματογράφο μέσα από τη δυνατότητα που του έδινε το μέσο ώστε να δράσει πολιτικά. Περιφρονούσε ο Πουντόβκιν τον κινηματογράφο των νεανικών του χρόνων που παρήγαγε σαχλές κωμωδίες και χοντροκομμένα δράματα. Με τη νέα σοβιετική εξουσία όμως, του δόθηκε η ευκαιρία να κάνει μερικά από τα σημαντικότερα φιλμ της παγκόσμιας ιστορίας του κινηματογράφου. Στη «Μάνα», δεν αφηγείται απλώς την ιστορία της επανάστασης, αλλά αναδεικνύει τη διαδικασία του ξεσηκωμού έως την επικράτηση των επαναστατών. Πατώντας σε ένα δυνατό σενάριο (το ίδιο το έργο του Γκόρκι), προτείνει τη δική του πρωτοπορία σε μια εποχή στέρησης και έξαρσης, αυτοθυσίας και χαράς της ζωής. Παραδίδει, το 1926, ένα έργο υψηλής αισθητικής, γεμάτο από ποιητικές μεταφορές, τόνο επικό και εργαλείο πολιτικής δράσης.
Τη σκυτάλη της «Μάνας» παίρνει στα χέρια του το 1931 στο Βερολίνο ο Μπέρτολτ Μπρεχτ. Εντάσσει τη «Μάνα», ένα από τα ευαγγέλια του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, στη δική του επαναστατική – αισθητική πρόταση, των «Διδακτικών έργων». Η δραματουργία του Μπρεχτ, ως αντιαριστοτελική, κρατά αποστάσεις από τη συναισθηματική συμμετοχή του θεατή και προσπαθεί ψύχραιμα να διαλεχτεί μαζί του, επιχειρώντας να του διδάξει μια συγκεκριμένη πρακτική συμπεριφορά. Τη συμπεριφορά του ανθρώπου που θέλει να αλλάξει τον κόσμο. Αυτός ο άνθρωπος πρέπει να τα αλλάξει όλα και βέβαια τη στάση του απέναντι στο θέατρο. Δεν πρέπει να ταυτίζεται, να παρασύρεται και να αποπροσανατολίζεται σε επιμέρους περιπτώσεις που ανάγουν το ιδιωτικό σε κάτι που αφορά τους πάντες. Εισάγει τον όρο «Γκέστους» ως πρόταση για προσωπική αλλά και συλλογική στάση απέναντι σε καταστάσεις και εκφάνσεις της ζωής.
Η «Μάνα» του Μπρεχτ ανέβηκε στο Βερολίνο το 1932 με την Έλενα Βάιγκελ στον ομώνυμο ρόλο, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία. Παίχτηκε σε πολλές σκηνές σε όλο τον πλανήτη. Εδώ, την ανέβασε ο Λεωνίδας Τριβυζάς με το «Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο» το 1975 και τη Ν. Αγγελίδου ως Πελαγία Βλάσοβα. Μεγάλη επιτυχία.
«Όταν ήμουνα μικρός, θέλησα να πιάσω τον ήλιο στο ποτήρι» λέει στη «Μάνα» ένας ήρωας του Γκόρκι. Δεν τα κατάφερε. Ο Πουντόβκιν και ο Μπρεχτ όμως κατάφεραν να φυλακίσουν τον ήλιο της “Μάνας” του σπουδαίου Ρώσου στα δικά τους ποτήρια. Και από αυτά ξεδιψούν χρόνια τώρα όσοι προσεγγίζουν τα μεγάλα αυτά αριστουργήματα.
Πηγές: L. και J. Schhnitzer «Β. Πουντόβκιν Μάνα» μτφ. Γ. Μπαζίνα – Γ. Παπακυριάκη, εκδ. ΚΙΝΟ
Μπ. Μπρεχτ: «Η Μάνα», μτφ. Κωστής Σκαλιώρας, εκδ. Θεμέλιο.
* Ο Πάνος Σκουρολιάκος είναι μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ και βουλευτής Περιφέρειας Αττικής
(ΠΗΓΗ : ΕΦΗΜ. ΑΥΓΗ http://www.avgi.gr/article/10812/8518826/e-mana-nkorki-pountobkin-mprecht-)