«Οι οικονομικές προϋποθέσεις για καθαρή έξοδο από την επιτροπεία τον Αύγουστο του 2018 έχουν διαμορφωθεί, η χώρα έχει περάσει σε φάση ανάπτυξης, οι τεχνικές και πολιτικές προϋποθέσεις μπορούν να διαμορφωθούν στο πλαίσιο της συζήτησης μετά το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης. Ο στόχος είναι εφικτός και επιτεύξιμος» τόνισε σε συνέντευξή του στον ρ/σ «Κόκκινο» ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος.
Αναφερόμενος στις διαδικασίες που θα ακολουθηθούν, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε ότι πρέπει κατ’ αρχάς να ολοκληρωθεί η τρίτη αξιολόγηση της 22ας Ιανουαρίου, θα υπάρξει η έκθεση συμμόρφωσης εκ μέρους των θεσμών και από εκεί και πέρα με μια απόφαση του Eurogroup και στη συνέχεια με μια αντίστοιχη του ESM, θα μπορέσουν και τυπικά να ολοκληρωθούν όλες οι διαδικασίες που απαιτούνται.
Το επόμενο βήμα είναι να εκκινήσει η συζήτηση, που -όπως απαρίθμησε ο εκπρόσωπος- αφορά τρία διαφορετικά πράγματα: το πρώτο σχετίζεται με την ολοκλήρωση όλων των μέτρων που απομένουν για να υπάρξει και μια τυπική λήξη των δεσμεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης. Το δεύτερο σημείο αφορά την περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση των μέτρων για το ελληνικό χρέος στη βάση της απόφασης του Eurogroup της 15ης Ιουνίου. Θα πρέπει να εφαρμοσθούν μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος έτσι ώστε να εκπληρωθεί ο στόχος ότι το ελληνικό Δημόσιο δεν θα πρέπει να έχει ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες άνω του 15% του ΑΕΠ, για το μεσοπρόθεσμο διάστημα. Επομένως, ό,τι μέτρα χρειάζεται να εφαρμοστούν για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, θα εφαρμοσθούν μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, αλλά προηγουμένως θα πρέπει να συγκεκριμενοποιηθούν. Το τρίτο σημείο αφορά το πλαίσιο εποπτείας της ελληνικής οικονομίας την επόμενη μέρα.
«Η συζήτηση θα ξεκινήσει τον Φεβρουάριο και είμαστε βέβαιοι ότι θα ολοκληρωθεί εντός του καλοκαιριού για να μπορέσουμε τον Αύγουστο του 2018, να βγούμε από την επιτροπεία» σημείωσε ο κ. Τζανακόπουλος.
Ερωτώμενος για το εάν τα μέτρα κοινωνικών παροχών που λαμβάνει η κυβέρνηση έχουν προεκλογικό χαρακτήρα, ο εκπρόσωπος απάντησε ότι όσοι το υποστηρίζουν, «δε μπορούν να κατανοήσουν τη λογική και την πολιτική αυτής της κυβέρνησης και τις κοινωνικές της αναφορές».
«Από τον Σεπτέμβριο του 2015, όταν πήραμε εντολή να εφαρμόσουμε τη συμφωνία του Ιουλίου, έχουν γίνει πάρα πολλά για την άμβλυνση των κοινωνικών συνεπειών των μνημονίων. Δε μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ότι αποτελεί πολιτική προεκλογικού χαρακτήρα και αυτό θα επιβεβαιωθεί με το πέρασμα του χρόνου» είπε.
Μιλώντας ειδικότερα για τα μέτρα κοινωνικής προστασίας που έχει λάβει η κυβέρνηση ο κ. Τζανακόπουλος, αναφέρθηκε στα μέτρα για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, στην παροχή του κοινωνικού επιδόματος αλληλεγγύης, στη δυνατότητα πρόσβασης των 2,5 εκατ. ανασφάλιστων στο ΕΣΥ και τη μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό σύστημα για την οποία ανέφερε, ότι είχε ως στόχο να ενισχύσει τα χαμηλά εισοδήματα. Αναφέρθηκε, επίσης, στην παροχή του κοινωνικού επιδόματος αλληλεγγύης, την εφάπαξ δέκατη τρίτη σύνταξη, την ενίσχυση των ανέργων και της ΔΕΗ, ώστε το κοινωνικό τιμολόγιο να παραμείνει στα χαμηλά επίπεδα που βρίσκεται σήμερα, και μια σειρά άλλες παρεμβάσεις όπως η επιστροφή στους συνταξιούχους των ασφαλιστικών εισφορών που είχαν αχρεωστήτως καταβληθεί.
«Τώρα που τεχνικά είμαστε πιο έμπειροι, σε σχέση με το 2016, είχαμε την δυνατότητα να υπολογίσουμε ακριβώς το ύψος του πλεονάσματος και μπορέσαμε να εξασφαλίσουμε ένα ποσό που προσεγγίζει τα 1,5 δισ ευρώ και το χρησιμοποιήσαμε όπως οφείλαμε και όπως είχαμε καθήκον, ώστε να επιστρέψουμε στην κοινωνία αυτό το οποίο της οφείλουμε» είπε.
Αναφερόμενος στις περικοπές του ΕΚΑΣ, ο κ. Τζανακόπουλος σημείωσε ότι το καλοκαίρι του 2015, όταν υπογράφηκε η συμφωνία με τους θεσμούς, «παρά το γεγονός» -όπως είπε- «ότι προσπαθήσαμε να αποτρέψουμε την περικοπή του ΕΚΑΣ, η θέση των δανειστών ήταν πλήρως αδιάλλακτη και απαίτησαν την περικοπή του, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να αναμορφωθεί το πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής».
Πρόσθεσε: «Πετυχαμε ώστε η περικοπή να γίνει σταδιακά». Επιπλέον, επικαλέστηκε δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας, σύμφωνα με τις οποίες «υπάρχουν σκέψεις και προκαταρκτικές επεξεργασίες, ώστε να αναπληρωθεί το μεγάλο κενό που έχει δημιουργηθεί και να επανορθωθεί μια μεγάλη κοινωνική αδικία».