Δύο χιλιάδες χρόνια πριν, αρχαίοι τουρίστες συνέρρεαν στον ελληνορωμαϊκό ναό στην Ιεράπολη, μια αρχαία πόλη στη σημερινή Τουρκία, για να δουν από κοντά τη σπηλιά που βρισκόταν στα θεμέλιά του και η οποία, σύμφωνα με τον μύθο, ήταν η πύλη για τον κάτω κόσμο.
Παρακολουθούσαν με δέος τα ζώα, όλα ανεξαρτήτως είδους ή μεγέθους, να πέφτουν νεκρά, μόλις πλησίαζαν στην είσοδο της σπηλιάς, η οποία ονομάστηκε «Πλουτώνιο», από τον Πλούτωνα, τον θεό του κάτω κόσμου.
Οι μόνοι που είχαν «ανοσία» στη «θανατηφόρα ανάσα» του θεού του κάτω κόσμου ήταν οι ιερείς, που ήταν και αυτοί που οδηγούσαν εκεί τα ζώα προς θυσία.
Ο Ρωμαίος συγγραφέας και ιστορικός Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, περιέγραφε το φαινόμενο σαν τον υπόνομο του Χάροντα, του μυθικού βαρκάρη του Άδη που μετέφερε τις ψυχές από τη μία όχθη του ποταμού Αχέροντα στην άλλη, στα έγκατα του κάτω κόσμου.
Για εκείνους όμως που δεν πιστεύουν στη μυθολογία, οι επιστήμονες κατάφεραν να λύσουν τον γρίφο και να δώσουν την εξήγηση για το τι ήταν αυτό που σκότωνε κάθε ζωντανό ον που πλησίαζε στην είσοδο της σπηλιάς.
Τοξικό αέριο η λύση του μυστηρίου
Σύμφωνα με την έρευνα που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Archaeological and Anthropological Sciences τον Φεβρουάριο, υπεύθυνη για αυτό το φαινόμενο είναι μια σχισμή στην επιφάνεια της γης, από την οποία εκλύεται διοξείδιο του άνθρακα σε τόσο υψηλές συγκεντρώσεις που μπορεί να είναι θανατηφόρο.
Με τη βοήθεια ενός φορητού αναλυτή αερίων, ο Χάρντι Πφαντζ και η ομάδα των ηφαιστειολόγων που συμμετείχαν στην έρευνα, βρήκαν ότι τα επίπεδα του διοξειδίου του άνθρακα κυμαίνονταν από 4 έως 53% στο «στόμα» της σπηλιάς, ενώ εντός της εκτοξεύονταν στο 91%, ποσότητα που είναι αρκετή για να σκοτώσει ζώντες οργανισμούς.
Τα προβλήματα για τα θηλαστικά, περιλαμβανομένων των ανθρώπων, ξεκινούν όταν η συγκέντρωση του αερίου αυτού είναι πολύ κάτω από το 5%, είπε ο Πφαντζ στο CNN και πρόσθεσε πως μια έκθεση σε διοξείδιο του άνθρακα σε ποσοστό 7% προκαλεί εφίδρωση, ζαλάδα, ταχυκαρδία κτλ, ενώ αν το ποσοστό ανέβει περισσότερο, οδηγούμαστε στην ασφυξία, εξαιτίας της έλλειψης οξυγόνου και της οξείδωσης του αίματος και των κυττάρων του σώματος και του εγκεφάλου.
Συνεπώς, δεν υπάρχει αμφιβολία γιατί τα ζώα που εισέρχονταν στη σπηλιά άφηναν εκεί την τελευταία τους πνοή. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, ο Πφαντζ και η ομάδα του εντόπισαν αρκετά νεκρά πουλιά, ποντίκια και πάνω από 70 σκαθάρια, όλα νεκρά.
Ο αρχαίος Έλληνας γεωγράφος και φιλόσοφος Στράβων, είχε περιγράψει το φαινόμενο, αφήνοντας υπόνοιες για κάποιο τοξικό αέριο: «Κάθε ζώο που περνάει μέσα στη σπηλιά, πεθαίνει ακαριαία. Είδα ταύρους να πέφτουν αμέσως και να σύρονται έξω νεκροί, ενώ έριξα μέσα και σπουργίτια, τα οποία τη στιγμή που ανέπνευσαν, έπεσαν επίσης νεκρά».
Αναγνώριζε, μάλιστα, πως αυτό σχετίζονταν με την έκλυση αερίου.
«Ο χώρος είναι γεμάτος από ένα αέριο τόσο πυκνό και ομιχλώδες, που μετά βίας μπορεί κανείς να δει το έδαφος», έγραφε, ωστόσο δεν έκρυβε τον προβληματισμό του για το πώς επηρεάζονταν τα ζώα, αλλά όχι και οι ιερείς, με τον αρχαίο φιλόσοφο να αναρωτιέται αν ήταν λόγω της θείας πρόνοιας ή αν απλά εκείνοι κρατούσαν την αναπνοή τους όταν έμπαιναν στη σπηλιά.
Όμως η μελέτη του Πφαντζ βάζει στο τραπέζι ακόμη μία πιθανότητα: το γεγονός ότι τα ζώα και οι ιερείς είχαν διαφορετικό ύψος, συνεπώς δεν επηρεάζονταν το ίδιο από το διοξείδιο του άνθρακα, το οποίο είναι πιο βαρύ από το οξυγόνο, οπότε βρίσκεται τόσο χαμηλά στην ατμόσφαιρα, δημιουργώντας στην ουσία μια «λίμνη» λίγο πάνω από το έδαφος. «Τα ρουθούνια των ζώων βρίσκονταν μέσα σε αυτή τη λίμνη αερίου, σε αντίθεση με αυτά των ιερέων που ήταν πιο ψηλά από αυτήν», εξηγεί.
Ο ίδιος πιστεύει πως οι ιερείς γνώριζαν για το αέριο, αλλά και την αυξομείωση των επιπέδων του κατά τη διάρκεια της ημέρας. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, τα επίπεδα του διοξειδίου του άνθρακα είναι ιδιαίτερα ψηλά την αυγή και το σούρουπο, καθώς το φως του ήλιου διασκορπίζει το αέριο.
Όμως ο Ιταλός αρχαιολόγος Φραντσέσκο ντ’ Αντριά, που συμμετείχε στις ανασκαφές της αρχαίας πόλης, «ακυρώνει» τη θεωρία του Πφαντζ, σημειώνοντας πως στην είσοδο της σπηλιάς βρέθηκαν λύχνοι, κάτι που δείχνει πως είναι μεγάλη η πιθανότητα τα τελετουργικά δρώμενα να λάμβαναν χώρα κατά τη διάρκεια της νύχτας.