ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ – Ἡ Τύχη ἀπ᾿ τὴν Ἀμέρικα

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ


Μικρά διηγήματα.

ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Τὴν πτωχὴν τὴν Ἀσημίναν, σύζυγον τοῦ βαρελᾶ τοῦ χωρίου, ὅλαι αἱ συγγενεῖς της τὴν ἐλυποῦντο καὶ τὴν ἐκαίοντο, πῶς θὰ κατώρθωνε ν᾽ ἀποκαταστήσῃ καὶ νὰ ὑπανδρεύσῃ τὰς τέσσαρας κόρας, τὰς ὁποίας τῆς ἔδωκεν ὁ Θεός, ὕστερον ἀπὸ δύο υἱούς, τοὺς ὁποίους τῆς εἶχε χαρίσει, καὶ ἀφοῦ τὰ ἓξ αὐτὰ τέκνα μὲ κόπον καὶ μὲ πολὺν καημὸν τὰ εἶχεν ἀναθρέψει. Τὸ ἐπάγγελμα τοῦ συζύγου της εἶχε, κυρίως εἰπεῖν, μόνον δύο μῆνας γονίμους δι᾽ ὅλου τοῦ ἔτους, ὅλον δὲ τὸν ἄλλον καιρὸν ἦτον ἀπραξία, μὲ ὀλίγες κουτσοδουλειὲς καὶ «μερεμέτια». Καὶ πάλιν οἱ δύο ἐκεῖνοι μῆνες ἔφεραν περισσότερα παράπονα καὶ δυσαρεσκείας, παρὰ κέρδη καὶ εἰσπράξεις.
Καθ᾽ ὅλον τὸν Αὔγουστον καὶ τὸν Σεπτέμβριον, εἰς τὴν ἐποχὴν τοῦ τρύγου τῶν πρωίμων καὶ τῶν ὀψίμων, μοσχάτων καὶ μαύρων, ἔτρεχον ὅλοι καὶ ὅλαι μαζί, οἱ ἀμπελοκτήμονες, εἰς τοῦ μαστρο-Στεφανῆ, φέροντες κυλιστὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τὶς κάδες καὶ τὰ βυτία των καὶ τὰ βαρέλια των διὰ νὰ τοὺς τὰ διορθώσῃ. Ὁ μαστρο-Στεφανής, ἀγαπῶν τ᾽ ἀστεῖα, συνήθιζε νὰ λέγῃ:
― Μὰ ὅλοι μαζί, Χριστιανοί μου;… Τὰ ἴδια ποὺ παθαίνει ὁ παπα-Μακάριος, ὁ πνεματικός, τὶς παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων καὶ τὴ Μεγάλη Βδομάδα… Ὁλωνῶν τὰ κρίματα προφταίνει ἕνας παπάς, ὅσο κι ἂν πιάν᾽ ἡ εὐκή του, νὰ τὰ σχωρέσῃ μονοκοπανιά;… Τί νὰ κάμῃ κ᾽ ἐκεῖνος, τολοιπόν;… «Βαφτίζω καὶ μυρώνω…»
Τῷ ὄντι, πῶς θὰ ἠδύνατο ποτὲ ὁ μαστρο-Στεφανὴς νὰ τοὺς εὐχαριστήσῃ ὅλους, τόσους πελάτας διὰ μιᾶς; Ὅσον καλὴν θέλησιν καὶ ἂν εἶχεν, ἀδύνατον. Σπεύδων νὰ εὐχαριστήσῃ τοὺς πάντας, σχεδὸν κανένα δὲν εὐχαρίστει. Κ᾽ ἐκεῖνοι τῶν ὁποίων τὰ ἀγγεῖα πρῶτα ἐπεσκεύαζε, κ᾽ ἐκεῖνοι ἔφευγον δυσηρεστημένοι, ἰσχυριζόμενοι ὅτι «ἀπ᾽ τὴ βιά του, δὲν τοὺς ἔκαμε παστρικὴ δουλειά». Κ᾽ ἐκεῖνοι, ὅσων τὰ βαρέλια τελευταῖα ἔμενον, ἀκόμη πικρότερον ἐγόγγυζον, ἐπειδὴ ἔμενε πίσω ἡ δουλειά τους. Ἕκαστος εἶχε τὸ παράπονόν του. Αἱ χῆραι γερόντισσαι ἔλεγον:
― Ἄ! γιατὶ ἡμεῖς εἴμαστε γυναῖκες ἔρημες, καὶ δὲν ἔχουμε κανένα νὰ μᾶς βοηθήσῃ μᾶς παραβλέπουνε. Ἡμεῖς δὲν ἔχουμε ψυχή;…
Καὶ μερικοὶ ἄνδρες ἔλεγον:
― Ἄ! νὰ εἶναι καμμιὰ ὄμορφη, νὰ γυαλίζῃ, ἔχει χατίρι… Τὸ ξέρω κ᾽ ἐγώ.
Οἱ γείτονες ἔλεγον:
―Ἡμᾶς ποὺ ἔχουμε ὅλον τὸ χρόνο τὸ μπελά σου, καὶ τὸ φοβερὸ σαμαντά σου, μᾶς ἀφήνεις τὰ βαρέλια ἄφτιαστα. Ἡμεῖς δὲν ἔχουμε στὸν ἥλιο μοῖρα… Σὲ ἄλλους κάνεις τὰ χατίρια.
Καὶ οἱ μακρόθεν ἐρχόμενοι ἔλεγον:
―Ἡμᾶς ποὺ εἴμαστε ἀπ᾽ τὸν ἄλλο μαχαλά, ποὺ κάνουμε τόσον κόπο νὰ σοῦ κουβαλοῦμε τὰ βαρέλια ἀπ᾽ τὴν ἄλλην ἄκρη, μᾶς ἀφήνεις στὰ κρύα… Ἡμᾶς οἱ δεκάρες μας δὲν ἔχουν νούμερο…
Τέλος τῶν πλείστων τὰ ἀγγεῖα ἐπεσκευάζοντο, ὀλίγοι τινὲς ἀνυπόμονοι τ᾽ ἀπέσυρον πρὸ τῆς ὥρας, ἀδιόρθωτα, καὶ μερικοὶ ἐπολεμοῦσαν μόνοι τους νὰ τὰ διορθώσουν. Κ᾽ ἐνῷ εἷς μόνον βαρελὰς ἐβασίλευεν εἰς τὴν πολίχνην, ἐκ πολλῶν χρόνων, κανεὶς δὲν ἀπεφάσιζε νὰ μάθῃ τὴν τέχνην. Μόνον εἷς γηραιὸς ἄνθρωπος, ἑξηντάρης, ὁ μπαρμπα-Δημητρὸς ὁ Τσουμπός, παρουσιάσθη ζητῶν νὰ τὴν μάθῃ. Ἀλλ᾽ ἦτο τόσον ὀκνὸς καὶ τόσον κοιμισμένος, ἀπ᾽ τὰ νιᾶτά του ἀκόμη, ὥστε, καὶ ἂν κατώρθωνε νὰ μάθῃ τι, θὰ τὸ ἐλησμόνει πρὶν τὸ μάθῃ, ὅπως λέγει ὁ ἀρχαῖος κωμικός.
Ἦτο δὲ τόσον πολυάσχολος κατὰ τοὺς δύο μῆνας τοῦ φθινοπώρου ὁ μαστρο-Στεφανής, ὥστε ἀπὸ βαθείας πρωίας μέχρι νυκτὸς δὲν εὐκαίρει νὰ λείψῃ οὐδὲ στιγμὴν ἀπὸ τὸ ἐργαστήρι του καὶ ἀπὸ τὸ «τσαρδί» του, τὸ ἐκ ξύλων καὶ κλάδων παράπηγμα, τὸ ὁποῖον εἶχε κατασκευάσει ἰδιοχείρως κατέμπροσθεν τῆς θύρας τοῦ ἐργαστηρίου. Μόνον εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἐπήγαινε τὴν Κυριακὴν πρωί, καὶ μόνον πρὸ τῆς θύρας τοῦ μικροῦ καφενείου τοῦ Γιάννη τοῦ Βλάχου βιαστικὰ ἐπερνοῦσε, ἱστάμενος δὲ τότε ἐπὶ στιγμήν, ἐφώναζε τὸν Ἀντώνην, τὸν υἱὸν τοῦ καφετζῆ:
― Πάτερ Ἀβραάμ!… πέμψον Λάζαρον!…
Τὸ «πέμψον Λάζαρον» ἐσήμαινε νὰ τὸν δροσίσῃ μ᾽ ἕνα ποτηράκι ρακί, τὸ θέρος, ἢ ρώμι, τὸν χειμῶνα, τὸ ὁποῖον εἶχε κανονισμένον. Ἓν καὶ μόνον τὴν ἡμέραν ἔπινε.
Ὅταν ἔγινε δώδεκα χρόνων ὁ Στάθης, ὁ πρωτότοκος, ὁ πατήρ του τὸν ἀπέσυρεν ἀπὸ τὸ σχολεῖον, διὰ νὰ μάθῃ τὴν πατρῴαν τέχνην. Πλὴν μόλις ἔμαθε κάτι τι ὁ Στάθης, καὶ τοῦ ἦλθεν ἔρως νὰ μπαρκάρῃ μὲ τὰ καράβια, νὰ γίνῃ ναυτικός. Τρία ἔτη ὕστερον, ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν αὐτὴν ὡς ἀνωτέρω ἡλικίαν ὁ Θανασάκης, ὁ δεύτερος υἱός, τότε τὸν ἐσχόλασε καὶ αὐτὸν ἀπὸ τὰ γράμματα, καὶ τὸν «ἔστρωσε» στὴν τέχνην. Ἀλλ᾽ οὗτος δὲν εἶχεν ὑπομονὴν οὔτε τὰ στοιχεῖα τῆς τέχνης νὰ μάθῃ. Ὅταν ἔγινε δεκατριῶν ἐτῶν, ἐπήγαινε καθημερινῶς μὲ τὶς βάρκες, εἰς τοὺς ναύλους καὶ τὸ ὀψάρευμα, καὶ ὅταν ἔγινε δεκατεσσάρων ἐτῶν, ἐμβαρκάρισε μὲ μίαν σκούναν κ᾽ ἔφυγε.
Οἱ νησιῶταί μας δὲν ἐπέδιδον εἰς ἄλλο ἐπάγγελμα παρὰ τὸ ναυτικόν. Οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἔγινε ποτὲ ἔμπορος τῆς ξηρᾶς ἢ βιομήχανος ἢ χειρῶναξ. Καὶ τέχνην ἂν εἶχον διδαχθῆ, τὴν ἐγκατέλειπον χάριν τῆς ἀστάτου ἐρωμένης, τῆς θαλάσσης.
Ἐντοσούτῳ ὁ πρῶτος υἱὸς τοῦ μαστρο-Στεφανῆ δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ εἶναι καὶ ὀλίγον βαρελάς, ἂν καὶ τὸν περισσότερον καιρὸν ἐταξίδευε μὲ τὰ καράβια. Κατὰ Ἰούλιον ἢ Αὔγουστον ἤρχετο πάντοτε, κ᾽ ἔμενεν ἐπ᾽ ὀλίγους μῆνας βοηθῶν τὸν πατέρα του. Ἐμεγάλωσεν, ἐνυμφεύθη, κ᾽ ἔγινε καλὸς καὶ φρόνιμος ἄνθρωπος.
Ὁ δεύτερος υἱός, ἀφοῦ ἔκαμε πολλὰ ταξίδια, καὶ ἀφοῦ ἐπανῆλθε δὶς ἢ τρὶς μετὰ μακρὰς ἀπουσίας, ὅταν ἔγινε δεκαοκτὼ ἐτῶν, ἐμβαρκαρίσθη μὲ βαπόρια, κ᾽ ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἀμερικήν. Ἐκεῖθεν ἔγραψε δύο ἢ τρεῖς ἐπιστολὰς κατὰ μακρὰ διαλείμματα, ὑποσχόμενος ὅτι ἔμελλε ταχέως νὰ στείλῃ καὶ χρήματα· ἀλλὰ δὲν ἔστειλεν. Εἶτα ἔπαυσε νὰ γράφῃ, καὶ δὲν ἠκούετο πλέον.
Παρῆλθον δέκα ἔτη, καὶ δὲν ἔδωκε σημεῖα ὑπάρξεως. Μόνον δύο φορὰς ὁ μαστρο-Στεφανὴς ἔμαθεν ἐμμέσως ἐκ τρίτων, λεγόντων ὅτι ἤκουσαν ἄλλους οἵτινες τὸν εἶχον ἀνταμώσει, ὅτι εὑρίσκετο εἰς μίαν τῶν δημοκρατιῶν τῆς Νοτίου Ἀμερικῆς ― ὅπου φαίνεται ὅτι ὑπῆρχε χρυσίον πολύ, ἀλλὰ καὶ κακαὶ νόσοι πλειότεραι καὶ διαφθορὰ καὶ κακουργία μεγίστη.
Κατὰ τοὺς πρώτους χρόνους τῆς ἀποδημίας τοῦ νέου, οἱ γείτονες καὶ οἱ φίλοι ἐπείραζον ἐνίοτε τὸν πατέρα του.
― Τώρα θὰ ἔχῃ βγάλει μουστάκια, ὁ Θανάσης, μαστρο-Στεφανή…
― Τί ἠθέλατε νὰ βγάλῃ… σπανάκια;
Ἄλλοι πάλιν ἔλεγον:
― Πῶς δὲν ἔστειλε τίποτε λίρες ἀκόμα, ὁ Θανάσης;
― Μὰ ἂς κιτρινίσουν πρῶτα οἱ λίρες… ἀκόμα δὲν ὡρίμασαν.
Σημειωτέον ὅτι «λύρες» ἐκαλοῦντο εἰς τὸν τόπον καὶ τὰ ὄψιμα κολοκύνθια, τὰ λαμβάνοντα τεραστίαν ἀνάπτυξιν.
Ἐντοσούτῳ, ἂν εἶχε μέσα του καημὸν ὁ μαστρο-Στεφανὴς διὰ τὸν ξενιτευμὸν τοῦ υἱοῦ ἐκείνου, αὐτὸς μόνος τὸ ἤξευρε. Εἰς τοὺς τελευταίους χρόνους, καθ᾽ ὅσον ἐγήραζεν, εἶχεν ἀρχίσει νὰ ὑπερβαίνῃ τὸν κανονισμόν, καὶ δὶς ἢ τρὶς τῆς ἡμέρας ἵστατο ἔξω τῆς θύρας τοῦ καπηλείου τοῦ Γιάννη Βλάχου κ᾽ ἐφώναζε τὴν φράσιν τὴν συνθηματικήν:
―Ἐλέησόν με… καὶ πέμψον Λάζαρον!
Ἐν τῷ μεταξύ, αἱ τέσσαρες θυγατέρες ἐκεῖναι, διὰ τὴν τύχην τῶν ὁποίων ἀνησύχουν αἱ ἐξαδέλφαι τῆς Ἀσημίνας, ἔλαβον διαφόρους τύχας.
Ἡ δευτερότοκος αὐτῶν εἶχεν εὕρει τὴν τύχην της πρὸ τῆς πρωτοτόκου, ὅταν ἦτον μόνον ἑπταέτις καὶ πρὶν ἀπέλθῃ εἰς τὴν Ἀμερικὴν ὁ ἀδελφός της. Μίαν ἑσπέραν, ὅταν κατόπιν ραγδαίας συνεχοῦς βροχῆς εἶχον γεμίσει τὰ πηγάδια, οἱ λάκκοι, καὶ τὰ κοιλώματα, ἡ μικρὰ Ροδαυγή (οὕτω τὴν εἶχαν βαπτίσει) εὑρισκομένη εἰς τὴν αὐλὴν μεγάλης γειτονικῆς οἰκίας, εἶχε κύψει εἰς τὸ χεῖλος βαθέος φρέατος διὰ νὰ «καραβίσῃ»* ἓν πτερὸν ὄρνιθος, θέλουσα νὰ μιμηθῇ τ᾽ ἀγόρια, τὰ ὁποῖα ἔβλεπε καθημερινῶς νὰ καραβίζουν εἰς τὸ γειτονικὸν ποτάμιον, τὸ σχηματιζόμενον εἰς τὸ κοῖλον κέντρον τῆς πολίχνης κατόπιν τῶν ὑετῶν. Ἡ παιδίσκη ἔκυψεν ὀλίγον τι βαθύτερα, ἐγλίστρησε, κ᾽ ἔπεσε κατὰ κεφαλῆς μέσα εἰς τὸ νερόν.
Ἡ κραυγή της ἐπνίγη, ἄνθρωπος δὲν ἔτυχε πλησίον ἐκεῖ νὰ τὴν ἴδῃ. Μάτην ἐδοκίμασε νὰ πιασθῇ ἀπὸ τὸ φρακτὸν στόμιον τοῦ πηγαδιοῦ. Ἐτάραξεν, ἔπλευσεν, ἐσπαρτάρησε. Μετ᾽ ὀλίγα λεπτὰ τὴν ἀνέσυραν νεκράν.
Δευτέρα εὗρε τὴν τύχην της ἡ πρωτότοκος, ἡ Ἑλένη, καὶ συγχρόνως μ᾽ αὐτὴν ἡ τριτότοκος, ἡ Μαργαρώ. Εὗρον αἱ δύο μίαν τύχην, ἀλλὰ διφορουμένην καὶ κάπως παράδοξον. Ἡ Ἑλένη εἶχεν ἀρραβωνιασθῆ τὸν Παναγὴ τὸν Νικούτσικον, λεπτουργὸν τὸ ἐπάγγελμα, τὸν ὁποῖον τῆς εἶχον ἐκλέξει αἱ ἐξαδέλφαι τῆς μητρός της, ὡς καλὸν νέον καὶ προκομμένον. Ἀλλ᾽ ὅταν, κατὰ τὸ ἔθος τοῦ τόπου ἐτελέσθησαν τὰ μβασίδια*, καὶ εἰσήχθη διὰ πρώτην φορὰν ὁ γαμβρὸς εἰς τὸ σπίτι, ὁ νέος εἶδε τὴν ἀρραβωνιαστικὴν τὴν ὁποίαν τοῦ εἶχον προορίσει, εἶδε καὶ τὴν μικροτέραν ἀδελφήν της, τὴν Μαργαρώ. Ἡ καλύπτρα, φεῦ! πρὸ πολλοῦ εἶχε καταργηθῆ εἰς τὰ ἤθη μας.
Ὁ Παναγὴς δὲν ἠθέλησε τὴν Λείαν, τὴν Ἑλενιώ, ἀλλ᾽ ἠθέλησε τὴν Ραχήλ, τὴν Μαργαρώ. Τὴν ἄλλην ἡμέραν δὲν ἐδίστασε νὰ ἐκδηλώσῃ τὴν προτίμησίν του πρὸς τὴν πενθεράν του τὴν ἰδίαν. «Ἢ μοῦ δίνετε τὴν Μαργαρώ, εἶπεν, ἢ σᾶς στέλνω τὰ σημάδια* πίσω».
Νὰ πετάξῃ ὁ γαμβρὸς τὰ «σημάδια», δηλ. τοὺς ἀρραβῶνας! κακὸν καὶ ψυχρὸν τὸ πρᾶγμα. Τί νὰ κάμῃ ἡ πτωχὴ ἡ Ἀσημίνα, τί νὰ κάμῃ κι ὁ μαστρο-Στεφανής, ὁ σύζυγός της. Μετὰ πολλοὺς δισταγμοὺς καὶ διαβούλια, ἀλλὰ καὶ ἔριδας μεταξὺ τοῦ παλαιοῦ ἀνδρογύνου, ἀφοῦ ἡ Ἀσημίνα ἤκουσε καὶ τὰς γνώμας τῶν ἐξαδέλφων της, ἠναγκάσθησαν νὰ ὑποκύψουν.
Ἡ Μαργαρώ, ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ γαμβρὸς τὴν προτιμᾷ, δὲν ὤκνησε νὰ εἴπῃ ὅτι κι αὐτὴ τὸν θέλει. Ἦτον, εἶναι ἀληθές, ἀνθηροτέρα καὶ χαριεστέρα τῆς ἀδελφῆς της, καὶ ἦτο μόλις δεκαοκταέτις. Ἡ Λενιώ, ἡ ἀτυχὴς παραγκωνισθεῖσα, τὸ ἐπῆρε κατάκαρδα. Ἐφαίνετο ὀλίγον ἀσχημούτσικη, καὶ ἦτον χλωμὴ καὶ κακοπλασμένη ἐξ ἀρχῆς. Εἴτε ἔπασχεν ἀρχῆθεν εἴτε ὄχι, τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ἀπέθανε φθισική, ὀλίγον χρόνον ὕστερον, μετὰ δύο μῆνας ἀπὸ τὸν γάμον τῆς Μαργαρῶς!
Ἰδοὺ πῶς ἀθρόως καὶ χονδρικῶς, οὕτως εἰπεῖν, διεσκεδάζετο ἡ φιλόστοργος ἀνησυχία τῶν ἐξαδελφάδων τῆς Ἀσημίνας.
Ἔμεινε τώρα μία κόρη, ἡ Ἀφέντρα, ἡ τελευταία. Ἡ μήτηρ της τὴν εἶχε πλέον «χαδούλα καὶ χαδιάρα», καὶ αἱ ἐξαδέλφαι τῆς μητρός της δὲν ἀνησύχουν πολὺ δι᾽ αὐτήν. Ἡ Ἀσημίνα ἔτρεφε μητρικὴν φιλοδοξίαν, τὴν ὁποίαν ἠρέσκετο νὰ σχετίζῃ μὲ τὸν καημόν της διὰ τὴν ἀποδημίαν τοῦ υἱοῦ, κ᾽ ἔβλεπε ξυπνητὰ ὄνειρα ἐν σχέσει πρὸς τὴν μέλλουσαν λαμπρὰν καὶ ἔνδοξον ἐκ τῆς Ἀμερικῆς ἐπάνοδον ἐκείνου.
― Τῆς Ἀφέντρας μου ἡ τύχη, ἔλεγε, θά ᾽ρθῃ ἀπ᾽ τὴν Ἀμέρικα.
Καὶ ἡ κόρη ἐμεγάλωνε μὲ τὴν ἰδέαν ταύτην. Ἀλλ᾽ ἐν τῷ μεταξὺ ἡ τύχη της ἐκινδύνευσε νὰ ἔλθῃ ἀπὸ πολὺ ἀπωτέρω, δηλαδὴ ἀπὸ τὰς ἰδίας περίπου σφαίρας, ὁπόθεν εἶχεν ἔλθει τῆς ἀτυχοῦς Ἑλένης ἡ τύχη καὶ τῆς μικρᾶς Ροδαυγῆς.
Μία ἐξαδέλφη τοῦ μαστρο-Στεφανῆ εἶχε συνδεθῆ διὰ τοῦ γάμου της μὲ μεγαλύτερον σόι. Ἐκαλεῖτο κοινῶς ἡ Ἐπαρχίνα. Ἦτον συνταξιοῦχος χήρα διοικητικοῦ ὑπαλλήλου πρὸ χρόνων ἀποθανόντος. Εἶχε ζήσει εἰς ἄλλας πόλεις τῆς Ἑλλάδος καὶ εἶχεν ἀποκτήσει ξενιζούσας ἕξεις καὶ κλίσεις. Μία τῶν ἰδιοτροπιῶν της, ἥτις ἐφάνη ἀλλόκοτος εἰς τὸ χωρίον, ὑπῆρξε τὸ νὰ παραγγείλῃ νὰ τῆς κατασκευάσουν ἐντὸς τοῦ περιβόλου τοῦ κοινοῦ κοιμητηρίου τὸν τάφον της κτιστόν, καὶ νὰ ἐπιγράψουν ἐπὶ πλακὸς τ᾽ ὄνομά της· «Ἐνθάδε κεῖται ἡ ἀείμνηστος Π. Χ., χήρα τοῦ ἀοιδίμου ἐπάρχου Σ. Χ.», πρὶν αὕτη ἀποθάνῃ ἀκόμη.
Τοῦτο τὸ εἶχον κάμει καὶ ἄλλοι τινὲς πρὸ αὐτῆς. Ἓν μάλιστα γεροντικὸν ἀνδρόγυνον εἶχε κτίσει διδύμους τάφους, ἀνοικτούς, χάσκοντας, μὲ τὰς ἐπιγραφὰς τῶν ὀνομάτων τῶν ζώντων ἀκόμη. Καὶ τὸ ἀνδρόγυνον εἶχε φθάσει εἰς βαθὺ γῆρας, 87 ἐτῶν ὁ σύζυγος, 84 ἡ συμβία, καὶ οἱ τάφοι ἔχασκον προκλητικῶς πρὸς τοὺς ἐπισκέπτας καὶ τὸ ἀνδρόγυνον δὲν ἀπέθνησκε. Τινὲς μάλιστα εἶπον ὅτι ἐπίτηδες εἶχον κτίσει οἱ δύο σύζυγοι τοὺς τάφους ἐκείνους τοὺς ἀνοικτούς, διὰ νὰ ξεγελάσουν τὸν θάνατον καὶ διὰ νὰ ἐξορκίσουν τὸν Χάρον…
Τούτους εἶχε μιμηθῆ καὶ ἡ χήρα Π. Χ. Καθὼς ἦτον ὁ τάφος νεόκτιστος, ἀσβεστωμένος, καὶ μὲ ὑγρὰν ἀκόμη κονίαν, μίαν ἑσπέραν θερινήν, ἡ συνταξιοῦχος γερόντισσα, συνοδευομένη ἀπὸ τὴν μικρὰν Ἀφέντραν, δευτέραν ἀνεψιάν της, δωδεκαετῆ τότε παιδίσκην, πρὸς ἣν ἐφαίνετο νὰ τρέφῃ στοργήν τινα, ἐνῷ ἐπέστρεφον ἀπὸ τὴν ἄμπελον, ὀλίγον μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, μὲ τὰ καλαθάκια των ἀπὸ τοὺς ἀγκῶνας κρεμάμενα, διῆλθον ἔξωθεν τοῦ νεκροταφείου. Εἰσῆλθον εἰς τὸν περίβολον διὰ νὰ ἴδῃ ἡ χήρα τὸν τάφον, καὶ δείξῃ τοῦτον, ὡς ἀξιοπερίεργόν τι, εἰς τὴν μικρὰν ἀνεψιάν της.
― Νά, Ἀφέντρα μου, κοίταξε ποῦ θὰ μὲ βάλουν!…
Ἡ κόρη ἐκοίταζε μὲ ἄκακον περιέργειαν καὶ ἀφοβίαν.
― Τί ὄμορφο ταφάκι ποὺ θά ᾽χῃς, θειά, εἶπε· μικρούτσικο, μικρούτσικο…
― Μοῦ πῆραν μέτρο, εἶπεν ἡ γραῖα, μὰ δὲν ξέρω ἂν θὰ μοῦ ᾽ρχεται ἴσα-ἴσα. Ἤθελα νὰ κατεβῶ μιὰ κάτω, νὰ ξαπλωθῶ, γιὰ νὰ δοκιμάσω… πρέπει να τεντωθῶ καλά…
Ἡ παιδίσκη ἀκουσίως ἐγέλασε.
― Ποῦ σ᾽ ἀφήνει, θειά, εἶπεν, ἡ καμπουρίτσα ποὺ ἔχεις, γιὰ νὰ ξαπλωθῇς, νὰ δοκιμάσῃς;..
Ἡ γραῖα ἐμόρφασε.
― Μπά! εἶπε, δὲν ἔχω καμπούρα, ποῦ τὴν ηὗρα τὴν καμπούρα;…
Κ᾽ ἔφερε τὴν χεῖρα ὀπίσω εἰς τὴν ράχιν της.
― Σὰν πεθάνουμε, ἐξηκολούθησε νὰ λέγῃ στρυφνῶς πως καὶ μετὰ πικρίας… τότε ἡ καμπούρα φεύγει ἀποπάνω μας, τότε ὅλα τὰ κορμιὰ ἰσάζουν… Κι ὅλοι μας γινόμαστε ἴσοι, ἴσοι κι ὅμοιοι, ἴσωμα, σὰν αὐτὸν τὸν κάμπο ποὺ θὰ πλαγιάσουμε ὅλοι μας, σὰν αὐτὸ τὸ χῶμα ποὺ θὰ μᾶς σκεπάσῃ.
Αἴφνης τῆς γραίας τῆς ἦλθε μία ἰδέα.
― Θέλεις, Ἀφέντρα μου, νὰ μβῇς ἐδῶ μέσα νὰ ξαπλωθῇς ὄμορφα-ὄμορφα, νὰ καμαρώνῃς, γιὰ νὰ ἰδῶ πῶς θὰ φαίνωμαι ὅταν μὲ βάλουν μέσα… ἴσα κοντεύουμε νὰ εἴμαστε στὸ μπόι, γιατὶ ἐσὺ ψηλώνεις γλήγορα… Νὰ τεντωθῇς ὀλίγο σύ, νὰ ξεδιπλωθῶ λίγο ἐγώ, ἴσα θὰ εἴμαστε, πάνω-κάτω.
Ἡ παιδίσκη μειδιῶσα, ἄκακα, ἄφοβα, ἄφησε τὸ καλαθάκι της καὶ κατέβη εἰς τὸν κενὸν λάκκον. Ἐκάθισε κάτω, περιμαζεύουσα τὰ κράσπεδα τοῦ φορέματός της, εἶτα ἐξηπλώθη, ἐσταύρωσε τὰ χεράκια της, ἔκλεισε τὰ ματάκια της, καὶ ἐκαμάρωνεν ὄμορφα-ὄμορφα, καθὼς ἔλεγεν ἡ γραῖα θεία της.
― Φτάνει τώρα, ἔκραξεν ἡ χήρα τοῦ ἐπάρχου· σήκω ἀπάνω, μὴ μᾶς ἰδοῦν, καὶ λένε, τί πάθανε αὐτές;… Τί ὄμορφα ποὺ κάνεις τὴν πεθαμένη!… Ἀνέβα γλήγορα, καὶ πᾶμε.
*
* *
Ἡ Ἀφέντρα τὴν ἰδίαν ἑσπέραν διηγήθη τὸ πρᾶγμα εἰς δύο συνομήλικας φίλας της. Τούτων ἡ μία, μεγαλυτέρα κατὰ δύο ἔτη ἀπὸ τὴν Ἀφέντραν, ἔβαλε φωνὴν τρόμου, καὶ κατεφόβισε τὴν κορασίδα.
― Πὼ πώ! ἔκαμες τὴν πεθαμένη! καὶ τὸ λὲς κιόλα;
― Γιατί;
― Οἱ βρυκολάκοι θὰ σὲ κυνηγοῦν!… καὶ θὰ γυρεύουν νὰ σὲ πάρουν μαζί τους…
Τότε ἡ Ἀφέντρα ἐτρόμαξε. Τὴν νύκτα ἐπλάγιασε μὲ πονοκέφαλον. Τῆς ἦλθε πυρετός. Ἔβλεπεν ὅλην τὴν νύκτα νεκροὺς καὶ τάφους καὶ βρυκόλακας εἰς τὸν τεταραγμένον ὕπνον της. Ἡ ἰδία ἡ θεία της τῆς ἐφαίνετο ὅτι εἶχεν ἀποθάνει, ὅτι ἐβρυκολάκιασε κ᾽ ἐζητοῦσε νὰ τῆς πίῃ τὸ αἷμα. Ἐξύπνησε παγωμένη, καὶ τὴν κατέλαβε κάτι σπασμῶδες καὶ νευροπαθές.
Εἶχε πάρει «φρῖξιν»*, καθὼς ἔλεγεν ἡ μητέρα της. Τὴν ἑσπέραν προσεκλήθη εἷς ἱερεύς, καὶ ἤρχισε νὰ τῆς διαβάζῃ, ἄνωθεν τῆς κεφαλῆς της, τὰ Τετραβάγγελα. Ἡ χήρα ἡ Ἐπαρχίνα κατεθλίβη κ᾽ ἐπροσπάθει μὲ κάθε τρόπον νὰ ἐγκαρδιώσῃ τὴν νέαν καὶ νὰ παρηγορήσῃ τὴν μητέρα, ἡ ὁποία ὅμως ἔκαμνε μορφασμοὺς δυσμενείας πρὸς τὴν ἀνδρεξαδέλφην της.
― Εἶδες τὴν Ἐπαρχίνα! ἔλεγε κατ᾽ ἰδίαν ἡ Ἀσημίνα ἡ πτωχή. Νὰ μοῦ τρελάνῃ τὸ κορίτσι, μιὰν ὥραν μιὰν ὡρίτσα! Τ᾽ ἤθελε νὰ τὴν πάῃ στὰ Μνημούρια, θὰ πῶ*, τί ἤθελε; Καὶ τὴν ἔβαλε, λέει, νὰ πέσῃ μὲς στὸν τάφο ποὺ ἔχει χτίσει, γιὰ νὰ δοκιμάσῃ τὸ μπόι της!… Κορίτσι ἀπάρθενο, ἀγουρίδα, ἄκακο, μοῦστο* πράμα! Καὶ νὰ ξαπλωθῇ στὸν λάκκο μέσα, ἀκοῦς! Γιὰ νὰ σκιάξῃ, μαθές, τοὺς πεθαμένους… Γιὰ νὰ τὴν ἀφήσῃ ὁ Χάρος, γριά, κακόγρια, κακομαγειρεμένη, νὰ μὴν τὴν πάρῃ, καὶ σωθοῦν οἱ ἁμαρτίες της!… Καὶ τὴν ἔσπρωξε μέσα στὸν λάκκο, ἀκοῦς! Κ᾽ ἐσταύρωσε τὰ χέρια, κ᾽ ἐσφάλησε τὰ μάτια της, τ᾽ ἀκοῦς! Κ᾽ ἔκανε τὴν πεθαμένη, τ᾽ ἀκοῦς!… Ποιὸς ξέρει ἂν δὲν τῆς ἔρριξε καὶ χώματα ἀπάνω της;… κι ἂν δὲν τὴν ἐκακομελέτησε, τάχα; Καὶ τώρα ποὺ ἦρθε ἄτυχα* τοῦ κοριτσιοῦ μου… Καὶ πῶς νὰ τό ᾽χω ἕνα παλαβό, ἕνα σκιασμένο, ἕνα φριμένο*, Θέ μου!… Κορίτσι μυριάκριβο, ποὺ ἦταν σὰν τὸ κρύο νερό… Ποὺ μοῦ τὸ γύρευαν οἱ γαμβροὶ ἀπὸ τώρα… Κ᾽ ἐγὼ ἔλεγα, ἡ καημένη, νά ᾽ρθῃ ὁ Θανάσης ἀπ᾽ τὴν Ἀμέρικα, νὰ μοῦ φέρῃ πολλὲς-πολλὲς λίρες, νὰ τὸ παντρέψω, νὰ τὸ νοικοκυρέψω, νὰ εὐφρανθῶ, νὰ χαρῶ!… καὶ τώρα ἡ Ἐπαρχίνα μοῦ τὸ βόλεψε καλά!… Ἀπ᾽ τὸ Θεὸ ἂς τό ᾽βρῃ!
Ἀφοῦ ὁ ἱερεὺς ἐπέρανεν ἀναγινώσκων ὅλα τὰ Τετραβάγγελα, ὑπεράνω τῆς κορυφῆς της, ἡ Ἀφέντρα ἔδειξε σημεῖα βελτιώσεως. Μετὰ τρεῖς ἑβδομάδας, αἱ πένθιμοι εἰκόνες ἐξηλείφοντο μικρὸν κατὰ μικρὸν ἀπὸ τὸν νοῦν της. Ἡ μητέρα ἐπροσπάθει νὰ τὴν κάμῃ νὰ φαιδρυνθῇ.
― Δὲν ἔχεις τίποτε, Ἀφέντρα μου· τώρα εἶσαι καλά… Καὶ ποῦ νά ᾽ρθῃ ἀπ᾽ τὴν Ἀμέρικα ὁ Θανάσης μας!… νὰ σοῦ φέρῃ ὅλα τὰ καλούδια… καὶ θὰ φέρῃ λίρες, λίρες μὲ-τὴν-οὐρά… νὰ σὲ στολίσω, νὰ σὲ κάμω νύφη… Ἑκατὸ λίρες θὰ βάλω κολλαΐνα* πάνω στὰ στήθια σου, στὸ γάμο, ποὺ θὰ φορῇς τὸ στεφάνι… νὰ καμαρώνῃς, νὰ σὲ ζηλεύουν ὅλοι!
Κατ᾽ ἐκείνας τὰς ἡμέρας ἔφθασεν ἐπιστολὴ ἐξ Ἀμερικῆς. Ὁ Θανάσης ἔγραφεν ὅτι εἶναι καλά, καὶ ὅτι ὀλίγον ἀκόμα θ᾽ ἀργήσῃ νὰ ἔλθῃ διὰ νὰ φέρῃ πολλὲς λίρες.
Παρῆλθον χρόνοι. Ὁ Θανάσης ἔλειπεν ἤδη δεκαεπτὰ ἔτη εἰς τὴν Ἀμερικήν, καὶ θὰ ἦτον πλέον ἢ 35 ἐτῶν ἤδη. Ἡ ἀδελφή του εἶχεν ὑπερβῆ τὸ εἰκοστόν. Καὶ τέλος δὲν εἶχε μεγαλώσει πολύ, καὶ ἡ μήτηρ της ἔτρεφε πεποίθησιν ὅτι δὲν θὰ ἐβράδυνε πολὺ ἡ τύχη τῆς κόρης νὰ ἔλθῃ. Μόνον ἂν συνέβαινε ποτὲ νὰ πειραχθῇ μὲ καμμίαν συνομήλικα ἡ Ἀφέντρα, ἔμενεν ἡ παλαιὰ ἠχώ, ἥτις κάμνει ὅλους καὶ ὅλας νὰ φέρουν εἰς ὅλην τὴν ζωήν των ἓν παρεγκώμιον, εἰς τοὺς μικροὺς τόπους, ὅπου οὐδὲν κρύπτεται οὐδενὸς καὶ ὅπου ἡ μετάβασις ἀπὸ τῆς φιλίας εἰς τὴν ἔχθραν εἶναι τόσον εὔκολος καὶ ταχεῖα.
Καὶ τότε ἡ παλαιὰ ἠχώ, διὰ στόματος τῆς φίλης τῆς χθές, τῆς ἐχθρᾶς τῆς σήμερον, ἐπανέλεγε:
«Παλαβή!… σκιασμένη!… φριμένη… ποὺ τὴν πιάνει!…» Καὶ τοῦτο θὰ ἔφθανεν ἀκόμη καὶ εἰς τὰ ὦτα παντὸς ὑποψηφίου μνηστῆρος… Πλήν, ἂν ἤρχετο ὁ Θανάσης ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν, κ᾽ ἔφερνε τόσον χρυσίον, ὅσον ὠνειροπόλει ἡ μήτηρ, τὸ προηγούμενον ἐκεῖνο θὰ ἦτο πολὺ μικρὸν ἐμπόδιον διὰ τοὺς ἐπιδόξους γαμβρούς.
Τέλος, μίαν πρωίαν, ἦλθε γράμμα, μὲ μέγαν χρωματιστὸν φάκελον, μὲ πολλὰς σφραγῖδας καὶ γραμματόσημα ὄχι ὀλίγα.
― Καλῶς τὰ ᾽δέχτης, καλῶς τὰ ᾽δέχτης, γειτόνισσα.
― Καλῶς τὰ ᾽δέχτης, ἐξαδέρφη!
― Φχαριστῶ, καλὸ νά ᾽χετε.
Ἡ Ἀσημίνα εἶχε μεγάλες χαρές, ὁμοίως καὶ ἡ Ἀφέντρα, ἡ κόρη της. Τὸ γράμμα ἐκεῖνο ἐφάνη εἰς τὴν νέαν ὅτι περιέκλειε πράγματι τὴν τύχην της, τὴν ὁποίαν ἀπὸ τόσον χρόνον ἐπερίμενε πότε νὰ ἔλθῃ.
―Ἔλα νὰ μᾶς ξαναγλώσῃς* τὸ γράμμα, παπά!
Ὁ παπάς, ὁ γείτων, ἀνέβη στὸ σπίτι τοῦ μαστρο-Στεφανῆ, καὶ «ξανάγλωσε» τὸ γράμμα.
Ἡ ἐπιστολὴ ἦτον πράγματι ἀπὸ τὸν Θανάσην, κ᾽ ἔγραφεν ὅτι μετὰ ἕνα μῆνα ἔρχεται. Εἶχε πάθει ὀλίγον τὴν ὑγείαν, ἔγραφε, κ᾽ ἔχει πεποίθησιν ὅτι τὸ ἀέρι τῆς πατρίδος θὰ τὸν κάμῃ καλά. Θὰ ἔφερε μαζί του καὶ ὅλας τὰς μικρὰς οἰκονομίας του.
Δὲν ἐκιτρίνισαν μόνες οἱ λίρες τόσα χρόνια, εἰς τὰ κλίματα τῆς Νοτίου Ἀμερικῆς, ὅπως ἔλεγεν ἄλλοτε ὁ μαστρο-Στεφανὴς· ἐκιτρίνισε κι ὁ ἴδιος ὁ Θανάσης, ὁ υἱός του. Κατὰ Μάρτιον μῆνα ἔφθασεν οὗτος εἰς τὸν Πειραιᾶ, ἀνέβη δὲ εἰς τὰς Ἀθήνας διὰ νὰ τὸν ἴδουν οἱ ἰατροί· καὶ οὗτοι τὸν εὗρον φθισικόν. Εἶχε παρουσιασθῆ εἰς τοὺς ἰατροὺς μὲ ὅλα τὰ δακτυλίδια του, τὶς καδένες καὶ τὶς καρφίτσες του. Τοῦ ἐπῆραν μερικὰς λίρας, τοῦ ἔδωκαν πολλὰς συνταγάς, διάφορα φιαλίδια μὲ χρωματιστὰ νερά, καὶ κάτι σκόνες, μὲ ὀσμὴν φαρμακείου, καὶ τὸν ἐσυμβούλευσαν νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν πατρίδα του. Κ᾽ ἐκεῖνος δι᾽ ἐκεῖ ἐπήγαινε.
Ἅμα ἠκούσθη εἰς τὸ χωρίον ὅτι ἔρχεται μὲ τὸ βαπόρι ὁ Θανάσης, φέρων καὶ λίρες μαζί του, πέντε προξενιὲς ἔστειλαν διὰ μιᾶς εἰς τὴν μητέρα του διὰ τὴν κόρην της, τὴν Ἀφέντραν. Περισσότεροι ἡτοιμάζοντο νὰ στείλουν προξενιὰν διὰ τὸν Θανάσην τὸν ἴδιον, πλὴν ἤξευραν ὅτι ὁ νέος δὲν θὰ ἐνυμφεύετο πρὶν ἐξασφαλίσῃ τὴν ἀδελφήν του, καὶ οἱ θέλοντες αὐτὸν διὰ γαμβρὸν ἐφιλοτιμοῦντο νὰ προσφέρωσιν ἐκδουλεύσεις, μετερχόμενοι τὸν προξενητὴν καὶ τὴν παντρολόγισσαν ὅλοι καὶ ὅλαι, συντελοῦντες εἰς τὴν ἀποκατάστασιν τῆς κόρης τὸ ταχύτερον. Ἅμα ἔφθασεν ὁ Θανάσης, καὶ τὸν εἶδαν, καὶ ἦτον ἰσχνὸς καὶ κάτωχρος, ἐνόησαν πὼς δὲν ἔμελλε νὰ νυμφευθῇ εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον ὁ Θανάσης, καὶ παρῃτήθησαν.
Μεταξὺ τῶν γαμβρῶν, ὅσοι παρουσιάσθησαν, προεκρίθη εἷς νέος ἔχων μικρὸν ἐμπορικόν. Ἐκαλεῖτο κοινῶς ὁ Γρηγόρης τῆς Μονεβασῶς. Οὗτος ἐσκέφθη ὅτι τὰ χρήματα, τὰ ὁποῖα ἔφερεν ἐκ τῆς Ἀμερικῆς ὁ φθισικὸς νέος, θὰ ἦσαν καλὰ διὰ ν᾽ αὐξήσῃ τὸ ἐμπόριόν του, διὰ νὰ πληρώσῃ τὰ χρέη του καὶ ἀνοίξῃ περισσοτέρας πιστώσεις. Αἱ ἐξαδέλφαι τῆς Ἀσημίνας, πάλιν, ἐσκέφθησαν ὅτι καλὸν θὰ ἦτο νὰ συγγενεύσωσι μὲ τὴν ἐμπορικὴν τάξιν, ἥτις ἐξήσκει ἐπιρροὴν εἰς τὸ χωρίον, κ᾽ ἐξευγένιζε διὰ τῶν χρημάτων, πλάττουσα δημάρχους, συμβούλους, κλπ. Τέλος ἐταίριασαν, καὶ συνήφθη ὁ ἀρραβών.
Ὁ μεγάλος υἱὸς τοῦ Στεφανῆ, ὁ Στάθης, ἔλαβε τὸ τσέκι, τὸ ὁποῖον ἔφερεν ἐξ Ἀμερικῆς ὁ ἀδελφός του, ἀπῆλθεν εἰς Βόλον καὶ τὸ ἐξηργύρωσε. Ἦτον περίπου διὰ πεντακοσίας ἀγγλικὰς λίρας. Ἐπιστρέψας ἐκ Βόλου ἔφερε περὶ τὰς 18 ἢ 19 χιλιάδας χαρτίνας δραχμάς. Τόση ἦτον ἡ περιουσία τοῦ Θανάση.
Τὸν φθισικὸν νέον τὸν ἐπῆγαν, μετὰ τὸ Πάσχα, εἰς τὸ μονύδριον τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, μίαν τερπνὴν ἐξοχήν. Ὁ νέος γαμβρός, ὅστις ἦτον πολιτισμένος, ἀπῄτησε νὰ βγάλῃ ἡ ἀρραβωνιαστική του τὰ ἐγχώρια φορέματα καὶ νὰ φορέσῃ εὐρωπαϊκά.
Ἡ Ἀφέντρα ἤθελε κι αὐτὴ νὰ ἐνδυθῇ ξενικά, ὅσῳ μᾶλλον ὅ,τι ἐσώζετο ἀκόμη ἐκ τῆς νυμφικῆς στολῆς τῆς μακαρίτιδος Ἑλένης, μὲ τῆς ὁποίας τὸ κυριώτερον μέρος εἶχον ἐνδύσει τὴν νεκράν, δὲν ἤθελε νὰ τὸ φορέσῃ, ἕνεκα προλήψεων. Ἡ ἄλλη, ἡ ὕπανδρος ἀδελφή, 〈ἡ〉 Μαργαρώ, ἀποτόμως ὅπως ἔγινεν ὁ γάμος της, εἶχε κάμει πρόχειρα νυμφικὰ φορέματα, ἐπειδὴ οὔτε ἡ Ἑλένη θὰ τῆς παρεχώρει τὰ ἰδικά της στολίδια διὰ νὰ στεφανωθῇ μ᾽ αὐτά, οὔτε αὐτὴ ἡ Μαργαρὼ θὰ τὰ ἐδέχετο. Τὰ ἐνδύματα τῆς Ἑλένης, ὅσα εὑρίσκοντο ἀκόμη ἐντὸς τοῦ κιβωτίου, ἀρχαιοπρεπέστερα, ἦσαν ἐν μέρει αὐτὰ τὰ νυμφικὰ φορέματα τῆς μητρός των, ὀλίγον τροποποιημένα διὰ τὰς ἀπαιτήσεις τῆς ἐποχῆς. Ἡ δὲ Ἀφέντρα ἦτον πολὺ νεωτέρα, τῆς εἶχεν ἔλθει ἡ τύχη της ἀπὸ τὴν Ἀμέρικαν καὶ ἤθελε νὰ συμβαδίσῃ μὲ τὴν ἐποχήν.
Ὁ Θανάσης, ὁ φθισικὸς νέος, ὅστις ἦτον πλήρης ἐλπίδων καὶ θάρρους, ὅτι θ᾽ ἀνέκτα τὴν ὑγείαν του, τώρα ποὺ ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα, εἶχεν εἰπεῖ εἰς τὴν μητέρα του μετὰ τοὺς ἀρραβῶνας τῆς ἀδελφῆς:
― Νὰ γίνω κ᾽ ἐγὼ καλά, μητέρα, καὶ νὰ γίνῃ ὁ γάμος.
―Ἔννοια σου παιδί μου· θὰ γένῃς καλά, πρῶτα ὁ Θεός· σὰ δὲ γένῃς καλά, πρῶτα, ποῦ κάνουμε ἡμεῖς γάμο… Καὶ τώρα ποὺ θ᾽ ἀρχίσουν νὰ μᾶς ἔρχωνται οἱ νυφάδες, νὰ μᾶς στέλνουν προξενιὲς γιὰ τ᾽ ἐσένα, Θανασάκη μου! Μοῦ εἶπαν, πέντ᾽ ἕξι πεθεράδες εἶν᾽ ἕτοιμες, γιὰ νὰ μοῦ στείλουν προξενιά, ἀκοῦς… Τρελαθήκανε, ζουρλαθήκανε, τ᾽ ἀκοῦς… Χαρὰ σ᾽ ἐμένα!… Ποιὰ κι ἄλλη θά ᾽χῃ τὴν τύχη μου;… Καὶ τάζουν… καὶ τί δὲν τάζουν!… Μὰ ἔννοια σου, ἡμεῖς θὰ διαλέξουμε καὶ θὰ πάρουμε, Θανασάκη… Ἔτσι κ᾽ ἔτσι δὲ μᾶς γελοῦν ἐμᾶς… Κουράγιο… κάμε νὰ γένῃς καλά, παιδάκι μου!
Ἡ προθεσμία δὲν ἤρεσεν εἰς τὸν Γρηγόρην, τὸν υἱὸν τῆς Μονεβασῶς, οὔτε ἴσως εἰς αὐτὴν τὴν Ἀφέντραν. Κατὰ συγκυρίαν δέ, ἐκείνας τὰς ἡμέρας ἀρρώστησε καὶ αὐτὴ ἡ μητέρα τοῦ γαμβροῦ, ἡ γραῖα Μονεβασώ. Κατά τινα στιγμήν, εἰς τὸ τέλος μιᾶς ἐπισκέψεως τοῦ μνηστῆρος, ἐνῷ οὗτος ἐξήρχετο τῆς οἰκίας, μεταξὺ τῆς πόρτας καὶ τῆς σκάλας, ἡ Ἀφέντρα σιγὰ-σιγὰ ἐψιθύρισεν εἰς τὸν ἀρραβωνιαστικόν της:
― Εἰπὲ τῆς μάννας σου, εἶναι φόβος μὴν πεθάνῃ ὁ Θανάσης, κ᾽ ὕστερα τὸ πένθος θὰ μᾶς κάμῃ ν᾽ ἀναβάλουμε τὰ στέφανα… Κ᾽ ἐγὼ θὰ πῶ τοῦ Θανάση, πὼς εἶναι φόβος μὴν πεθάνῃ ἡ μητέρα σου, κι ἀπ᾽ τὴ λύπη μας, θ᾽ ἀναγκαστοῦμε ν᾽ ἀφήσουμε τὸ γάμο γιὰ τοῦ χρόνου.
―Ἔννοια σου!.. εἶπε μετὰ ἀληθοῦς θαυμασμοῦ ὁ γαμβρός.
Ὁ Θανάσης ἐνέδωκεν εἰς τὸ ἐπιχείρημα τῆς ἀδελφῆς του. Ἀλλὰ τῆς Μονεβασῶς δὲν τὸ ἐχώρει ὁ νοῦς της νὰ γίνῃ ὁ γάμος τοῦ υἱοῦ της, καὶ νὰ μὴ παρευρεθῇ διὰ νὰ δώσῃ τὴν εὐχή της.
Εὐτυχῶς αὕτη ἦτον καλύτερα, κ᾽ ἐσηκώθη εἰς ὀλίγας ἡμέρας. Ἀλλ᾽ ἐνῷ ἐγίνοντο αἱ ἑτοιμασίαι τοῦ γάμου, καὶ εἶχον κατεβάσει τὸν ἄρρωστον ἀπὸ τὴν ἐξοχὴν τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους εἰς τὴν πολίχνην, ὁ γαμβρὸς καὶ ὁ Στάθης διεφώνησαν ὡς πρὸς τὸ ποσὸν τῆς μετρητῆς προικός.
Ὁ γαμβρὸς ἰσχυρίζετο ὅτι πέντε χιλιάδας εἶχον συμφωνήσει, καὶ χωριστὰ τὸ σπίτι, τὸ ἀμπέλι, τὸν μικρὸν ἐλαιῶνα, καὶ τὰ ροῦχα. Ὁ Στάθης διετείνετο ὅτι τεσσερεσήμισυ χιλιάδες τὸ ὅλον, μαζὶ μὲ τὰ ροῦχα, τὰ ἔπιπλα, τὰ σκεύη καὶ τὰ λοιπά. Καὶ οἱ δύο ἔλεγον τὴν ἀλήθειαν, ἐπειδὴ ἑκάτερος εἶχεν εἴπει ἄλλον ἀριθμόν, ὅταν ἔδωκαν τὰς χεῖρας… Ἐπειδὴ δὲ τώρα ὁ γαμβρὸς ἠθέλησεν εὐρωπαϊκὰ φορέματα διὰ τὴν νύφην, ὅλη ἡ σκευή, θὰ ἐκόστιζε περίπου χιλίας δραχμάς, καὶ ἄλλας τέσσαρας χιλιάδας μὲ τρόπον συμβιβαστικὸν καὶ χωρὶς ξεσυνέρια, ἤθελε νὰ μετρήσῃ διὰ τὴν ἀδελφήν του.
Εἰς τὰ παράπονα τῆς Ἀφέντρας καὶ τῆς μητρός, ὁ Θανασάκης ἐπένευσε, καὶ εἶπε νὰ δώσουν ἀκόμη χιλίας δραχμὰς τοῦ γαμβροῦ. Ἀλλ᾽ ὁ Στάθης εἶχε τὸ λύειν καὶ τὸ δεσμεῖν, καὶ δὲν ἐπείθετο νὰ τὰς δώσῃ.
Ὁ Στάθης καὶ ὁ γαμβρὸς ἤλλαξαν δριμείας φράσεις.
― Σὲ ξένο βιὸ κάνεις κουμάντο ἐσύ;… Ἄλλος τὰ καζάντισε*, αὐτὰ τὰ γρόσα…
― Καὶ σὺ μὲ τ᾽ ἀδερφοῦ μου τὰ γρόσα, ποὺ ἔχασε τὴν ὑγειά του γιὰ νὰ τ᾽ ἀποχτήσῃ, θέλεις ν᾽ ἀνοίξῃς μεγάλο μαγαζί;.. Ποῦ εἶναι τὰ καζάντια* σου, ἐσένα;
Ὁ γερο-Στεφανής, ὅστις εἰσῆλθε τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἐπιστρέφων ἐκ τῆς ἀγορᾶς, ὅπου εἶχε περάσει ἀπὸ τὸ καπηλεῖον τοῦ Γιάννη τοῦ Βλάχου, ἐνθυμήθη τὴν παροιμίαν.
―Ἔ! τώρα, δὲν ἡσυχάζετε καὶ σεῖς;.. Μοιάζετε μὲ τοὺς δυὸ… ποὺ μάλωναν σὲ ξένον ἀχ…
Ὁ γερο-Στεφανὴς δὲν ἐτελείωσε τὴν φράσιν. Ἡ Ἀφέντρα εἶχε στραφῆ πρὸς τὸν πατέρα της, κ᾽ ἐπειδὴ ἐγνώριζε τὰς παροιμίας του, τοῦ ἔνευσε φέρουσα ζωηρῶς τὸν δάκτυλον εἰς τὰ χείλη. Ἐφοβεῖτο μὴ προσβληθῇ ὁ μνηστήρ της.
Ὁ Στάθης ὅμως ἤξευρε, φαίνεται, τὸν ἄνθρωπόν του, καὶ ἦτο βέβαιος περὶ τῆς ἀνοχῆς καὶ τῆς πρᾳότητος τοῦ γαμβροῦ. Τῷ ὄντι οὗτος εἶχε λάβει τὴν προτεραίαν ἤδη τὰς τέσσαρας χιλιάδας, καίτοι ἐπέμενε νὰ λάβῃ ἄλλας χιλίας, καὶ εἶχε διαθέσει μέγα μέρος τοῦ ποσοῦ ἐκείνου εἰς ἐξόφλησιν ἐμπορικῶν ὑποχρεώσεων.
Ὁ ἀσθενὴς Θανάσης, τὸν ὁποῖον εἶχον φέρει ὀπίσω εἰς τὴν πόλιν, δὲν κατῴκησε πλέον εἰς τὴν πατρῴαν οἰκίαν, τὴν ὁποίαν εἶχον γράψει ὡς προῖκα εἰς τὸ συμβόλαιον κ᾽ ἐν αὐτῇ θὰ ἐγίνοντο αἱ ἑορταὶ καὶ τὰ δεῖπνα τοῦ γάμου. Πρὸς ἀνατολὰς ταύτης ἦτο μικρὰ πλατεῖα, καὶ πέραν τῆς πλατείας ἦσαν ἄλλαι οἰκίαι. Μεταξὺ τούτων, ἐνοικίασαν τὸν οἰκίσκον πτωχῆς γυναικός, διὰ νὰ κατοικήσῃ ὁ ἄρρωστος, εἶτα καὶ οἱ γονεῖς του.
Ὁ φθισικός, καὶ ἂν δὲν ἠδύνατο νὰ σηκωθῇ διὰ νὰ παρευρεθῇ εἰς τὸν γάμον, θὰ ἔβλεπε διὰ τοῦ παραθύρου τὸν μέγαν χορόν, ὅστις θὰ ἐχορεύετο ἐπὶ τῆς πλατείας, εἰς τὸ ὕπαιθρον, μετὰ τὸ γαμήλιον γεῦμα. Ἦτον ἤδη περὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ θέρους. Ὁ νεαρὸς γαμβρὸς ἠγάπα, φαίνεται, τὴν ἐπίδειξιν, καὶ ἤθελε νὰ καλέσῃ πλείστους, καὶ δικοὺς καὶ ξένους εἰς τοὺς γάμους του.
Ἐντοσούτῳ ἡ ἀπαίτησις τῶν χιλίων δραχμῶν δὲν εἶχε διευθετηθῆ ἀκόμη. Ὁ Θανάσης εἶπε νὰ δώσῃ ὁ Στάθης τὰς χιλίας δραχμὰς ἐκ τῶν χρημάτων ὅσα εἶχεν εἰς τὰς χεῖράς του, ὡς ἔχων τὴν διαχείρισιν τῶν ἐξόδων. Ὁ Στάθης ἐμόρφασεν, ἔγρυξε, καὶ εἶπε: «Καλά!» Ἀλλὰ δὲν ἔδωκε τὰ χρήματα.
Τὴν ἄλλην ἡμέραν, ἥτις ἦτο ἡ παραμονὴ τοῦ γάμου, ὁ γαμβρὸς ὑπέμνησε καὶ πάλιν τὴν ἀπαίτησιν. Τότε ὁ Στάθης εἶπεν ὅτι δὲν ἔχει πλέον χρήματα, ἐπειδὴ ὅσα εἶχεν εἰς χεῖρας ἐπῆγαν ὅλα στὰ ἔξοδα, καὶ ἂς δώσῃ τὰ χρήματα ὁ Θανάσης, ἂν θέλῃ.
Αὐτὰ εἶπεν εἰς τὸν γαμβρόν. Εἰς δὲ τὸν Θανάσην εἶπεν:
― Αὐτὰ νὰ τοῦ τὰ δώσουμε γιὰ πανωπροίκι, σὰ στεφανωθῇ κ᾽ ὕστερα, τί λὲς καὶ σύ;
― Ναί, εἶπεν ὁ Θανάσης, ὅστις ἐπείθετο εὐκόλως εἰς ὅ,τι τοῦ ἔλεγον ὅλοι, καὶ μάλιστα ὁ Στάθης.
― Βέβαια, ἐπέφερεν ὁ Στάθης, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ ἀποδείξῃ κι αὐτὸς πὼς μᾶς ἐμπιστεύεται, ὅπως τὸν ἐμπιστευτήκαμε κ᾽ ἡμεῖς…
Ἅμα ἐξῆλθεν ὁ πρωτότοκος ἀδελφός, εἰσῆλθεν ἡ Ἀφέντρα. Αὕτη ἐπλησίασεν εἰς τὴν κλίνην τοῦ Θανάση, καὶ ἤρχισε νὰ τὸν θωπεύῃ καὶ νὰ τοῦ γλυκομιλῇ:
― Νά, τώρα, ποὺ λές, Θανασάκη μου, ἐπειδὴ πάτησε ποδάρι αὐτὴ ἡ γριά, ἡ πεθερά μου, ποὺ φοβᾶται μὴν πεθάνῃ, κ᾽ ἤθελε νὰ γένῃ ὁ γάμος τώρα… Ἐγὼ εἶπα, νὰ γένῃς πρῶτα καλὰ ἐσύ, κ᾽ ὕστερα νὰ μᾶς βάλουν στέφανα… Μόλις σηκώθηκε στὰ πόδια της, καὶ βιάζεται νὰ δώσῃ τὴν εὐκή της, φοβᾶται μὴν ξανακυλίσῃ… ὣς τόσο εἶσαι, καὶ σύ, καλύτερα, Θανάση, δὲν εἶσαι;
― Σὰν καλύτερα εἶμαι, εἶπεν ὁ Θανάσης, ὅστις εὐκόλως ἐπείθετο ὅτι εἶναι καλύτερα, ἅμα τοῦ τὸ ἔλεγέ τις· ᾐσθάνετο δ᾽ ἐνίοτε καὶ ψευδοβελτιώσεις τῆς νόσου.
― Μακάρι· ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ νὰ εἶσαι καλά. Θὰ σηκωθῇς, Θανασάκη μου; Θὰ κάμῃς κουράγιο νά ᾽ρθῃς στὸ γάμο, νὰ μὲ καμαρώσῃς, ποὺ θὰ φορῶ τὸ στεφάνι;
― Νὰ ἰδῶ… σὰν μπορέσω… Ὅπως μοῦ πῇ ὁ γιατρός.
―Ἂν δὲν ἔλθῃς, δὲ βάζουν στέφανα, εἶπεν ἡ Ἀφέντρα. Ἐσὺ εἶσαι δεύτερος πατέρας γιὰ μᾶς, θὰ σοῦ φιλήσουμε τὸ χέρι κ᾽ ἐγὼ κι ὁ Γρηγόρης… ὣς τόσο, δὲ δίνεις μόνος σου κειναδὰ τὰ λεπτά;… χίλιες δραχμὲς τοῦ ἔχουνε τάξει ἀκόμα… Δὲν τὰ δίνεις μὲ τὸ χεράκι σου; Ἀποκάτ᾽ ἀπὸ τὸ προσκέφαλό σου τά ᾽χεις;
Καὶ λέγουσα ἔρριπτε βλέμματα πλήρη ἀπληστίας ὑπὸ τὸ προσκέφαλον, ὡς νὰ ἤθελε νὰ ἴδῃ μέσῳ τοῦ λινομετάξου περιβλήματος, καὶ κάτωθεν τοῦ πατημένου μαλλίνου ὄγκου, τί ἐκρύπτετο ὑποκάτω. Ἔκαμε δὲ κίνημα ὡς διὰ νὰ χώσῃ τὴν χεῖρά της κάτωθεν τοῦ προσκεφαλαίου.
Ὁ Θανάσης εἶχε τῷ ὄντι ὑπὸ τὸ προσκέφαλόν του, ἐντὸς χαρτοφυλακίου, τὸ μέγιστον μέρος τῶν χαρτίνων νομισμάτων, τὰ ὁποῖα εἶχε φέρει ὁ Στάθης ἐκ Βόλου ― περὶ τὰς ἕνδεκα χιλιάδας δραχμῶν.
― Δὲν τὰ δίνεις, ἐπανέλαβεν ἡ κόρη, γιὰ νὰ μὴν εὕρῃ καμμιὰ πρόφαση ὁ γαμβρός; Τώρα πλιά, Θανασάκη, δὲν εἴμαστε γιὰ ν᾽ ἀπομείνουμε… Τί θὰ πῇ ὁ κόσμος; Ἂν μοῦ κάμῃ τίποτε, Θεὸς νὰ φυλάῃ, καὶ πῇ πὼς δὲ στεφανώνεται!… Κάλλιο ἔχω νὰ…
Καὶ δάκρυα ἔπνιξαν τὴν φωνήν της. Τὴν ἰδίαν στιγμὴν εἰσῆλθεν ὁ Στάθης, ὅστις φαίνεται ὅτι ἦτον ἀπ᾽ ἔξω, καὶ ἴσως εἶχε τείνει τὸ οὖς, ἢ τυχαίως ἤκουσε.
Ὁ Στάθης ἤρχισεν ἄλλην ὁμιλίαν, ὡμίλει διὰ τὰ καθέκαστα τοῦ γάμου, διὰ τοὺς καλεσμένους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν τόσον πολλοί, ὥστε δὲν θὰ τοὺς ἐχώρει τὸ σπίτι… Εἶναι τῷ ὄντι φαντασμένος, αὐτὸς ὁ γαμβρός.
― Μὴν τὸ λές, καὶ κακιών᾽ ἡ ἀδερφή μας, εἶπε μειδιῶν ὁ Θανάσης.
―Ἐμένα μ᾽ ἔχει ἀδελφό, εἶπεν ὁ Στάθης· τὸν Γρηγόρη, δὲν τὸν ἔχει ἀκόμα τίποτε.
Ἡ Ἀφέντρα εἶχε χαμηλωμένα τὰ ὄμματα κ᾽ ἐσιώπα. Εἰσῆλθε καὶ ἡ Ἀσημίνα, ἥτις ἵστατο πρὸ μικροῦ εἰς τὸν προθάλαμον, καὶ εἶχεν ἀκούσει τὸν Στάθην.
― Τώρα πλιὰ ἔχουμε χαρές… Θὰ κάμωμε γάμο, ποὺ νὰ δώσῃ νάμι*. Δημάρχους, λιμενάρχους, ντελεγραφιστάδες, νεροδίκη, τελώνη, ἀστρονόμο, ὅλους τοὺς ἐκάλεσε ὁ γαμβρός μας… Θὰ στήσουμε αὔριο ἕνα χορό, ποὺ θὰ δώσῃ κρότο, τί λές, καλέ!… Θὰ κάμῃ χαρά, λέει, ποὺ νὰ βαστάξῃ τρεῖς βδομάδες. Παράγγειλε στὸν μπάρμπα μας, τὸν Κοψιδάκη, νὰ τοῦ σφάξῃ τέσσερ᾽ ἀρνιά, τρία πρόβατα, δυὸ κατσίκια, θυσία… Καὶ χωριστὰ ὁ κουμπάρος, ποὺ θὰ σφάξῃ δυὸ τραγιά, καὶ θὰ κουβαλήσῃ πίττες καὶ μπακλαβάδες. Καὶ βιολιά, καὶ λαοῦτα, ἀκοῦς, καὶ λογιῶν-τῶ-λογιῶν λαλούμενα*, τ᾽ ἀκοῦς, κι ὅλ᾽ οἱ βιολιτζῆδες οἱ ντόπιοι, τρεῖς ξένοι, οἱ τουρκόγυφτοι μὲ τὰ κλαρινέτα, ἀκοῦς… Καὶ θὰ χορέψουν ὅλοι, ποὺ νὰ πηδήσουν μεσούρανα, τ᾽ ἀκοῦς… Καὶ ποῦ εἶσ᾽ ἀκόμα, ν᾽ ἀρχίσουν νὰ μᾶς ἔρχωνται οἱ νυφάδες γιὰ τὸ Θανάση, κ᾽ οἱ πεθεράδες ποὺ θὰ μᾶς κουβαλοῦν ζαχαροχαμαλιά*, καὶ κουραμπιέδες, καὶ λογιῶν-τῶ-λογιῶν καλούδια… ὣς τὸ χειμῶνα, φέτος, ἄλλο γάμο θά ᾽χουμε… Καὶ ποιὰ μάννα εἶναι σὰν ἐμένα;… Πῶς ἔχω τὸ νοῦ μου, δὲν λέτε;…
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἐπῆλθε παροξυσμὸς βηχός, μετὰ διαταραχῆς τοῦ στομάχου εἰς τὸν φθισικόν. Ἐν τῇ παραζάλῃ καὶ τῷ θορύβῳ, κ᾽ ἐνῷ αἱ δύο γυναῖκες προσεπάθουν ν᾽ ἀνακουφίσουν τὸν πάσχοντα, ὁ Στάθης ἔβαλε τὴν χεῖρα ὑπὸ τὸ προσκέφαλον, ἥρπασε τὸ χρηματοφυλάκιον, χωρὶς κανεὶς νὰ τὸν παρατηρήσῃ, καὶ τὸ ἔθεσεν ἠρέμα εἰς τὸν κόλπον του.
Εἶτα ὁ Θανάσης ἡσύχασεν. Ἡ μήτηρ ἔκλεισε καλῶς τὴν θύραν τοῦ θαλάμου, καὶ εἶπεν εἰς ὅλους, καθὼς εἶχον ἐξέλθει εἰς τὸν προθάλαμον:
―Ἀφῆστέ τον νὰ κοιμηθῇ… Εἶναι κρῖμα ἀπ᾽ τὸ Θεό… Τὶς χίλιες δραχμὲς θὰ τὶς δώσῃ αὔριο… Ἂς εἶναι καλά, τὸ παιδάκι μου… Μακάρι νὰ εἴχατε νὰ λαβαίνετε… Ἔχασε τὰ νιᾶτά του, ἀρρώστησε τὸ παιδί μου… Τόσα χρόνια ἤτανε βαθιὰ στὴ γῆς, ἐκεῖ ποὺ βγάζουν τ᾽ ἀσήμι, ἀκοῦς! βαθιὰ κάτω, σὰν τυφλοπόντικας νὰ σκάφτῃ, μὲς στὰ λαγούμια, τ᾽ ἀκοῦς!… Ἀφῆστέ το ν᾽ ἀνασάνῃ, νὰ πάρῃ ἀέρα, ποὺ ἔλυωσε στὸν ἀπάν᾽ κόσμο, κι ἀνάλυσε, σὰν τὸ κερί, τὸ παιδάκι μου!… Ἂς ἡσυχάσῃ καλὰ τὴ νύχτα.
*
* *
Τὴν ἐπαύριον, ὅλ᾽ αἱ ἑτοιμασίαι διὰ τὸν γάμον ἦσαν συμπληρωμέναι… Τὴν νύκτα ἡ Ἀφέντρα, καθ᾽ ἣν στιγμὴν ὁ μνηστὴρ τοὺς ἐκαλονύκτιζεν, εἶχε ψιθυρίσει πρὸς αὐτὸν κατ᾽ ἰδίαν:
― Θὰ μοῦ τὶς δώσῃ αὔριο τὶς χίλιες δραχμές… Ὑποσχέθηκε κ᾽ ἡ μητέρα.
Τὴν ὥραν ποὺ ἐπῆγαν τὰ βιολιά, κ᾽ ἔφεραν τὸν κουμπάρον ἔμπροσθεν τῆς πατρικῆς οἰκίας τοῦ γαμβροῦ, ὁ Γρηγόρης, μὴ ἔχων τίνα ἄλλον νὰ ἐρωτήσῃ, ἠρώτησε κρύφα τὸν Στάθην, ὅστις, στολισμένος, συνώδευε μὲ πολλοὺς ἐκ τῶν καλεσμένων τὸν κουμπάρον, ἐλθόντα νὰ παραλάβῃ τὸν γαμβρόν.
― Οἱ χίλιες δραχμὲς τί γίνονται;
― Θαρρῶ πὼς τὶς ἔδωκεν ὁ Θανάσης τῆς Ἀφέντρας, ἀπήντησε βιαστικὰ ὁ Στάθης.
Ἡ πομπὴ τῶν καλεσμένων, μετὰ βιολίων καὶ λαγούτων, ἄγουσα τὸν κουμπάρον καὶ τὸν γαμβρόν, κατῆλθε μέχρι τῆς οἰκίας τῆς νύμφης. Ἀνέβησαν εἰς τὴν οἰκίαν ὁ γαμβρός, ὁ σύντεκνος, καὶ οἱ οἰκεῖοι· οἱ πλεῖστοι ἐπερίμεναν εἰς τὰ πρόθυρα τῆς οἰκίας. Μετ᾽ ὀλίγα λεπτὰ κατῆλθον ὅλοι, ἄγοντες καὶ τὴν νύμφην, στολισμένην μὲ φορέματα τῆς προτελευταίας μόδας, καὶ μὲ καπέλον μετὰ τεχνητῶν ἀνθέων πορτοκαλέας, συνοδευομένην ἀπὸ τὴν μητέρα της τὴν Ἀσημίναν, ἥτις ἔφερε τὸ σαλομέταξο* φουστάνι της, καὶ γουνάκι* καὶ κουζούκαν* ἐκ βελούδου, ἀμαυροῦ χρώματος, καὶ ἀπὸ τὰς θείας της, ὅλας ἀναλόγως στολισμένας. Ὁ γερο-Στεφανὴς ἐφόρει πανωβράκι* τσόχινον, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀπὸ τριακονταετίας, καὶ δὲν τὸ εἶχε φορέσει περισσότερον ἀπὸ πέντε φορὰς εἰς ὅλην τὴν ζωήν του. Ἔφερε φέσι κατακόκκινον, μὲ φούνταν κυανῆν, τὸ ὁποῖον τοῦ εἶχε φέρει ἀπὸ τὸ Τούνεζι κατὰ τὴν ἐποχὴν τῶν Κριμαϊκῶν ὁ κουμπάρος, ὅστις τὸν εἶχε στεφανώσει, ἐμποροπλοίαρχος, πρὸ χρόνων ἀποθαμένος τώρα, εἶχε δὲ κρεμασμένον ἀπὸ τὴν τσέπην τῆς τζάκας* του τὴν ἐσωτερικήν, κατερχόμενον ἕως τὸ γόνα του, μακρότατον μεταξωτὸν μανδήλιον, κόκκινον, διανθές.
Πρὶν καταβῶσιν ἀπὸ τὴν οἰκίαν, ὁ γαμβρός, καθὼς εἶχε πλησιάσει τὴν νύμφην, τὴν ἠρώτησε μὲ πολὺ χαμηλὴν φωνήν, διὰ νὰ μὴν ἀκούσουν ὁ σύντεκνος καὶ ἄλλοι οἰκεῖοι ἱστάμενοι πλησίον:
― Σοῦ τὶς ἔδωκε ὁ Θανάσης;
Ἡ Ἀφέντρα, μὴ τολμῶσα ν᾽ ἀρθρώσῃ φωνήν, καθὼς ἔνευε τὴν κεφαλὴν κάτω, κατένευσεν ἀκόμη χαμηλότερα, ἐρυθριῶσα.
― Τὶς ἔχεις; ἠρώτησε πάλιν ὁ Γρηγόρης.
Δεύτερον νεῦμα ἔτι ἀσθενέστερον ἔκαμεν ἡ νέα.
Ἦτον Κυριακὴ πρωί, ὥρα δεκάτη, ἀπολείτουργα. Ἡ πομπὴ διευθύνθη εἰς τὸν ναόν, ὅπου ἐτελέσθη ὁ γάμος.
Ὁ γάμος ἔγινεν ἐπίσημος. Μετὰ τὸ γεῦμα, ὅλοι οἱ καλεσμένοι, ὁ δήμαρχος, ὁ λιμενάρχης, ὁ εἰρηνοδίκης, ὁ ὑποτελώνης καὶ οἱ λοιποί, ὅσους εἶχε καταριθμήσει ἡ Ἀσημίνα, ὅλοι μετὰ τῶν συζύγων των, ἔλαβον μέρος εἰς τὸν χορόν ―τινὲς ὡς ἁπλοῖ θεαταί― ὅστις εἶχε στηθῆ εἰς τὴν μικρὰν πλατεῖαν, ἐκεῖθεν τῆς οἰκίας.
Πολλοὶ ἐχόρευσαν, ὅλοι σχεδὸν εὐφράνθησαν, καὶ κανεὶς δὲν ἐμελαγχόλησεν. Ὁ δυστυχὴς ὁ φθισικός, ὅστις εἶχε σηκωθῆ μετὰ βίας ἀπὸ τὴν κλίνην, καὶ τὸν εἶχον καθίσει ἐπὶ καναπὲ πλησίον τοῦ παραθύρου, ἐθεώρει τὸν χορόν, καὶ ᾐσθάνετο ἠθικὴν εὐχαρίστησιν.
―Ἂν δὲν ἠρχόμουν ἐγὼ ἀπ᾽ τὴν Ἀμέρικα, ἔλεγε μέσα του, καὶ δὲν ἔφερνα αὐτοὺς τοὺς παράδες, ὅλ᾽ αὐτὰ θὰ ἔλειπαν… Γάμος μποροῦσε νὰ γίνῃ, ἀλλὰ θὰ ἦτον πολὺ πτωχικώτερος… καὶ τέτοιος χορὸς δὲν θὰ ἐγίνετο.
Κ᾽ ἐκείνην τὴν στιγμὴν ᾐσθάνθη τὴν ἀνάγκην νὰ θωπεύσῃ μὲ τὰς χεῖράς του τὸ χρηματοφυλάκιον, τὸ ὁποῖον εἶχεν ὑπὸ τὸ προσκεφάλαιόν του. Ἀπὸ τριῶν ἢ τεσσάρων ἡμερῶν δὲν εἶχε σηκώσει τὸ προσκέφαλον νὰ τὸ ἴδῃ.
Ἦτον εἰς τὸν τελευταῖον βαθμὸν τῆς νόσου, καὶ μόλις ἠδύνατο νὰ ἵσταται εἰς τοὺς πόδας του. Ἀνεσηκώθη κ᾽ ἔκαμε τρία βήματα, διὰ νὰ πλησιάσῃ εἰς τὴν κλίνην.
Ἐσήκωσε τὸ προσκέφαλον, καὶ βλέπει ὅτι ἡ θέσις ἦτο κενή. Τὸ πορτοφόλιον ἔλειπε.
Ἀνεσήκωσε τὴν προσκεφαλάδα*, ἢ μαξιλάραν, τὴν ὑποκάτωθεν. Ἔψαξε τὰ σινδόνια. Τίποτε. Τὸ χρηματοφυλάκιον εἶχε γίνει ἄφαντον.
Κρύος ἱδρὼς τὸν περιέχυσε, καὶ βὴξ ἀγωνίας τὸν ἔπνιξε.
― Μάννα μου! μάννα!
Ἡ μικρὴ Ἀνθοῦσα, πτωχὴ κορασίς, συγγενὴς τῆς οἰκογενείας, τὴν ὁποίαν εἶχαν προσλάβει ἐκείνας τὰς ἡμέρας διὰ νὰ ὑπηρετῇ τὸν ἀσθενῆ, ἵστατο εἰς τὴν θύραν τοῦ οἰκίσκου, κ᾽ ἐκοίταζεν ἐν ἐκστάσει τὸν μέγαν χορόν, ὅστις ἦτον ὡς τεράστιος ὁρμαθὸς ἀνθρώπων πολύχρωμος καὶ ἀεικίνητος. Μ᾽ ὅλον τὸν θόρυβον ὅστις ἤρχετο ἔξωθεν, ἤκουσε τὴν κραυγὴν καὶ τὸν βῆχα τοῦ Θανάση, κ᾽ ἔτρεξεν ἐπάνω.
― Τί ἔχεις, Θανάση;
― Ἀθουσώ!… Ἀθουσώ!… τρέξε γλήγορα, φώναξε τὴ μάννα μου…
― Εἶναι πιασμένη στὸ χορό…
― Νὰ ξεπιαστῇ… καὶ νὰ τρέξῃ!
Μετ᾽ ὀλίγον ἦλθε τῷ ὄντι ἡ Ἀσημίνα.
―Ὤ! καλὰ ἔκαμε τ᾽ Ἀθουσώ, κ᾽ ἦρθε, καὶ μ᾽ ἔκαμε νὰ ξεπιαστῶ ἀπ᾽ τὸ χορό. Μπαΐλντισα, παιδάκι μου! Μὲ τὶς νιὲς αὐτουνοῦ τοῦ καιροῦ, μὲ δημαρχίνες, νεροδίκηνες, λιμενάρχηνες, ντελιγραφιστίνες, ξέρω ἐγὼ νὰ χορεύω;… Ὄχι ἄλλο!.. Ἂς εἶναι στεριωμένα, καλορρίζικα, παιδάκι μου… Τί μ᾽ ἐφώναξες, Ἀθοῦσα; Μὲ θέλεις τίποτε, Θανάση;
― Μάννα, ποιὸς μοῦ πῆρε τὸ πορτοφόλι μου;
― Ποιό; τί εἶπες;
― Τὸ πορτοφόλι, ποὺ εἶχα τοὺς παράδες μέσα…
―Ἔ;
― Λείπει… Μοῦ τὸ κλέψανε, μάννα…
― Τί λές, παιδί μου;
Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἠκούσθη ἡ φωνὴ τοῦ Στάθη, καλοῦντος ἔξωθεν τῆς θύρας.
― Μάννα!.. Μάννα!
― Ποιὸς φωνάζει; Ἐσ᾽ εἶσαι, Στάθη;
Καὶ ἡ Ἀσημίνα προέκυψεν εἰς τὸ παράθυρον.
― Πὲς τοῦ Θανάση, ἐγὼ τό ᾽χω τὸ πορτοφόλι, καὶ νὰ ἡσυχάσῃ.
Καὶ ἀφοῦ εἶπε τοῦτο, ὁ Στάθης ἀπεμακρύνθη.
Ὁ Θανάσης ἐν μέρει μόνον κατεπραΰνθη.
― Γιατί δὲν ἦρθε μέσα;
―Ἔχει δουλειές, παιδί μου… Αὐτὸς ἔχει ὅλη τὴ φροντίδα τοῦ χοροῦ, τῶν παιγνιδιῶν, καὶ τὰ κεράσματα… Πηρετεῖ ὅλους τοὺς καλεσμένους…
Ἀκολούθως ἡ μητέρα κατῆλθεν εἰς τὴν πλατεῖαν, καὶ διελθοῦσα πλησίον τοῦ Στάθη, τοῦ ἔρριψε βλέμμα ἐρωτηματικόν.
― Σῦρε νὰ πῇς τοῦ Θανάση, εἶπεν οὗτος, ὁ Στάθης, πές, τό ᾽χει τὸ πορτοφόλι, καὶ θὰ τοῦ τὸ δώσῃ, πές… Τὸ πῆρα, γιατὶ φοβήθηκε μὴν τ᾽ ἁρπάξ᾽ ἡ θυγατέρα σου, τὴν ὥρα ποὺ τὸν ἔπιασε ὁ βήχας… κι αὐτὴ πολεμοῦσε νὰ τόνε καταφέρῃ γιὰ νὰ τῆς δώσῃ τὶς χίλιες δραχμές, τὰ παραπανισμένα ποὺ μᾶς γύρευε ὁ γαμβρός… Τώρα πιὰ ἡ πόρτα ἔκλεισε… Πανωπροίκια δὲν ἔχει.
Ὅλην τὴν ἡμέραν, καὶ μέχρι βαθείας νυκτός, διήρκεσεν ἡ εὐθυμία, καὶ ὁ χορὸς διακοπτόμενος ἐπανελαμβάνετο πάλιν. Εἶτα οἱ καλεσμένοι, ὀλίγοι-ὀλίγοι, ἐσκορπίσθησαν. Τελευταῖοι ἔμειναν ὁ κουμπάρος καὶ οἱ στενώτεροι οἰκεῖοι, μὲ τὰ βιολιὰ καὶ τὰ λαγοῦτα. Πέραν τοῦ μεσονυκτίου ἔφαγαν νέον δεῖπνον. Τὰ γλυκοχαράματα, ἀφοῦ ἔφεραν γῦρον μὲ τὰ βιολιά, ὁ κουμπάρος καὶ οἱ οἰκεῖοι, ἐγύρισαν ὀπίσω ὑπὸ τὴν οἰκίαν καὶ ἔμελψαν τὰ πιστρόφια*.
Ὅλην τὴν ἑσπέραν, καὶ μέχρι βαθείας νυκτός, καὶ τὴν πρωίαν τῆς ἐπιούσης ἀκόμη, ὁ Στάθης δὲν ἀνῆλθεν εἰς τὴν μικρὰν οἰκίαν, ὅπου εὑρίσκετο ὁ ἀσθενὴς ἀδελφός του. Οὗτος, ἐνῷ τὴν νύκτα τῆς παραμονῆς τοῦ γάμου εἶχε κοιμηθῇ καλὰ κ᾽ ἐπὶ πολλὰς ὥρας, κατόπιν τοῦ παροξυσμοῦ ὅστις τοῦ εἶχεν ἐπέλθει τὴν ἡμέραν, κ᾽ ἐφαίνετο ἡσυχώτερος, τὴν νύκτα τὴν μετὰ τὸν γάμον, καὶ κατόπιν τῆς ἀνακαλύψεως τῆς ἀπουσίας τοῦ χρηματοφυλακίου, τὴν διῆλθεν ἄυπνος καὶ μὲ φοβερὰς ἐκρήξεις βηχός.
Τὴν ὥραν τοῦ μεταμεσονυκτίου δείπνου, ἐνῷ ὁ κουμπάρος μετὰ τῶν στενωτέρων ἐκ τῶν καλεσμένων εὐφραίνοντο, ὁ γαμβρὸς ἐνθυμήθη νὰ ἐρωτήσῃ τὴν νεόνυμφον.
― Ποῦ τὶς ἔχεις, τὶς χίλιες; Ἀπάνω σου;
Ἡ Ἀφέντρα ἔκαμεν ἀδιόρατον νεῦμα.
― Καὶ δὲν μοῦ λές, εἶπεν ὁ Γρηγόρης, γιατί δὲ σοῦ ἔβαλε ἡ μάννα σου τὴν κολλαΐνα μὲ τὶς λίρες, ποὺ μοῦ ᾽λεγες, πὼς ἔλεγε νὰ σοῦ βάλῃ;
― Ποῦ νὰ τὶς βροῦμε τὶς λίρες, εἶπε τότε ἡ Ἀφέντρα, λυθείσης τῆς γλώσσης της ― ἐπειδὴ ἡ μοδίστρα τῆς εἶχεν εἰπεῖ ὅτι οἱ νύφες ποὺ φοροῦν εὐρωπαϊκὰ δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ σιωποῦν οὔτε νὰ καμαρώνουν*, καθὼς ἐσυνήθιζαν οἱ πρωτινές, ποὺ φοροῦσαν καβοῦκες* κεντητὲς καὶ χρυσοΰφαντα ποδογύρια*, ―καὶ μάλιστα ὡμοίαζαν πολὺ μὲ ἀχελῶνες, καθὼς ἔλεγεν ἡ μοδίστρα.― Ποῦ νὰ τὶς βροῦμε τὶς λίρες· ὁ Στάθης μόνο σιχνάτσες* ἔφερε ἀπ᾽ τὸ Βόλο… Κ᾽ ἔπειτα, ἡ κολλαΐνα ποὺ ἔλεγε ἡ μητέρα, θὰ ταίριαζε ἂν φοροῦσα νυφιάτικα ντόπια… Μ᾽ αὐτὰ ποὺ φόρεσα τώρα, δὲν πάει…
Τὴν πρωίαν, καθὼς ὁ Στάθης ἐπέστρεψεν εἰς τὸ σπίτι του, καὶ ὅλοι οἱ καλεσμένοι ἐπῆγαν τέλος νὰ κοιμηθοῦν, ὁ γέρων πατὴρ ἐλθὼν ἐφώναξε τὸν Στάθην, καὶ τοῦ εἶπε:
― Σῦρε νὰ ἰδῇς τὸν ἀδερφό σου… Σὲ θέλει.
Ὁ Στάθης ἦτον πλαγιασμένος, ἐπῆρε ἕναν ὕπνον, καὶ ἀργοπόρησε.
Μετ᾽ ὀλίγον, ἡ Ἀσημίνα ἔτρεξε κ᾽ ἐφώναξε τὴν νύμφην της:
― Γερακίνα, ποῦ εἶν᾽ ὁ Στάθης; Μὴν κοιμᾶται;… Δὲν εἶναι καλὰ ὁ Θανάσης· πές του νὰ φθάσῃ γλήγορα!
Ὀλίγῳ ὕστερον ἦλθεν ἡ Μαργαρώ, ἡ ἄλλη ὕπανδρος ἀδελφή.
― Στάθη! τρέξε γλήγορα!… πεθαίνει ὁ Θανάσης!…
Ὁ Στάθης εἶχε σηκωθῆ, κ᾽ ἐνίπτετο, κ᾽ ἐκτενίζετο, κι ἀργοποροῦσε… Εὐθὺς κατόπιν, ἔφθασε μία θεία.
― Στάθη! ἔλα γλήγορα!… σὲ γυρεύει ὁ Θανάσης… τὴν ψυχὴ στὰ δόντια!..
Τελευταῖος, καὶ πάλιν ἦλθεν ὁ γερο-Στεφανής.
― Τρέξε γλήγορα!.. τὸν ἀδερφό σου τὸν μεταλαβαίνουνε.
Τέλος ἐξεκίνησεν ὁ Στάθης. Συνήντησε τὸν ἱερέα, ἀσκεπῆ, μὲ τὸ Ἅγιον Ποτήριον, κατερχόμενον ἀπὸ τὸν οἰκίσκον τοῦ ἀσθενοῦς.
Ὁ Στάθης ἔβγαλε τὸ καπέλο του, ἐπροσκύνησε βαθέως, καὶ τέλος ἀνῆλθεν εἰς τὴν μικρὰν οἰκίαν.
Ὁ Θανάσης ἦτον εἰς τὰς λοισθίας στιγμάς.
Ὁ Στάθης ἐπλησίασεν ἐκθύμως, τοῦ ἔδωσε τὸ πορτοφόλι εἰς τὰς χεῖρας. Ἐκεῖνος τὸ ἔλαβε κ᾽ ἐμειδίασε.
― Σχώρεσέ με, ἀδελφέ μου, γιὰ καλὸ τό ᾽καμα, νὰ μὴ σὲ γδύσουν… Σοῦ χρειάζουνται τὰ λεπτὰ γιὰ νὰ κοιταχθῇς, νὰ γένῃς καλά… νὰ ζήσῃς ἀκόμα, πολύ, πολύ!..
Ὁ φθισικὸς εἶπεν «εὐχαριστῶ», ἔσφιγξε τὸ πορτοφόλι εἰς τὴν παλάμην του, κ᾽ ἐξέπνευσε.
Μόλις ἀπέδωκε τὴν τελευταίαν πνοὴν ὁ Θανάσης, καὶ ὁ Στάθης ἀνέλαβε πάλιν τὸ πορτοφόλι, καὶ τὸ ἔβαλεν εἰς τὸν κόλπον του.
Ἡ Ἀσημίνα ἔρρηξε μίαν κραυγήν, εἶτα, μετὰ τὴν συστολὴν τοῦ νεκροῦ, ἀπηγόρευσε τὰ μοιρολόγια. Εἶχαν χαρὰν εἰς τὴν φαμιλιάν της, καὶ τὸ σπίτι τῆς νεονύμφου ἦτον ἑκατὸν βήματα παρέκει, ἀντικρὺ ἐκεῖ. Δὲν ἥρμοζε ν᾽ ἀμαυρωθῇ μὲ θρήνους ἡ πρώτη ἡμέρα τοῦ γάμου τῆς θυγατρός της.
Ὁ μαστρο-Στεφανής, ὅστις δὲν εἶχε μάθει ὅτι ὁ Στάθης εἶχε πάρει τὸ πορτοφόλι μὲ τὰ χαρτονομίσματα, καὶ δὲν ἤξευρεν ἂν τὸ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν Θανάσην, οὔτε ὅτι τὸ ἔλαβεν ὀπίσω πάλιν, μόλις ἔμαθε τὸ τέλος τοῦ Θανάση, ἔφερε μίαν γύραν εἰς τὴν ἀγοράν, ἐπέρασεν ἀπὸ τὸ καπηλεῖον, κ᾽ ἐφώναξε τὸν Ἀντώνην τὸν Βλάχον.
― Πάτερ Ἀβραάμ!… ἐλέησόν με, καὶ πέμψον Λάζαρον!
Τὰ μελίμηνα τοῦ ἀνδρογύνου ἐπικράνθησαν ἀπὸ τὸν θάνατον τοῦ ἀδελφοῦ, τοῦ προικοδότου καὶ χορηγητοῦ. Ὁ Γρηγόρης ἐξηκολούθει ἐπὶ πολὺν καιρὸν ἀκόμη νὰ ζητῇ τὰς χιλίας δραχμάς, καὶ νὰ παραπονῆται κατὰ τῆς συζύγου του ὅτι αὕτη τοῦ εἶχεν εἰπεῖ ψεῦδος. Πλὴν ἡ Ἀφέντρα ἰσχυρίζετο ὅτι δὲν τοῦ εἶπε ποτέ, μὲ τὸ στόμα, ὅτι εἶχε λάβει τὰ χρήματα ἐκεῖνα.
Ὁ Στάθης ὑπεσχέθη νὰ γηροκομήσῃ τοὺς γονεῖς του, ἀλλ᾽ οὐδέποτε ἐπείσθη νὰ δώσῃ τὸ «πανωπροίκι» εἰς τὸν γαμβρόν. Εἶχεν εὕρει τώρα καὶ ἄλλο ἐπιχείρημα, ὅτι καὶ ὁ ἄλλος γαμβρός, ὁ σύζυγος τῆς πρεσβυτέρας ἀδελφῆς, Μαργαρῶς, ἤγειρεν ἀπαίτησιν, ζητῶν καὶ αὐτὸς «πανωπροίκια», ἐπειδὴ ἡ προὶξ τὴν ὁποίαν εἶχε λάβει οὗτος ἦτο πολὺ εὐτελεστέρα.
― Καὶ μὲ τὰ πανωπροίκια, ποῦ πᾶμε, καὶ τί θὰ γίνουμε; εἶπεν ὁ Στάθης.
Ὁ γερο-Στεφανὴς προσέθηκε μελαγχολικῶς:
― Ἄλλοι σπέρνανε, κι ἄλλοι θερίζουνε.
(1901)
http://www.papadiamantis.org/works/58-narration/325-03-34-h-tyxh-ap-thn-amerika-1901

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ