ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Ὁ νέος νοικάρης ποὺ εἶχεν ἐνοικιάσει τὴν κάμαραν τὴν μεσανήν, κοντός, κυρτός, μεσόκοπος, εἶχεν ἕνα μεγάλο λαγοῦτο, μακρύ, πλατύ. Ἔκυπτε διὰ νὰ ξεκλειδώσῃ τὴν θύραν του, κρατῶν ὑπὸ μάλης τὸ λαγοῦτο, τὸ ὁποῖον ἔψαυε τὸ ἔδαφος.
Ποτὲ δὲν ἤρχετο ὡρισμένην ὥραν εἰς τὸ δωμάτιόν του. Πότε πολὺ ἐνωρίς, πότε πολὺ ἀργά, ἄλλοτε ἔλειπεν ὅλην τὴν νύκτα κ᾽ ἐκοιμᾶτο τὴν ἡμέραν. Πότε ἦτον νηστικός, πότε ἐφαίνετο νὰ εἶναι «ἀποκαής»*. Δὲν εἶναι βέβαιον ἂν ἔπινε χασίς, φαίνεται ὅμως ὅτι ἔπινε πολὺ ρακί. Ἦτον Τουρκομερίτης. Ὠνομάζετο Βαγγέλης.
Τὰ ἄλλα οἰκήματα, ἓξ-ἑπτὰ δωμάτια χαμόγεια, εἰς γραμμήν, ὅλα παμπάλαια, τρῶγλαι, ἄλλα χωρὶς παράθυρα, ὅλα σχεδὸν μὲ σαθροὺς τοὺς τοίχους, κατείχοντο ἀπὸ διαφόρους. Ὑπῆρχον δύο ἢ τρεῖς μπεκιάρηδες, μία οἰκογένεια μὲ πέντε ἢ ἓξ παιδιά, μία νέα ζωντοχήρα, ἡ Κατερνιὼ ἡ Πολίτισσα, ξενοδουλεύουσα, ζῶσα κατὰ τὸ φαινόμενον ὁλομόναχη· καὶ τὸ μέσα δωμάτιον εἰς τὸν μυχὸν τῆς αὐλῆς κατεῖχεν ἡ σπιτονοικοκυρὰ κυρα-Γιάνναινα, χήρα μὲ τὴν κόρην της, τὴν Δημητρούλαν. Ἡ μάνδρα μὲ τὰ πενιχρὰ οἰκήματα ἔκειτο εἴς τινα πάροδον, ἀνάμεσα στοῦ Ψυρρῆ καὶ στοῦ Τάτση.
Ὅταν ἐπαρουσιάσθη εἰς τὴν σπιτονοικοκυρὰν ὁ Βαγγέλης διὰ νὰ ἐνοικιάσῃ τὸ δωμάτιον, ἐπαρουσιάσθη ὡς μπεκιάρης καὶ ὡς μέλλων νὰ ζῇ μοναχός του. Ὕστερ᾽ ἀπ᾽ ὀλίγας ἡμέρας τῆς λέγει ἔξαφνα, ὅτι ἔχει μίαν γυναῖκα καὶ σκέπτεται νὰ τὴν φέρῃ ἐδῶ. Ἡ κυρα-Γιάνναινα ἀμέσως ὑπώπτευσεν, ὅτι θὰ εἶχε καμμίαν «λεγάμενη».
― Αὐτὰ δὲν τ᾽ ἀκούω ἐγώ, τοῦ λέγει· ἐσὺ μοῦ εἶπες πὼς εἶσ᾽ ἐργένης· γιὰ ἐργένη σ᾽ ἔβαλα. Ἂν ἐννοῇς νὰ μοῦ φέρῃς ἐδῶ καμμιὰ παστρικιά, πολὺ σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ ἀδειάσῃς τὴν κάμαρα… σὰν τελειώσῃ ὁ μήνας ποὺ ἔχεις πληρώσει.
Τὴν νύκτα, ὅταν ἤρχετο κάποτ᾽ ἐνωρίς, πρὸ τοῦ μεσονυκτίου, συνήθως δὲν εἶχεν ὕπνον. Ἤναπτε τὸ φῶς, ἐπεριπάτει, ἐξηπλώνετο στὸ κρεβάτι κ᾽ ἐλιανοτραγουδοῦσε ἢ τούρκικα ἢ ντόπια κουτσαβάκικα:
Βασίλω μ᾽, κάτσε φρόνιμα,
σὰν τ᾽ ἄλλα τὰ κορίτσια…
Ρήνα μου, Κατερίνα, μὴ φαρμακώνεσαι,
σοῦ δίνω τὸ βοτάνι…
Εἶτα ἐμονολόγει ἐπὶ ὥραν πολλήν, ὀλίγας δὲ ἀπεσπασμένας φράσεις κατώρθουν ν᾽ ἀκούουν οἱ γείτονες.
― Μωρὲ κόσμος, ντουνιάς!… μπεκιάρης, σοῦ λέει ὁ ἄλλος… Μὴν ἔχεις, λέει, καμμιὰ λεγάμενη;… Σ᾽ ἐρωτῶ ἐγώ, κυρά μου, τί ἔχετε σεῖς, καὶ τί κάνετε σεῖς;… Ὁ κόσμος εἶναι τροχός, ρόδα ποὺ γυρίζει, κυρά μου… μποὺ ντουνιὰ τσὰρκ φιλέκ*!… Ἔννοια σου, ἐγώ, μωρή, δὲ σ᾽ ἀφήνω, δὲ σ᾽ ἀπαρατάω· ἐσκὶ ντὸς ντουσμὰν ὀλμάς*!… Παλιὸς φίλος, ὀχτρὸς δὲ γένεται. Ἔννοια σου, κ᾽ ἡ τιμὴ τιμὴ δὲν ἔχει… Εἶναι τιμημένες, λέει, τιμημένες, κυρά μου… Κ᾽ ἔχει τιμολόγιο, μαθές, ἡ τιμή; Μιὰ γροσάρα, ἕνα μπεσλίκι*, ἕνα ἑξάρι, ἕνα εἰκοσάρι, μιὰ λίρα, ὣς πόσα ἔχει; Ἕνα λιμοκοντόρο, ἕνα διπλό, ἕνα τάλλαρο, ἕνα εἰκοσιπεντάρικο, ἕνα κατοστάρικο, παραπάνω, πόσα ἔχει;… Νὰ σοῦ πῶ ἐγὼ πόσα ἔχει… Ἑκατὸ χιλιάδες χάρτινες δραχμὲς ἡ ἀρχόντισσα τῆς Ἀθήνας, ἑκατὸ χιλιάδες λίρες ἡ ἀρχόντισσα τῆς Πόλης, ἡ πιὸ μεγάλη χανούμισσα, ἕνα ἑκατομμύριο λίρες ἡ ἑφτακρατόρισσα, δέκα ἑκατομμύρια ἡ Σουλτάνα… Αὐτὸ εἶναι τὸ τιμολόγιο!…
Ἐπί τινα λεπτὰ ἔπαυε ν᾽ ἀκούεται ἡ φωνή του. Εἶτα καὶ πάλιν ἤρχιζε νὰ μονολογῇ:
―Ἔχουν ἀξία ὅλα τ᾽ ἄλλα πράγματα, κυρά μου, εἰς ἕναν κόσμο, ποὺ μόνον οἱ παράδες ἔχουν τιμή;… Ἄχ! κεφάλι, κεφάλι, ποὺ θέλεις χτύπημα στὸν τοῖχο αὐτὸν τὸν ραγισμένο, στὸ ντουβάρι, αὐτὸ τὸ μουχλιασμένο, τὸ βρώμικο… Πότε θὰ βάλῃς γνώση;… Ἔπρεπε νὰ ζῇ διακόσια, πεντακόσια χρόνια ἕνας ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ καταλάβῃ καλὰ τὸν κόσμο… Σὰν ξαναγένω νύφη, ξέρω καὶ καμαρώνω… Καλὰ τὸ λὲν οἱ Ἀγάδες ἐκεῖ πέρα-μωρέ, ποῦ εἶστε, τ᾽ ἅγια χώματα;… Τοῦ Ρωμιοῦ ἡ γνώση ὕστερα ἔρχεται… Γιουννανὶν ἀκὶλ σονραντὰν γκελίορ*!
Μίαν πρωίαν ἡ κυρα-Γιάνναινα, καθὼς ἐξῆλθε πρωὶ-πρωί, εἶδε νὰ ξεμυτίζῃ ἀπ᾽ τὴν πόρτα τοῦ Βαγγέλη ἕνα κεφαλάκι μικρό, ξεσκούφωτο, μὲ κάτι κορδέλες καὶ φιόγκους στὰ μαλλιά, ν᾽ ἀνεμίζῃ ἕνα φουστανάκι, καὶ νὰ γλιστράῃ εἰς τὸ χαλικόστρωτον τῆς αὐλῆς ἔδαφος καὶ νὰ φεύγῃ ὡς ἀστραπή. Τῆς ἐφάνη νὰ ἦτον μία γυναικούλα, σουφρωμένη, μικρόσωμος, σχεδὸν γριούλα.
Τότε ἔκαμεν αὐστηρὰς παρατηρήσεις εἰς τὸν Βαγγέλην. Αὐτῆς δὲν τῆς χρειάζονται τὰ τοιοῦτα. Δὲν ἀνέχεται νὰ κακοσυστηθῇ στὴ γειτονιὰ τὸ σπίτι της. Καὶ θὰ τῆς κάμῃ τὴν χάρη νὰ τῆς ἀδειάσῃ τὴν γωνιά.
Ἡ νοικάρισσα, ἡ Κατερνιὼ ἡ Πολίτισσα, κάτοχος τοῦ δευτέρου δωματίου, καθὼς ἔμβαινες ἀπὸ τὴν αὐλόπορτα, ἦτον θαρρετὴ κ᾽ ἐλεύθερη γυναίκα. Εἶχεν ἀρχίσει νὰ χωρατεύῃ ὀλίγον μὲ τὸν Βαγγέλην, ἄκακα νὰ τὸν πειράζῃ. Μίαν πρωίαν, καθὼς ἔβγαινεν ἐκεῖνος μὲ τὸ λαγοῦτο ἀπὸ τὴν κάμαρη, τοῦ ἥρπασε μὲ θάρρος τὸ λαγοῦτο, τὸ ἀκούμβησεν ἐπὶ τοῦ βραχίονός της, κ᾽ ἐδοκίμαζε μὲ τὸ πλῆκτρον νὰ βγάλῃ φωνάς.
―Ἔ! καημένε, κὺρ Βαγγέλη!… δὲν εἶσαι καὶ σύ, κανένας μερακλής… δὲν σ᾽ ἀκούσαμε καμμιὰ βραδιὰ νὰ μᾶς παίξῃς κ᾽ ἐδῶ τίποτα… Εἶναι καμπόσοι βιολιτζῆδες τόσο μερακλῆδες, ποὺ καλύτερα παίζουν μονάχοι τους, ὅταν τοὺς ἔρχεται τὸ κέφι, παρὰ ὅταν τοὺς δίνουν οἱ ἄλλοι παράδες.
―Ἡσύχασε, κυρά μου, κι ὁ λύκος τὴ φωλιά του δὲν τὴ μολύνει ποτέ!… Ἐδῶ ἡ κυρα-Γιάνναινα, δὲν τῆς ἀρέσουν τὰ παιγνίδια, μήτε τὰ λαλούμενα.
Ἡ Κατερνιὼ ἔβαλε τὸ λαγοῦτο πλάγιον ἐπὶ τοῦ στέρνου της, κ᾽ ἔκαμνε τάχα πὼς τὸ παίζει.
― Ἄφησέ το, κυρά μου, μὴ τὸ καταπιάνεσαι!… Δὲν εἶναι γιὰ τὰ χεράκια σου…
Ὅταν ὁ Βαγγέλης, τὴν νύκτα τῆς ἰδίας ἡμέρας, εὑρέθη ὅτι εἶχε πίει πολὺ ρακὶ καὶ κρασί, τότε ἐνθυμήθη τὴν πρωινὴν μικρὰν σκηνὴν μὲ τὴν Κατερνιώ, τὴν ζωντοχήραν, καὶ φαίνεται ὅτι ἔδωκε τὴν ἑρμηνείαν, τὴν ὁποίαν ἤθελε νὰ δώσῃ σύμφωνα μὲ τοὺς καπνοὺς τῆς ὥρας ἐκείνης.
Ἐπανῆλθε διὰ νὰ κοιμηθῇ τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυκτα. Καθὼς ἐμβῆκεν ἀπὸ τὴν αὐλόπορταν, ἐστάθη παρὰ τὴν δευτέραν θύραν καὶ κατ᾽ ἀρχὰς ἐγρουτσάνισε δύο ἢ τρεῖς φθόγγους μὲ τὸ πλῆκτρον ἐπὶ τοῦ λαγούτου, εἶτα μὲ τοὺς ὄνυχας ἤρχισε νὰ γρουτσανίζῃ καὶ τὴν σανίδα τῆς θύρας.
― Ἄνοιξε, Μαριώ μ᾽, τὴν πόρτα!… Ἔ! Κατερνιώ μ᾽! ἄνοιξε.
Ἡ Κατερνιώ, ἢ ἐκοιμᾶτο, ἢ ἔξυπνη ἦτο, δὲν ἔδωκεν ἀπάντησιν. Ὁ Βαγγέλης ἤρχισε νὰ μονολογῇ ἔξωθεν τῆς θύρας:
― Ξένοι στὰ ξένα, κυρά μ᾽! ξενάκια ὅλοι εἴμαστε. «Ποῦ νὰ καθίσω, νὰ ξενυχτίσω;»… Ἄχ! εἶναι κακὸς ὁ κόσμος, κυρά μ᾽! δὲν μπορεῖ νὰ πῇ κανεὶς τὸν πόνον του!… Σεβντάς, ἄχτι, καημός, μαράζι, ντέρτι, μεράκι, βάσανο, κυρά ᾽μ!… «Σ᾽ ἀφήνω τὴν καλὴ νυχτιά, πέσε γλυκὰ κοιμήσου! καὶ στ᾽ ὄνειρό σου!…»
Οὔτε φωνή, οὔτε ἀκρόασις. Ὁ Βαγγέλης ἀπεχώρησεν· ἤνοιξε τὴν ἰδίαν θύραν του, δύο πόρτες παραπέρα, κ᾽ ἔμεινεν ἄγρυπνος, μονολογῶν, μορμυρίζων καὶ σιγοτραγουδῶν, ὣς τὸ πρωί.
Εἶτα ἐκοιμήθη ἕως τὸ μεσημέρι. Ὅταν ἐξύπνησεν, ἤκουσε τὴν Κατερνιὼ ἀπ᾽ ἔξω νὰ διακωδωνίζῃ πρὸς τὰς ἄλλας γειτονίσσας τὸ συμβὰν τῆς νυκτός, ὡς κωδωνοφόρος ἀρετή, εἶδος κροταλίου. Καὶ πάλιν, ἂν ἦτο βεβαία ὅτι κανεὶς ἄλλος δὲν εἶχεν ἀκούσει, εἶναι ἀμφίβολον ἂν θὰ ἔλεγε τίποτε.
Ἀλλ᾽ ἡ ὑπόληψίς της, βλέπετε, καὶ τὸ «ὁ κόσμος εἶναι κακός», τὴν ἔκαμνον νὰ θορυβῇ.
Ὁ Βαγγέλης ἀπὸ τὸ δωμάτιόν του ἤκουσε τὴν φωνὴν τῆς Κατερνιῶς, ἥτις διεμαρτύρετο λέγουσα:
― Καὶ ποιὰ εἶμ᾽ ἐγώ!… Θάρρεψε πὼς ἤμουν καμμιὰ σὰν τὰ μοῦτρά του, ὁ χαμένος!… Ἂν δὲν τοῦ σπάσω τὸ κεφάλι του, νὰ τὸ κάμω μακρουλὸ καὶ κούφιο καὶ πλακαρό, σὰν τὸ λαγοῦτό του, νὰ μὴ μὲ λένε Κατερνιώ.
Ὁ ὀργανοπαίκτης, αἰσθανόμενος μεγάλην καρηβαρίαν, συνάμα δὲ καὶ φόβον κ᾽ ἐντροπήν, δὲν ἐξῆλθεν ὣς τὸ βράδυ. Σὰν ἐνύκτωσε καὶ δὲν ἤκουε πλέον φωνάς, οὔτε πατήματα ἔξωθεν τῆς θύρας του, ἀπετόλμησε νὰ ἐξέλθῃ.
Ἡ κυρα-Γιάνναινα, ἡ ὁποία, φαίνεται, τὸν παρεμόνευε, τὸν σταματᾷ καὶ τοῦ λέγει:
― Αὔριο, τὸ δίχως ἄλλο, νὰ βρῇς κάμερα, νὰ κουβαλιστῇς!… Ἂς μὴν ἐτελείωσε κι ὁ μήνας!… καλύτερα ἔχω νὰ σοῦ δώσω πίσω τὰ λεπτά, ὅσα κάνει γιὰ τὶς μέρες τοῦ μηνὸς ποὺ μένουνε. Δὲν θέλω ἐγὼ ἱστορίες μὲς στὸ σπίτι μου, ἀκοῦς;…
― Νὰ βρῶ κάμερα καὶ φεύγω, κυρά!…
Δὲν ἐπρόφθασε νὰ τελειώσῃ τὸν λόγον, καί, πάτ, κιούτ! τοῦ ἔρχονται δύο κατακεφαλιὲς ἐκ τῶν ὄπισθεν. Ἡ Κατερνιώ, μὲ ἐλαφρὸν βῆμα, εἶχε πλησιάσει ἐκ τῶν νώτων, κ᾽ ἐννοοῦσε νὰ ἐκδικηθῇ διὰ τὴν προσβολήν.
― Φχαριστῶ, κερά μου… μὴ χερότερα!
Ὁ Βαγγέλης ἐφυλάχθη, προέτεινε τὸ λαγοῦτο ὡς ἀσπίδα καὶ ἡ ὀργίλη γυνὴ δὲν ἐπρόλαβε νὰ τοῦ καταφέρῃ ἄλλην.
― Θέλησα νὰ σοῦ κάμω μιὰ πατινάδα, κυρά μου· μονάχη σου τὸ ζήτησες… εἶπες, γιατί νὰ μὴν παίζω ὅταν εἶμαι μονάχος, ὅπως κάνουν οἱ μερακλῆδες. Ἐγὼ σοῦ εἶπα, μὲ τὸ λαγοῦτο νὰ μὴν καταπιάνεσαι.
Ἄπορον πῶς εἶχε τόσην ἑτοιμότητα. Ἴσως νὰ εἶχε προμελετήσει τὴν ἀπόκρισιν ταύτην, κατὰ τὰς ὥρας τῆς μοναξίας.
Τὴν νύκτα δὲν ἐπανῆλθεν ὁ Βαγγέλης καὶ καθ᾽ ὅλην τὴν ἐπιοῦσαν, εἴτε ἠρεύνα εἴτε ὄχι διὰ νὰ εὕρῃ δωμάτιον, δὲν ἐφάνη. Τὴν ἑσπέραν, ἀφοῦ ἐνύκτωσε, παρουσιάζεται ἔξαφνα μία γυνή, ἄγνωστος εἰς τοὺς ἐν τῇ οἰκίᾳ, εὑρίσκει τὴν σπιτονοικοκυρὰν καὶ τὴν κόρην της ἐν ὑπαίθρῳ εἰς τὴν αὐλὴν καὶ λέγει «καλησπέρα».
Εἶτα ἐρωτᾷ:
―Ἐδῶ κάθεται ὁ Βαγγέλης, ὁ λαουτιέρης;
Ἡ κυρα-Γιάνναινα ἀργὰ-ἀργὰ ἀπήντησεν:
―Ἐδῶ κάθεται, μὰ αὔριο θὰ φύγῃ, θὰ κουβαλισθῇ.
― Ἀπόψε θὰ ἔρθῃ;
― Δὲν ξέρω.
― Γιατί; Πῶς γίνεται, νὰ μὴν ἔρθῃ νὰ κοιμηθῇ;
― Δὲν ξέρω, χριστιανή μου· δὲν ἔχω τὴν ἔννοια του.
― Δὲν εἶσαι τουλόου σου, ἡ σπιτονοικοκυρά; Καὶ πῶς γίνεται νὰ μὴν ξέρῃς; Τρέχει, μαθές, τίποτε;
― Κάτι πολλὰ ρωτᾷς, κυρά, μᾶς σκότισες, εἶπε λαβοῦσα τὸν λόγον ἡ Δημητρούλα, ἡ κόρη τῆς Γιάνναινας.
― Σώπα σύ, τὴν ἐπέπληξεν ἡ μάννα της.
― Θέλω νὰ τὸν περιμένω ἐδῶ, ὣς ποὺ νά ᾽ρθῃ, εἶπεν ἡ ξένη,
Αἱ γυναῖκες δὲν ἀπήντησαν.
―Ἐγὼ εἶμ᾽ ἐξαδέλφη του, προσέθηκεν ἡ νεωστὶ ἐλθοῦσα.
― Δὲν μᾶς μέλει πὼς εἶσαι ξαδέρφη του, ἐμορμύρισεν ἡ Δημητρούλα.
― Τί εἶπες, κυρά;
― Τίποτε.
― Λοιπόν, σᾶς πειράζει τίποτε, νὰ καθίσω ἐδωδὰ νὰ τὸν περιμένω;
Ἡ Γιάνναινα ἔσεισε τοὺς ὤμους.
― Ποιὰ εἶναι ἡ κάμαρή του, σᾶς παρακαλῶ;
Ἡ Γιάνναινα διὰ χειρονομίας τῆς ἔδειξε τὴν θύραν τοῦ δωματίου τοῦ ὀργανοπαίκτου. Ἡ ξένη ἐλθοῦσα ἐκάθισεν ἐκεῖ, εἰς τὸ κατώφλιον.
― Μαμά, πές της νὰ πάῃ ἀπὸ κεῖ πού ᾽ρθε, ὑπέβαλεν ἡ Δημητρούλα εἰς τὴν μητέρα της· ἐμεῖς τὸν ἔχουμε γιὰ διώξιμο αὔριο, καὶ θὰ μᾶς κουβαλᾷ ἐδῶ τὶς ξαδέρφες του!…
Ἡ γραῖα ἦτον συλλογισμένη.
― Μὰ δὲν ἐτελείωσε ὁ μήνας γιὰ νὰ κλείσῃ τὸ νοίκι… Τί νὰ κάμω, ξέρω κ᾽ ἐγώ;… Θέλεις νὰ τρέχουμε στὶς ἀστυνομίες;… Ὅποιος ἔχει κάμαρες καὶ νοικιάζει, τὸν μπελά του βρίσκει… ἔχει νὰ κάμῃ μὲ λογιῶν-λογιῶν ἀνθρώπους, κορίτσι μου…
Ἡ νεωστὶ ἐλθοῦσα ἐκράτει μικρὰν δέσμην, τὴν ὁποίαν δὲν εἶχεν ἰδεῖ τέως ἡ Γιάνναινα καὶ ἡ κόρη της, ἐπειδὴ ἡ ξένη τὴν εἶχεν ἀποθέσει, κατὰ συγκυρίαν ἴσως καὶ χωρὶς νὰ ξεύρῃ, ἀκριβῶς πλησίον τῆς κλειστῆς θύρας τοῦ Βαγγέλη. Εἶτα, ὅταν ἐκάθισεν εἰς τὸ κατώφλιον, ἐτράβηξε τὴν δέσμην ταύτην πλησιέστερον πρὸς ἑαυτήν.
Ἡ Δημητρούλα εἶδε τὸ κίνημα, κ᾽ ἐψιθύρισεν εἰς τὴν μητέρα της.
Τότε ἡ Γιάνναινα:
― Ἄκουσε νὰ σοῦ πῶ, κυρά, ἐφώναξε· βλέπω κ᾽ ἔχεις ροῦχα· μὴν εἶσαι γιὰ ξενύχτι ἀπόψε ἐδῶ;… Δὲν ἔχουμε κανένα χάνι ἐμεῖς!… Ἀλλοῦ νὰ κοπιάσῃς!… Τὸν ἐξάδερφό σου, τί τὸν ἔχεις, τὸν ἔχουμε γιὰ ξύσιμο αὔριο…
Ἡ γυνὴ μετά τινα σιωπὴν ἀπήντησε:
― Δὲν ξέρω κ᾽ ἐγώ, ἂν θὰ κοιμηθῶ ἀπόψ᾽ ἐδῶ ἢ ὄχι!… Ὁ ἴδιος θὰ μοῦ πῇ… Ἐγὼ τά ᾽χω ἀλλοῦ τὰ ροῦχά μου… Αὐτὰ ποὺ βλέπεις δὲν εἶναι ροῦχα… Νὰ τὸν ἰδῶ μόνον καὶ μπορεῖ νὰ μὲ ὁδηγήσῃ ἀλλοῦ νὰ φύγω…
― Δὲν εἶναι ροῦχα, ἀμμή, τί εἶναι; ἐφώναξεν ἡ Δημητρούλα.
Ἡ ξένη δὲν ἀπήντησεν εἰς τοῦτο, μόνον ἐπέφερεν:
―Ἐγὼ δὲν θέλω νὰ σᾶς παραβαρύνω, κυρά· ἐγὼ δὲν εἶμαι κακὴ γυναίκα. Λυποῦμαι ἂν δὲν τά ᾽χετε καλὰ μὲ τὸ Βαγγέλη, ἀλλὰ τί φταίω ἐγώ;
Πράγματι, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο ὡς δέσμη ἦσαν τέσσαρες ἢ πέντε ὄρνιθες καὶ πετεινοί, δεμένοι ἀπὸ τοὺς πόδας, καὶ τυλιγμένοι εἰς μέγα πλατὺ ράκος. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθη ὁ κλωγμὸς τῶν ὀρνίθων.
― Μαμά, κόττες ἔχει! εἶπεν ἡ Δημητρούλα.
― Ἄ! ἦρθες, βλέπω, μὲ τὶς κόττες σου, κυρά.
Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἐφάνη εἰς τὸ σκότος καὶ εἰς τὴν ἀσθενῆ ἀνταύγειαν τοῦ νυσταλέου φανοῦ τοῦ δρομίσκου ἡ σκιερὰ μορφὴ τοῦ Βαγγέλη, εἰσελθόντος ἀπὸ τὴν αὐλόπορταν.
― Ἄ! καλῶς σὲ ηὗρα, ἐξάδερφε, ἐφώναξεν ἡ ξένη, πάραυτα ἀναγνωρίσασα αὐτόν.
Ὁ Βαγγέλης μὲ λίαν ταπεινὸν ἦθος καὶ τρόπον ἐξηγήθη δι᾽ ὀλίγων λέξεων ὅτι ἡ ἐλθοῦσα εἶναι πράγματι ἐξαδέλφη του, ὅτι ἠναγκάσθη νὰ ξενοικιάσῃ τὸ δωμάτιον, ὅπου ἐκατοικοῦσεν, ἐπειδὴ εἶναι διὰ ταξίδι, αὔριον ἢ μεθαύριον, καὶ ἡ σπιτονοικοκυρά της εἶχε σπεύσει νὰ τὸ προενοικιάσῃ, ὅτι τὰ ροῦχά της δεμένα τὰ ἔχει ἀφήσει εἰς φιλικὴν οἰκίαν καὶ ὅτι, ἀφοῦ κι αὐτός, ἅμα εὕρῃ δωμάτιον θὰ μετοικήσῃ, ἂς ἐπιτρέψῃ ἡ κυρα-Γιάνναινα νὰ μείνῃ κ᾽ ἡ ἐξαδέλφη του μίαν νύκτα ἐδῶ· ἐὰν πάλιν ἡ κυρα-Γιάνναινα ἐπιμένῃ ὅτι πρέπει νὰ φύγῃ αὐτός, πρὶν τελειώσῃ ὁ μήνας, αὔριον, χωρὶς ἄλλο, θὰ εὕρῃ δωμάτιον καὶ θὰ φύγῃ, κι αὐτὸς κ᾽ ἡ ἐξαδέλφη του. Μιὰ βραδιὰ εἶν᾽ αὐτή.
Ἡ Γιάνναινα σχεδὸν συνεκινήθη ἀπὸ τὸν ταπεινὸν τρόπον τοῦ Βαγγέλη, ἀλλὰ δὲν ἤθελε νὰ τὸ δείξῃ· ἴσως ἐπειδὴ ἐνόμιζεν ὅτι δὲν ἁρμόζει εἰς μίαν οἰκοκυράν, ὁποὺ ἔχει σπίτια κ᾽ ἐνοικιάζει, νὰ φαίνεται δεικνύουσα συμπάθειαν πρὸς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι «δὲν ἔχουν στὸν ἥλιο μοῖρα», καθὼς κάμνουν ἄλλαι γυναῖκες τοῦ δρόμου.
― Τί νὰ κάμουμε, πλέον!… εἶπε μὲ στρυφνὸν τρόπον.
Ἀλλ᾽ ὁ τρόπος αὐτὸς δὲν ἤρεσεν εἰς τὸν Βαγγέλην, ὅθεν οὗτος ἔσπευσε νὰ προσθέσῃ:
― Ξέρεις, ἀπ᾽ τὸ νόμο δὲν ἔχεις κανένα δικαίωμα, τὰ γνωρίζω ἐγὼ αὐτά, ἂς εἶμαι καὶ Τουρκομερίτης… Ὅσο δικαίωμα ἔχω ἐγὼ νὰ ἐξετάζω ποιοὶ καὶ πόσοι ἔρχονται στὸ σπίτι σου καὶ τί τοὺς ἔχεις, ἂν εἶναι γενιά* σου ἢ ὄχι, ἄλλο τόσο ἔχεις καὶ σὺ νὰ ἐξετάζῃς ποιὸν μπάζω στὴν κάμαρα, ἀφοῦ τὸ νοίκι σοῦ τό ᾽χω πληρωμένο. Μπορεῖς μόνον ἔξωση νὰ μοῦ κάμῃς, μὲ προθεσμία… Μὰ ἐγὼ σὲ παρακαλῶ μὲ τὸ γλυκό, ἐπειδὴ πλιότερο ψωμὶ τρώεται μὲ τὸ μέλι, ποὺ λέγει ὁ λόγος, γιὰ νά ᾽μαστε ἐξηγημένοι φιλικῶς… Κι ἂν ἐσφάλαμε πάλι κ᾽ ἐμεῖς, συμπαθᾶτέ μας καὶ Θεὸς σχωρέσ᾽ σας.
Ἡ ξένη, ἡ νεοφερμένη, ὅσον ὀλίγον καὶ ἂν τὴν εἶδεν ἡ Γιάνναινα εἰς τὸ σκότος, εἰς τὴν ἀνταύγειαν τοῦ φανοῦ τῆς ὁδοῦ, καθὼς ἦτον ἀνοικτὴ ἡ αὐλόπορτα, δὲν ἦτον, ἦτο βεβαία ἡ Γιάνναινα, ἡ ἰδία μὲ τὴν γυναικούλαν ἐκείνην, τὴν μισόγριαν καὶ σουφρωμένην, ποὺ εἶχεν ἰδεῖ νὰ βγαίνῃ ἕνα πρωί, μὲ ἀνεμίζον τὸ φουστανάκι της, ἀπὸ τὴν πόρταν τοῦ Βαγγέλη. Ἐν τούτοις, οὔτε αὐτή, οὔτε ἡ Δημητρούλα, ἡ κόρη της, οὔτε οἱ δύο νοικάρισσες, ἐπίστευσαν εἰς τὴν ἐξαδερφοσύνην της.
Ἐγκατεστάθη μέσα εἰς τὸ χαμόγειον τοῦ Βαγγέλη, καὶ δὲν ἔφυγεν οὔτε τὴν ἐπιοῦσαν, οὔτε τὴν μεθεπομένην, οὔτε τὴν ἄλλην ἡμέραν. Πάντοτε ἔλεγε πὼς θὰ φύγῃ αὔριον, καὶ τὸ αὔριον δὲν εἶχε ποτὲ τελειωμόν. Ὡμιλοῦσε διὰ τὰ ροῦχά της, διὰ τὰ ἔπιπλά της, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἀκουμβημένα προσωρινῶς εἰς ἕνα σπίτι, καὶ θὰ πάῃ νὰ τὰ πάρῃ, καὶ ποῦ νὰ τὰ βάλῃ, καὶ ποῦ νὰ τὰ κουβαλᾷ… καὶ θὰ φύγῃ αὔριον διὰ ταξίδι… Τὰ ἴδια ἐπεβεβαίωνε καὶ ὁ «ἐξάδελφός» της ὁ Βαγγέλης.
Ἡ κυρα-Γιάνναινα καθημερινῶς σχεδὸν τοῦ ὑπενθύμιζεν ὅτι πρέπει νὰ εὕρῃ δωμάτιον νὰ φύγῃ· ἐτελείωσεν ὁ μήνας, ὁ προπληρωμένος, καὶ σὰν ἤρχισεν ὁ δεύτερος, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ λαγοῦτο ἐδικαιολογεῖτο λέγων ὅτι δὲν πληρώνει, ἐπειδὴ θὰ μετοικήσῃ, καὶ ἐπιφυλάσσεται νὰ πληρώσῃ μόνον τὶς μέρες, ὁποὺ θὰ ἔκαμνεν νὰ δίδῃ, τὴν ἡμέραν, καθ᾽ ἣν ἔμελλε νὰ μετακομισθῇ εἰς ἄλλο οἴκημα.
Κατ᾽ εὐτυχίαν τὸ δωμάτιον εἶχεν ἓν μικρὸν ὑπόγειον, πολὺ ρηχόν, μισὸ μπόι τὸ βάθος, μὲ μίαν κλαβανήν. Ἐκεῖ κάτω ἔβαλεν ἡ ξένη τὶς κόττες της, νὰ κατιάσουν*. Εἶπεν ὅτι ὀνομάζεται κυρα-Σταυρούλα. Ἐκεῖθεν κάθε βράδυ, κάθε μεσάνυκτα καὶ κάθε πρωί, σχεδὸν πᾶσαν ὥραν τῆς νυκτὸς καὶ τῆς ἡμέρας, ἐλαλοῦσαν βραχνοὶ καὶ μεγαλόστομοι οἱ δύο πετεινοί. Σχεδὸν δὲν ἄφηναν κανέναν νοικάρην νὰ χορτάσῃ τὸν ὕπνον, τόσον δυνατὰ καὶ τόσον συχνὰ ἐλαλοῦσαν. Κ᾽ οἱ κόττες ἀνάμεσα ἐκακάριζαν. Κ᾽ οἱ δύο πετεινοὶ μὲ τὶς τρεῖς κόττες ἐτρέφοντο κ᾽ ἐπάχυναν καλὰ ἐκεῖ μέσα.
Ἡ κυρα-Σταυρούλα δὲν τὰς ἄφηνε ποτὲ νὰ ἐξέρχωνται εἰς τὴν αὐλήν. Κ᾽ ἡ ἰδία δὲν ἐξήρχετο ποτὲ νὰ κάμῃ τρία βήματα ὣς τὴν αὐλόπορταν, διὰ νὰ ψωνίσῃ τίποτε ἀπὸ κανένα γυρολόγον ἢ μανάβην, χωρὶς νὰ κλειδώσῃ καλὰ τὴν θύραν, καὶ νὰ βάλῃ τὸ κλειδὶ εἰς τὴν τσέπην της.
Αἱ τέσσαρες γυναῖκες, ἡ σπιτονοικοκυρὰ μαζὶ μὲ τὴν κόρην της, ἡ Κατερνιὼ ἡ ζωντοχήρα, κ᾽ ἡ κυρα-Μήτραινα, ἡ μήτηρ τῆς μισῆς δουζίνας παιδιῶν, ἔκαμαν μέγαν συνασπισμὸν καὶ σταυροφορίαν ἐναντίον τῆς Σταυρούλας. Δὲν ἐπίστευον εἰς τὴν ἐξαδερφοσύνην της, τὴν ἐσκυλόβριζαν, τὴν ἔλεγαν ὅτι εἶναι κι αὐτὴ μιὰ «ἀπὸ κεῖνες». Δὲν τὴν ἄφηναν νὰ προκύψῃ εἰς τὴν θύραν, χωρὶς νὰ ζητήσουν νὰ εὕρουν ἀφορμὴν καυγᾶ ἐναντίον της. Τέλος ἀπαιτοῦσαν νὰ ξεκουμπισθῇ, νὰ τοὺς ἀδειάσῃ τὴν γωνιά, νὰ ξεβρωμήσῃ ἀπ᾽ ἐκεῖ αὐτὴ κ᾽ οἱ κόττες της.
Ὁ ἐξάδελφός της, πότε ἤρχετο τὴν νύκτα, πότε ἔλειπεν. Αὐτὴ τοῦ ἔκαμνε παράπονα κατὰ τῆς οἰκοκυρᾶς καὶ τῶν γειτονισσῶν.
― Τί κόσμος εἶν᾽ αὐτός, καλέ;
Ὁ Βαγγέλης πότε ἐμορμύριζεν ἐναντίον των, πότε ἐσιώπα. Συνήθως εἶχε τὸ λαγοῦτο ὑποκάτω ἀπὸ τὴν μασχάλην του, καθὼς ὑποκάτω ἀπὸ τὰ σκέλη του ὁ σκύλος τὴν οὐράν.
Μίαν ἑσπέραν, ὅτε ἔγινε ραγδαιοτάτη καὶ διαρκὴς βροχή, ἡ στέγη ὅλων τῶν σαθρῶν χαμογείων διέρρευσε. Τὸ πάτωμα ἔγινε λίμνη. Ὅλων τὰ ὀθόνια ἐβράχησαν. Ὁ Βαγγέλης ἔλειπε τὴν νύκτα. Ἦλθε τὸ πρωί, εὑρίσκει τὸ στρῶμα καὶ τὰ σκεπάσματα τῆς κλίνης ὅλα βρεγμένα, καὶ ἀρχίζει πικρὰν ἐπίπληξιν κατὰ τῆς ἐξαδέλφης του.
― Μήπως καὶ τὰ δικά μου δὲν θὰ βράχηκαν τάχα, ἐκεῖ ποὺ βρίσκονται; εἶπε μεγαλοφώνως, ἴσως διὰ νὰ τὴν ἀκούουν ἔξω, ἡ Σταυρούλα. Νά, καὶ τὸ παπλωματάκι μου, κοίτα, πῶς ἔγινε!
Εὑρέθη νὰ ἔχῃ πάπλωμα, ἐνῷ ὅταν ἐπρωτοῆρθε δὲν εἶχεν ἄλλο τίποτε παρὰ τὶς κόττες. Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι ὁ ἐξάδελφός της τῆς εἶχε φέρει ἀπὸ ἄγνωστον μέρος, ἐν τῷ μεταξύ, αὐτὸ τὸ πάπλωμα.
Ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἤρχισε μεγάλη γρίνια καὶ φαγούρα μεταξὺ τοῦ Βαγγέλη καὶ τῆς ἐξαδέλφης του. Τὴν ἄλλην ἡμέραν τὴν παρεκάλεσεν ἀποτόμως νὰ φύγῃ, τέλος πάντων, ἐπειδὴ κι αὐτὸς θέλει νὰ φέρῃ ἐδῶ «τὴν γυναῖκά του», νὰ ζήσῃ σὰν ἄνθρωπος, νὰ νοικοκυρευθῇ.
Τότε ἡ Σταυρούλα, παραδόξως, ἐπεκαλέσθη τὴν ὑποστήριξιν τῶν ἄλλων γυναικῶν, τῶν τέως ἀσπόνδων πολεμίων της. Σὰν ἤκουσαν ἐκεῖναι ὅτι τὴν διώχνει, διὰ νὰ φέρῃ τὴν «λεγάμενη», (ἡ ὁποία, καθὼς ἐσυμπέραινε μετὰ μεγάλης πιθανότητος ἡ Γιάνναινα, θὰ ἦτον αὐτὴ ἐκείνη τὴν ὁποίαν εἶχεν ἰδεῖ νὰ προβάλῃ μίαν πρωίαν ἀπὸ τὴν πόρταν τοῦ Βαγγέλη), ἔγιναν «τὸ ἕνα τους» μαζὶ μὲ τὴν Σταυρούλαν, κ᾽ ἐκήρυξαν πόλεμον κατὰ τοῦ Βαγγέλη καὶ τῶν σχεδίων του. Τώρα διὰ πρώτην φορὰν ἐπηγγέλλοντο ὅτι ἐπίστευον εἰς τὴν συγγένειαν τῆς Σταυρούλας.
― Ἀκοῦς! νὰ διώχνῃ, ὁ πρόστυχος, τὴν ἐξαδέλφη του, γιὰ νὰ μᾶς κουβαλήσῃ ἐδῶ τὴν παλιοπατσαβούρα!…
Ὅθεν, μετὰ δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας, ὁ λαγουτιέρης, βλέπων ὅτι «οὐδὲν ὠφελεῖ, ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος γίνεται», ἐμάζωξε τὰ ροῦχά του, ἐπῆρε τὴν κασσελίτσαν του στὸν ὦμον, τὸ λαγοῦτό του ὑπὸ τὴν μασχάλην, κ᾽ ἐπῆγε νὰ βρῇ, «τὴν γυναῖκά του, νὰ νοικοκυρευθῇ».
Τώρα ἔμεινεν ἡ Σταυρούλα κυρίαρχος τοῦ δωματίου. Ἡ εἰρήνη ἐφαίνετο πλέον βεβαία ἐντὸς τῆς αὐλῆς. Πλὴν ἀμέσως, τὴν ἄλλην ἡμέραν, ἡ Γιάνναινα κ᾽ ἡ κόρη της, ἡ Μήτραινα, ἡ Κατερνιώ, ὅλαι εὑροῦσαι ὡς πρόφασιν τὸ σκούπισμα τῆς αὐλῆς, τὸ λάλημα τῶν πετεινῶν, ἢ ὁτιδήποτε, ἤρχισαν πάλιν σφοδροτάτην καταφορὰν ἐναντίον τῆς ξένης.
Ποτὲ αὐτὴ δὲν ἤκουσε τ᾽ ὄνομά της. Ὅλα τὰ παρεγκώμια, ὅσα δὲν ὑπῆρχον εἰς κανὲν ἐκδεδομένον λεξικόν, τῆς ἔρριπτον κατάμουτρα.
―Ἡ κοτταρού, ἡ κοκοτταρού, ἡ κοκουρού!… ἡ χαρχαλού, ἡ πετειναρού!… ἡ μουρλουλού, ἡ ζουρλουλού!…
Καὶ ὅλος ὁ ἀτελείωτος ὁρμαθὸς τῶν εἰς «ού».
Τὴν παρίστων μόνον ὡς ἀποτυχοῦσαν ἐρωμένην τοῦ λαγουτιέρη, ἡ ὁποία δὲν μπόρεσε νὰ τὸν βαστάξῃ πλησίον της, κ᾽ ἐκεῖνος τῆς ἔφυγε… καὶ καλὰ ποὺ ἔκαμε!
Ἐν τοσούτῳ, μετ᾽ ὀλίγας ἡμέρας, φθίνοντος Σεπτεμβρίου ἡ Σταυρούλα ἄδειασε τὸ δωμάτιον, καὶ φαίνεται ὅτι ἀνεχώρησε πράγματι ἀπὸ τὰς Ἀθήνας. Δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας πρὶν φύγῃ οἱ πετεινοὶ δὲν εἶχον ἀκουσθῆ εἰς τὴν αὐλήν. Ὀλίγον μετὰ τὴν ἀναχώρησίν της συναντᾷ ὁ Βαγγέλης πλησίον εἰς τὴν Βλασσαρού, ὅπου μετῴκησεν, ἕνα ἀπὸ τοὺς νοικάρηδες τῆς κυρα-Γιάνναινας καὶ τοῦ λέγει:
―Ἡ δασκάλα πῆρε τὸν διορισμό της, καὶ μᾶς ἔφυγε… πάει στὰ χωριὰ τοῦ Βόλου… Εἶδες δά, κ᾽ ἐκείνη ἡ Γιάνναινα, κ᾽ οἱ ἄλλες ἐκεῖ, τί κόσμος! Πῶς τὴν ἐσκυλόβριζαν ἄδικα τὴν καημένη.
Τότε μόνον διὰ πρώτην φορὰν ἠκούσθη ὅτι ἡ «πετειναροὺ» ἦτο δασκάλα. Ὁ ἄνθρωπος ἀκούσας εἶπεν ἀφελῶς μέσα του:
― Ἄ! ἦτον δασκάλα!… Γι᾽ αὐτὸ εἶχε τοὺς κοκόρους! Σὲ κανένα Τμηματάρχη θὰ τοὺς κουβάλησε.
(1900)
http://www.papadiamantis.org/works/58-narration/321-03-30-o-geitonas-me-to-lagoyto-1900