Οι θρυλικοί Χαΐνηδες – Οι κλεφταρματολοί της Κρήτης που αντιμετώπισαν τους Γενίτσαρους κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

keimeno hainides
Οι χαΐνηδες ή «καλησπέρηδες», όπως τους ονόμαζε ο κρητικός πληθυσμός, έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους στα πρώτα χρόνια της τουρκικής εισβολής στο νησί. Ήταν κυρίως νέοι άνδρες, οι οποίοι κατέφυγαν στα βουνά και τα «έβαλαν» με τους γενίτσαρους, το επίλεκτο σώμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Οι χαΐνηδες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία για την απελευθέρωση της Κρήτης από τον τουρκικό ζυγό και με τον δικό τους «παράνομο» τρόπο προσπάθησαν να προστατέψουν τη ζωή και την περιουσία του χριστιανικού ελληνικού πληθυσμού.
Η εμφάνιση των χαΐνηδων
Ο «Κρητικός Πόλεμος» ξεκίνησε τον Ιούνιο του 1645, όταν 60.000 Τούρκοι αποβιβάστηκαν και εισέβαλαν απροειδοποίητα στα Χανιά. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, οι Οθωμανοί κατέλαβαν την πόλη και λίγο αργότερα το Ρέθυμνο. Μέσα σε δύο χρόνια η κεντρική Κρήτη είχε μετατραπεί σε ένα τεράστιο πεδίο μάχης.
Το 1648, όλο το νησί βρισκόταν υπό τουρκικό ζυγό, με μοναδική εξαίρεση τον Χάνδακα, το σημερινό Ηράκλειο, εξαιτίας των απόρθητων τειχών του και του Κούλε. Μετά από 21 ολόκληρα χρόνια πολιορκίας, στις 27 Σεπτεμβρίου 1669, το μεγάλο Κάστρο έπεσε.
Στην πιο μακροχρόνια πολιορκία της Ευρώπης 30.000 Έλληνες και Ενετοί, καθώς επίσης και 117.000 Τούρκοι έχασαν τη ζωή τους. Μετά την άλωση της πόλης, ακολούθησαν εκτεταμένες υλικές ζημιές, αλλά και θηριωδίες από πλευρά των Οθωμανών. Πολλοί κάτοικοι για να σωθούν εγκατέλειψαν το νησί, άλλοι πουλήθηκαν ως σκλάβοι και άλλοι έγιναν Τουρκοκρήτες, δηλαδή κρητικοί που ασπάστηκαν τον μουσουλμανισμό.
Υπήρχαν όμως και αρκετοί Κρητικοί, νεαρής ηλικίας που κατέφυγαν στα φρούρια της Γραμβούσας, της Σούδας και της Σπιναλόγκας, απ΄ όπου αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν τους κατακτητές. Όταν έπεσαν και αυτά τα φρούρια, οι αντάρτες κατέφυγαν στα βουνά. Οι Τούρκοι τους ονόμασαν χαΐνηδες, μια λέξη που έβγαινε από τον αραβικό όρο χαΐν και σήμαινε τον προδότη.
Για τους Κρητικούς βέβαια, οι χαΐνηδες, ήταν οι επαναστάτες και οι ανυπότακτοι, οι οποίοι με δικά τους μέσα προσπάθησαν να εξοντώσουν τον τουρκικό ζυγό. Οι χαΐνηδες έμειναν γνωστοί και ως «καλησπέρηδες», καθώς συνήθιζαν να κατεβαίνουν από τα ορεινά στα πεδινά τις νύχτες και να κάνουν ξαφνικές και αιματηρές επιδρομές στους Οθωμανούς.
keimeno hainides1
Η εξόντωση των Χριστιανών και οι γενίτσαροι
Το 1715 οι Βενετοί έδωσαν και τα τελευταία φυλάκια στους τούρκους κατακτητές. Έως το το 1770, η Κρήτη βρισκόταν σε τραγική κατάσταση. Οι τουρκικές αρχές, αγνοώντας τα διατάγματα του σουλτάνου, επέβαλαν βαριές φορολογίες τους κατοίκους και καταπίεζαν με κάθε τρόπο τον χριστιανικό πληθυσμό.
Οι πιο αδίστακτοι, ωστόσο, ήταν οι Γενίτσαροι, που είχαν εγκατασταθεί στο νησί από την αρχή της τουρκικής εισβολής και σταδιακά είχαν αυξηθεί κατά πολύ σε αριθμό. Οι βιαιότητες και η κτηνωδία εναντίον του χριστιανικού πληθυσμού είχε φτάσει στο απροχώρητο. Οι σουλτανικές διαταγές δεν αρκούσαν για τον περιορισμό της ασυδοσίας των γενίτσαρων.
Ορισμένοι μάλιστα γενίτσαροι, στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, υπήρξαν διαβόητοι για τα κακουργήματά τους και έμειναν στη μνήμη και στα τραγούδια του κρητικού λαού. Ο Αληδάκης στα Χανιά, ο Αρίφ Αγάς στο Ρέθυμνο, ο Μπεντρή εφέντης και ο Χάνιαλης στο Ηράκλειο, ο Μεμέτ Αγάς ή Μεμέτακας στη Σητεία, ήταν μερικοί από αυτούς.
Τότε έδρασαν οι χαΐνηδες, που σαν άλλοι εκδικητές, τιμωρούσαν τους Οθωμανούς για τα αδικήματά τους. Ήταν όμως περισσότερο λυσσαλέοι με τους Οθωμανούς που είχαν διαπράξει εγκλήματα εναντίον των οικογένειών τους. Αρκετές ηρωικές μορφές κλεφταρματολών αναδείχθηκαν την εποχή εκείνη ολόκληρη την Κρήτη. Οι Χάληδες και οι Γιανναρήδες στα Χανιά, οι Δεληγιαννάκηδες και οι Κουτσούρηδες στα Σφακιά, ο Σήφακας στον Αποκόρωνα, οι Τσουδεροί στο Ρέθυμνο, ο Γιάννης Παλμέτης στο Μυλοπόταμο, οι Άνωγειανοι Σταύρος Ξετρύπης, Σταυρούλης Νιώτης, Βασίλης Σμπώκος και αμέτρητοι άλλοι.
Ο Δημήτριος Λόγιος
keimeno hainides2
Στην ανατολική Κρήτη, ένας από τους πιο ξακουστούς χαΐνηδες ήταν ο Δημήτριος Λόγιος που γεννήθηκε το 1770 στον Άγιο Θωμά του Ηρακλείου και είχε καταγωγή από τη Μεσσαρά. Το πρωί εργαζόταν ως γιατρός και το βράδυ γινόταν ο «κυρίως υψώσας τον κλεφτισμόν εν Κρήτη».
Ο Λόγιος πέθανε το 1811 στην προσπάθεια του να σκοτώσει τον γενίτσαρο της Μεσσαράς, Αγριολίδη. Ο ίδιος όμως προδόθηκε από τον υπηρέτη του γενίτσαρου και τραυματίστηκε θανάσιμα. Πριν πεθάνει, είχε κρυφτεί σε ένα λαγούμι και τουφέκιζε όποιον προασπαθούσε να τον πλησιάσει, μέχρι που πέθανε από αιμορραγία.
Ο φόβος που σκορπούσε ο Λόγιος ήταν τέτοιος που περνούσαν τουλάχιστον δύο μέρες μέχρι κάποιος να πλησιάσει το σημείο που είχε κάτσει και να επιβεβαιώσει τον θάνατό του. Ο Λόγιος τάφηκε στον δρόμο που ενώνει τις Μοίρες και με το Τυμπάκι, μερικά μέτρα μακριά από τη Φαιστό.
Ο θρύλος λέει ότι αν κάποιος αφήσει φαγητό στον τάφο του, αυτό παραμένει αναλλοίωτο μέχρι να το πάρει και το φάει κάποιος περαστικός. Όσοι όμως αντάρτες συλλαμβάνονταν βίωναν φριχτά βασανιστήρια και πέθαιναν με απάνθρωπο τρόπο στο τσιγκέλι.
Οι χαϊνηδες ήταν από τους πρώτους εκφραστές της κρητικής αντίστασης, η οποία αναζωπυρώθηκε με την επανάσταση του Δασκαλογιάννη, που ξεκίνησε από τα Σφακιά το 1770, αλλά λίγο αργότερα καταπνίγηκε. Κάτω από τις φοβερές συνθήκες που επικρατούσαν στο νησί, οι περήφανοι Κρητικοί χρειάστηκε να υπομείνουν ακόμη έναν αιώνα σκλαβιάς και να δουν εξεγέρσεις να πνίγονται στο αίμα, με αποκορύφωμα την επανάσταση του 1866-68 και το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου.
Το νησί ανακηρύχθηκε το 1898 σε ανεξάρτητη «Κρητική Πολιτεία».
[mixanitouxronou.gr]

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ