«Οι γεωγραφικοί διαχωρισμοί, όπως επίσης και το είδος της τουρκικής διακυβέρνησης, έχει δώσει έναυσμα για αντιζηλίες που καθιστούν την ενσωμάτωση όλης της Ελλάδας υπό τη δομή μίας κυβέρνησης εξαιρετικά δύσκολη – και είμαι πεπεισμένος πως τίποτε άλλο, παρά μία εξωτερική δύναμη θα μπορούσε να το πετύχει. Μου φαίνεται πως στην Ελλάδα ταιριάζει ένα είδος ομοσπονδιακής κυβέρνησης, και στην πράξη κάτι τέτοιο ισχύει σιωπηρά. Ο Μωριάς δεν έχει συντρέξει την Κρήτη και είναι άνευ ουσίας να περιμένει κανείς ότι η Κρήτη θα ερχόταν αρωγός του Μωριά, εάν ποτέ κάτι τέτοιο ήταν στο χέρι της».
Σε κάποια γωνιά της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ξεχασμένη από ιστορικούς και από εκδότες, έμενε θαμμένη μέχρι πρόσφατα η επιστολή αυτή της 23ης Οκτωβρίου του 1823. Την επιστολή υπογράφει από την Ύδρα, ο Βρετανός πλοίαρχος Φρανκ Άμπνι Χέιστινγκς, με παραλήπτη τον Λόρδο Μπάιρον, απεσταλμένο του Ελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου.
Η επιστολή βρίσκει τον ποιητή στην Κεφαλονιά, να προβληματίζεται για την κάθοδό του στην Ελλάδα. Τα νέα για τη διχόνοια των Ελλήνων και τον σχηματισμό τριών αλληλοκατηγορούμενων “κυβερνήσεων”, οι εκκλήσεις του Μαυροκορδάτου για οικονομική υποστήριξη, συνδυάζονταν πλέον με την αβεβαιότητα για τις επιτυχίες των ελληνικών στρατευμάτων.
Οι αναφορές για νίκες του ελληνικού στόλου επί του τουρκικού, «δυστυχώς είναι όλες κατασκευασμένες (αναμφισβήτητα για λόγους συμφέροντος). Το γεγονός είναι ότι οι δύο στόλοι δεν ήρθαν ποτέ σε σύγκρουση, παρά στην Πάτρα τον Ιανουάριο του περασμένου έτους, όπου μόνο μισή ντουζίνα περίπου πλοία ενεπλάκησαν κι από τις δύο πλευρές – και χωριστήκαν χωρίς να έχουν επιφέρει η μία στην άλλη οποιαδήποτε υλική ζημιά».
Ο Φρανκ Άμπνι Χέιστινγκς δεν ήταν άνθρωπος που κράταγε το στόμα του κλειστό. Το αποδεικνύει απ’ την αρχή του γράμματός του, αναφέροντας στον Μπάιρον πως αποτάχθηκε απ΄ το βασιλικό βρετανικό ναυτικό για απρεπή συμπεριφορά προς τον ανώτερό του. Η ναυτική του πείρα ήταν αδιαμφισβήτητη: Προτού να κλείσει τα 12 του έτη, είχε συμμετάσχει στη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ και στη συνέχεια παρακολούθησε τις περιπέτειες των βρετανικών όπλων ενάντια στους επαναστατημένους Αμερικανούς. Μετά την απομάκρυνσή του απ’ την υπηρεσία του στα 1819, είχε καταφύγει στο Παρίσι όπου ήρθε σε επαφή με το φιλελληνικό κίνημα. Ο αγώνας των Ελλήνων για ελευθερία και ανεξαρτησία, έδινε στον Χέιστινγκς και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αποκαταστήσει το όνομά του, και να αποκτήσει την δόξα μιας αρετής πολεμικής. Στα 1822 σε ηλικία 28 ετών, καταφθάνει στην Ύδρα απ’ τους πρώτους ξένους εθελοντές, ελπίζοντας οι γνώσεις του να πιάσουν τόπο. Θα διαψευστεί πικρά – και μάλιστα αμέσως.
Σε επιστολή του προς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο τον Απρίλιο του ’22, ο Χέιστινγκς δηλώνει: «Ήρθα αυτόκλητος, θα λυπηθώ μονάχα γιατί δεν μπορώ να προσθέσω το όνομά μου σε κείνα των ελευθερωτών της Ελλάδας. Δεν θα πάψω να εύχομαι τον θρίαμβο της ελευθερίας και του πολιτισμού κατά της τυραννίας και της βαρβαρότητας. Αλλά πιστεύω ότι μπορώ να πω στην Υψηλότητά σας, χωρίς να παραλείπω τον σεβασμό, ότι έχω το δικαίωμα, οι εκδουλεύσεις μου να γίνουνε δεκτές ή να απορριφθούν – γιατί όπως μπορείτε εύκολα να εικάσετε, μπορώ να δαπανήσω τα χρήματά μου το ίδιο ευάρεστα και αλλού».
Ο Χέιστινγκς διαμαρτύρεται γιατί τον θεωρούν κατάσκοπο των Άγγλων. «Τολμώ να πω στην Υψηλότητά σας, πως αν η Αγγλία χρειαζότανε κατάσκοπο εδώ, δε θα απευθυνόταν σε πρόσωπο της δικής μου κοινωνικής θέσης, όταν υπάρχουν τόσοι ξένοι μες στη χώρα, που θα πουλάγαν την Ελλάδα για μια φιάλη μπράντυ. Αλλά δεν θα απευθυνόταν, ούτε σ’ αυτούς, ούτε σε κείνους. Θα απευθυνόταν σε Έλληνα – και προδότες για λεφτά υπάρχουν σε όλες τις χώρες».
Δεν μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα, αν η επιστολή του Χέιστινγκς στον Μαυροκορδάτο, ήταν απλώς μια κίνηση εκτόνωσης, ή αν πράγματι πίστευε ότι ο Φαναριώτης πολιτικός είχε οποιαδήποτε δυνατότητα παρέμβασης στα εσωτερικά της Ελλάδας. Ό,τι κι αν συνέβαινε, σύντομα οι αυταπάτες του διαλύθηκαν: Οι προτροπές του προς τον Μαυροκορδάτο για την αναμόρφωση και εκσυγχρονισμό του ναυτικού στόλου των Υδραίων, παρότι μεταφράστηκαν από αυτόν και στάλθηκαν στους πλοιοκτήτες του νησιού περιβεβλημένες απ’ το υπουργικό του κύρος, αγνοήθηκαν επιδεικτικά.
Ενάμιση χρόνο αργότερα, η κατάσταση δεν είχε αλλάξει. Οι Υδραίοι, οι Σπετσιώτες και οι Ψαριανοί, είχαν λαμπρό εμπορικό στόλο, αλλά όχι και πολεμικό ναυτικό. Η μετασκευή των εμπορικών τους πλοίων σε πολεμικά ήταν αυτοσχέδια και εν πολλοίς τραγελαφική, όσο και το σύστημα ενεργειών τους.
«Τα πλοία είναι ως επί το πλείστον πάρα πολύ αδύναμα για να φέρουν κανόνι διαμετρήματος άνω των 57 χιλιοστών και τα βρίσκετε εξοπλισμένα με όπλα όλων των μεγεθών και διαμετρημάτων, αναμεμειγμένα και ελλιπώς εφοδιασμένα με μπαρούτι. Και αυτό που θα αδυνατείτε να πιστέψετε, είναι πως κάποια πλοία πλέουν με πυρομαχικά στο κατάστρωμα που δεν αντιστοιχούν στον οπλισμό τους» αναφέρει στον Μπάιρον ο Χέιστινγκς.
Ακόμα περισσότερο, το κάθε νησί έχει τον δικό του κώδικα σήμανσης, τα δικά του σινιάλα, άγνωστα στα πλοία των άλλων νησιών. «Χωρίς να είστε ναυτικός ο ίδιος, η Εξοχότητά σας σίγουρα θα νοιώθει εύκολα τη σύγχυση και τον κίνδυνο στον οποίο ένας στόλος 60 ή 70 ιστιοφόρων εκτίθεται τη νύχτα, όταν δεν έχει εμπεδωθεί καμία τάξη στον πλου τους. Τα σινιάλα που γίνονται για αλλαγή πορείας, τα πλοία των άλλων νησιών δεν τα καταλαβαίνουν, ούτε θα τα υπάκουαν αν τα καταλάβαιναν, μερικοί δεν τα βλέπουν καν κλπ. Έτσι τα πλοία του στόλου διασταυρώνονται σε όλες τις κατευθύνσεις – και αν δεν έχουν χάσει ήδη κάποια σκάφη από το σοκ μιας σύγκρουσης, αυτό θα πρέπει περισσότερο να αποδοθεί στον πολύ καλό καιρό που συνήθως επικρατεί ενόσω ο στόλος πλέει τη θάλασσα, παρά σε οποιαδήποτε άλλη συνθήκη».
«Για να υπερβούμε αυτές τις ταλαιπωρίες, εκπόνησα οδηγίες για την διοίκηση ενός στόλου, αλλά χωρίς περισσότερη επιτυχία στην αποδοχή τους απ’ ότι οι υπόλοιπες παρουσιάσεις μου, και αυτά τα έγγραφα παραμένουν μέχρι σήμερα χαμένο χαρτί» αναφέρει πικρά ο Χέιστινγκς (…) «Ο παρών τρόπος με τον οποίον γίνονται οι ναυτικές μάχες, προσφέρει τόσο μικρή υπηρεσία στην Ελλάδα, που θεωρώ σχεδόν ότι θα ήταν καλύτερο να μην στέλνουν τα πλοία τους στη θάλασσα και με τον τρόπο αυτό να γλιτώσουν τη χώρα απ’ αυτό το υπέρογκο έξοδο».
Ο Βρετανός πλοίαρχος αναγνωρίζει την γενναιότητα των Υδραίων μπουρλοτιέρηδων, αλλά υποτιμά αυτό το είδος ναυτικού ανταρτοπολέμου. «Οι Έλληνες είναι πιο πολύ διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν από το να πολεμήσουν» διαπιστώνει. «Όταν ένας Υδριώτης ακούει ένα βόλι να σφυρίζει, αισθάνεται ότι υπάρχει κίνδυνος και πέφτει κάτω χωρίς να αντιλαμβάνεται καταρχάς, πως όταν ο εχθρός πυροβολεί άστοχα, μονάχα ένα βόλι στα εκατό βρίσκει τον στόχο του – και όταν ένα βόλι χτυπάει το πλοίο, ο ίδιος έχει πιθανότητες πάνω από 100 προς 1 να γλιτώσει ατραυμάτιστος. Στα μπουρλοτιέρικα είναι διαφορετικά: πλησιάζει τον εχθρό στα κρυφά και δεν νιώθει τον κίνδυνο, μέχρι την ώρα που βάζει φωτιά στο πλοίο του και είναι πλέον αργά ν’ αποσυρθεί…».
Αποτέλεσμα των παραπάνω, είναι η ακύρωση των επιθετικών δυνατοτήτων του ελληνικού στόλου: «Έχω δει τον τουρκικό στόλο να πλέει με ωραίο καιρό, και παρόλο που είναι ανεκτά συγκροτημένος το βράδυ, το επόμενο πρωί να έχει καλύψει χώρο 1000 λευγών. Παρά ταύτα, οι Έλληνες δεν εκμεταλλεύτηκαν ποτέ μια τέτοια εξαιρετική διασπορά του εχθρού τους – σίγουρα σπάνια ήταν σε καλύτερη κατάσταση».
Οι προσπάθειες του Χέιστινγκς για αξιοποίηση του στόλου των νησιωτών, πέφτουν στο κενό. Ο “κατάσκοπος των Άγγλων”, έχει φέρει μαζί του απ’ τη Γαλλία είκοσι πρωτοποριακούς μηχανισμούς για να κλειδώνουν τα κανόνια στο κατάστρωμα των πλοίων, και να βελτιώνουν την ευστοχία τους. «Ύστερα από πολλή πειθώ, μου επέτρεψαν να τα προσαρμόσω στα κανόνια της κορβέτας “Θεμιστοκλής” αλλά πριν καν να έχουμε την ευκαιρία να κάνουμε χρήση τους, ο πλοίαρχος τα είχε αφαιρέσει». Οι Υδραίοι θα προτιμούσαν να αποτύχουν με τον δικό τους τρόπο, παρά να δεχθούν την συμβουλή ενός Φράγκου – διαπιστώνει πικρά στην επιστολή του.
Η καχυποψία και η εχθρότητα των Υδραίων ωστόσο, δεν αφορούν μονάχα τον ίδιο, αλλά και τους ίδιους τους συμπατριώτες τους. «Τον περασμένο χειμώνα άκουσα έναν προύχοντα της Ύδρας να δηλώνει ότι θα προτιμούσε να δώσει ακόμα και εκατό δολάρια απ’ το να δει τους Ψαριανούς να πυρπολούν τη γραμμή του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού στην Τένεδο” αναφέρει. Από την άλλη, “όλες οι προμήθειες που έρχονται στη χώρα αυτή, έχουν μέχρι στιγμής απορροφηθεί από τον Μωριά, όλη η αρωγή των ναυτικών νησιών κατευθύνεται προς την Πελοπόννησο».
«Θα αποφύγω να υπεισέλθω στις πολιτικές διαμάχες και ίντριγκες που δυστυχώς υπάρχουν στην Ελλάδα (…) Στην πραγματικότητα, δεδομένης της κατάστασης του πολιτισμού εδώ, είναι αδύνατον να ήταν τα πράγματα διαφορετικά. Είναι Τούρκοι στα πάντα εκτός απ’ τη θρησκεία, και παρά ταύτα, κάποιοι οξυδερκείς πολιτικοί έχουν θελήσει να τους δώσουν μία μορφή κυβέρνησης που μέχρι τούδε, υπάρχει μονάχα θεωρητικά και της λείπει η ουσιώδης σφραγίδα της εμπειρίας. Ο χρόνος θα διορθώσει τα λάθη αυτά – πρέπει να περιοριστούμε να προχωρήσουμε αργά αλλά σταθερά. Είναι αλήθεια πως η αν η Ελλάδα είχε έναν άλλο εχθρό θα είχε προ πολλού υποταχθεί, αλλά αν είχε και κάποιον άλλο αφέντη δεν θα είχε επαναστατήσει!».
Στο σύμπαν του Χέιστινγκς δεν είναι όλα μαύρα ωστόσο. Ο Βρετανός πλοίαρχος παραμένει στην Ελλάδα, αντέχει τις απογοητεύσεις και τις ταπεινώσεις και περιμένει. Θέλει πολύ να δει την επανάσταση να θριαμβεύει στην Κρήτη. Είναι ένα νησί με βενετικές επιβιώσεις, φιλικό προς τη Δύση, και με εξαιρετικά εύστοχους πολεμιστές στα Σφακιά. «Θα ήθελα να δω ένα κρητικό πολεμικό να εμφανίζεται από το πουθενά και να εξοντώνει αυτό του Πασά της Αιγύπτου – έτσι ώστε να ντροπιάσει αυτούς τους νησιώτες που έχουν στα χέρια τους ένα τόσο πολυάριθμο ναυτικό και παρά ταύτα δεν κάνουν τίποτα» γράφει ο Χέιστινγκς. «Θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε, ότι ο πόλεμος που προτείνω δεν επιτρέπει έπαθλα: ο εχθρός σου θα πρέπει να καταστραφεί, ή αλλιώς θα καταστρέψει εσένα».
Το λιμάνι της Σούδας, «ένα από τα ωραιότερα στο Αρχιπέλαγος (…) έχει την πόλη του και το φρούριο του σε ένα νησί στο κέντρο του λιμανιού. Αυτό είναι δίχως νερό, και αν πολιορκείτο για ένα καλοκαίρι, θα ήταν υποχρεωμένο να παραδοθεί».
Με τα λεφτά του δεύτερου δανείου, η Ελλάδα θα καταφέρει να αποκτήσει επιτέλους, το πλοίο που της είχε προτείνει ο ίδιος επανειλημμένα: ένα υπερσύγχρονο για την εποχή ατμόπλοιο, την “Καρτερία”. Το πλοίο ναυπηγείται στο Λονδίνο, και περιλαμβάνει καινοτομίες που έχει προτείνει ο ίδιος ο Χέιστινγκς, ο οποίος αναλαμβάνει και κυβερνήτης του. Στα 1826, η “Καρτερία” ξεκινά την πολεμική της δραστηριότητα η οποία θα κορυφωθεί ένα χρόνο αργότερα με την περίφημη ναυμαχία της Αγκάλης – το προοίμιο της καταστροφής του τουρκο-αιγυπτιακού στόλου στο Ναβαρίνο.
Οι ναυτικές επιχειρήσεις της “Καρτερίας” στο Ανατολικό, στην περιοχή του Μεσολογγίου, θα στοιχίσουνε στον Άγγλο πλοίαρχο τη ζωή του. Ο ιστορικός του Αγώνα, ο Τζορτζ Φίνλεϊ, θα σημειώσει ότι «ουδέποτε άνθρωπος υπηρέτησε ξένο αγώνα αφιλοκερδέστερα». Και πράγματι – στις επιστολές του Χέιστινγκς, διαπιστώνει κανείς πως ο Άγγλος εθελοντής, μπροστά στις δυσκολίες της κεντρικής κυβέρνησης, πλήρωνε απ’ την τσέπη του τους ναύτες του: «Πριν από πέντε μήνες, είχα δώσει 8000 δολάρια προκαταβολή για τη μισθοδοσία του πληρώματός μου, και έλαβα μόνο 1000 δολάρια από το ναυτικό ταμείο του Λόρδου Κόχραν και 600 απ’ το στρατιωτικό ταμείο του Σερ Τσωρτς» αναφέρει. Με τον Τσωρτς άλλωστε, τον Άγγλο αρχιστράτηγο των ελληνικών δυνάμεων, ο Χέιστινγκς δεν τα πήγαινε ιδιαίτερα καλά. Εκείνες οι παλιές, κακές συνήθειες της απείθειας και της ελευθεροστομίας, τον οδήγησαν να διαμαρτυρηθεί σε εντονότατο τόνο, όταν διαπίστωσε πως κατά την πολιορκία της Πάτρας, και παρά την απαγόρευση τροφοδοσίας των πολιορκημένων στρατιωτών του Ιμπραήμ, ο Τσωρτς είχε παραχωρήσει σε έναν και μόνον “ημέτερο” το δικαίωμα να τους πουλά σιτάρι.
«Θα συλλαμβάνω κάθε φορτωμένη λέμβο την οποία θα συναντώ με άδειες εισόδου εκ μέρους σας» διεμήνυσε ο πλοίαρχος στον αρχιστράτηγο.
Ο Φρανκ Άμπνι Χέιστινγκς, ο Άστιγξ των Ελλήνων (Φραγκίσκος Άστιγξ το εξελληνισμένο όνομα του Χέιστινγκς), πέθανε στη Ζάκυνθο από γάγγραινα στις 21 Μαΐου 1828.
Το εξελληνισμένο του όνομα, το συναντάμε στην οδό Άστιγγος στο Μοναστηράκι, στην Πάτρα, στην Ιτέα. Και στο μνημείο που στήθηκε προς τιμήν του στον Πόρο – στον παλιό ναύσταθμο του Πολεμικού μας Ναυτικού – πάνω από τα οστά του.
[ΑΠΕ-ΜΠΕ]