«Μα χθες καθώς με θάρρεψε
το άνθος του Μαρτιού
και τράβηξα να ξαναβρώ
τ’ αρχαία τα μονοπάτια
στο πρώτο μοσκοβόλημα
ενός ρόδου μακρινού
μου δάκρυσαν τα μάτια»
(«Ρόδου μοσκοβόλημα», Κωστής Παλαμάς)
του Αντώνιου Β. Καπετάνιου
Άνοιξη… Το ξύπνημα της δημιουργίας. Η φύση σεμνά και ταπεινά, αθόρυβα, αναδύεται. Ξυπνά από τη χειμέρια νάρκη της και ζωντανεύει. Η ζωή ακράτητη ξεχύνεται. Στις ανθρώπινες ψυχές, όμως, κυριαρχεί το χάος! Το ξύπνημα της φύσης, δε σημαίνει συνάμα και ξύπνημα των ψυχών, δε σημαίνει ελπίδα κι αναγέννηση, δεν αποτελεί έγερση.
Το λούλουδο ανθίζει στον κήπο, στην αυλή, στη γλάστρα. Το δημιουργούμε, το συντηρούμε, το φροντίζουμε, το προστατεύουμε. Όλες μας οι ενέργειες, στοργής και περιποίησης σε σχέση με αυτό κατατείνουν σ’ ένα βασικό στόχο: στη δημιουργία του, στην ανάδειξη και διατήρησή του. Γιατί το κάμουμε; Γιατί δαπανούμε χρόνο κι ενέργεια για τούτη η «ασήμαντη» δημιουργία; Διότι, απλά, το έχουμε ανάγκη. Διότι η ψυχή μας γεμίζει από την ομορφιά, από την ευγένεια, από την καλοσύνη του άνθους. Γιατί η αισθητική μας απαιτεί να βρει έκφραση στην ωραιότη των φυσικών πραγμάτων, να νοηθεί στην αρχετυπική της υπόσταση, στην πρωτογένειά της, να δηλωθεί στην ουσία της. Το άνθος είναι, μάλλον, η καταφυγή μας, η απαντοχή μας στην ενάντιά μας ζωή, στην αδράνεια του κόσμου μας, στην κατατονία που μας έχει κυριεύσει σε σχέση με την εύκαρπη ζωή και την ουσιαστική γέψη της, στο άφημά μας από την φύση μας, από το μέσαθέ μας υπέρ.
Ορμέφυτο πέστε το, ψυχόρμητο ίσως, φωνή εωθινή που καλεί για έγερση· κάτι εσωτερικό πάντως μάς ωθεί στο άνθος. Προστρέχουμε στον κόσμο της φύσης για να πάρουμε ανάσες από τα μικρά, από τα γύρω μας, που συνήθως τ’ αγνοούμε όντας αφημένοι στη θολή ατμόσφαιρα της κοντοζωής κι απομακρυσμένοι από την πρωτογένεια και το συγκλόνισμα της ολοζωής.
Η ελπίδα μας είν’ εν άνθος… Τούτο δεν αποτελεί κοινοτυπία αλλά είναι μιαν αλήθεια. Στα μικρά, στ’ απλά, στ’ ανείδωτα, είν’ η ομορφιά. Εκεί η αρχή μας, εκεί το Είναι μας. Εκεί η ουσία μας, εκεί η μήτρα μας. Αυτά, όμως, αλί, αγνοούνται, προσπερνιούνται ή παρακάμπτονται! Δέστε πόσο απλά, ασυνείδητα, καλλιεργείται η αδράνεια μας, πόσο αστόχαστα καταπίπτουμε: Ψάξαμε άραγε ποτές για την ακίνητη ζωή που υπάρχει γύρω μας, για το γύρω μας που δηλώνεται αλλά δε βλέπεται νοούμενο ως σκηνικό, ως νεκρή περιβολή της ζώσας ύπαρξής μας; Το λέμε «περιβάλλον» απλά γιατί μας περιβάλλει, νούμενοι εμμέσως ως το κέντρο του κόσμου, ως κυρίαρχοι. Δίνουμε στο γύρω μας εργαλειακή υπόσταση, καθώς θεωρούμε ότι υπάρχει για να μας εξυπηρετεί (λειτουργικά κι αισθητικά). Στοχαστήκαμε για την αψηλοσύνη του, για τον αγώνα της ωραιότης του; Νοιαστήκαμε για την πέραν ημών δημιουργία, για την πέραν του εαυτού μας ζωή;
Η φύση μάς καλεί να τη γνωρίσουμε, να υψωθούμε από τη χάρη της, να εγερθούμε ολοσυστάμενοι, κι εμείς την αγνοούμε! Την παρακάμπτουμε ως κάτι ανούσιο, κάτι το περιττό ή τέλος πάντων κάτι το παθητικό και μη χρήσιμο (μη πρακτικό) στη ζήση μας. Ω, πόσο όμορφος θα ήταν ο κόσμος μας, αν με τα μάτια της φύσης –δηλαδή της ψυχής– τον βλέπαμε! Αν νοιώθαμε τον οφθαλμό του φυτού να διογκώνεται, να γίνεται άνθος, φύλλο· αν νοιώθαμε να προστίθενται εκατοστά ύψους στο μπόι του φυτού –αργά, σε απόλυτη σιγή, στην παραδείσια ηρεμία του φυσικού κόσμου! Αν νοιώθαμε τη γύρω μας ζωή ως αξία, ως δημιουργία, ως θάλλουσα πραγματικότη! Η ανάτασή μας από τούτη την εντρύφηση, θα μας έκαμε άλλους ανθρώπους, διότι θα αισθανόμασταν τη δύναμη της ζωής, τη δύναμη της δημιουργίας, τη γέννηση, και θα προσλαμβάναμε την ενέργειά της ως σύντονη αγερωχία.
Όσοι το έζησαν αυτό, όσους τους συνεπήραν οι μυστικές και περιούσιες δυνάμεις της δημιουργίας, σίγουρα αισθάνθηκαν διαφορετικοί, καθώς κατακλύστηκαν από τη φυσική εντολή της πράξης. Σε μια τέτοια κατάσταση ευρισκόμενος λειτουργείς σ’ ένα παγκόσμιο σύγκεντρο, ως δημιουργός, ως πλάστης του Είναι σου, φτιάχνοντας τον κόσμο σου, τον οποίο συντονείς σ’ ένα παλμικό κέντρο εναρμονικής ενέργειας. Ζεις την πρωτογενή, αγνή, άτεγκτη κι αμόλυντη ομορφιά. Εννοείς τη δημιουργία ως παραγωγή και διαιώνιση της θεμελιακής σου ουσίας, ως ευγονική ευθύνη.
Μιλούμε για πράγματα απλά κι όμορφα. Το να νοιώσεις τη φύση, σημαίνει άγγιγμα των ευαίσθητων χορδών της ψυχής. Σημαίνει αναβάπτιση, σημαίνει είσοδο σ’ έναν κόσμο ζωής κι ελπίδας. Σημαίνει αλλαγή πορείας, σημαίνει προοπτική σ’ έναν κόσμο ανάβλεπτο και κοσμογονικό, σημαίνει όραμα ανεβρυτό και ζωτικό. Το άνθος διαμορφώνει την ελπίδα μέσα από πορεία που μπορεί να φανεί δύσκολη –καθότι ανευρετική είναι στον υπερβατικό της μόχτο–, μα στο τέλος θ’ αποδειχτεί λυτρωτική. Γιατί; Διότι η συνειδητοποίηση της σημαντικότητας της αγνής, απλής ζωής και της ουσιαστικής δημιουργίας, που θα επέλθει μέσα από την ενάσκησή μας στο φυσικό κόσμο, αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την επανάβλεψή μας στα πλαίσια εφαρμογής της βιοθεωρίας που μας διαπλάθει.
Κι όμως…, ο σύγχρονος άνθρωπος βρίσκεται πολύ μακριά από τέτοιες πράξεις, από ενάντιες στη συρμή λογικές. Ο άνθρωπος σήμερα καταναλώνεται και λησμονιέται (ως ανθρώπινη οντότητα) στα πλαίσια της ακίνητης κι ανενεργής ζωής του, της βαλτωμένης στην καθημερινότητά του. Καμιά αναζήτηση προοπτικής σε κάτι πιο βαθύ κι ουσιαστικό, τ’ οποίο θα διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για τη λύτρωσή του από τ’ απροσδιόριστα δεσμά της αυτοκατανάλωσής του, από τη δαπάνη του στα εφήμερα. Ο άνθρωπος αποτιμάται ως ύλη, για την παραγωγή. Αξιολογείται στα πλαίσια αυτής και καθορίζεται η αξία του. Ίδια είναι και η αντιμετώπιση της φύσης καθώς αυτή καταναλώνεται αθεώρητη ή συστήνεται ως σκηνικό στο ζην του ανθρώπου. Δεν έχει αξία ζωτική παρά υλική. Η χαμένη αξιοπρέπεια του ανθρώπου έχει πορεία παράλληλη με αυτήν της φύσης.
Όμως, αλί, ο άνθρωπος που δημιούργησε τον ξεπεσμό της φύσης, ο ίδιος μετέπεσε στην κατάσταση αυτήν! Και τούτο διότι, άνθρωπος και φύση διάγουν πορεία κοινή. Ο ξεπεσμός του ενός, συνεπάγεται την κατάπτωση του άλλου. Ιδού μιαν τρόπον τινά καταδίκη του ανθρώπου, που συνιστά το δράμα του: να συντελείται σ’ έναν κλονισμό του κόσμου του όντας ανερμάτιστος κι αθεώρητος σε αυτόν!
Η σύγχρονη ζωή μάς έβλαψε. Δεν αρνούμαστε φυσικά την εξέλιξή μας, δεν αρνούμαστε τη συνέχειά μας· τουναντίον… Απλά παρανοήσαμε και ξιπαστήκαμε στον ρόλο μας, κι έτσι απορφανιστήκαμε στον κόσμο μας καταστρέφοντάς τον χωρίς να τον γνωρίσουμε πραγματικά για να τον εκτιμήσουμε. Χάσαμε τη φύση, ξεχάσαμε την απλή, σοφή ζωή. Γινήκαμε σύνθετοι, πολυπράγμονες, υπέρμετρα πραγματιστές, ασύδοτα φιλόδοξοι, αλαζόνες. Καταστρέψαμε για ν’ απολαμβάνουμε. Και…, καταστραφήκαμε ως οντότητες, ως κοινωνία!
Βεβαίως, ο καταπεσμός δεν είναι πλήρης. Δεν επήλθε η ισοπέδωση του ανθρώπου. Προσπάθειες, έστω κι απέλπιδες, για τη διατήρηση κάποιας ποιότητας, για την ανάταξη του ανθρώπου, γίνονται. Τ’ ανθισμένα μπαλκόνια των πολυκατοικιών, οι πεισματικά διατηρημένοι κήποι των λιγοστών μονοκατοικιών που απέμειναν στο άστυ, τα μικρά σαν οάσεις πάρκα των «γκρίζων» πόλεων, τα χορταριασμένα οικόπεδα που επιμένουν να διατηρούν μιαν ιδέα φύσης, αφήνουν να διαφανεί η αμυδρή ελπίδα σε σχέση με το ζην. Τούτα δείχνουν ότι η άλωση που έχει επέλθει, δεν έχει φθείρει εντελώς τον άνθρωπο. Υπάρχουν ακόμα μέσα του ψήγματα ελπίδας, υπάρχει ακόμα φυσικό δυναμικό, υπάρχει ζωή! Χρειάζεται το ξύπνημα, η έγερση, για να διασπαρθούν οι σπόροι της ζωής και να φυτρώσουν στην άγονη κι ερημοποιημένη γη. Κι είναι, πιστέψε με, ο ανθός του φυτού της ερήμου, αυτής που εν προκειμένω που δημιουργήσαμε διαγράφοντας τη φύση, ο ομορφότερος του κόσμου! Η εγερσίνοη τούτη πνοή που κρατούμε βαθιά φυλακισμένη μέσα μας, διαμορφώνει τελικά την ελπίδα μας κι αποτελεί το μεγάλο στοίχημα με τον εαυτό μας, ώστε να τον ωθήσουμε να πνοεί…
Ο άνθρωπος είναι ον της φύσης, πρέπει να λειτουργεί διά και μέσω αυτής. Λειτουργώντας όμως μακριά της, έχασε τις ευαισθησίες του, άδειασε την ψυχή του. Διότι, ας μη γελιόμαστε, οι προσφερόμενες σήμερα τεχνητές ομορφιές, αδυνατούν να γεμίσουν το μεγάλο κενό της ανθρώπινης ψυχής. Η δυστυχία των ανθρώπων οφείλεται στο κενό της ψυχής τους. Και η φύση έχει ρόλο σε αυτή την έλλειψη, καθώς ελλείπει δραματικά από τον άνθρωπο κάνοντάς τον ανέγνωστα να πονεί και να νοιώθει άδεια την ψυχή του!
Ο σεμνός Ιταλός ποιητής των αρχών του 20ου αιώνα, ο Γκουίντο Γκοτζάνο (αδικημένος από τη ζωή, αφού έσβησε στα 33 χρόνια του από ανίατη ασθένεια), μιλώντας σε προσωπικό τόνο, αποδίδει το μέγεθος της τραγικότητας του ανθρώπου –να ζει χωρίς ν’ απολαμβάνει τις πραγματικές ομορφιές του κόσμου του:
«Δεν έζησα σαν άλλους τη ζωή μου.
Μ’ όνειρα σκέψου ζω, μ’ όνειρα μόνο,
που σέρνω νύχτα μέρα όλο μαζί μου
δρεμένα απ’ τη μετάνοια και τον πόνο.
Μάθε, δεν αγαπώ παρά τον κρίνο
οπού ποτέ δεν έσκυψα να δρέψω,
και κλαίω και κλαίω για το φρούτο κείνο
ποείδα και δεν ετόλμησα να γέψω»
Το άνθος –με ότι συμβολίζει κι αποπνέει– θα μας σώσει. Μη θεωρήσετε τούτο ως ιδεατό, μην το δείτε ως υπερβατικό ή υπερβολικό κι ανάρμοστο σε σχέση με το ζην, μην το απορρίψετε ως ρομαντικό, καθώς είν’ η ελπίδα μας στο ανείπωτο/ανείδωτο δράμα μας! Η συνειδητοποίηση της αξίας του άνθους κι όλων αυτών που αντιπροσωπεύει, είναι ζήτημα σημαντικό για την ύπαρξή μας. Θέλουμε να ζήσουμε; Θέλουμε να μείνουμε όρθιοι; Θέλουμε να πνοηθούμε και ολοσυστάμενοι από την άνθινη ομορφιά να υψωθούμε;
Ας αναζητήσουμε στο περιβόλι μας, στο περιβόλι της ψυχής μας, του κτήματος που μας αναλογεί ως ζωή, ας ιδωθούμε στο άνθος. Ας το παράγουμε στη γλάστρα μας, ας το φυτέψουμε στον κήπο μας, ας το βάλουμε στην καρδιά μας. Να μην το αγνοήσουμε, να μην το προσπεράσουμε, να μην το πατήσουμε, αν δειλά από τη γη ξεπροβάλλει. Σ’ αυτό η ελπίδα μας· στη γη η σωτηρία μας…
(από το βιβλίο του Αντώνιου Β. Καπετάνιου “ΤΑ ΙΔΙΟΓΡΑΦΑ. Κείμενα αειθαλή και φυλλοβόλα”, δοκίμια, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2017)
[dasarxeio.com]