Τα λιθόδμητα και ξηρολίθινα φράγματα των χειμαρρικών ρευμάτων, που κατασκεύαζε η δασική υπηρεσία μέχρι το 1970, τα οποία είχαν επιμελημένη αισθητική κι άριστη τεχνική, αποτέλεσαν μνημείο τεχνικής και τέχνης μαστορικής! Έβλεπες τέχνη στο πουθενά, στα όρη και στ’ απρόσιτα μέρη, κει οπού ο άνθρωπος δεν έφτανε δραστηριοποιούμενος. Έβλεπες ακόμα υψηλή τεχνική, που ικανοποιούσε πλήρως το σκοπό: την ανάσχεση της χειμαρρικότητας των ρεμάτων, με τη διευθέτηση της ορεινής τους κοίτης και τη συγκράτηση των φερτών υλών.
Κει στο εξηντλημένο, στο απώτατο της γης, εκσοβούσε κεκοπιακώς η τέχνη!.. Μάστοροι πελεκούσαν την πέτρα και την έστρωναν για να ταιριάξει σε έργο υψηλό της γης· στα φράγματά της. Δεν ήταν, γι’ αυτό, το φράγμα ένας τοίχος στη γης που εμπόδιζε, που έφραζε, που χώριζε, μα στοιχείο της φύσης, έργο σημαντικό της λειτουργίας της κι αρμοστό της τέχνης της. Έλεες πως μυστική ήχηση δονούσε το σύμπαν του δημιουργού και τον έκαμε βαθύογρο, πλήρη ζήλου, αίσθησης και σκοπού για το δημιούργημα. Δεν ήθελε απλά την αλγηδόνα της γης να θεραπεύσει, αλλά, προχωρώντας παραπέρα, ήθελε να τιμήσει τη γης στήνοντας μικρά του σκοπού του μνημεία, με τα φροντισμένα και μελετημένα φράγματα που έφτιαχνε. Έπρεπε γι’ αυτό, ν’ ανυψώσει το δημιούργημα σε τρίτα ύψη και η τεχνική να μετρηθεί στο παραπέρα της, στο επίπεδο της τέχνης· ώστε, η δημιουργία νάναι ποιητική…−εδώ η έννοια της ποίησης ταυτίζεται με την έννοια της δημιουργίας, που σημαίνει ότι ο «ποιητής» πράττει με μέτρο κι όραμα, με συναίσθημα κι όνειρο, με συνείδηση κι αξίες. Αυτά κάμνουν την ποίηση τέχνη. Ως έργο δεν είναι κατασκευή, μα καλλιτέχνημα. Δεν το δημιουργεί η οικοδομική, μα η αρχιτεκτονική.
Έλεε για την ιδέα τούτη ο Οδυσσέας Ελύτης: «Προσπάθησε να οδηγήσεις την τεχνική τελειότητα στη φυσική της κατάσταση» (από τη «Μαρία Νεφέλη»). Αυτό που φιλοσοφημένα είπε ο ποιητής, ηθέλαν να πετύχουν οι άνθρωποι της δημιουργίας με τη δική τους αίσθηση: να κάμνουν έργα τεχνικά με τέχνη, για να φέρουν στο επίπεδο της αρμονίας τα συμβαίνοντα στη γη, επιτυγχάνοντας τη φυσικότητα του συνόλου. Είχαν την πεποίθεση, που προέκυπτε από το αξιακό τους πρότυπο, που δομημένο ήταν στη συνείδηση της γης, ότι το δημιούργημα δε θάναι σωστό, ότι θάχει χάσει το φυσικό του προορισμό αν γενεί κατασκευαστικά, χωρίς ν’ αρμοστεί στο φυσικό σύνολο ως στοιχείο του. Εναρμονισμένο στο όλον −στη γύρω φύση−, γενόμενο με τέχνη, το έργο το τεχνικό είναι «φυσικό».
Το ελληνότεχνο τέτοιο έργο είχε διπλό σκοπό: να τιμήσει τη φύση στήνοντας μνημεία της ενέργειάς της −όχι έργα στατικά, που τιμούν χωρίς να «μιλούν», μα της πνοής και του σκοπού−, και να δώσει τέχνη, ποιότητα, αξία στο σκοπό, να μην τον ιδεί αυστηρά τεχνοκρατικά και τον προδώσει. Γιατί η φύση, με την οποία στέργεται το έργο το τεχνικό, είναι καλλιτεχνική και της πρέπει η ποιητική. Δεν ήταν αφύσικο λοιπόν, ιδιοτροπία ανθρώπου περίεργου, να γένονται «στο πουθενά» έργα υψηλά της φύσης −τα φράγματα ζωής του ανθρώπου−, αφού οι καλλιτεχνικές τέτοιες δημιουργίες ήταν αρμοστές με την ποιητική της.
Τα έργα αυτά, δύσκολα τα θωρούσε ανθρώπου μάτι· ήταν θάλεγες χαμένα στο δυσπρόσιτο της γης, στο άβατο της φύσης. Έπρεπε να προσπαθήσεις για να τα ιδείς. Κι όμως, είχαν φροντίδα καλλιτεχνική, τέχνη μαστορική, εξευγενισμένη μορφή −παρά το αθέατό τους. Δεν είχεν ο δημιουργός έγνοια του να τον παινέσουν, να τον θαυμάξουν για το έργο του, μα ως αιρετικός της ύλης γένονταν κι ήθελε το φαίνον νάχει φύση ποιητική, ήθελε «το γραφικό ενάντια στο ψηφίο» (από τον «Κήπο με τις αυταπάτες», του Οδυσσέα Ελύτη)· ήθελε το έργο του νάχει την εξευγενισμένη ισομετρία της τιμής στη φύση. Για το λόγο τούτο και δεν εννοούσε την προβολή του, δεν είχε φύση υπολογιστική, μα του αρκούσε η δημιουργική αιθερημία του σκοπού −καθώς…, στον τόπο τον μακρινό, τον αποστερημένο, η έγνοια ήθελε τόσο να δουλευτεί και η ποιότητα ύλη να εκφραστεί, που καταντούσε αλγινή η βλέψη προς την κοσμική! Μ’ έννοια ασκητική νοούνταν η τέχνη η μαστορική και ενδότεροι ήταν οι μυχοί που κάμαν την πράξη ποιητική. Ο μάστορας της γης, ο νοός, ο έντρυφος της φύσης, έπρεπε να «ταξιδέψει» στο άβατό της, έπρεπε νάχει υπόμονη σπουδή για να ιδεί την ρίζα-τέχνη, να νοιωστεί με την ακέρια δημιουργία.
Τόσος, όμως, κόπος και μαστορική, για έργο προσωρινό;… Για έργο που, στην περίπτωση που επληρώσει το σκοπό του, θα τ’ απορροφήσει η γης;… Γιατί, το φράγμα τούτο, που θα πληρωθεί με φερτές ύλες (κάποιες δεκαετίες μετά τη δημιουργία του, μπορεί όμως, αναλόγως της φύσης του χειμαρρικού ρεύματος, και εντός της δεκαετίας!), θα σβεθεί στη γης, θα γενεί ένα με αυτήν όσο η γης τρώγεται, καθώς ο ρόλος του είναι να αναχαιτίζει τη χειμαρρική ορμή και να φορτώνεται με ύλη, για να μην πάγεται αυτή καταστροφικά στα κατάντη (η πλήρωση με φερτές ύλες του φράγματος, καθιστούσε αυτό ανενεργό κι έπρεπε τότε, εφόσον το χειμαρρικό φαινόμενο εξακολουθούσε και δεν πραγματοποιήθηκε ακόμα η επιδιωκώμενη απόσβεση, ν’ ανυψωθεί το υπάρχον φράγμα για να συνεχίσει τη λειτουργία του ή να κατασκευασθεί άλλο, που θ’ αντικαταστήσει αυτό).
Ναι, έργα τέτοια, πώχουν σκοπό πιότερο του υπολογιστικού, τη συνύπαρξη δηλαδή του δημιουργήματος με τη φύση, πρέπει να τα ιδείς με τις αξίες της φύσης και να τα προσδώσεις χαρακτηριστικά του αναστήματός της· να τα αισθανθείς και να τα κάμεις με τέχνη. Δεν είχε συνεπώς υπερβολή η τέχνη η φραγματική, ούτ’ ήταν σπατάλη δυνάμεων παραγωγικών η ενάσκησή της, καθώς στη φύση έπρεπε να στέκεις υψηλώς, χωρίς να μετράς τη διάρκεια ζωής του έργου σου και να υπολογίζεσαι μαθηματικώς. Ήταν τα έργα αυτά −τα φράγματα που φτιάχτηκαν με τέχνη για νάν’ προσωρινά!− ωσά τα έργα του χιονιού ή της άμμου των καλλιτεχνών −μόνο που εδώ έμενε ο πρακτικός σκοπός. Κι ήταν, για τη διαφορετική τους διάσταση, εμβληματικά του φυσικού χώρου −παρά την προσωρινότητά τους, όπως αυτή περιγράφτηκε.
Έργα αρμοστά με το φυσικό περιβάλλον, τόσο δεμένα με αυτό κι αναδεικτικά του ήταν, πώλεες: τέτοια έργα φτιάχνει ο άνθρωπος για να δίνει πνοή στη φύση και να τη δένει με αυτόν. Έργα με τέχνη μαστορική, που αρμόζουν στην καλλιτεχνική της φύσης υπόσταση. Έκπληκτα στη ματιά, καθάρια τα ένοιωθες, μαρμάρινα τα έλεες −ως μνημεία!−, απαστράπτοντα στον ήλιο −το άλλο φυσικό στοιχείο με το οποίο δένουνταν…− λόγω της λευκής ποταμίσιας πέτρας τους. Αναδεικνύονταν με τα στοιχεία της φύσης, καθώς, δεμένα ήταν με αυτήν. «Φύτρωναν», έτσι, από τη γη! Δεν ήθελες να ρεύσει το νερό πάνω τους, να πορώσει τις πέτρες τους, να τις λερώσει. Τα ήθελες απείραχτα, αχάλαστα. Όμως ο προορισμός τους ήταν να «θυσιαστούν», δηλαδή να γενούν ένα με τη φύση!..
Οι άνθρωποι στα ψηλά συνέχιζαν, με τα φράγματα που έστηναν, τον πολιτισμό που είχε ως βάση την πρακτική κι αισθητική αξία της πέτρας· αυτόν που οι πρόγονοι του τόπου δημιούργησαν και οι τεχνίτες μαστόροι τον έκαμαν πράξη −με τα πέτρινα σπίτια που κατασκεύαζαν, με τα τοξωτά γεφύρια, με τα ξωκκλήσια, με τα καλντερίμια, με τις ξερολιθιές κ.ά. Ήταν ένας πολιτισμός που χαρακτήριζε τον ορεινό κι ημιορεινό χώρο από τ’ αρχαία χρόνια κι αποτελούσε τη στέρεη παράδοση του τόπου, η οποία προέκυπτε από την επαφή του ανθρώπου με τη φύση, καθορίζοντας τη σχέση του με τη ρίζα του. Στην περίπτωση όμως των φραγμάτων, οι άνθρωποι της υπαίθρου, οι άνθρωποι της φύσης, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, είχαν έναν επιστήμονα να τους καθοδηγεί, το δασολόγο, τον επιστήμονα της φύσης. Αυτό ήταν ένας «νεοτερισμός» τον οποίο καλοδέχτηκαν, αφού, όχι απλά δεν έθιγε τα ισχύοντα, αλλά συμβάδιζε με ό,τι επιτάσσονταν από το αξιακό τους πρότυπο, δομούμενο εν προκειμένω με τους κανόνες της επιστήμης.
του Αντώνιου Β. Καπετάνιου
Δασολόγου-Περιβαλλοντολόγου
dasarxeio.com/2018/04/29/56362/