ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ – Ο ΜΠΑΫΡΩΝ, Ποιητὴς θεσπέσιος

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ


Φιλολογικά απομνημονεύματα

ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ

Ὁ λόρδος Μπάυρων ὑπῆρξε καθ᾿ ὅλην τὴν σημασίαν τῆς λέξεως ποιητὴς θέσπις, μάντις ποιητής, poëta vates. Ἐν ἐπιστολῇ πρὸς τὸν μέγαν μυθιστοριογράφον Οὐόλτερ Σκὼτ ἀναγγέλλων τὸν θάνατον τῆς νόθου θυγατρός του Ἀλλέγρας, ἐκ Πίζης καὶ ἀπὸ 4 Μαΐου 1822, ἔγραφεν:

«Ἡ περὶ τῆς οἰκογενείας σου ἀφήγησις εἶναι τερπνοτάτη. Εἴθε νὰ ἠδυνάμην κ᾿ ἐγὼ νὰ ἀπαντήσω διὰ παραπλησίας. Ἀλλ᾿ ἔχασα ἀρτίως τὴν κόρην μου Ἀλλέγραν ἐκ πυρετοῦ. Ἡ μόνη παρηγορία μου εἶναι ὅτι εὑρίσκεται τώρα ἐν ἀναπαύσει καὶ εὐτυχίᾳ· διότι ἡ πένταετὴς ἡλικία της δὲν τῆς ἐπέτρεψε νὰ πράξῃ ἁμαρτίας, ἐκτὸς ἐκείνης ἣν παρὰ τοῦ Ἀδὰμ ἐκληρονομήσαμεν. Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσι θνῄσκει νέος».

Καὶ ἐπὶ τῆς ἐπιταφίου στήλης τῆς θανούσης ἐπέγραψεν:

Εἰς μνήμην τῆς Ἀλλέγρας
θυγατρὸς τοῦ Γ. Γ. λόρδου Βύρωνος
ἀποθανούσης ἐν ἡλικίᾳ πέντε ἐτῶν.

«Ἐγὼ ἀπελεύσομαι πρὸς αὐτήν,
αὕτη οὐκ ἀποστραφήσεται πρός με».

Ὁ θεσπέσιος ποιητὴς ἐπέγραφε τὸ ρητὸν τοῦτο ἐπὶ τῆς ἐπιταφίου πλακὸς τῆς θυγατρός του, ὡς νὰ ἤξευρεν ὅτι ὄχι μετὰ πολὺν χρόνον, μόνον μετὰ δύο ἔτη ἔμελλε νὰ μεταβῇ πρὸς ἐντάμωσίν της!
Ποιητὴς Ἕλλην

Ἐκ τῆς πρώτης ἐπιστολῆς, ἥτις εἶναι εὐγενὲς προανάκρουσμα τῆς εἰς τὸν Ἑλληνικὸν Ἀγῶνα συμμετοχῆς τοῦ ποιητοῦ, καὶ τὴν ὁποίαν οὗτος ἀπηύθυνε πρὸς τὸν Βλακιέρην, ὅστις εἶχεν ἀποσταλῆ εἰς τὴν Ἑλλάδα ὑπὸ τοῦ Φιλελληνικοῦ Κομιτάτου τοῦ Λονδίνου, ὅπως ἐξακριβώσῃ πῶς εἶχον τὰ πράγματα, καταφαίνεται ὁ ἐνθουσιασμὸς τοῦ μεγάλου ποιητοῦ ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος. Ἰδοὺ τί ἔγραφεν ἀπὸ Ἀλβάρου καὶ ἀπὸ 5 Ἀπριλίου 1823.

«Μετὰ χαρᾶς θὰ σᾶς δεχθῶ, σᾶς καὶ τὸν Ἕλληνα φίλον σας, καὶ ὅσον τὸ ταχύτερον τόσον τὸ καλύτερον. Σᾶς περιμένω ἀπό τινος· θὰ μ᾿ εὕρητε οἴκοι. Δὲν ἠμπορῶ νὰ σᾶς ἐκφράσω πόσον ἐνδιαφέρομαι εἰς ἀγῶνα, καὶ μόνον αἱ ἐλπίδες ἃς ἔτρεφον νὰ παραστῶ εἰς τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς Ἰταλίας μ᾿ ἐκώλυσαν πρὸ πολλοῦ τοῦ νὰ ἐπανέλθω ὅπως πράξω τὸ κατὰ δύναμιν, ὡς ἄτομον, εἰς τὴν χώραν ἐκείνην, τὴν ὁποίαν εἶναι τιμὴ καὶ νὰ ἔχῃ ἐπισκεφθῆ τις».

Πλήν, δέκα ἔτη πρότερον, μετὰ τὴν πρώτην ἐπίσκεψίν του εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὁ Μπάυρων παρενέβαλεν εἰς τὴν σατυρικὴν ἐποποιίαν τοῦ Δὸν Ζουὰν τὴν ἀθάνατον ἐκείνην ᾠδήν, τὴν ὁποίαν ἀπέδωκεν εἰς ἐντόπιον Ἕλληνα ψάλτην, καὶ τὴν ὁποίαν μόνον ἀρχαῖος Ἕλλην, ἐὰν ἐπανήρχετο εἰς τὴν ζωήν, μόνον Ἀλκαῖος, ἢ Σιμωνίδης, ἢ Πίνδαρος, ἠδύνατο πράγματι νὰ συνθέσῃ.

Τὰ νησιὰ τῆς Ἑλλάδος! Τὰ νησιὰ τῆς Ἑλλάδος!
ὅπου ἡ φλογερὰ Σαπφὼ ἠρᾶτο καὶ ἔψαλλεν·
ὅπου ἐβλάστησαν αἱ τέχναι τῆς εἰρήνης καὶ τοῦ πολέμου,
ὅπου ἡ Δῆλος ἠγέρθη καὶ ὁ Φοῖβος ἀνέθορεν.

Αἰώνιον θέρος τὰ χρυσώνει ἀκόμη,
πλὴν ὅλα, ἐκτὸς τοῦ ἡλίου των, ἔδυσαν.
Τὰ βουνὰ βλέπουν κατὰ τὸν Μαραθῶνα,
καὶ ὁ Μαραθὼν βλέπει κατὰ τὴν θάλασσαν.

Ἐκεῖ ρεμβάζων μίαν ὥραν μόνος,
ὠνειρεύθην ὅτι ἡ Ἑλλὰς θὰ ἠμποροῦσεν ἀκόμη νὰ εἶν᾿ ἐλευθέρα.

Διότι, ἐπάνω εἰς τὸν τύμβον τῶν Περσῶν ὅπου ἱστάμην,
δὲν ἠμποροῦσα νὰ νομίζω τὸν ἑαυτόν μου δοῦλον.

Μὴν περιμένετε ἐλευθερίαν ἀπὸ τοὺς Φράγκους·
ἔχουν βασιλέα ὁποὺ πωλεῖ κι ἀγοράζει·
εἰς τὰ ἐντόπια ξίφη, εἰς τὰς ἐντοπίους φάλαγγας
εἶναι ἡ μόνη ἐλπὶς τῆς ἀνδρείας.

Ἀλλ᾿ ἡ τουρκικὴ βία καὶ ὁ λατινικὸς δόλος
θὰ θραύσῃ τὴν ἀσπίδα σας, ὅσον εὐρεῖα καὶ ἂν εἶναι.
Ἡ τουρκικὴ βία καὶ ὁ λατινικὸς δόλος!

Αἱ λέξεις αὗται δὲν εἶναι ἱστορικὸν σύμβολον, παραστατικὸν τῆς τύχης τοῦ πολυπαθοῦς Ἑλληνισμοῦ; Πόσον ἐνδομύχως ᾐσθάνετο καὶ κατενόει ὁ μέγας Βρεττανὸς τὴν θέσιν τῆς Ἑλλάδος, τὴν τότε καὶ τὴν διαρκῆ καὶ τὴν παντοτινήν! Καὶ πόσον ἀπέχομεν ἡμεῖς νὰ τὴν ἐννοήσωμεν καὶ νὰ τὴν αἰσθανθῶμεν!

Ὁ Βύρων ἦτο ἀρχαῖος Ἕλλην κατὰ τὴν καρδίαν, κατὰ τὸ πνεῦμα καὶ κατὰ τὸ φρόνημα. Ἦτο ἀρχαῖος Ἕλλην τῆς ΙΘ´ ἑκατονταετηρίδος, τέλειος ἀνὴρ καὶ κοσμοπολίτης.
Αἱ ἐπιστολαὶ τοῦ Μπάυρων

Ὕστερον ἀπὸ τὴν συνέντευξίν του μὲ τὸν πράκτορα τοῦ Φιλελληνικοῦ Κομιτάτου, τὸν Βλακιέρην, ἤρχισεν εὐθὺς ἀλληλογραφία μεταξὺ τοῦ λόρδου καὶ τοῦ Κομιτάτου τοῦ ἰδίου. Ἰδοὺ ἀποσπάσματα ἐκ διαφόρων ἐπιστολῶν.

Ἐκ Γενούης ἔγραφε πρὸς τὸν πρόεδρον τοῦ Κομιτάτου, τῇ 12 Μαΐου 1923:

«Εὐχαριστῶ διὰ τὴν τιμὴν ἣν μοὶ ἀπένειμε τὸ Κομιτᾶτον. Θὰ προσπαθήσω νὰ γίνω ἄξιος τῆς ἐμπιστοσύνης διὰ παντὸς μέσου, τοῦ ὁποίου εἶμαι ἐγκρατής. Ἡ πρώτη εὐχή μου εἶναι ν᾿ ἀπέλθω ὁ ἴδιος εἰς τὴν Ἀνατολήν, ὅπου δυνατὸν νὰ προαγάγω, ἂν ὄχι τὸν ἀγῶνα, τοὐλάχιστον τὰ μέσα πρὸς ἐπίτευξιν πληροφοριῶν, καθ᾿ ἃς ἴσως θὰ ἐπιθυμῇ νὰ ἐνεργῇ τὸ Κομιτᾶτον.

«Ἡ προγενεστέρα διατριβή μου ἐν τῇ χώρᾳ, ἡ περὶ τὴν Ἰταλικὴν τριβή μου καὶ ἡ ὄχι ὁλοσχερὴς ἄγνοιά μου τῆς Ρωμέικης γλώσσης θὰ μοῦ δώσωσι πλεονεκτήματά τινα ἐμπειρίας.

« Ἡ τελευταία πληροφορία μας περὶ τοῦ λοχαγοῦ Βλακιέρη εἶναι ἐξ Ἀγκῶνος, ὁπόθεν ἐμβαρκαρίσθη μὲ οὔριον ἄνεμον διὰ Κέρκυραν, εἰς τὰς 15 Ἀπριλίου· τώρα πιθανὸν νὰ ἔχῃ φθάσει εἰς τὸ τέρμα. Ἡ τελευταία πρὸς ἐμὲ ἐπιστολή του ἐχρονολογεῖτο ἐκ Ρώμης. Ἠρνήθησαν νὰ τοῦ δώσουν διαβατήριον διὰ τοῦ Νεαπολιτανικοῦ ἐδάφους, καὶ ἀνακάμψας ἐζήτησε ν᾿ ἀνοίξῃ δρόμον διὰ τῆς Ρωμαϊκῆς χώρας πρὸς τὸν Ἀγκῶνα· δὲν φαίνεται ὅμως νὰ ἔχασε πολὺν καιρόν.

«Τὰ κυριώτερα ὑλικὰ τὰ ὁποῖα χρειάζονται οἱ Ἕλληνες φαίνεται νὰ εἶναι, πρῶτον, συστοιχία πεδινοῦ πυροβολικοῦ, ἐλαφρὰ καὶ κατάλληλος δι᾿ ὀρεινὴν ὑπηρεσίαν· δεύτερον, πυρῖτις κανονίων· τρίτον, νοσοκομεῖα ἢ ἰατρικαὶ ἀποθῆκαι. Τὸ εὐκολώτερον μέσον μεταβιβάσεως εἶναι, ὡς μανθάνω, διὰ τῆς Ὕδρας, καὶ ν᾿ ἀπευθύνωνται πρὸς τὸν κ. Νέγρην τὸν ὑπουργόν. Ἤθελα νὰ στείλω ποσότητά τινα τῶν δύο τελευταίων, ὄχι πολὺ πρᾶγμα, ἀλλ᾿ ἀρκετὸν δι᾿ ἓν ἄτομον ὅπως δείξῃ τὰς καλὰς εὐχάς του διὰ τὴν ἑλληνικὴν ἐπιτυχίαν, ἀλλ᾿ ἐπέχω, διότι, ἂν δυνηθῶ νὰ ὑπάγω μόνος μου, μπορῶ νὰ τὰ πάρω μαζί μου.

«Δὲν θέλω νὰ περιορίσω τὴν εἰσφοράν μου εἰς τοῦτο καὶ μόνον, ἀλλ᾿ ἰδίως, ἐὰν δυνηθῶ νὰ κατέλθω εἰς τὴν Ἑλλάδα, θ᾿ ἀφιερώσω ὅσους πόρους δύναμαι νὰ διαθέσω ἐξ ἰδίων μου πρὸς ὑπηρεσίαν τῆς μεγάλης ὑποθέσεως. Εἶμαι εἰς ἀλληλογραφίαν μὲ τὸν κύριον Νικόλαον Καρελλᾶν, ὅστις εἶναι τώρα εἰς Πίζαν· ἀλλ᾿ αἱ τελευταῖαι εἰδήσεις του ἁπλῶς ἔλεγον ὅτι οἱ Ἕλληνες ἀσχολοῦνται τώρα διοργανίζοντες τὴν ἐσωτερικὴν κυβέρνησίν των, καὶ τὰ καθέκαστα τῆς διοικήσεως. Τοῦτο θὰ ἐφαίνετο ὑποδεικνύον ἀσφάλειαν, ἀλλ᾿ ὁ πόλεμος ὅμως πόρρω ἀπέχει τοῦ νὰ τελειώσῃ.

«Οἱ Τοῦρκοι εἶναι ἐπίμονος φυλή, καθὼς τοὺς ἀπέδειξαν ὅλοι οἱ προλαβόντες πόλεμοι, καὶ θὰ παύσουν ἐπὶ ἔτη νὰ πολεμῶσιν, ἀκόμη καὶ ἂν νικῶνται, καθὼς πρέπει νὰ ἐλπίζωμεν. Ἀλλ᾿ ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ, αἱ ἐργασίαι τοῦ Κομιτάτου δὲν εἶναι εἰς μάτην.

«Εἶναι περιττὸν νὰ ὑποβάλω εἰς τὴν ἐπιτροπὴν τὸ μέγα ὄφελος τὸ ὁποῖον δύναται νὰ καρπωθῇ ἡ Μεγάλη Βρεττανία ἐκ τῆς ἐπιτυχίας τῶν Ἑλλήνων, καὶ τὰς πιθανὰς ἐμπορικὰς σχέσεις τούτων πρὸς τὴν Ἀγγλίαν, διότι αἰσθάνομαι καὶ ἔχω πεποίθησιν ὅτι ὁ πρῶτος σκοπὸς τοῦ Κομιτάτου εἶναι ἡ ἀπελευθέρωσίς των, χωρὶς καμμίαν ἰδιοτέλειαν. Ἀλλ᾿ ἡ σκέψις δύναται νὰ βαρύνῃ πλησίον τοῦ ἀγγλικοῦ λαοῦ ἐν γένει, εἰς τὸ σημερινὸν πάθος των πρὸς πᾶν εἶδος κερδοσκοπίας. Δὲν ἔχουν ἀνάγκην νὰ διαπλέωσι τὰς ἀμερικανικὰς θαλάσσας, διότι θὰ εὕρωσι πολὺ καλύτερα καὶ πλησιέστερα ἐδῶ. Οἱ πόροι τῶν ἑλληνικῶν νήσων εἶναι ἀπαράμιλλοι καὶ ἀσύγκριτοι. Καὶ ἡ εὐθηνία παντὸς πράγματος, ὄχι μόνον τῆς ἀνάγκης, ἀλλὰ καὶ τῆς πολυτελείας (τουτέστι, τῆς φυσικῆς πολυτελείας) τῶν ὀπωρῶν, οἴνων, ἐλαίου, κτλ. ἐν καιρῷ εἰρήνης, εἶναι πολὺ ἀνωτέρα τῶν τῆς Εὐέλπιδος Ἄκρας, καὶ πολλῶν ἄλλων χωρῶν».

Ἐν ἐπιστολῇ ἐκ Γενούης, ἀπὸ 21 Μαΐου, γράφει:

«Χθὲς συνήντησα δύο νέους Γερμανούς, ἐπιζῶντας ἐκ τῆς φιλελληνικῆς φάλαγγος τοῦ Νόρμαν, παλιννοστοῦντας ἐκ τῆς Ἑλλάδος. Ἔφθασαν εἰς Γένουαν ἐν οἰκτροτάτῃ καταστάσει, χωρὶς τροφήν, χωρὶς λεπτόν, χωρὶς ὑποδήματα. Οἱ Αὐστριακοὶ τοὺς εἶχον ἐξώσει τοῦ ἐδάφους των ἅμα ἀποβάντας εἰς Τεργέστην· καὶ ἐβιάσθησαν νὰ κατέλθωσιν εἰς Φλωρεντίαν, καὶ ἀπὸ τὴν Λιβόρνον ἐταξίδευσαν ἐδῶ μὲ τρία φράγκα εἰς τὰ θυλάκιά των. Τοὺς ἔδωκα εἴκοσι γενοβέζικα σκοῦδα καὶ καινουργῆ ὑποδήματα, καὶ τοῦτο θὰ τοὺς καταστήσῃ ἱκανοὺς νὰ φθάσωσιν εἰς Ἑλβετίαν, ὅπου λέγουν ὅτι ἔχουσι φίλους. Ὅλα ὅσα ἠμπόρεσαν νὰ οἰκονομηθοῦν εἰς τὴν Γένουαν περιπλέον, ἦσαν τριάντα σολδία. Δὲν παραπονοῦνται κατὰ τῶν Ἑλλήνων, ἀλλὰ λέγουσιν ὅτι ὑπέφερον περισσότερον ἀφότου ἀπεβιβάσθησαν εἰς τὴν Ἰταλίαν.

«Ἐδοκίμασα τὴν φιλαλήθειάν των, πρῶτον, διὰ τῶν διαβατηρίων καὶ τῶν ἐγγράφων των· δεύτερον, διὰ τῆς τοπογραφίας, ἐξετάσας αὐτοὺς περὶ Ἄρτης, Ἄργους, Ἀθηνῶν, Μεσολογγίου, Κορίνθου, κτλ., καὶ τρίτον, διὰ τῆς Ρωμέικης γλώσσης, εἰς τὴν ὁποίαν ηὗρα τὸν ἕνα τῶν δύο εὐμαθέστερον ἐμοῦ. Ὁ εἷς τούτων εἶναι Βιρτεμβέργιος, ὁ ἄλλος Βαυαρός. Ὁ Βιρτεμβέργιος ἦτο εἰς τὴν μάχην τῆς Ἄρτης, ὅπου οἱ Φιλέλληνες κατεκερματίσθησαν ἀφοῦ ἐφόνευσαν ἑξακοσίους Τούρκους, 150 ὅλοι αὐτοί, ἀντιτασσόμενοι κατὰ ἑπτακισχιλίων. Μόνον ὀκτὼ διέφυγον, καὶ ἐκ τούτων ἐπέζησαν τρεῖς.

«Οἱ δύο οὗτοι κατέλιπον τὴν Ἑλλάδα κατὰ προτροπὴν τῶν Ἑλλήνων. Ὅταν ὁ Χουρσὶτ πασὰς ἐπέδραμε τὸν Μορέαν, οἱ Ἕλληνες φαίνεται ὅτι ἐφέρθησαν καλά, θελήσαντες νὰ σώσωσι τοὺς συμμάχους, ὅταν ἐνόμισαν ὅτι ὁ ἀγὼν κατεστρέφετο δι᾿ αὐτούς. Τοῦτο συνέβη κατὰ Σεπτέμβριον τοῦ 1822. Περιεπλανήθησαν ἀπὸ νήσου εἰς νῆσον, καὶ ἀπῆλθον ἀπὸ Μήλου εἰς Σμύρνην, ὅπου ὁ Γάλλος πρόξενος τοὺς ἔδωκε διαβατήριον, καὶ φιλάνθρωπος πλοίαρχος τοὺς διεπεραίωσεν εἰς Ἀγκῶνα, ὁπόθεν ἔφθασαν εἰς Τεργέστην· ἀλλ᾿ ἀπηλάθησαν ὑπὸ τῶν Αὐστριακῶν. Παραπονοῦνται μόνον κατὰ τοῦ ὑπουργοῦ, λέγοντες ὅτι ἦτο ἀνάλγητος τὸν χαρακτήρα· λέγουν ὅτι οἱ Ἕλληνες μάχονται πολὺ καλὰ κατὰ τὸν ἴδιον αὐτῶν τρόπον, ἀλλὰ κατ᾿ ἀρχὰς ἐτρόμαξαν νὰ πυροβολῶσι μὲ τὰ ἴδια κανόνιά των, ἀλλ᾿ ἐσυνήθισαν μὲ τὴν πρᾶξιν.

«Οἱ Ἕλληνες δέχονται τὰ τουφέκια, ἀλλ᾿ ἀπορρίπτουσι τὰς λόγχας, καὶ δὲν θέλουν νὰ μάθωσι τὴν πειθαρχίαν. Ὅταν οἱ δύο νέοι εἶδαν χθὲς δύο συντάγματα τοῦ Πεδεμοντίου ἀνέκραξαν: «Ἄ! νὰ τὰ εἴχαμεν αὐτά, θὰ ἐσκουπίζαμεν τὸν Μορέαν!» Διὰ νὰ γίνῃ τοῦτο, οἱ Πιεμοντέζοι πρέπει νὰ φερθοῦν καλύτερα ἢ ὅπως ἐφέρθησαν μὲ τοὺς Αὐστριακούς. Φαίνονται ἀποδίδοντες μεγάλην σημασίαν εἰς ὀλίγους τακτικοὺς στρατιώτας· λέγουσιν ὅτι οἱ Ἕλληνες ἔχουν ὅπλα καὶ πυρῖτιν ἐν ἀφθονίᾳ, ἀλλὰ χρειάζονται τρόφιμα, ἀποθήκας ἰατρικῶν, ἀσπρόρρουχα καὶ ξαντόν, καὶ χρήματα πολλά, πολλά. Μοῦ εἶπαν ὅτι εἷς Δανὸς ἐδῶ τοὺς εἶπεν ὅτι εἷς Ἄγγλος, φίλος τῶν Ἑλλήνων, εἶν᾿ ἐδῶ, καὶ ὅτι, ἐπειδὴ κατήντησαν νὰ ἐπαιτοῦν τὰ μέσα τῆς εἰς τὴν πατρίδα ἐπανόδου των, ἐνόμισαν ὅτι ἠμποροῦσαν ν᾿ ἀρχίσουν ἀπὸ ἐμέ.

«Ὁ Ἀδόλφος, ὁ νεώτερος, ὑπῆρξε φρούραρχος ἐν Ναυαρίνῳ δι᾿ ὀλίγον καιρόν. Ὁ ἄλλος, ὁ Βαυαρός, φαίνεται πρωτίστως νὰ κλαίῃ διὰ μίαν τριήμερον νηστείαν εἰς τὸ Ἄργος, δι᾿ ἀπώλειαν 25 παράδων ἐκ καθυστερήσεως μισθοῦ, καὶ μικρᾶς ἀποσκευῆς εἰς Τριπολιτσάν· ἀλλ᾿ ἐπιμελεῖται τὰς πληγάς του, βαδίζει καλά, καὶ φαίνεται καλὸς πολεμιστής. Καὶ οἱ δύο εἶναι ἁπλοϊκοί, ἀφελεῖς καὶ ἀπέριττοι. Λέγουν ὅτι οἱ ξένοι φιλέλληνες ἤριζον μεταξύ των, ἰδίως Γάλλοι μὲ Γερμανούς, καὶ ἠκολούθησαν μονομαχίαι.

«Ὁ κόμης Γάμβας τοὺς ἐκάλεσεν εἰς πρόγευμα. Ὁ εἷς τούτων ἔχει σκοπὸν νὰ δημοσιεύσῃ τὸ ἡμερολόγιόν του περὶ τῆς ἐκστρατείας. Ὁ Βαυαρὸς ἀπορεῖ κάπως διατί οἱ Ἕλληνες νὰ μὴν εἶναι οἱ ἴδιοι ὅπως εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Θεμιστοκλέους (καὶ ὅμως δὲν ἦσαν καὶ τότε πλέον εὐάγωγοι, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ), καὶ διὰ τὸ δύσκολον τῆς πειθαρχίας παρ᾿ αὐτοῖς. Ὁ ἄλλος δὲν φαίνεται ν᾿ ἀπορῇ διὰ τίποτε».
Ὁ Βύρων εἰς τὴν Ἑλλάδα

Ἀφοῦ ἀπεφασίσθη ἡ κάθοδος τοῦ Βύρωνος εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὅλαι αἱ ἀναγκαῖαι ἑτοιμασίαι διὰ τὴν ἀναχώρησίν του ἐπεσπεύδοντο. Ἓν τῶν πρώτων διαβημάτων του ἦτο νὰ γράψῃ πρὸς τὸν Τρελῶνυ, ἐν Ρώμῃ τότε διατρίβοντα, παρακαλῶν αὐτὸν ὅπως εὐαρεστηθῇ νὰ τὸν συνοδεύσῃ.

«Πρέπει νὰ ἤκουσες, γράφει, ὅτι πηγαίνω εἰς τὴν Ἑλλάδα· διατί δὲν ἔρχεσαι μετ᾿ ἐμοῦ; Δὲν μπορῶ νὰ κάμω τίποτε χωρὶς ἐσέ, καὶ ἐπιθυμῶ μεγάλως νὰ σὲ ἴδω. Παρακαλῶ, ἐλθέ, διότι ἔχω ἀποφασίσει τέλος νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Ἑλλάδα. Εἶναι τὸ μόνον μέρος ὅπου ἠμπορῶ νὰ εἶμαι εὐχαριστημένος. Ὁμιλῶ σοβαρῶς. Ὅλοι λέγουν ὅτι δύναμαι νὰ φανῶ χρήσιμος εἰς τὴν Ἑλλάδα. Δὲν ἠξεύρω τὸ πῶς, οὐδ᾿ αὐτοὶ τὸ ξεύρουν· ἀλλ᾿ ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ ἂς ὑπάγωμεν».

Ὁ μέγας ποιητὴς τῆς ἀβύσσου, ὁ σκοτεινὸς Κὶλδ – Ἁρόλδος, ὁ πολυπαθὴς καὶ πολύπλαγκτος δὲν εὕρισκεν ἄλλον τόπον ὅπου νὰ δύναται νὰ εἶναι εὐχαριστημένος, εἰμὴ τὴν χώραν τῆς μεγίστης δυστυχίας καὶ τῆς μεγίστης δόξης, τὴν γῆν τοῦ πολέμου, τοῦ ἐμπρησμοῦ καὶ τῆς φρίκης. Ὁ τάφος τόσου ἱστορικοῦ μεγαλείου ἦτο ὁ μόνος τάφος ὁ ἀντάξιος αὐτοῦ. Ἐκεῖ μόνον ἠμποροῦσε νὰ εἶναι εὐχαριστημένος!

Ἐπειδὴ ἐχρειάζετο ἰατρός τις ἔμπειρος περὶ τὴν χειρουργικήν, ὡς ἀναγκαῖον μέλος τῆς συνοδίας του, ὁ Βύρων παρεκάλεσε τὸν ἴδιον ἰατρόν του ἐν Γενούῃ, τὸν δόκτορα Ἀλεξάνδερ, νὰ τοῦ προμηθεύσῃ τοιοῦτον· καὶ τῇ συστάσει τοῦ εἰρημένου, προσελήφθη ὁ νεαρὸς ἰατρὸς Βροῦνος, ἔχων ἤδη ἀρκετὴν φήμην. Μεταξὺ τῶν ἄλλων παρασκευῶν διὰ τὴν ἐκστρατείαν του, παρήγγειλε νὰ τοῦ κατασκευάσουν τρεῖς λαμπρὰς περικεφαλαίας μετὰ ὡραίας λοφιᾶς, διὰ ἑαυτὸν καὶ διὰ τοὺς δύο φίλους του. Ἡ μικρὰ αὐτὴ περίστασις προυκάλεσε μυκτηρισμούς τινας ἐν Ἀγγλίᾳ, ὅπου, γράφει μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ποιητοῦ ὁ Θωμᾶς Μοὺρ ὁ φίλος του, τὸ γελοῖον κατανοεῖται πολὺ καλύτερα ἀπὸ τὸ ἡρωικόν. Πλὴν ἡ περίστασις ἀπέδειξε τὴν ἀλήθειαν τοῦ ἀποφθέγματος ὅτι «τὸ παιδίον εἶναι πατὴρ διὰ τὸν ἄνδρα». Τὸ ἴδιον παιδίον τοῦ σχολείου, τὸ ὁποῖον ἐκαυχᾶτο ποτὲ ὅτι θὰ ἐγείρῃ τρόπαιον μετὰ λόφου ἱππιοχαίτου, ἐδοκίμαζε τώρα μετ᾿ εὐφροσύνης τὴν ὡραίαν λοφῶσαν περικεφαλαίαν του, καὶ προεμελέτα εὐκλεεῖς πράξεις τὰς ὁποίας θὰ κατώρθου ὑπὸ τὴν πανοπλίαν ἐκείνην.

Περὶ τὰ τέλη Μαΐου ἦλθεν ἐπιστολὴ ἀπὸ τὸν Μπλακιέρην, δι᾿ ἧς οὗτος ἀνεκοίνου εὐνοϊκὰς εἰδήσεις, καὶ τὸν παρεκάλει νὰ ἐπισπεύσῃ ὅσον τὸ δυνατὸν τὴν ἀναχώρησίν του, διότι τὸν περιμένουν τώρα ἐναγωνίως, καὶ θὰ ἦτο ὠφελιμώτατος· ὅσον παρορμητικὴ καὶ ἂν ἦτο ἡ πρόσκλησις αὕτη, καὶ μ᾿ ὅλον ὅτι ἦτο ἤδη ἀποφασισμένος νὰ ὑπάγῃ, φαίνεται ἐκ τῶν ἐπιστολῶν του ὅτι ψυχρῶς καὶ μετ᾿ ὀξυδερκείας κρίνων τὸ πρᾶγμα, καὶ πόρρω ἀπέχων τοῦ νὰ εἶναι σύμφωνος μὲ τοὺς ἐνθουσιαστὰς ἐν τῇ ὑπερτιμήσει τῶν προσωπικῶν ὑπηρεσιῶν του, δὲν εἶχε δυνηθῆ ἀκόμη νὰ σχηματίσῃ ὡρισμένην ἰδέαν περὶ τοῦ τρόπου καθ᾿ ὃν αἱ ὑπηρεσίαι του θὰ ἠδύναντο μετὰ διαρκοῦς ὠφελείας νὰ ἐφαρμοσθῶσι.

Ἡ Ἰταλὶς κόμησσα Γκιουτσιόλη, στενὴ φίλη τοῦ ποιητοῦ, ἰδοὺ τί γράφει περὶ τοῦ ὑποκειμένου τούτου:

«Κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, ὁ λόρδος Βύρων ἔστρεψε καὶ πάλιν τοὺς στοχασμούς του πρὸς τὴν Ἑλλάδα· καὶ κινούμενος πανταχόθεν ἀπὸ συνδυασμοὺς μυρίων περιστάσεων, εὑρέθη, σχεδὸν πρὶν λάβῃ καιρὸν νὰ σχηματίσῃ ἀπόφασιν, ἢ νὰ γνωρίσῃ καλῶς τί ἔπραττεν, ὑποχρεωμένος ν᾿ ἀναχωρήσῃ δι᾿ ἐκεῖ. Ἀλλὰ μὲ ὅλην τὴν στοργήν του πρὸς τὰς χώρας ἐκείνας, μὲ ὅλην τὴν συνείδησιν τῶν ἰδίων ἠθικῶν δυνάμεών του, ἥτις τὸν ἔκαμνε πάντοτε νὰ λέγῃ ὅτι «πρέπει κανεὶς νὰ κάμῃ κάτι περισσότερον διὰ τὴν κοινωνίαν παρὰ νὰ γράφῃ στίχους», μὲ ὅλην την ἕλξιν τὴν ὁποίαν τὸ ἀντικείμενον τοῦ ταξιδίου του πρέπει ἀναγκαίως νὰ εἶχε διὰ τὸ εὐγενές του πνεῦμα, καὶ περιπλέον εἶχεν ἀπόφασιν νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν Ἰταλίαν ἐντὸς ὀλίγων μηνῶν, μὲ ὅλα αὐτά, κάθε πρόσωπον τὸ ὁποῖον ἦτο πλησίον του κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον δύναται νὰ μαρτυρήσῃ περὶ τῆς πάλης, τὴν ὁποίαν ὑπέστη τὸ πνεῦμά του (ὅσον καὶ ἂν ἐπροσπάθει νὰ κρύπτῃ ταύτην), καθὼς ἐπλησίαζεν ὁ καιρὸς τῆς ἀναχωρήσεώς του».

Γυνὴ σχοῦσα ἀντίζηλον μίαν χώραν δὲν ἠδύνατο καλύτερον νὰ ἐκφρασθῇ. Καὶ μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀγαπωμένου καὶ ὅταν ἄρχεται τὸ γῆρας, ἐξακολουθεῖ τις νὰ διεκδικῇ τὴν προτίμησιν.

Τὸ ἀληθὲς εἶναι ὅτι οὐδόλως μειοῦσι τὴν εὐγένειαν τῆς θυσίας οἱ πρὸ τῆς πράξεως δισταγμοί. Τοῦτο ὑπάρχει ἐν τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει. Ποῖος μάρτυς δὲν ἐδίστασε ποτέ, ποῖος δὲν ἵδρωσε καὶ δὲν κατελήφθη ὑπ᾿ ἀγωνίας πρὸ τοῦ μαρτυρίου;

Ἐκτὸς τῶν ἄλλων δισταγμῶν του, ὁ Βύρων εἶχέ τι ὡς δυσοίωνον προαίσθημα, φυσικὸν ἴσως εἰς ἄνδρα τῆς ἰδιοσυγκρασίας του εὑρισκόμενον εἰς τοιαύτας περιστάσεις. Προῃσθάνετο ὅτι ἐπλήρου τὴν εἱμαρμένην του, καὶ

ἔμελλε ν᾿ ἀποθάνῃ εἰς τὴν Ἑλλάδα. Τὴν προτεραίαν τῆς ἀναχωρήσεως τῶν φίλων του, τοῦ λόρδου καὶ τῆς λαίδης Β. ἐκ Γενούης, τοὺς ἐπεσκέφθη οἴκοι πρὸς ἀποχαιρετισμόν. Ἦτο πολὺ μελαγχολικὸς καὶ ἠκούσθη λέγων: «Ἐδῶ εἴμεθα ὅλοι μαζί, ἀλλὰ ποῦ καὶ πότε θὰ ξαναενταμωθῶμεν; Ἔχω πεποίθησιν ὅτι δὲν θὰ ξαναΐδωμεν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Κάτι μοῦ λέγει ὅτι δὲν θὰ ἐπιστρέψω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα».

Ἰδὼν ὅμως ὅτι τὸν ἐκοίταζαν, καὶ θέλων νὰ κρύψῃ τὴν ταραχήν του, ἐγέλασε σαρδώνιον.

Προσέφερεν εἰς ὅλους τοὺς παρόντας ἀνὰ ἓν ἐνθύμιον, εἰς ἄλλον ἓν βιβλίον, εἰς ἄλλον μικρὰν εἰκόνα του, εἰς τὴν λαίδην Β. ἀντίγραφον τῆς Ἀρμενικῆς Γραμματικῆς. Πρὸ ἐτῶν, ὅταν ἦτο ἐν Βενετίᾳ, ὁ Βύρων εἶχεν ἐργασθῆ εἰς τὴν σύνταξιν Ἀρμενικῆς Γραμματικῆς.

Ἡ λαίδη τοῦ προσέφερεν ἓν δακτυλίδιον, ἐκεῖνος τῆς ἔδωκε μίαν καρφίδα. Τὴν ἐπιοῦσαν ἔγραψε πρὸς αὐτὴν ἀποστέλλων μικρὰν καδέναν, καὶ παρακαλῶν νὰ τοῦ ἐπιστρέψῃ τὴν καρφίδα, καθότι αὕτη δὲν φέρει εὐτυχίαν.

Ἐν τῷ μεταξύ, αἱ παρασκευαὶ διὰ τὴν ρωμαντικὴν ἐκστρατείαν του ἐξηκολούθουν· τῇ βοηθείᾳ τοῦ τραπεζίτου καὶ φίλου του Μπάρρυ ἠδυνήθη νὰ προμηθευθῇ τὸ μέγα χρηματικὸν ποσόν, τὸ ὁποῖον ἐχρειάζετο, 10 χιλ. κορώνας εἰς εἶδος καὶ 40 χιλ. κορώνας εἰς συναλλάγματα. Ἀγγλικὸν βρίκιον, ὁ «Ἡρακλῆς», ἐναυλώθη διὰ νὰ μεταφέρῃ αὐτὸν καὶ τὴν συνοδίαν του, ἥτις συνίστατο κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἀπὸ τὸν κόμητα Γάμβαν, τὸν Τρελώνην, τὸν ἰατρὸν Βροῦνον καὶ ὀκτὼ ὑπηρέτας. Εἶχον ἐπίσης ἐπὶ τοῦ πλοίου πέντε ἵππους, ἀρκετὰ ὅπλα καὶ πολεμεφόδια πρὸς χρῆσιν τῆς συνοδίας, καὶ ἀρκετὰ φάρμακα πρὸς χρῆσιν χιλίων ἀνδρῶν ἐπὶ ἓν ἔτος.

Ἡ ἑπομένη ἐπιστολὴ πρὸς τὸν γραμματέα τοῦ ἑλληνικοῦ Κομιτάτου εἰς Λονδίνον ἀναγγέλλει τὴν προσεχῆ ἀναχώρησίν του:

«Ἀναχωροῦμεν εἰς τὰς 12 (Ἰουλίου) διὰ την Ἑλλάδα. Ἔλαβα ἐπιστολὴν ἀπὸ τὸν κ. Μπλακιέρην. Ἡ Ἑλληνικὴ κυβέρνησις μὲ περιμένει ἀνυπερθέτως.

«Σύμφωνα μὲ τὴν γνώμην τοῦ τε κ. Μπ. καὶ ἄλλων ἐπιστελλόντων ἐξ Ἑλλάδος, ἔχω νὰ ὑποβάλω μετὰ πάσης εὐλαβείας πρὸς τὸ Κομιτᾶτον, ὅτι ἀποστολὴ καὶ δέκα χιλιάδων λιρῶν μόνον θὰ εἶναι μεγίστη ὑπηρεσία εἰς τὴν ἑλληνικὴν κυβέρνησιν πρὸς τὸ παρόν. Ἔχω προσέτι νὰ συστήσω ἐπιμόνως τὴν ἀπόπειραν δανείου, διὰ τὸ ὁποῖον θὰ δοθῇ ἀποχρῶσα ἀσφάλεια ὑπὸ ἀπεσταλμένων πορευομένων τώρα εἰς Ἀγγλίαν. Ἐν τῷ μεταξὺ ἐλπίζω ὅτι τὸ Κομιτᾶτον θὰ κατορθώσῃ νὰ πράξῃ λυσιτελές τι.

«Τὸ ἐπ᾿ ἐμοί, σκοπεύω νὰ φέρω, εἰς πίστωσιν ἢ μετρητά, ὑπὲρ τὰς ὀκτὼ καὶ περὶ τὰς ἐννέα χιλιάδας λιρῶν στερλινῶν, τὸ ὁποῖον δύναμαι νὰ πράξω δι᾿ ὅσων κεφαλαίων ἔχω ἐν Ἰταλίᾳ καὶ πιστώσεων ἐν Ἀγγλίᾳ. Ἐκ τοῦ ποσοῦ τούτου, ἀναγκαίως θὰ φυλάξω ἓν μέρος πρὸς διατήρησιν ἐμοῦ καὶ τῆς ἀκολουθίας μου. Τὰ λοιπὰ εἶμαι πρόθυμος νὰ διαθέσω κατὰ τὸν τρόπον ὅστις θὰ φανῇ ὠφελιμώτερος εἰς τὸν Ἀγῶνα, ἀρκεῖ νὰ ἔχω ἐγγύησιν ἢ βεβαιότητά τινα ὅτι δὲν θὰ σπαταληθῶσι πρὸς ὄφελος ἀτόμων.

«Ἐὰν μείνω εἰς τὴν Ἑλλάδα, τὸ ὁποῖον θὰ ἐξαρτᾶται κυρίως ἐκ τῆς ὑποτιθεμένης πιθανῆς ὠφελείας τῆς ἐκεῖ παρουσίας μου, καὶ ἐκ τῆς γνώμης αὐτῶν τῶν Ἑλλήνων περὶ τοῦ σκοπίμου ταύτης, ἑνὶ λόγῳ, ἐὰν εἶμαι ἀσπάσιος δι᾿ αὐτούς, θὰ ἐξακολουθήσω, ἐφ᾿ ὅσον διατρίβω ἐκεῖ τοὐλάχιστον, ν᾿ ἀφιερώνω ἐκ τῶν εἰσοδημάτων μου ὅ,τι ἐξοικονομήσω πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον. Στερήσεις δύναμαι νὰ ὑποφέρω, εἰς τὴν ἐγκράτειαν εἶμαι συνηθισμένος, καὶ διὰ τὸν κάματον, ἤμην ποτὲ ὑποφερτὸς ταξιδιώτης. Τί θὰ εἶμαι τώρα, δὲν ἠμπορῶ νὰ εἴπω, ἀλλὰ θὰ δοκιμάσω.

«Περιμένω τὰς διαταγὰς τοῦ Κομιτάτου. Αἱ ἐπιστολαὶ θὰ στέλλωνται πρὸς ἐμὲ ἐκ Γενούης, ὅπου καὶ ἂν εἶμαι, ὑπὸ τῶν τραπεζιτῶν μου Οὐὲβ καὶ Βάρρυ. Καλὸν θὰ ἦτο νὰ εἶχα πλέον ὡρισμένας ὁδηγίας πρὶν ἀναχωρήσω, ἀλλ᾿ αὗται, ὡς εἰκός, μένουσιν εἰς τὴν διάθεσιν τῆς ἐπιτροπῆς.

«Μεγάλη ἐπιθυμία ἐκφράζεται εἰς τὴν Ἑλλάδα ὅπως σταλῇ αὐτοῖς τυπογραφεῖον. Δὲν ἔχω καιρὸν νὰ φροντίσω, ἀλλὰ συνιστῶ τοῦτο εἰς τὸ Κομιτᾶτον. Ὑποθέτω ὅτι τὰ στοιχεῖα πρέπει νὰ εἶναι κατὰ μέγα μέρος ἑλληνικά. Θέλουν νὰ ἐκδώσουν ἐφημερίδα, εἰς νεοελληνικὴν γλῶσσαν, μετ᾿ ἰταλικῆς μεταφράσεως».

Οὕτω, ἡ τελευταία φροντὶς ἣν ἔλαβεν ὁ λόρδος Βύρων, πρὶν ἐπιβιβασθῇ ἐκ Γενούης διὰ τὴν Ἑλλάδα, ὅπου ἔμελλε νὰ εὕρῃ ἔνδοξον θάνατον, ἦτο περὶ ἀποστολῆς τυπογραφείου πρὸς ἔκδοσιν ἑλληνικῆς ἐφημερίδος. Ὁ Ἑλληνικὸς Τύπος ὀφείλει ἰδιαιτέραν εὐγνωμοσύνην ἐπὶ τούτῳ εἰς τὸν μέγαν ποιητήν.

(1896)

http://www.papadiamantis.org/works/88-epiloipa/471-7-filologika

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ