Προκόπης Παυλόπουλος: Το χρέος να καταστεί διαχειρίσιμο, όχι απλώς βιώσιμο

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

image 709
ΣΗΜΕΙΑ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥ
ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ. ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΘΕΜΑ:
«Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ»
Αθήνα, 31.5.2018
Η Ελληνική Οικονομία στο πλαίσιο
του Ευρωπαϊκού και του Διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος
Εισαγωγή
Ουδείς μπορεί ν’ αμφισβητήσει ότι η Παγκοσμιοποίηση, υπό την ευρεία της πολυπρισματική έννοια -και όπως αυτή διαμορφώθηκε σταδιακώς κυρίως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, κατ’ εξοχήν χάρη στην ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας- εμφανίζει πολλές θετικές πλευρές για τον Άνθρωπο και την Ανθρωπότητα, με άλλες λέξεις για την ανθρώπινη δημιουργία εν γένει.
Α. Από τις θετικές αυτές πλευρές πιο σημαντικές, δίχως αμφιβολία, εμφανίζονται εκείνες που αφορούν αφενός την εντυπωσιακή ανοδική πορεία της Επιστήμης, ιδίως μέσω της αντίστοιχης ανοδικής πορείας της Έρευνας και της Τεχνολογίας.  Και, αφετέρου, την ανάλογη ανοδική πορεία της Οικονομίας παγκοσμίως, μ’ έμφαση στην ανοδική πορεία του δείκτη ανάπτυξης, κατά μέσον όρο βεβαίως.
Β. Τα επιτεύγματα αυτά της Παγκοσμιοποίησης αποτυπώνονται ανεξίτηλα στην ίδια την ιστορία της Ανθρωπότητας, κυρίως κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα: Κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα, και κυρίως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πεδίο της Επιστήμης και της Οικονομίας η πρόοδος που συντελέσθηκε ίσως ξεπερνά την συμπυκνωμένη πρόοδο των προηγούμενων αιώνων, από την Αναγέννηση και ύστερα.
Γ. Θ’ αποτελούσε όμως ιστορικό, κυριολεκτικώς, σφάλμα να μείνει κανείς μόνο στις θετικές πλευρές της Παγκοσμιοποίησης, δίχως δηλαδή να σταθεί σε συγκεκριμένες αρνητικές, και άκρως απειλητικές για το μέλλον της Ανθρωπότητας, πτυχές της. Από τις πτυχές αυτές, εκείνες που πρέπει ν’ αναδειχθούν, ιδίως σήμερα, είναι από τη μια πλευρά η ταχύτατη -και, σχεδόν, με γεωμετρική πρόοδο- διεύρυνση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων μεταξύ κρατών παγκοσμίως.  Και, από την άλλη πλευρά, η εξίσου ταχύτατη διόγκωση του παγκόσμιου χρέους, η οποία πλήττει με μεγαλύτερη ένταση τις οικονομικώς αδύναμες χώρες που, ακριβώς λόγω της δομής της οικονομίας τους, δεν μπορούν να διαχειρισθούν το χρέος το οποίο αναλογεί στην καθεμιά τους.  Οι ως άνω αρνητικές πτυχές της Παγκοσμιοποίησης έχουν τόσο μεγαλύτερη σημασία, όσο οι επιπτώσεις τους, όπως αποδεικνύει η παγκόσμια συγκυρία, μπορούν να θέσουν -αν δεν έχουν θέσει ήδη- σε κίνδυνο ακόμη και την Παγκόσμια Ειρήνη.
Δ. Με το βλέμμα στραμμένο στην πορεία της Ευρωζώνης η οποία βρίσκεται, δίχως αμφιβολία, σ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι λόγω και των προαναφερόμενων αναταράξεων της Παγκόσμιας Οικονομίας, είναι σκόπιμο -αλλά και άκρως επίκαιρο ταυτοχρόνως- να προβληματισθούμε πάνω στις επιπτώσεις της προαναφερόμενης παγκόσμιας κρίσης χρέους εντός της Ευρωζώνης γενικώς και, συνακόλουθα, εντός των κρατών-μελών της.  Και εδώ εμφανίζει μεγάλο ενδιαφέρον το πρόβλημα που δημιουργείται για εκείνα τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, των οποίων η οικονομία έχει πληγεί περισσότερο από την παγκόσμια οικονομική κρίση, με χαρακτηριστικό αντιπροσωπευτικό παράδειγμα εκείνο της Ελλάδας.
I. Η στρατηγική της «απορρύθμισης» και της κυριαρχίας των «παραγώγων» στην Παγκόσμια Οικονομία και η επιρροή τους στην γέννηση της παγκόσμιας κρίσης χρέους.
Όλες οι σοβαρές οικονομικές αναλύσεις στην εποχή μας συγκλίνουν ως προς το ότι μια από τις βασικές αιτίες, που οδήγησαν και οδηγούν, σχεδόν νομοτελειακώς, στην εμφάνιση αλλά και στην διαιώνιση την κρίση χρέους παγκοσμίως, είναι η ανεξέλεγκτη δράση, σε παγκόσμια κλίμακα, Αγορών με τεράστια οικονομική ισχύ, οι οποίες μπορούν, ανά πάσα στιγμή, να επηρεάσουν καθοριστικώς το κόστος δανεισμού κάθε χώρας σ’ όλον τον Πλανήτη, ιδίως δε το κόστος δανεισμού χωρών που, εξαιτίας της ιδιοσυστασίας της οικονομίας τους, είναι περισσότερο εκτεθειμένες και ανυπεράσπιστες έναντι αυτών των οικονομικών κολοσσών.  Την ως άνω δύναμη -και την αντίστοιχη κατά τ’ ανωτέρω αρνητική επιρροή- των Αγορών καθιστά εφικτή το ότι, όπως σημειώθηκε, δρουν ανεξέλεγκτα, κάτι που εξηγεί ευχερώς τόσο το ότι είναι υπέρμαχοι μιας στρατηγικής οικονομικής «απορρύθμισης» παγκοσμίως. Όσο και το ότι, επέκεινα, με βάση την «απορρύθμιση» μπορούν, για την επίτευξη των στόχων τους, να κάνουν ευρύτατη χρήση πολύμορφων «παραγώγων», ήτοι, ουσιαστικώς, ευρεία χρήση μεθοδεύσεων «στοιχηματικού» τύπου.
Α. Ειδικότερα, η σύγχρονη παγκόσμια οικονομία συνιστά ένα οικονομικό σύστημα χωρίς σύνορα. Και τούτο διότι η υφή της, κυρίως μέσω των μεθόδων που έχουν επικρατήσει ως προς την εξέλιξη των εν γένει οικονομικών συναλλαγών, δεν ανέχεται σύνορα. Το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα είναι ένα μόρφωμα, το οποίο μόνο χωρίς σύνορα -πρωτίστως δε εθνικά- μπορεί να υπάρξει, αφού κάθε φραγμός στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία καταλήγει σε contradictio in adjecto.
1. Την έλλειψη συνόρων στις παγκοσμιοποιημένες οικονομικές σχέσεις επιτείνει και το ότι:
α) Πρώτον, οι σχέσεις αυτές δεν υπακούουν στοιχειωδώς, λόγω της ιδιοσυστασίας τους, σ’ ένα οργανωμένο σύστημα κανόνων δικαίου που θεσμοθετούν οι εθνικές έννομες τάξεις, ούτε καν η ευρωπαϊκή και η διεθνής έννομη τάξη. Και όσοι κανόνες δικαίου έχουν θεσμοθετηθεί προς αυτή την κατεύθυνση είναι, κατά βάση, leges imperfectae, λόγω έλλειψης επαρκών κυρωτικών μηχανισμών κατά την εφαρμογή τους στην πράξη.
β) Δεύτερον, οι ίδιες σχέσεις δεν διέπονται έστω και από -τουλάχιστον πλήρεις- κανόνες προερχόμενους από τους θεσμούς της παγκόσμιας οικονομίας. Και διότι δεν υπάρχουν εξουσιοδοτημένοι θεσμοί προς μια τέτοια κατεύθυνση αλλά και γιατί, όπου υπάρχουν τέτοιοι διάσπαρτοι κανόνες δικαίου, δεν συνοδεύονται από γνήσιους κυρωτικούς μηχανισμούς σε περίπτωση παραβίασής τους. Δεδομένου ότι, φυσικά, δεν μπορούν να νοηθούν, ούτε καθ’ υποφοράν, ως γνήσιοι «κυρωτικοί μηχανισμοί» οι κατά καιρούς κρίσεις των «Οίκων Αξιολόγησης».
2. Επιπλέον, οι μέθοδοι στις οποίες κατά κανόνα προσφεύγει, λόγω της ιδιοσυστασίας του, το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, επιτείνουν το χαοτικό περιβάλλον της οικονομικής Παγκοσμιοποίησης. Δεδομένου ότι οι μέθοδοι αυτές όχι μόνο δεν συμβιβάζονται με τις οικονομικές αρχές του γνήσιου καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος αλλά, όλως αντιθέτως, είναι -πολλές τουλάχιστον φορές- προϊόν της μετάλλαξής του από την επέλαση ορισμένων ακραίων νεοφιλελεύθερων οικονομικών «δογμάτων». Τα οποία βασίζονται όχι βεβαίως στους κλασικούς κανόνες -π.χ. της προσφοράς και ζήτησης ή της καταλυτικής σημασίας της αντιστοιχίας των οικονομικών μεγεθών με τα μέσα παραγωγής- του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος αλλά σε «στοιχηματικού» τύπου μεθοδεύσεις. Μεθοδεύσεις που παράγουν, δήθεν, χρήμα δίχως ίχνος αντιστοίχισης προς τη δυναμική των μέσων παραγωγής και, συνακόλουθα, των πηγών πραγματικού πλούτου.
Β. Τα όσα ήδη εκτέθηκαν αρκούν για να καταδείξουν ευκρινώς ότι -δίχως βεβαίως να υποτιμάται η επιρροή προς την ίδια κατεύθυνση επιμέρους οικονομικών πολιτικών σε κάθε χώρα καθώς και επιμέρους οικονομικών πολιτικών συγκεκριμένων ισχυρών οικονομικώς χωρών έναντι άλλων, σαφώς ασθενέστερων οικονομικώς- οι χαοτικές κινήσεις εντός του πλήρως παγκοσμιοποιημένου οικονομικού συστήματος λόγω της, ελέω «απορρύθμισης», ανεξέλεγκτης δράσης των Αγορών έχουν, δίχως αμφιβολία, την δική τους, σαφώς καθοριστική, συμβολή στην «έκρηξη» του παγκόσμιου χρέους.  Συγκεκριμένα:
1. H παγκόσμια οικονομία βρίσκεται μπροστά σε μια τεραστίων διαστάσεων κρίση χρέους, η οποία φέρνει στην επικαιρότητα την θεωρία της «Στιγμής Μίνσκι» ή της «Στιγμής του Τσακαλιού» («Minsky Moment», «coyote Moment»). Τα στοιχεία είναι, κυριολεκτικώς εφιαλτικά: Το παγκόσμιο χρέος έχει φθάσει -και μάλιστα με τάσεις αύξησης υπό όρους γεωμετρικής προόδου- κοντά στο 330% του παγκόσμιου ΑΕΠ, αγγίζοντας τα 230 τρισ. δολ. Την μερίδα του λέοντος -περίπου τρία τέταρτα- του χρέους αυτού κατέχουν τα κράτη και οι επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων φυσικά σ’ αυτές των τραπεζών.
2. Το ως άνω σενάριο γίνεται ακόμη πιο δυσοίωνο εκ του ότι, επειδή οι αποδόσεις ως ποσοστό συρρικνώνονται, ενισχύεται ραγδαία η ροπή προς επικίνδυνες κερδοσκοπικές τοποθετήσεις.  Αρκεί να σημειωθεί εδώ ότι η ονομαστική αξία των παραγώγων -του πιο χαρακτηριστικού δείγματος παρακεκινδυνευμένης κερδοσκοπικής τοποθέτησης- παγκοσμίως ανέρχεται στο ιλιγγιώδες ύψος των 550 τρισ. δολ. (notional amount) περίπου, αγγίζοντας το υπερδιπλάσιο του παγκόσμιου χρέους και το υπερεπταπλάσιο του παγκόσμιου ΑΕΠ.
II. Η κρίση χρέους στην Ευρωζώνη.
Έναντι αυτής της, παγκοσμίων διαστάσεων, κρίσης χρέους η Ευρωζώνη είναι, τουλάχιστον υπό τις σημερινές συνθήκες, διπλά εκτεθειμένη.  Και τούτο διότι:
Α. Πρώτον, η Ευρωζώνη έχει ν’ αντιμετωπίσει το δικό της πρόβλημα χρέους.  Με την έννοια ότι, ανεξαρτήτως της παγκόσμιας συγκυρίας, είναι η ιδιοσυστασία της γενικότερης οικονομικής πολιτικής εντός της Ευρωζώνης η οποία «πυροδοτεί» την, εντός Ευρωζώνης, κρίση χρέους.
1. Τούτο οφείλεται στο ότι, ουσιαστικώς από συστάσεώς της, η Ευρωζώνη ακολουθεί μιάν -πρωτίστως γερμανικής έμπνευσης- αυστηρή πολιτική λιτότητας, η οποία έχει ως βασικό στόχο την μείωση ή και την εξαφάνιση των ελλειμμάτων των κρατών-μελών.  Πέρα και έξω από τους πραγματικούς λόγους που έχουν οδηγήσει στην υιοθέτηση μιας τέτοιας πολιτικής λιτότητας, είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι η πολιτική αυτή, εκ των πραγμάτων, οδηγεί, σχεδόν μαθηματικώς, στην συρρίκνωση -ή, στην καλλίτερη περίπτωση στην μη επαρκή αύξηση- του ΑΕΠ ιδίως των οικονομικώς ασθενέστερων κρατών-μελών της Ευρωζώνης.  Άρα, και με δεδομένο το ότι, από πλευράς οικονομικής επιστήμης, το δημόσιο χρέος κάθε χώρας εξαρτάται, ως ποσοστό, αμέσως από το ύψος του ΑΕΠ, είναι προφανές ότι η συρρίκνωση -ή, έστω, και η μη επαρκής αύξηση- του τελευταίου συντείνει στην αύξηση του δημόσιου χρέους της.  Περαιτέρω δε όσο μεγαλύτερη είναι η συρρίκνωση του ΑΕΠ, τόσο αυξάνει -καθιστάμενο τελικώς μη διαχειρίσιμο- το δημόσιο χρέος κάθε χώρας.
2. Τα ίδια τα στοιχεία της Eurostat ως προς τα οικονομικά στοιχεία της Ευρωζώνης είναι άκρως αποκαλυπτικά και, επέκεινα, πειστικά ως προς την ακρίβεια των ως άνω διαπιστώσεων. Ναι μεν, λόγω της προμνημονευόμενης πολιτικής λιτότητας, ο μέσος όρος του ελλείμματος στην Ευρωζώνη έχει πέσει κάτω από το 2% -σε ορισμένα δε κράτη-μέλη που τελούν υπό πρόγραμμα, όπως η Ελλάδα, παρατηρούνται και σημαντικά, ως υπέρογκα για τις δυνατότητές τους, πλεονάσματα- πλην όμως:
α) Ο μέσος όρος του χρέους στην Ευρωζώνη αυξάνεται δραματικά.  Για του λόγου το ασφαλές, προ κρίσης, ήτοι το 2008, ο μέσος όρος του χρέους της Ευρωζώνης βρισκόταν στο 68,6%, ενώ στις αρχές του 2017 (α΄τρίμηνο) το χρέος έφθασε στο 89,5%.
β) Αυξήθηκε δραματικά τα χρέος επιμέρους κρατών-μελών της Ευρωζώνης, με πρώτα «θύματα» εκείνα τα κράτη-μέλη που είναι περισσότερο εκτεθειμένα στην προαναφερόμενη πολιτική λιτότητας και στην απουσία ικανοποιητικού ρυθμού ανάπτυξης.  Τα παραδείγματα, πάντα με αφετηρία το 2008 και κατάληξη το τέλος του 2016, είναι άκρως αποκαλυπτικά: Έτσι στην Γαλλία το χρέος ανήλθε από το 68% στο 96,5%, στην Ισπανία από το 39,5% στο 99%, στην Ιταλία από το 102,4% στο 132% και στην Πορτογαλία -λόγω και των πρόσθετων επιπτώσεων των εφαρμοζόμενων προγραμμάτων λιτότητας στο ΑΕΠ της χώρας αυτής- από το 71,7% στο 130%.
3. Υπό τα ως άνω δεδομένα καθίσταται προφανές ότι, εντός Ευρωζώνης, η αδιαμφισβήτητη κρίση ελλείμματος, που «ενδημούσε» ως το 2008, αντιμετωπίζεται μεν, αλλά μ’ έναν τρόπο -για την ακρίβεια, με τον τρόπο της πολιτικής αυστηρής λιτότητας- που οδηγεί στην, αυτόθροη σχεδόν, μετατροπή της σε κρίση χρέους.
α) Τούτο έχει συμβεί διότι τα «προνομιούχα» πλεονασματικά κράτη-μέλη δεν αναπροσαρμόζουν -τουλάχιστον ως τώρα- την πολιτική τους, με βάση τον θεσμοθετημένο κανονισμό εξισορρόπησης των ανισορροπιών που προκύπτουν από την εξέλιξη στο εξωτερικό ισοζύγιο πληρωμών, παραβιάζοντας έτσι, σχεδόν ευθέως, τους οικείους κανόνες του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου.  Με αποτέλεσμα, το κόστος της μη συμμετρικής προσαρμογής σ΄επίπεδο ισορροπίας της Ευρωζώνης ν’ αναλαμβάνεται, αποκλειστικώς, από τα ελλειμματικά -επέκεινα δε χρεωστικά- κράτη-μέλη.
β) Είναι αυτό ακριβώς το γεγονός, το οποίο έχει εξαναγκάσει τ’ ασθενέστερα οικονομικώς κράτη-μέλη της Ευρωζώνης σε μια αποπληθωριστική πολιτική -δια της οδού της εσωτερικής υποτίμησης, μιας και η φύση του Ευρώ αποκλείει την ευθεία υποτίμηση- που τα «βυθίζει», κυριολεκτικώς, στο εφιαλτικό περιβάλλον της αναπότρεπτης οικονομικής ύφεσης και της υψηλής ανεργίας.  Και έτσι τα εκθέτει σε υψηλό κίνδυνο κοινωνικής έκρηξης, λόγω ενδεχόμενης ρήξης του κοινωνικού τους ιστού, πράγμα που μπορεί να έχει ανυπολόγιστες συνέπειες για την ίδια την Ευρωζώνη και, επέκεινα, για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση.  Το παράδειγμα της Ελλάδας μαρτυρά ευγλώττως, με οιονεί αμάχητα οικονομικώς τεκμήρια.
Β. Δεύτερον, η Ευρωζώνη δεν διαθέτει -κυρίως λόγω του ότι δεν έχει φθάσει στο κατάλληλο επίπεδο μιας πραγματικής νομισματικής ένωσης, ικανής να υπερασπισθεί αποτελεσματικώς το ενιαίο νόμισμα, το Ευρώ -τ’ απαραίτητα μέσα για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους.  Και δη, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, τόσο της εισαγόμενης κρίσης χρέους, λόγω των επιπτώσεων της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, όσο και της intra muros κρίσης χρέους, ήτοι της κρίσης χρέους λόγω των εν γένει οικονομικών επιλογών από τα ίδια τα όργανα της Ευρωζώνης. Πέραν τούτου, η Ευρωζώνη δεν διαθέτει τον κατάλληλο «αυτόματο μηχανισμό εξισορρόπησης» των παρατηρούμενων ανισορροπιών, που προκύπτουν από τις εξελίξεις στο εξωτερικό ισοζύγιο πληρωμών των κρατών-μελών, ιδίως κατά την, σχεδόν νομοτελειακή, αντιπαράθεση πλεονασμάτων έναντι ελλειμμάτων.  Αψευδής μάρτυρας το γεγονός, ότι η τήρηση των ορίων που προβλέπονται από την Διαδικασία Μακροοικονομικών Ανισορροπιών στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών δεν επιτυγχάνεται.  Με αποτέλεσμα, τα πλεονασματικά κράτη-μέλη, εκμεταλλευόμενα την στρεβλή οικονομική πολιτική που έχουν επιβάλει και τα εξυπηρετεί, ν’ «απομυζούν» τα, κατ’ ανάγκην, ελλειμματικά και να τα οδηγούν σε συνθήκες, οι οποίες κινούνται μεταξύ υποτονικής ανάπτυξης και «ενδημικής» ύφεσης. Τα παραδείγματα που εκτίθενται ευθύς αμέσως, και που αφορούν το Eurogroup, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αρκούν για να βεβαιώσουν «του λόγου το ασφαλές»:
1. Απλή παρατήρηση της τρέχουσας ευρωπαϊκής πραγματικότητας, μ’ έμφαση σ’ εκείνη της Ευρωζώνης, καταδεικνύει ότι, κυρίως από την έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης μετά το 2008 και πρωτίστως μετά το 2010, όταν και άρχισε να διαμορφώνεται η εμπειρία κρατών-μελών υπό Πρόγραμμα –με αφετηρία την Ελλάδα- το Eurogroup συνιστά, από πλευράς επιρροής στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, κορυφαίο όργανο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης.  Ουδείς μπορεί ν’ αγνοήσει το γεγονός ότι κάθε σημαντική οικονομική –και όχι μόνο νομισματική- απόφαση που λαμβάνεται εντός Ευρωζώνης, π.χ. από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή ακόμη και από αυτό τούτο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πρέπει, εν τοις πράγμασι, να φέρει την «σφραγίδα έγκρισης» του Eurogroup, ενώ η κατά την ευρωπαϊκή έννομη τάξη μεταγενέστερη επικύρωση των αποφάσεών του είναι εντελώς τυπική και γι’ αυτό περνάει, συνήθως, σχεδόν απαρατήρητη.  Το παράδειγμα της ελληνικής κρίσης και του ρόλου που διαδραμάτισε και διαδραματίζει σε αυτή το Eurogroup, ως αυτή τη στιγμή, μαρτυρούν ευγλώττως.
α) Κι όμως αυτό το τόσο σημαντικό, ιδίως στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, όργανο, το Eurogroup, αναφέρεται σχεδόν επιδερμικά από ορισμένες διατάξεις του ευρωπαϊκού δικαίου.  Διατάξεις, οι οποίες είναι ισχνές κανονιστικώς και δεν περιγράφουν με πληρότητα τα της οργάνωσης και λειτουργίας του Eurogroup και τη νομική φύση –άρα και τις επακόλουθες συνέπειες- των αποφάσεών του.  Αυτή η οιονεί θεσμική «αφάνεια» του Eurogroup οδηγεί, μοιραίως, στην συνακόλουθη αναντιστοιχία μεταξύ του δυναμισμού της οικονομικής πραγματικότητας και της εμφανούς αδυναμίας του εκάστοτε ισχύοντος θεσμικού πλαισίου να την παρακολουθήσει.  Άρα, σε ένα είδος επικυριαρχίας του «οικονομικού» επί του «θεσμικού».
β) Την ως άνω πραγματικότητα ως προς αφενός την απουσία μιας επαρκούς πλαισίωσης της οργάνωσης και λειτουργίας του Eurogroup και, αφετέρου, τις επέκεινα αρνητικές νομικές επιπτώσεις, έχει ήδη φέρει στο φως η νομολογία του ΔΕΕ.  Κορυφαίο νομολογιακό προηγούμενο συνιστά η, σχετικώς πρόσφατη, απόφασή του της 20.9.2016 «Ledra Advertising», με αφορμή το Πρόγραμμα της Κύπρου.
2. Είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι το Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας («ΕΜΣ»), ο οποίος δημιουργήθηκε κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και με εξίσου συγκεκριμένη αποστολή, δεν έχει λάβει ακόμη την μορφή που θα του επιτρέψει να φέρει σε πέρας την ως άνω αποστολή.  Ειδικότερα:
α) Στο πλαίσιο αντιμετώπισης της κρίσης χρέους κρατών-μελών της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και ενόψει του κινδύνου διάσπασής της, κατέστη αναγκαία η παροχή χρηματοοικονομικής στήριξης σ’ εκείνα τα κράτη-μέλη, τα οποία αντιμετώπιζαν πρόβλημα δανεισμού από τις αγορές. Προς τούτο ήταν απαραίτητη η ίδρυση νέων μηχανισμών για δύο, κυρίως, λόγους:
α1) Πρώτον, διότι δεν ήταν δυνατή ούτε η άμεση χρηματοδότηση κράτους-μέλους απευθείας από άλλα κράτη-μέλη ή από τα ίδια τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω της ρήτρας μη διάσωσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 125 ΣΛΕΕ, ούτε, όμως, από την ΕΚΤ, μέσω της αγοράς κρατικών ομολόγων, λόγω της απαγόρευσης νομισματικής χρηματοδότησης κρατών-μελών από την ΕΚΤ, κατά τις διατάξεις του άρθρου 123 παρ. 1 ΣΛΕΕ.
α2) Δεύτερον, όταν προέκυψαν τα προβλήματα χρηματοδότησης δεν υπήρχε επαρκής νομική βάση για την λήψη μέτρων συνολικής αντιμετώπισής τους σ’ ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς η αρμοδιότητα ρύθμισης των ζητημάτων οικονομικής πολιτικής έχει παραμείνει, με βάση την αρχή της δοτής αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις διατάξεις του άρθρου 4 και 5 ΣυνθΕΕ, στα κράτη-μέλη. Λόγος, άλλωστε, για τον οποίο κατέστη, εν τέλει, αναγκαία η τροποποίηση της ΣΛΕΕ, με την πρόβλεψη δυνατότητας ίδρυσης μόνιμου πλέον μηχανισμού σταθερότητας από τα κράτη-μέλη, με νόμισμα το Ευρώ και την υπογραφή, συνακόλουθα, διεθνούς συνθήκης με στόχο την σύσταση του μόνιμου ΕΜΣ.
β) Όπως είναι προφανές ο ΕΜΣ, κατά πλήρη αξιοποίηση των δυνατοτήτων ενόψει των οποίων δημιουργήθηκε και οι οποίες περιγράφηκαν ανωτέρω σε γενικές γραμμές, διαδραματίζει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο για τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης υπό Πρόγραμμα, όπως συμβαίνει με την Ελλάδα.  Άλλωστε, κατά το στοιχ. 13 του προοιμίου της Συνθήκης ΕΜΣ, η φιλοδοξία σύστασής του συνίστατο ακριβώς στο να διαδραματίσει ρόλο αντίστοιχο με αυτόν του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) παρέχοντας, όπως το ΔΝΤ, στήριξη με στόχο την σταθερότητα κράτους-μέλους, όταν αυτό έχει μειωμένη δυνατότητα ή αντιμετωπίζει κίνδυνο να έχει μειωμένη δυνατότητα τακτικής πρόσβασης στην χρηματοδότηση από τις αγορές.  Ωστόσο, και παρά τα ελπιδοφόρα μηνύματα του τελευταίου εξαμήνου από πλευράς Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ακόμη δε και από πλευράς Γερμανίας, ο ΕΜΣ δεν έχει αποκτήσει το σύνολο των αρμοδιοτήτων, ενόψει των οποίων δημιουργήθηκε.
3. Λόγω και ορισμένων, όχι αμελητέων, αβλεψιών στον σχεδιασμό της Ευρωζώνης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα («ΕΚΤ»):
α) Δεν έχει αποκτήσει ακόμη ούτε τις αρμοδιότητες εποπτείας του συνόλου του Ευρωπαϊκού Τραπεζικού Συστήματος.
β) Αλλά ούτε τα μέσα αντιμετώπισης της κρίσης χρέους, τα οποία διαθέτουν άλλες Κεντρικές Τράπεζες, όπως π.χ. η Fed στις ΗΠΑ. Είναι, βεβαίως, αλήθεια ότι λόγω της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, η ΕΚΤ υιοθέτησε ορισμένα αναγκαία προγράμματα προς αυτή την κατεύθυνση, όπως π.χ. το πρόγραμμα περί αγοράς κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές.  Πρόγραμμα το οποίο κρίθηκε, από το ΔΕΕ με την απόφασή του Gauweiller (C-42/64), ως σύμφωνο με τις διατάξεις του άρθρου 123 παρ. 1 ΣΛΕΕ.  Πλην όμως συνιστά κοινό τόπο στο χώρο της οικονομικής επιστήμης ότι τέτοια προγράμματα, παρά τα συγκεκριμένα πλεονεκτήματά τους, δεν είναι σε θέση να εξοπλίσουν την ΕΚΤ με μέσα ανάλογα του μεγάλου κινδύνου της κρίσης χρέους που αυτή οφείλει ν’ αντιμετωπίσει.
Γ. Οι παρατηρήσεις που προηγήθηκαν καθιστούν άκρως ευκρινείς τις minimum αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, έτσι ώστε τα όργανά της ν’ ανταποκριθούν στην, ύψιστης σημασίας υπό τις παρούσες συνθήκες, αποστολή της για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους, η οποία την απειλεί ευθέως.  Για να γίνω σαφέστερος, και αφού επισημανθεί μ’ έμφαση ότι μέγιστη προτεραιότητα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η αλλαγή της πολιτικής αυστηρής και αδιέξοδης λιτότητας που συρρικνώνει το ΑΕΠ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης και η αντικατάστασή της με κατάλληλες αναπτυξιακές πολιτικές:
1. Πρέπει να συμπληρωθεί και να ολοκληρωθεί το θεσμικό πλαίσιο του Eurogroup, τόσο από πλευράς οργάνωσης όσο και από πλευράς λήψης αποφάσεων, προκειμένου το όργανο αυτό να λειτουργεί υπό θεσμικούς όρους ανάλογους του καθοριστικού ειδικού του βάρους στο πεδίο της Ευρωζώνης.
2. Απαιτείται η πλήρης μετατροπή, το ταχύτερο δυνατόν, του ESM σε πραγματικό Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο.  Η εξέλιξη αυτή από την μια πλευρά θ’ αποτρέψει στο μέλλον την επανάληψη του φαινομένου της ανάμιξης στα interna corporis της Ευρωζώνης οργανισμών δίχως την ανάλογη εμπειρία.  Και, από την άλλη πλευρά, θα βοηθήσει ουσιωδώς την ΕΚΤ στην ευόδωση της αποστολής της.
3. Τέλος, η ΕΚΤ καθώς και οι άλλοι τραπεζικοί θεσμοί, που είναι επιφορτισμένοι με την χρηματοδότηση των επενδύσεων και της ανάπτυξης, πρέπει να εφοδιασθούν ιδίως με τα μέσα που τους επιτρέπουν:
α) Ν’ ασκούν αποτελεσματικά τον εποπτικό τους ρόλο στο σύνολο του τραπεζικού συστήματος που υπάγεται σ’ αυτήν.
β) Ν’ αντιμετωπίσουν την κρίση χρέους, που εκδηλώνεται απειλητικά στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης.  Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να επισημανθεί ότι, δίχως την θεσμοθέτηση ενός είδους κατάλληλου «ευρωομόλογου», οι τραπεζικοί θεσμοί της Ευρωζώνης -εποπτικοί και αναπτυξιακοί- δεν θα μπορέσουν ν’ ανταποκριθούν στην αποστολή τους για την αντιμετώπιση όχι μόνο της τωρινής κρίσης χρέους, αλλά και αναπόφευκτων μελλοντικών κραδασμών και κρίσεων.  Επομένως, η δημιουργία ενός δημοσιονομικού εργαλείου (fiscal backstop) είναι απαραίτητη για την διαμόρφωση προϋποθέσεων πραγματικής και βιώσιμης ανάπτυξης εντός της Ευρωζώνης.
III. Η ανάγκη ελάφρυνσης του Ελληνικού δημόσιου χρέους.
Επιτρέψατέ μου, καταλήγοντας, να εκθέσω τα δεδομένα της ανάγκης ελάφρυνσης του Ελληνικού δημόσιου χρέους, ως επιβεβλημένης in concreto μεταρρύθμισης που αφορά την εν γένει άμυνα της Ευρωζώνης απέναντι στην κρίση χρέους, η οποία την απειλεί κατά τα προεκτεθέντα.  Και τούτο διότι θα ήταν ένα νέο λάθος εκ μέρους των Ευρωπαϊκών Θεσμών, το να κρίνουν το ελληνικό πρόβλημα δημόσιου χρέους ως «ξένο» προς το γενικότερο αντίστοιχο πρόβλημα της Ευρωζώνης.  Δοθέντος μάλιστα ότι κατά ένα σημαντικό τουλάχιστον μέρος, το ελληνικό πρόβλημα δημόσιου χρέους οφείλεται και στα αίτια της γενικευμένης κρίσης χρέους εντός Ευρωζώνης.
Α. Είναι κάτι περισσότερο από ευκρινές ότι η ευοίωνη προοπτική της Ελλάδας δεν εξαρτάται μόνον από τις δικές της προσπάθειες, αλλά και από την στάση των Εταίρων της στην Ευρωπαϊκή Ένωση -επέκεινα δε των Ευρωπαϊκών Θεσμών εν γένει- πολλώ μάλλον όταν, από την μια πλευρά, η Ελλάδα εκπληρώνει στο ακέραιο τις ευρωπαϊκές της υποχρεώσεις.  Και, από την άλλη πλευρά, τα σημερινά προβλήματα της Ελλάδας είναι, εν πολλοίς, και προβλήματα πολλών άλλων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρα προβλήματα της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενόψει της νομοτελειακής ανάγκης ενοποίησής της.  Διότι θα ήταν μια επιζήμια, για το μέλλον και την προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντίληψη να θεωρήσουμε σήμερα πως η περίπτωση της Ελλάδας είναι ένα μεμονωμένο δείγμα κρίσης στο πεδίο του όλου Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος.
Β. Αντιθέτως, η περίπτωση της Ελληνικής κρίσης -και αυτό φάνηκε ήδη εξ αρχής, όταν μεταξύ 2009-2010 υποτιμήθηκε η ελληνική κρίση ως μεμονωμένο οικονομικό και κοινωνικό φαινόμενο- πρέπει να καταγραφεί, στην συνείδηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ευρωπαϊκών Θεσμών, ως ένα σήμα κινδύνου που αφορά το ίδιο το ευρωπαϊκό σκάφος, όταν πλέει στα ταραγμένα νερά μιας ανεξέλεγκτης οικονομικής παγκοσμιοποίησης με τα υπό κατάρρευση «παγόβουνα» ορισμένων αδίστακτων αγορών να προσβλέπουν στο ναυάγιο ενός «Ευρωπαϊκού Τιτανικού».
Γ. Υπό τα ως άνω δεδομένα καθίσταται σαφές, ότι το ευοίωνο μέλλον της Ελλάδας εξαρτάται από συνθήκες και προϋποθέσεις που αφορούν, στο ακέραιο, το ευοίωνο μέλλον της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης.  Πραγματικά:
1. Ουδείς σήμερα, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και όχι μόνον, μπορεί ν’ αμφισβητήσει ότι, όπως ήδη τόνισα, η Ελλάδα έχει εκπληρώσει, και μάλιστα στο ακέραιο, τις υποχρεώσεις της στο πλαίσιο των Μνημονίων που της έχουν επιβληθεί.
α) Μνημονίων, για το όλο περιεχόμενο των οποίων και συγκεκριμένα σφάλματά του η Ελλάδα δεν είναι αποκλειστικώς υπεύθυνη, αφού οφείλονται και στο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη εμφανίσθηκαν εντελώς ανέτοιμες όταν προέκυψε, μεταξύ 2009-2010, η ελληνική κρίση, θεωρώντας επιπλέον, όπως προεξέθεσα, ότι η κρίση αυτή ήταν μεμονωμένο φαινόμενο.  Ήταν δε τότε που η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη:
α1) Προσέτρεξαν στις υπηρεσίες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), δίχως να υπολογίσουν ότι ο θεσμός αυτός δεν είχε τότε την απαιτούμενη εμπειρία στην αντιμετώπιση κρίσεων εντός χωρών που είναι μέλη μιας νομισματικής ένωσης, οι οποίες λόγω του κοινού νομίσματος μπορεί να μεταδοθούν διαδραστικώς στο τραπεζικό σύστημα και στο κόστος των χρεωγράφων και των λοιπών χωρών της ένωσης.  Δοθέντος, επιπροσθέτως, ότι το ΔΝΤ στήριζε πάντα τα, όποια, προγράμματα υιοθέτησε παγκοσμίως στην βάση της υποτίμησης του κατά περίπτωση εθνικού νομίσματος (άμεση αναδιάρθρωση του κρατικού χρέους),  όταν ήταν δεδομένο ότι το Ευρώ, από την φύση του, δεν υπόκειται σε τέτοιας μορφής υποτιμήσεις και μια βιαστική αναδιάρθρωση του χρέους μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στο κόστος δανεισμού και στην βιωσιμότητα του τραπεζικού συστήματος άλλων κρατών-μελών.   Εξ ού και τα άκρως βλαπτικά για την Ελλάδα σφάλματα του Πρώτου Μνημονίου, ιδίως σε ό,τι αφορά τις υπερ-αισιόδοξες εκτιμήσεις του πολλαπλασιαστή και τις εντεύθεν βαρύτατες υφεσιακές συνέπειες για την Ελληνική Οικονομία.
α2) Επέκεινα δε, όταν αντιλήφθηκαν στην πορεία τα προβλήματα του ΔΝΤ και δημιούργησαν τον ESM, όχι μόνο δεν τον εξόπλισαν, εγκαίρως, με τ’ αναγκαία μέσα για την εκπλήρωση της αποστολής του αλλά και, όπως ήδη επισημάνθηκε, δεν προχώρησαν -επίσης εγκαίρως- στην μετατροπή του σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, προκειμένου να υποκαταστήσει αμέσως το ΔΝΤ, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης.
β) Υπό τις ως άνω συνθήκες, και εφόσον η Ελλάδα έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, ακόμη και για λάθη που δεν της αναλογούν, καθίσταται κάτι περισσότερο από σαφές ότι οι Εταίροι μας οφείλουν να εκπληρώσουν εφεξής και τις δικές τους δεσμεύσεις.  Και εδώ περιορίζομαι ν’ αναφερθώ στην βασική υποχρέωση των Εταίρων μας ως προς την διασφάλιση της  διαχειρισιμότητας του Ελληνικού δημόσιου χρέους.  Την κρίνω δε ως βασική, διότι το «τέρας» του χρέους -στο σύνολό του και ιδίως ως προς την διάσταση του δημόσιου χρέους- αφορά όχι μόνο την Ελλάδα αλλά όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως δε την Ευρωζώνη.
2. Για να γίνω σαφέστερος και, συνακόλουθα, για να συγκεκριμενοποιήσω τις σκέψεις μου, η ομαλή αναπτυξιακή πορεία της Ελλάδας εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους της, ώστε αυτό να καταστεί διαχειρίσιμο και όχι απλώς «βιώσιμο» με τεχνικούς όρους.   Διότι προφανώς -και a contrario- ένα κράτος-μέλος της Ευρωζώνης δεν είναι δυνατό ν’ ακολουθήσει ομαλή αναπτυξιακή πορεία όταν το δημόσιο χρέος του δεν είναι μακροπρόθεσμα διαχειρίσιμο, όσον αφορά το ποσοστό με το οποίο επιβαρύνεται ο προϋπολογισμός από τα τοκοχρεολύσια εις βάρος των αναπτυξιακών δαπανών, που είναι απαραίτητες για να προσελκυσθούν υψηλής ποιότητας ιδιωτικές επενδύσεις.  Επενδύσεις, οι οποίες είναι αναγκαίες για την τόνωση  των ρυθμών ανάπτυξης και, επομένως, για την ενίσχυση της δυνατότητας μιας χώρας ν’ αποπληρώσει το χρέος της.
α) Ούτως ή άλλως υφίσταται ρητή δέσμευση των Θεσμών έναντι της Ελλάδας για ελάφρυνση του δημόσιου χρέους της -πάντα κατά τους κανόνες του ESM- όταν και εφόσον η Ελλάδα εκπληρώσει τις μνημονιακές της υποχρεώσεις, πράγμα που, όπως προεκτέθηκε, έχει συντελεσθεί ήδη σε πολύ μεγάλο βαθμό. Πέραν τούτου υφίσταται ένα είδος «αρχής εκπληρώσεως» αυτής της δέσμευσης των Θεσμών έναντι της Ελλάδας, με βάση την συμφωνία που επιτεύχθηκε στην συνεδρίαση του Eurogroup στις 24 Μαΐου 2016.  Η συμφωνία αυτή αφορά την εφαρμογή, σε πρώτο στάδιο, των βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης που εγκρίθηκαν, στις 23 Ιανουαρίου 2017, από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF).
α1) Τα ως άνω μέτρα συνίστανται, μεταξύ άλλων, στην εξομάλυνση των αποπληρωμών των δανείων του EFSF, σύμφωνα με την τρέχουσα μεσοσταθμική διάρκεια, έως 3,5 έτη, στην σύναψη πράξεων ανταλλαγής επιτοκίων από τον ESM και στην μετατροπή του κυμαινόμενου σε σταθερό επιτόκιο 1,5% για το 30%, περίπου, των υφιστάμενων δανείων του EFSF και για το 85% των υφιστάμενων και μελλοντικών δανείων του ESM.
α2) Η εφαρμογή των κατά τ’ ανωτέρω βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους της Ελλάδας οδηγεί σε σταθεροποίηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ σε 100%, περίπου, από το 2033 και έπειτα.  Ενώ οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας μειώνονται, περίπου, κατά 4% του ΑΕΠ.
β) Σε ό,τι αφορά την λήψη των μακροπρόθεσμων πλέον μέτρων ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψη η πρόταση, την οποία έχει επεξεργασθεί ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας κ. Emmanuel Macron, και την οποία υποστήριξε με την ευκαιρία της πρόσφατης επίσημης επίσκεψής του στην Αθήνα.  Πρόκειται για πρόταση, η οποία συνδέει την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους της Ελλάδας με μια «ρήτρα ανάπτυξης».
β1) Η ρήτρα ανάπτυξης αλλάζει την λογική της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, βάσει της οποίας η αποπληρωμή του γινόταν ανεξαρτήτως του ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ, δηλαδή χωρίς να λαμβάνεται υπόψη αν η Χώρα καταγράφει ρυθμούς ανάπτυξης που υπολείπονται του προβλεπόμενου στόχου.  Η λογική Macron εκκινεί από την παραδοχή, ότι ο πιο βιώσιμος τρόπος αντιμετώπισης του χρέους περνά, πρωτίστως, μεσ’ από την τόνωση των ρυθμών ανάπτυξης.  Στόχος είναι να δοθεί επαρκής ευελιξία στην αποπληρωμή του χρέους, έτσι ώστε οι ετήσιες επιβαρύνσεις να μην καταθλίβουν την προσπάθεια ανάταξης της οικονομίας, όπως δυστυχώς συνέβη τα πρώτα χρόνια εφαρμογής των Μνημονίων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, μπορεί να συμφωνηθεί π.χ. επιμήκυνση των περιόδων αποπληρωμής και μείωση των τοκοχρεολυσίων, με παράλληλη προσφορά επαρκών εγγυήσεων προς τους δανειστές αλλά και εντατικοποίηση των μεταρρυθμίσεων και αλλαγών για τόνωση της ανάπτυξης στο εσωτερικό της Χώρας.
β2) Η ως άνω πρόταση Macron είναι τόσο περισσότερο σύγχρονη και αποτελεσματική για την εξασφάλιση της διαχειρισιμότητας του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, όσο αποτελεί κοινό τόπο το ότι ο καταλληλότερος τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης δημόσιου χρέους συνίσταται, όπως προελέχθη, στην τόνωση των ρυθμών ανάπτυξης κάθε χώρας: Όσο μεγαλύτεροι είναι οι ρυθμοί ανάπτυξης, τόσο θωρακίζεται η διαχειρισιμότητα του δημόσιου χρέους μιας χώρας, δοθέντος ότι το μέγεθος του δημόσιου χρέους εξαρτάται, ευθέως και απολύτως, από το μέγεθος του ΑΕΠ.
Επίλογος
Η σοβούσα παγκόσμια κρίση χρέους συνιστά, μάλλον, την μεγαλύτερη πρόκληση για την Ευρωζώνη από τότε που δημιουργήθηκε και, επιπροσθέτως, υπό τους όρους που δημιουργήθηκε.  Με την έννοια ότι είναι πια σχεδόν προφανές ότι η ως άνω κρίση χρέους προσλαμβάνει οιονεί «υπαρξιακές» διαστάσεις για την Ευρωζώνη: Ή η Ευρωζώνη θ’ αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την παγκόσμια κρίση χρέους ή, στην αντίθετη περίπτωση, θα βρεθεί μπροστά στον κίνδυνο αποσάρθρωσής της:
Α. Ο κατά τ’ ανωτέρω κίνδυνος αποσάρθρωσης της Ευρωζώνης αποκτά τόσο μεγαλύτερες διαστάσεις όσο:
1. Πρώτον, η ίδια η ως σήμερα ακολουθούμενη πολιτική της Ευρωζώνης, μέσω της αυστηρής λιτότητας που δυσχεραίνει την ανάπτυξη και συρρικνώνει το ΑΕΠ των κρατών-μελών της, παράγει ίδιον χρέος, που είναι το άθροισμα του χρέους των ως άνω κρατών-μελών.  Μ’ αυτόν τον τρόπο η κρίση χρέους για την Ευρωζώνη αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο.
2. Δεύτερον, η Ευρωζώνη, δυστυχώς, δομήθηκε δίχως τα κατάλληλα μέσα άμυνας εναντίον σημαντικών διεθνών οικονομικών κρίσεων, κυρίως δε κρίσεων χρέους.
α) Και τούτο διότι εκείνοι που έθεσαν αρχικώς τα θεμέλιά της, εμφορούμενοι από μιάν οιονεί «φιλισταϊκή» αντίληψη, είχαν πιστέψει πως η Ευρωζώνη και το Ευρώ θα «ταξίδευαν», στο διηνεκές, στα «ήρεμα νερά» μιας Παγκόσμιας Οικονομίας, η οποία θωρακιζόταν ασφαλώς από τις δυνάμεις «αυτορρύθμισής» της.  Και, έτσι, και σε νομισματικό επίπεδο, παγκοσμίως, οι κανόνες του υγιούς ανταγωνισμού θα μπορούσαν να καθορίσουν τους όρους ομαλής νομισματικής συνύπαρξης.
β) Υπ’ αυτό το πνεύμα:
β1) Το Eurogroup ουδέποτε απέκτησε τα θεσμικά θεμέλια που αναλογούν στην τεράστια οικονομική και νομισματική του εμβέλεια.
β2) Ο EMΣ , ακόμη και όταν ιδρύθηκε -έστω και καθυστερημένα- μετά την κατανόηση του κινδύνου έλλειψης μηχανισμών της Ευρωζώνης για την αντιμετώπιση κρίσεων, ουδέποτε απέκτησε την οντότητα πραγματικού Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, όπως ήταν ο πραγματικός προορισμός του.
β3) Η ΕΚΤ, ακόμη και σήμερα, δεν έχει την εποπτεία του συνόλου του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος.  Και, το κυριότερο, δεν διαθέτει τα κατάλληλα δημοσιονομικά εργαλεία -και ιδίως το εργαλείο μιας μορφής «ευρωομολόγου»- που έχουν άλλες Κεντρικές Τράπεζες, όπως η FED, για την αντιμετώπιση γενικευμένων κρίσεων χρέους.
Β. Υπό τα δεδομένα αυτά οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στο πεδίο της Ευρωζώνης, προκειμένου ν’ αποκτήσει τον κατάλληλο αμυντικό θώρακα εναντίον της απειλητικής παγκόσμιας κρίσης χρέους, αποτελούν, σχεδόν, μονόδρομο.  Ειδικότερα:
1. Απαιτείται η θεσμική ολοκλήρωση του status του Eurogroup, τόσον ως προς την δομή του όσο και ως προς την λήψη των αποφάσεών του.
2. Απαιτείται η θεσμική μετατροπή του ΕΜΣ σε πραγματικό Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο.
3. Απαιτείται η θεσμική θωράκιση της ΕΚΤ με τα κατάλληλα μέσα, ώστε αφενός ν’ αποκτήσει τις αρμοδιότητες ελέγχου του συνόλου του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος.  Και, αφετέρου, ν’ αποκτήσει τα κατάλληλα δημοσιονομικά εργαλεία -με κορωνίδα μια μορφή «ευρωομολόγου»- ώστε, όπως όλες οι πραγματικές Κεντρικές Τράπεζες, ν’ αμύνεται αποτελεσματικώς εναντίον κάθε μορφής κρίσης χρέους.
Γ. Ως ένδειξη συνειδητοποίησης του ότι η περίπτωση του Ελληνικού δημόσιου χρέους δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά «δείγμα γραφής» -έστω και υπό μερικότερη εκδοχή- της κρίσης χρέους των ασθενέστερων οικονομικώς κρατών-μελών της Ευρωζώνης, οι Ευρωπαϊκοί Θεσμοί έχουν υποχρέωση να προβούν -και με βάση την θεμελιώδη, για την υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρχή της Αλληλεγγύης- σ’ ελάφρυνση του Ελληνικού δημόσιου χρέους.
Δ. Last, but not least: Όλες οι προαναφερόμενες αναγκαίες μεταρρυθμίσεις δεν αρκούν για τη διασφάλιση της Ευρωζώνης από τον κίνδυνο της κρίσης χρέους, αν δεν αλλάξει, το ταχύτερο δυνατό, η ως τώρα ακολουθούμενη πολιτική αυστηρής λιτότητας που, νομοτελειακώς, συρρικνώνει το ΑΕΠ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης και επιδεινώνει, εξίσου νομοτελειακώς, την κρίση χρέους.  Και η αλλαγή αυτή σηματοδοτεί την αντικατάσταση της ως άνω πολιτικής λιτότητας με αναπτυξιακές πολιτικές που, δίχως να παραπέμπουν στις αλόγιστες σπατάλες του παρελθόντος, ενισχύουν την ζήτηση μέσω ρευστότητας και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ουσιαστικώς ενισχύουν την προσφορά.
Ε. Εν είδει συμπεράσματος: Μπροστά στις προκλήσεις που υπονομεύουν την ίδια την υπόστασή της, η Ευρωζώνη πρέπει να κατανοήσει το εξής: Σήμερα ο πραγματικός «εχθρός» της δεν είναι τόσο το έλλειμμα, όσο το χρέος.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ