Παραδόσεις και παροιμίες για τον μήνα Ιούνιο

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

june1
… τον Θεριστή όπως λέγαμε στα χωριά μας!

ΕΙΝΑΙ γνωστό ότι ο Ιούνιος είναι ο έκτος μήνας του έτους. Πιθανό να ονομάστηκε έτσι προς τιμή του υπάτου της Ρώμης Λευκίου Ιουνίου Βρούτου ή από τη ρωμαϊκή θεά Juno, αντίστοιχη της ελληνικής Ήρας. Είναι ο μήνας Πάναμος των αρχαίων Μακεδόνων.
Από λαογραφικής πλευράς ο μήνας Ιούνιος λέγεται Θεριστής, γιατί τότε σε πολλά μέρη θερίζουν τα σπαρτά, Αϊ-Γιάννης και Αϊγιαννίτης και Κλήδονας, γιατί τότε (24 Ιουνίου) είναι η γιορτή του Αϊ-Γιάννη, που γίνεται ο Κλήδονας. Άλλα ονόματά του: Κερασάρης, γιατί τότε ωριμάζουν τα κεράσια, Ορνιαστής, στην Άνδρο, γιατί τότε γίνεται η επικονίαση-γονιμοποίηση (όρνιασμα) των σύκων.
Επειδή μοιάζουν τα ονόματα του Ιουνίου και του Ιουλίου, ο λαός τον πρώτο τον ονομάζει Πρωτογιούλη και το δεύτερο Δευτερογιούλη.
Οι μέρες του Ιουνίου είναι μεγάλες (η 22η είναι η μεγαλύτερη μέρα του έτους) και η δουλειά είναι πολύωρη και κοπιαστική για τους αγρότες.
Ευκαιρία, λοιπόν, να διαβάσουμε ορισμένες παροιμίες που λένε για τον μήνα Ιούνιο ή Θεριστή:
• Από την αρχή του Θεριστή*, του δρεπανιού μας η γιορτή.
• Από το θέρος ως τις ελιές, δεν απολείπουν οι δουλειές.
• Γενάρη πίνουν το κρασί, το Θεριστή το ξίδι. [δηλ. Το κρασί που μπαίνει στα βαρέλια τον Οκτώβρη , ωριμάζει το Γενάρη αλλά τον Ιούνιο έχει γίνει πια ξίδι]
• «Θέρος, τρύγος, πόλεμος» [έγεται για κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή].
• Θέρος , τρύγος , πόλεμος ….και στο αλώνισμα χαρές!
• Θέρος, τρύγος, πόλεμος, αποσταμό δεν έχουν.
• Θέρος, τρύγος, πόλεμος, στασιό δεν έχουν. [δηλ. Ο θερισμός, ο τρύγος και ο πόλεμος δεν επιτρέπουν ξεκούραση, μέχρι να τελειώσουν]
• Μάρτης έβρεχε, Θεριστής εχαίρονταν.
• Μάρτης έβρεχε, Θεριστής τραγούδαγε.
• Μη σε γελάσει ο βάτραχος και το χελιδονάκι, αν δε λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είν’ καλοκαιράκι.
• Πρωτόλη (Ιούνιε), Δευτερόλη (Ιούλιε) μου, φτωχολογιάς ελπίδα.
• Το τραγούδι του Θεριστή, η χαρά του Αλωνιστή.
• Τον Ιούνιο αφήνουν το δρεπάνι και σπέρνουν το ρεπάνι.
——————————–
* θεριστής
ο, θηλ. θερίστρια και θερίστρα (ΑΜ θεριστής) [θερίζω]· αυτός που θερίζει, που εκτελεί τον θερισμό· || (νεοελλ.) 1. αυτός που φονεύει ομαδικά, που κάνει αθρόες εκτελέσεις, ο εξολοθρευτής («ο χάρος ο θεριστής»)· 2. λαϊκή ονομασία τού μήνα Ιουνίου, επειδή κατ’ αυτόν γίνεται ο θερισμός· || (αρχ.) (στον πληθ.) Θερισταί· τίτλος σατυρικού έργου τού Ευριπίδη.
[agiameteora.net/]

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ