Του Μιχαήλ Στυλιανού
Την πληροφορία για αμερικανο-ρωσική συνάντηση κορυφής δημοσίευσε η Wall Street Journal, εφημερίδα της αμερικανικής οικονομικής εξουσίας, και την επαναλαμβάνει το οικονομικό βασικά πρακτορείο Zero Ηedge, από τους αντίποδες της αδέσμευτης ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας.
Η πληροφορία αναδύεται μέσα στο ευνοϊκό κλίμα αναμονής της άλλης συνάντησης κορυφής, που θα έχει σε δέκα ημέρες ο Αμερικανός πρόεδρος Τραμπ με (το μέχρι πολύ πρόσφατα αποφώλιον τέρας της αμερικανικής πολιτικής μυθολογίας), τον ηγέτη της Βορείου Κορέας («ρόκετ-μαν», κατά Ντόναλντ Τραμπ), Κιμ Γιονγκ-Ουν, στην Σιγκαπούρη.
Κατά την Γουώλ Στρητ Τζέρναλ -που επικαλείται πληροφορημένες πηγές- ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Μόσχα και πρώην κυβερνήτης της Πολιτείας Ούτα, Γιον Χάντσμαν, εργάζεται πυρετωδώς για την πραγματοποίηση αυτής της συνάντησης, κατά δήλωση αξιωματούχου.
Ο οποίος πρόσθεσε στην εφημερίδα ότι η προσπάθεια αυτή του πρεσβευτή Χάντσμαν για μιαν επίσημη συνάντηση των δύο ηγετών συνεχίζεται από πολλούς μήνες.
Μεταξύ των πολυάριθμων πιθανών θεμάτων προς συζήτησιν, αυτά που αναμένεται να προβληθούν ως το αντικείμενο μιας τέτοιας συνάντησης κορυφής για «την λύση των προβλημάτων που χωρίζουν τις δύο χώρες», θα είναι προφανώς η Συρία, η Ουκρανία και ο έλεγχος των πυρηνικών όπλων.
Οι πρόεδροι Τραμπ και Πούτιν είχαν δύο ανεπίσημες συναντήσεις και αντάλλαξαν απόψεις, στα πλαίσια διεθνών συσκέψεων πέρυσι, της Ομάδας των 20, στην Γερμανία τον Ιούλιο και στην διάσκεψη κορυφής στο Βιετνάμ, τον Νοέμβριο. Αλλά η εξεταζόμενη θα είναι η πρώτη επίσημη συνάντηση κορυφής μεταξύ των δύο πυρηνικών δυνάμεων, σε περίοδο όπου οι σχέσεις τους έχουν περιπέσει σε επίπεδο περίπου κατάψυξης.
Παρά το απρόοπτο και παράδοξο αυτής της πληροφορίας, στο κλίμα αντιρωσικής μονομανίας που επικρατεί στις ΗΠΑ και στις χώρες-συμμάχους τους, επίμονοι παρατηρητές, ιδιαίτερα των κινήσεων στη ρωσική πλευρά της γεωπολιτικής σκακιέρας, δεν θα εκπλαγούν ιδιαίτερα εάν οι παρούσες πληροφορίες επαληθευτούν από τις εξελίξεις.
Καταρχήν ο Αμερικανός πρεσβευτής Χάντσον είχε εξ αρχής επισύρει την προσοχή με την πολιτεία του στην Μόσχα, η οποία ερχόταν σε αντίθεση με τις πληροφορίες που τον συνόδευαν κατά την εκεί άφιξή του. Κυβερνήτης της Ούτα, ανεφέρετο ότι είχε επιλεγεί για την πρεσβεία της Μόσχας λόγω του γνωστού αντιρωσικού μένους του, όπως η πλειοψηφία άλλωστε των επιτελών της κυβέρνησης Τραμπ, μετά την πρώτη της εκκαθάριση. Αλλά οι κινήσεις και δηλώσεις του στην Μόσχα προκαλούσαν συχνά απορίες (και υποψίες), επειδή κινούνταν σε διαφορετικό μήκος κύματος από τα εχθρικά μηνύματα της Ουάσιγκτον. Κατά τα κύματα απελάσεων Ρώσων διπλωματών, οι φρασεολογία των κατευναστικών προσπαθειών του υποδήλωνε την προσωπική του τουλάχιστον διαφωνία.
Η πολιτική αυτή του πρεσβευτή Χάντσον ερμηνευόταν τότε ως η (παράδοξη για Αμερικανό και μη διπλωμάτη της καριέρας) ευφυής άσκηση της διπλωματικής αποστολής του –στην συγκεκριμένη περίπτωση, για να κατευνάσει και περιορίσει τις αντιδράσεις της θιγόμενης ρωσικής ηγεσίας και κοινής γνώμης. Οι σημερινές πληροφορίες όμως την αποκαλύπτουν στην υπηρεσία του σχεδίου που του αποδίδεται για την επίτευξη μιας συνάντησης κορυφής.
Στην υπηρεσία του σχεδίου αυτής της επίσημης συνάντησης των προέδρων Τραμπ και Πούτιν (οποιασδήποτε πατρότητας και εάν είναι αυτό το σχέδιο -του Κίσινγκερ, του Τραμπ ή του Χάντσμαν), φαίνεται τώρα να εξηγείται σειρά ρωσικών εκδηλώσεων ενδοτικότητας, θυσιών γοήτρου, και χριστιανικής αποδοχής ραπισμάτων, όπως οι (αμερικανικοί μάλλον) βομβαρδισμοί ρωσικών στόχων και σκοτωμός Ρώσου υποστρατήγου και στρατιωτών στην Συρία, η απουσία αντίδρασης στους Ισραηλινούς βομβαρδισμούς, η υπαναχώρηση από την παράδοση των S300 στην συριακή αεράμυνα και δηλώσεις για την ανάγκη αποχώρησης « όλων των ξένων δυνάμεων από την συριακή επικράτεια», που -σε συνδυασμό με την υποδοχή Νετανιάχου στην Μόσχα- ερμηνεύτηκαν πως αφορούσαν και το Ιράν.
Σε συσχετισμό με τις αποκαλυπτόμενες τώρα παρασκηνιακές διπλωματικές κινήσεις και την γνωστή συνεχή προληπτική στρατιωτική επικοινωνία των δύο πλευρών, τόσο στο επίπεδο του μετώπου της Συρίας όσο και σε επίπεδο επιτελικής κορυφής, οι σημερινές πληροφορίες περί προετοιμαζόμενης διάσκεψης εξηγούν μια ρωσική στωική παθητικότητα σε αλλεπάλληλες προκλήσεις, με την ύπαρξη πρόσθετων λόγων – εκτός της με κάθε θυσία αποφυγής μιας εκρηκτικής για την παγκόσμια ειρήνη κλιμάκωσης συγκρούσεων μεταξύ δύο πυρηνικών δυνάμεων.
Τον Απρίλιο, συνεργάτης του Προέδρου Πούτιν και τέως πρεσβευτής στην Ουάσιγκτον, ο Γιούρι Ουσάκωφ δήλωσε ότι ο Πρόεδρος Τραμπ κάλεσε τον κ. Πούτιν στην Ουάσιγκτον, κατά την τηλεφωνική επικοινωνία τους στις 20 Μαρτίου. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Σάρα Σάντερς επιβεβαίωσε την πρόσκληση, λέγοντας ότι «συζήτησαν για μια διμερή συνάντηση, στο μη απώτερο μέλλον, σε διάφορα ενδεχόμενα σημεία, περιλαμβανομένου του Λευκού Οίκου».
Στο σχετικό χθεσινό ρεπορτάζ της Γουώλ Στρητ Τζέρναλ, ο αξιωματούχος πληροφοριοδότης φέρεται να δηλώνει ότι η συνάντηση Τραμπ-Πούτιν «θα επικεντρωθεί στην συζήτηση ειδικών θεμάτων, όχι σε μεγάλη διαπραγμάτευση. Αυτά τα θέματα- είπε- πρέπει να συζητηθούν.»
Κατά τον ίδιο Αμερικανό αξιωματούχο, της συνάντησης κορυφής, πιθανώτατα θα προηγηθεί συνάντηση των αρχηγών ΓΕΕΘΑ των δύο χωρών, στρατηγών Τζο Ντάνφορντ και Βαλέρι Γκερασίμωφ.
Πρέπει, εντούτοις να σημειωθεί, ότι οι ανωτέρω χθεσινές πληροφορίες από την Ουάσιγκτον απουσίαζαν από τα πρωινά δελτία του διεθνούς ρωσικού τηλεοπτικού δικτύου R.T. (Russia Today).