Σημαντική παρέμβαση του υποδιοικητή της ΤτΕ: Δεν θεωρώ αναγκαία την προληπτική πιστωτική γραμμή!
«5 προτάσεις για τη μεταμνημονιακή Ελλάδα»
του Καθηγητή Ιωάννη Α. Μουρμούρα
Υποδιοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος
στο 2ο Διεθνές Συνέδριο του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος
στο Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος
Αθήνα, 31 Μαΐου 2018
«Η Ελλάδα σήμερα μετά από 8 δύσκολα χρόνια και χάρη αφενός στις τεράστιες θυσίες του ελληνικού λαού και αφετέρου στην αλληλεγγύη των Ευρωπαίων εταίρων μας που εκδηλώθηκε με το πρωτοφανές ποσό των δανείων που δόθηκαν στη χώρα μας σε πραγματικά προνομιακούς όρους (πολύ χαμηλά επιτόκια και μεγάλες περιόδους αποπληρωμής), βγαίνει από το τούνελ τον Αύγουστο αυτής της χρονιάς με αισιοδοξία. Παρόλο που το διεθνές οικονομικό περιβάλλον και πράγματι η κατάσταση στην περιοχή μας είναι αρκετά ασταθής αυτή τη στιγμή, πιστεύω ότι η περίπτωση της Ελλάδας είναι διαχειρίσιμη για μια έξοδο από τα μνημόνια χωρίς μια προληπτική πιστωτική γραμμή, η οποία θα ήταν ουσιαστικά ένα μίνι-4ο μνημόνιο. Μια τέτοια έξοδος θα ήταν παρόμοια με τις περιπτώσεις της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας και της Κύπρου.
Καταρχάς, δεν επιθυμώ να υπεισέλθω στην πρόσφατη συζήτηση «απόθεμα ρευστότητας ή προληπτική πιστωτική γραμμή» για τους εξής δύο λόγους: Πρώτον, είναι και οι δύο πιο πάνω λύσεις βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα, το πολύ ένα συν ένα χρόνο. Το πραγματικό όμως ερώτημα παραμένει: τι θα ακολουθήσει τον πρώτο μεταμνημονιακό χρόνο; Αυτό είναι το ερώτημα πάνω στο οποίο θα ήθελα να επικεντρωθώ, ιδίως: τι χρειάζεται ώστε η χώρα να επιτύχει μια μόνιμη και βιώσιμη επιστροφή στις κεφαλαιαγορές, στην προτέρα του 2008 κατάσταση; Αυτό είναι το ερώτημα που θα κληθεί να απαντήσει σύντομα και να αντιμετωπίσει αναπόφευκτα η χώρα μετά το δίλημμα «απόθεμα ρευστότητας ή προληπτική πιστωτική γραμμή». Θέλω να ανοίξω αυτή τη συζήτηση από εδώ σήμερα για να διατυπώσω μια σειρά προτάσεων που θα καταστήσουν μια τέτοια επιστροφή εφικτή στο ορατό μέλλον. Δεύτερον, αυτή η οικονομική συζήτηση έχει μετατραπεί σε ένα ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο πολιτικό ζήτημα, κάτι που συμβαίνει συχνά στην Ελλάδα και εγώ απλά δεν θέλω να εμπλακώ. Η αλήθεια είναι ότι έχουμε στα χέρια μας την απόφαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου 2017, που αποτελεί μια συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης και των δανειστών μας ενόψει της εξόδου μας από το τρέχον πρόγραμμα τον Αύγουστο του 2018 στην οποία οι εταίροι μας δεσμεύθηκαν να παρέχουν στήριξη για την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές και για την περαιτέρω ενίσχυση των αποθεμάτων ρευστότητας με σκοπό την ανάκαμψη της εμπιστοσύνης και τη διευκόλυνση της πρόσβασης στην αγορά. Το ΔΝΤ μόνο του θα αποφασίσει για το ρόλο του και όποια απόφασή του θα είναι σεβαστή. Η πρόταση, για την πρόωρη αποπληρωμή του (εναπομείναν ποσό 10 δισεκ. ευρώ με επιτόκιο 3,8%, έναντι επιτοκίου 1% από τους Ευρωπαίους) με βρίσκει σύμφωνο, προσθέτοντας ότι αυτό θα βοηθήσει τη δυναμική του δημόσιου χρέους.
Όλα τα σοβαρά σφάλματα του ΔΝΤ στο παρελθόν (π.χ. για το μέγεθος των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών, που σύμφωνα με το ΔΝΤ ήταν στο 0,5, ενώ η σωστή τιμή είναι 1,5), οι υπεραισιόδοξες προβλέψεις για την ανάπτυξη και τα δημοσιονομικά πλεονάσματα στο 1ο Μνημόνιο, που μετατράπηκαν σε υπερβολικά απαισιόδοξες προβλέψεις στο 3ο Μνημόνιο, και τα πιο πρόσφατα λάθη, π.χ. ότι οι ελληνικές τράπεζες θα χρειαστούν τουλάχιστον 10 δισεκ. ευρώ κεφαλαιακή ενίσχυση ως αποτέλεσμα των stress test του 2018, θα ξεχαστούν όλα…
Οι πέντε προτάσεις
Πρόταση 1: Λόγω των αντίξοων συνθηκών στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, την πολιτική αστάθεια στην Ιταλία και της αβεβαιότητας στο παγκόσμιο εμπόριο λόγω της πολιτικής του Προέδρου Τραμπ, η κυβέρνηση θα πρέπει να αυξήσει το απόθεμα ρευστότητας σε όσο το δυνατόν υψηλότερα επίπεδα, θωρακίζοντας έτσι τη χώρα για τα επόμενα 2 έτη. Εάν τα πράγματα ξεφύγουν στις αγορές ομολόγων της Ιταλίας και της ευρωπεριφέρειας τις επόμενες εβδομάδες, θα πρέπει η ελληνική πλευρά στο υψηλότατο δυνατό επίπεδο, αυτό του Πρωθυπουργού, να διαπραγματευθεί για τη χώρα, το μέγιστο ποσό, που απέμεινε από το δάνειο των 86 δισεκ. ευρώ με επιχείρημα ότι πρόκειται για έναν έκτακτο εξωτερικό παράγοντα και είναι φρόνιμο κυβέρνηση και δανειστές να εξασφαλίσουν το μέγιστο ποσό αποθέματος (cash buffer), το οποίο θα θωρακίσει τη χώρα απέναντι στις αβεβαιότητες και τους καθοδικούς κινδύνους που εγκυμονούν.
Πρόταση 2: Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, που είναι και ο κύριος δανειστής μας με πάνω από 180 δισεκ. ευρώ δάνεια να εκπονήσει ο ίδιος ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, αφού λάβει υπόψη του τα μέτρα ελάφρυνσης αυτού, αναδεικνύοντας τη βιωσιμότητά του. Η οποιαδήποτε απόφαση για τα μέτρα ελάφρυνσης θα πρέπει να ανακοινωθεί το συντομότερο δυνατόν και να είναι εξειδικευμένη, ακόμη κι αν περιλαμβάνει κάποια μέτρα με αιρεσιμότητα. Αυτό θα δώσει αξιοπιστία στην Ελλάδα στα μάτια των διεθνών επενδυτών.
Εξίσου σημαντικό με τη βιωσιμότητα όμως του χρέους είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας που είχε η χώρα το 2008. Προτείνεται λοιπόν να δημιουργηθεί μια Ομάδα Κρούσης (Task Force) συμβουλευτικού χαρακτήρα, με εντολή την κινητοποίηση προς τους διεθνείς επενδυτές, τους οίκους αξιολόγησης κ.λπ. με σκοπό την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για τα κρατικά ομόλογα το συντομότερο δυνατό.
Αυτό θα πρέπει να είναι κεντρικό ζήτημα στην ατζέντα οικονομικής πολιτικής τα επόμενα δύο χρόνια, η σημασία αυτού είναι συγκρίσιμη με αυτή της προσπάθειας σύγκλισης προς τα κριτήρια του Μάαστριχτ για την είσοδο στο ευρώ.
Πρόταση 3: Με την ανακοίνωση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους και την έξοδο από το πρόγραμμα τον Αύγουστο και το «πιστοποιητικό της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους», θα ακολουθήσει η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης των κρατικών ομολόγων κατά τουλάχιστον 2 βαθμίδες και μία συνακόλουθη άνοδο κατά τουλάχιστον άλλη μία βαθμίδα με την άρση των capital controls αργά ή γρήγορα (2+1), συν τα οφέλη από την υπέρβαση των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος και τις πρωτοφανείς αφίξεις τουριστών και αυτή τη χρονιά θα επιτρέψει την είσοδο των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα QE της ΕΚΤ την περίοδο της επανεπένδυσης των ομολόγων και η οποία θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 2020, με απτά οφέλη στο κόστος δανεισμού της Ελληνικής Δημοκρατίας, αλλά και των τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων. Στα πρώτα χρόνια της μεταμνημονιακής περιόδου, η είσοδος στο QE θα είναι το πιο ασφαλές καταφύγιο για την Ελλάδα, όπως ήταν για την Ιρλανδία και την Πορτογαλία.
Πρόταση 4: Καμία επιστροφή στις αγορές δεν θα είναι μόνιμη και συνεπώς αξιόπιστη αν υπάρχουν ακόμη περιορισμοί κεφαλαίου στην οικονομία. Η κυβέρνηση, σε συνεργασία με την Τράπεζα της Ελλάδος, θα πρέπει να δημοσιεύσουν αργά ή γρήγορα, και σίγουρα πριν το τέλος του προγράμματος, έναν οδικό χάρτη με λεπτομερή μέτρα και συγκεκριμένες ημερομηνίες για την πλήρη άρση των κεφαλαιακών περιορισμών, ο οποίος θα υποδεικνύει επίσης την τελική ημερομηνία. Αυτό θα ήταν καταλύτης για την πλήρη επανάκαμψη της εμπιστοσύνης των καταθετών και την επιστροφή των περίπου 20 δισεκ. ευρώ από τα στρώματα και τις θυρίδες ασφαλείας, αλλά και των επενδυτών ως προς τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Πρόταση 5: Βασική προϋπόθεση για μια μόνιμη επιστροφή στις κεφαλαιαγορές είναι η βιώσιμη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, με επίπεδα ανάπτυξης άνω του 2%. Δεδομένης της παρατεταμένης δημοσιονομικής εξυγίανσης και της ιδιωτικής αποεπένδυσης στην Ελλάδα, η χώρα χρειάζεται ένα επενδυτικό σοκ. Επαναλαμβάνω εδώ την πρότασή μου που έγινε για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 2014, και την οποία περιέλαβα στο βιβλίο μου «Τόμος Β΄ – Η Διπλή Κρίση», Κεφάλαιο 8, η οποία συνδέει τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων με τη μείωση των συντελεστών φορολόγησης των εταιρικών κερδών λόγω του δριμύτατου και άνισου φορολογικού ανταγωνισμού που υφίσταται η χώρα από τις γείτονες χώρες. Η πρόταση αυτή υιοθετήθηκε τόσο από την Τράπεζα της Ελλάδος δύο χρόνια αργότερα, όσο και από τον Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης στην ομιλία του στη ΔΕΘ τον Σεπτέμβριο του 2016.
Όσον αφορά τον ευρύτερο ρόλο μας μέσα στην ευρωζώνη και με δεδομένα τα πρόσφατα γεγονότα στην Ιταλία αποτελεί πεποίθησή μου ότι πρέπει να βρεθεί μια ισορροπία μεταξύ εθνικής ευθύνης και ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, μια ισορροπία που θα πρέπει να γείρει προς τον επιμερισμό κινδύνου (risk sharing) και πιο συγκεκριμένα για την ισχυροποίηση των ευρωπαϊκών θεσμών, όπως τη μετατροπή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας σε ένα γνήσιο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο και την επίσπευση της δημιουργίας ενός πανευρωπαϊκού συστήματος εγγύησης καταθέσεων. Κατά τη διάρκεια της μακράς της ιστορίας, η Ευρώπη έχει παραδοσιακά κατορθώσει να επιτυγχάνει συναίνεση πάνω σε όλα τα καυτά ζητήματα που αντιμετώπιζε, ακόμη και την τελευταία στιγμή. Ως πραγματικός Ευρωπαίος, ελπίζω απλά ότι αυτή τη φορά δεν θα συμβεί κάτι διαφορετικό».