Το τζυκανιστήριο ήταν στάδιο, όπου λάμβανε χώρα το τζυκάνιο (από το μεσοπερσικό čaukān, čōkān), ένα είδος πόλο το οποίο υιοθετήθηκε από τους Βυζαντινούς από την Περσική Αυτοκρατορία των Σασσανιδών.[1] Σύμφωνα με τον Ιωάννη Κίνναμο (263.17–264.11), το τζυκάνιο παιζόταν από δύο ομάδες έφιππων, εξοπλισμένων με μακρυά μπαστούνια στην κορυφή των οποίων υπήρχαν δίχτυα, με τα οποία προσπαθούσαν να σπρώξουν την σε μέγεθος μήλου δερμάτινη σφαίρα προς την εστία της αντίπαλης ομάδος.[2]
Το άθλημα ήταν ιδιαιτέρως δημοφιλές μεταξύ των Βυζαντινών ευγενών: ο Αυτοκράτορας Βασίλειος Α΄ (867–886) διέπρεπε σε αυτό, ενώ ο γιος του, Αυτοκράτορας Αλέξανδρος (912–913), απεβίωσε από υπερκόπωση μετά από αγώνα. Ο δε Αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081–1118) τραυματίστηκε ενώ έπαιζε με τον φίλο του Τατίκιο, ενώ, τέλος, ο Ιωάννης Α΄ της Τραπεζούντας (1235–1238) απεβίωσε έπειτα από σοβαρό τραυματισμό στην διάρκεια παιχνιδιού.[2][3]
Το Μέγα Παλάτιον της Κωνσταντινούπολης περιελάμβανε ένα τζυκανιστήριο, το οποίο ανεγέρθηκε αρχικά από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ (408–450) στο νοτιοανατολικό τμήμα του περιβόλου του παλατιού. Κατεδαφίστηκε από τον Βασίλειο Α΄ με στόχο την ανέγερση του ναού της Νέας Εκκλησίας στην θέση του, ενώ ανεγέρθηκε εκ νέου σε μεγαλύτερες διαστάσεις λίγο ανατολικότερα, με δύο στοές να το συνδέουν με την Νέα.[4]
Πέραν της Κωνσταντινούπολης και της Τραπεζούντας, και άλλες βυζαντινές πόλεις διέθεταν τζυκανιστήρια, με σημαντικότερα αυτά της Σπάρτης, της Εφέσου και της Αθήνας, κάτι που οι σύγχρονοι ιστορικοί ερμηνεύουν ως ένδειξη για την ύπαρξη μιας ακμάζουσας αστικής αριστοκρατίας στις επαρχίες.[5]
Τα τζυκανιστήρια χρησιμοποιήθηκαν, επίσης, ως τόποι δημόσιων βασανιστηρίων και εκτελέσεων, όπως είναι ιστορικά καταγεγραμμένα για τα τζυκανιστήρια της Κωνσταντινούπολης και της Εφέσου.[6]
Παραπομπές
1. Janin 1964, σελίδες 118–119.
2. Kazhdan 1991, σελ. 1939.
3. Anna Komnene,The Alexiad, Book XIV, Chapter IV, translator Elizabeth Dawes
4. Kazhdan 1991, σελ. 2137.
5. Laiou 2002, Maria Kazanaki-Lappa, “Medieval Athens”, p. 643.
6. Anna Komnene,The Alexiad, Book XV, Chapter IX, translator Elizabeth Dawes; Theophanes the Confessor, Chronographia 1, de Boor, C. (ed.) (Leipzig 1883), p. 445.3-9.
[wikipedia]