Χαράλαμπος Ανθόπουλος *
Τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στη Ρώμη την Κυριακή 27 Μαΐου 2018 ανακαλούν συνειρμικά στην ελληνική συνταγματική μνήμη το περιστατικό που οδήγησε στην κρίση του 1965, δηλαδή τη διαφωνία μεταξύ του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου και του βασιλιά Κωνσταντίνου όσον αφορά το θέμα της αναλήψεως του υπουργείου Εθνικής Αμύνης. Υπάρχει, ωστόσο, μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις.
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος αρνήθηκε την ανάληψη του υπουργείου Εθνικής Αμύνης από τον ίδιο τον τότε πρωθυπουργό, ενώ ο Ιταλός Πρόεδρος της Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλα αρνήθηκε την τοποθέτηση του Πάολο Σαβόνα στη θέση του υπουργού Οικονομικών, αντιπροτείνοντας στον εντολοδόχο πρωθυπουργό Τζουζέπε Κόντε να αναλάβει ο ίδιος, παράλληλα με το αξίωμα του προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου, και το υπουργείο αυτό, ή να επιλέξει για τη θέση αυτή άλλο πρόσωπο, πλην του Σαβόνα.
Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1952 δεν υπήρχε σαφής κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ βασιλιά και πρωθυπουργού όσον αφορά τον διορισμό των υπουργών. Μάλιστα, αν κανείς ελάμβανε υπόψη μόνο το «μοναρχικό» άρθρο 31 Συντ. («Ο Βασιλεύς διορίζει και παύει τους Υπουργούς αυτού»), χωρίς να το συσχετίζει με τις άλλες διατάξεις του Συντάγματος αυτού, που κατοχύρωναν το κοινοβουλευτικό σύστημα, θα έφτανε στο συμπέρασμα ότι οι υπουργοί, συμπεριλαμβανομένου και του πρωθυπουργού, επιλέγονται ελεύθερα από τον βασιλιά, κάτι το οποίο είναι προφανώς παράλογο, στο πλαίσιο ενός κοινοβουλευτικού Συντάγματος (βλ. Ευ. Βενιζέλου, «Η συνταγματική διάσταση της κρίσης του 1965», στο: Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Μητσοτάκης», «Από τον Ανένδοτο στη Δικτατορία», επιμ. Μ. Βασιλάκη, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2009, σσ. 295 επ.).
Ετσι, βρισκόταν έξω από το πλαίσιο του Συντάγματος αυτού, έστω και αν διευκολυνόταν από το άρθρο 31 Συντ., η άρνηση από τον βασιλιά του δικαιώματος του πρωθυπουργού να αναλάβει οποιοδήποτε υπουργείο αυτός επιθυμούσε, εφόσον ο ίδιος έκρινε ότι πρέπει να έχει άμεσο προσωπικό έλεγχο στον συγκεκριμένο τομέα, διότι μια τέτοια παρέμβαση ακύρωνε την ίδια τη συνταγματική έννοια του πρωθυπουργού στο πλαίσιο ενός κοινοβουλευτικού συστήματος, εκτός του ότι ήταν εξευτελιστική και για το κύρος του (βλ. την τοποθέτηση του Γεωργίου Παπανδρέου στο Συμβούλιο του Στέμματος, Πρακτικά 1ης και 2ας Σεπτεμβρίου 1965, σσ. 10 και 63-64).
Αντίθετα, η διαφωνία του βασιλιά για την επιλογή από τον πρωθυπουργό συγκεκριμένου υπουργού, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αντισυνταγματική, όχι όμως και η επιβολή εκ μέρους του ενός διαφορετικού υπουργού, παρά τη θέληση του πρωθυπουργού.
Στο ισχύον ιταλικό Σύνταγμα, η αντίστοιχη συνταγματική διάταξη, δηλαδή το άρθρο 92 παρ. 2 Συντ. («Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον Πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου και, μετά από πρότασή του, τους Υπουργούς»), χρησιμοποιεί μια διατύπωση που πρωτοεμφανίστηκε στα κοινοβουλευτικά Συντάγματα που καταρτίσθηκαν μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (βλ. π.χ. το άρθρο 53 του Συντάγματος της Βαϊμάρης και το άρθρο 71 του ελληνικού Συντάγματος του 1927) και η οποία, σύμφωνα με έγκυρους ερμηνευτές των Συνταγμάτων αυτών, καθιστούσε υποχρεωτική για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την πρόταση του πρωθυπουργού (για την Ελλάδα βλ. Χρ. Σγουρίτσα, «Η οργάνωσις της Κυβερνήσεως και η κοινοβουλευτική ευθύνη των Υπουργών», Αθήνα, 1931, σσ. 71-72).
Αυτή ήταν και η ερμηνεία του άρθρου 92 παρ. 2 Συντ. που υιοθέτησαν οι κλασικοί Ιταλοί συνταγματολόγοι της μεταπολεμικής περιόδου (π.χ. ο Μορτάτι, ο Ελία, ο Μαρτίνες και ο Παλαντίν), παρότι η διατύπωση του άρθρου αυτού άφηνε περιθώρια για κάποια συμμετοχή του Προέδρου της Δημοκρατίας στη διαμόρφωση του καταλόγου των υπουργών.
Σταδιακά, μέσα από τη συνταγματική πρακτική, αυτό που φαινόταν αρχικά απλό και βέβαιο, δηλαδή η «δεσμευτικότητα» της πρότασης του πρωθυπουργού, έγινε πιο περίπλοκο και ελαστικό. Το βέτο του Ματαρέλα στην ανάληψη του υπουργείου Οικονομικών από τον Σαβόνε δεν ήταν μια καινοφανής ενέργεια – υπάρχουν τουλάχιστον τρία άλλα «προηγούμενα» στην πρόσφατη συνταγματική πρακτική, από το 1994 και μετά.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις αυτός που υποχωρούσε ήταν πάντοτε ο πρωθυπουργός, ενίοτε με εσωτερική αλλαγή στην κατανομή των υπουργείων. Διαμορφώθηκε έτσι μια νέα ερμηνεία του άρθρου 92 παρ. 2 Συντ. που αναγνωρίζει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας έναν δημιουργικό ρόλο κατά τη διαδικασία σχηματισμού Κυβέρνησης.
Μόνον ο Κόντε παρέμενε ανένδοτος και κατέθεσε την εντολή, καθ’ υπόδειξη των δύο νεαρών ηγετών του αντισυστημικού μετώπου. Ο Ματαρέλα, εκ περισσού ίσως, αιτιολόγησε αναλυτικά τη διαφωνία του, επικαλούμενος και συνταγματικά επιχειρήματα, στην προκειμένη περίπτωση τον ενσωματωμένο στο ιταλικό Σύνταγμα ευρωπαϊκό προσανατολισμό του ιταλικού κράτους, τον οποίο, κατά την άποψή του, δεν θα μπορούσε να υπηρετήσει ο ευρωσκεπτικιστής Σαβόνα.
Ωστόσο, θα αρκούσε η επίκληση του κινδύνου βλάβης των συμφερόντων της Ιταλίας, δηλαδή μια θεσμική αξιολόγηση της τρέχουσας πολιτικής και οικονομικής συγκυρίας.
*καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης ΕΑΠ