Ο αποσταθεροποιητικός ρόλος της Τουρκίας στα Βαλκάνια και τη Ν.Α. Μεσόγειο

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

erdogan
Το πολιτικό τοπίο στη Τουρκία πριν τις εκλογές της 24ης Ιουνίου – Γράφει ο ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΑΔΗΣ, πρώην Πρέσβυς της Ελλάδος στην Βοσνία και Ερζεγοβίνη και Πρεσβευτής-Σύμβουλος σε Άγκυρα και Ουάσιγκτον.

Επιφανείς οικονομολόγοι, από τον David Ricardo μέχρι τον Paul Samuelson,, συνηθίζουν να παρομοιάζουν το φαινόμενο του οικονομικού προστατευτισμού, ως την παρακολούθηση μιας παρέλασης, από κερκίδες σε αμφιθεατρική διάταξη: Αν η πρώτη σειρά σηκωθεί όρθια, θα ακολουθήσει η δεύτερη, η τρίτη, η τέταρτη και όλες περαιτέρω. Δυστυχώς στην πολιτική, τα ίδια συμπτώματα χαρακτηρίζουν τον λαϊκισμό, ιδίως όταν ο αυτός συμπεριλαμβάνει στο μίγμα του και ακραίο εθνικισμό.
Η περίπτωση της Τουρκίας είναι χαρακτηριστική: Όταν ο πρόεδρος Recep Tayyip Erdogan και αξιωματούχοι του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ (στην πρώτη σειρά) απειλούν επί καθημερινής βάσεως ότι «υπάρχουν ορισμένα νησιά το νομικό καθεστώς των οποίων χρήζει αναθεώρησης», ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Kemal Kilicdaroglu, (στην δεύτερη σειρά), συναγωνιζόμενος τον Erdogan σε άκρατο αλλά αναμενόμενο «πατριωτισμό», δηλώνει ότι «όταν το CHP έλθει στην εξουσία θα πάρουμε τα ελληνικά νησιά τα οποία μας ανήκουν», προσθέτοντας «ακριβώς όπως ο Bulent Ecevit πήρε την Κύπρο το 1974».
Όλα αυτά συμβαίνουν σήμερα, το 2018. Και αυτά συμβαίνουν εναντίον της μοναδικής -ίσως- χώρας εντός ΕΕ που συνεχίζει με δηλώσεις και με πράξεις να υποστηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, την στιγμή που όλοι οι άλλοι εταίροι είναι από επιφυλακτικοί μέχρι αρνητικοί.
Βεβαίως, δηλώσεις ότι «θα πάρουν τα ελληνικά νησιά που τους ανήκουν» όπως ακριβώς «πήραν την Κύπρο το 1974», αξίζει να ληφθούν υπόψη στον επόμενο γύρο -οψέποτε πραγματοποιηθεί- συζητήσεων για το Κυπριακό, εφόσον η ίδια η τουρκική πλευρά αναγνωρίζει, με τον τρόπο αυτό, ως παράνομη την στρατιωτική παρουσία της σε ένα «κατειλημμένο νησί».
Αλλά, ας πάρουμε την εξέλιξη των πραγμάτων από την αρχή.
Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ
Στο δημοψήφισμα της 16 Απριλίου 2017, οι Τούρκοι ψήφισαν με ισχνή πλειοψηφία, σχεδόν 51%, την μετατροπή της Τουρκίας από κοινοβουλευτικό σύστημα σε «εκτελεστική προεδρία».
Ποιες είναι οι καινοτομίες του νέου συστήματος;
-Ως σημαντική αλλαγή θα μπορούσε να θεωρηθεί η κατάργηση του Υπουργικού Συμβουλίου ως θεσμικού οργάνου μαζί με την θεσμική θέση του Πρωθυπουργού.
-Όλη η εκτελεστική εξουσία ανήκει σε ένα άτομο, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο τελευταίος ορίζει και παύει τους Υπουργούς χωρίς έλεγχο. Οι Υπουργοί αναφέρονται αποκλειστικά στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και όχι στο Κοινοβούλιο (Μεγάλη Εθνοσυνέλευση).
-Το ίδιο ισχύει και για τον αριθμό και την επιλογή των Αντιπροέδρων οι οποίοι επιλέγονται ελεύθερα και χωρίς έλεγχο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
-Ο αριθμός των υποψηφίων Προέδρων είναι περιορισμένος, αφού μόνο τα δύο μεγαλύτερα κόμματα μπορούν να διορίσουν υποψηφίους ή πρόταση υπογεγραμμένη από 100.000 πολίτες.
-Η θητεία του Προέδρου και της Εθνοσυνέλευσης είναι πενταετής και ένας από τους κύριους στόχους των διατάξεων του νέου Συντάγματος είναι η «ιδεολογική ευθυγράμμιση» μεταξύ του Προέδρου και της πλειοψηφίας του Κοινοβουλίου, διατάξεις που έχουν δεχθεί ισχυρή κριτική από τους ειδικούς στο συνταγματικό δίκαιο.
-Ο Πρόεδρος έχει το δικαίωμα να διαλύσει την Εθνοσυνέλευση. Παρόλα αυτά, το ίδιο δικαίωμα ανήκει και στην Εθνοσυνέλευση, εάν υπάρξει πλειοψηφία 3/5. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο απερχόμενος πρόεδρος έχει το δικαίωμα να είναι υποψήφιος για τρίτη φορά – στην περίπτωση του Ερντογάν η θητεία θα μπορούσε να παραταθεί μέχρι το 2028 – και πολλοί αναλυτές χρησιμοποιούν τα βέλη τους για να υπογραμμίσουν την δυνατότητα συμπαιγνίας μεταξύ Προέδρου και Εθνοσυνέλευσης.
Εάν το νέο Σύνταγμα θεωρείται από εξέχοντες εμπειρογνώμονες του Συνταγματικού Δικαίου ως «Νόμος με προεδρικές αρμοδιότητες Καίσαρα», δεν είναι λιγότερο σημαντικό ότι στις επτά πρώτες δεκαετίες από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923, έξι στους εννέα Προέδρους είχαν στρατιωτικό υπόβαθρο.
Το 2015, ο Τούρκος συγγραφέας Mustafa Akyol εξέφρασε τη λύπη του για τις «αυταρχικές τάσεις» της χώρας του. Η γνωστή δημοσιογράφος και βραβευμένη συγγραφέας, Asli Erdogan, η οποία φυλακίστηκε από το τουρκικό καθεστώς, υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, σε συνέντευξή της: «Κανείς δεν μπορεί να αναφερθεί σήμερα στην Τουρκία ως δημοκρατία. Η Τουρκία σήμερα είναι ενός ανδρός αρχή, ο λόγος του οποίου είναι νόμος. Το όλο σύστημα είναι διεφθαρμένο, κυρίως η Δικαιοσύνη. Σήμερα 2.500 δικαστές βρίσκονται στη φυλακή. Ζώντας στη φυλακή για τέσσερις μήνες κατάλαβα ότι η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη από ό,τι θα μπορούσα να φανταστώ. Υπάρχουν ιστορίες που φαίνονται απίστευτες, και όμως αληθινές. Εάν ένας άνδρας σκοτώσει μια γυναίκα, η ποινή θα είναι 10-15 χρόνια στη φυλακή. Αν μια γυναίκα έχει ακόμη και την ελάχιστη σχέση με τη δολοφονία, η ποινή θα είναι ισόβια κάθειρξη». Ο πρώην δήμαρχος της Άγκυρας, μέλος του ΑΚΡ, ο οποίος παύθηκε από τον Εrdogan, ο Melih Goksek, υπήρξε πολύ επικριτικός ως προς το πογκρόμ των υποστηρικτών του Gulen, παρατηρώντας ότι «η κατάργηση του κινήματος Gulen στην Τουρκία θα διαρκέσει περισσότερο από 10 χρόνια».
Από το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016, περίπου 200.000 άτομα φυλακίστηκαν ή συνελήφθησαν, ιδίως αξιωματικοί του στρατού και της Αστυνομίας, ακαδημαϊκοί και μέλη της διοίκησης. Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, όπως π.χ. Independent, Der Spiegel, Guardian, Newsweek, Telegraph, Huffington Post και άλλα, δεν έχουν κανένα δισταγμό να αποκαλέσουν τον Εrdogan δικτάτορα. Η απάντηση του Εrdogan είναι: «Αν η Δύση αποκαλεί κάποιον δικτάτορα, κατά την γνώμη μου αυτό είναι καλό» (sic).
Παρόλα αυτά, δεν διαλάθει της προσοχής ότι το πρόσωπο που τα διεθνή ΜΜΕ ονομάζουν σήμερα «δικτάτορα», είχε τιμηθεί το 2004 με το βραβείο του «Ευρωπαίου της Χρονιάς». Ήταν η πρώτη περίοδος μεταρρυθμίσεων του Εrdogan και το πρώτο φλερτ με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αργότερα, όταν κατάλαβε ότι η ΕΕ «έχει κάποιο λόγο και κάποιο ρόλο στην διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής της χώρας του», άρχισε να αποστασιοποιείται.
Στην λίστα Forbes με τους πλουσιότερους πολιτικούς σε διεθνές επίπεδο, ο Εrdogan βρίσκεται στις πρώτες θέσεις με 51 εκατομμύρια ευρώ…
ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΙΣΛΑΜ ΚΑΙ ΚΟΣΜΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Σε ποια έκταση μπορεί σήμερα η Τουρκία να θεωρηθεί ως «κοσμική χώρα»; Πολιτικοί αναλυτές επικεντρώνονται στο γεγονός ότι η Τουρκία δεν ήταν ποτέ «κοσμική» με τον τρόπο με τον οποίο οι Αμερικανοί αντιλαμβάνονται τον κοσμικό χαρακτήρα, όπως αυτός ενσωματώνεται στην πρώτη τροπολογία, η οποία απαγορεύει στο Κογκρέσο να υιοθετεί νόμους που θεσπίζουν κρατική θρησκεία ή περιορίζουν την ελεύθερη άσκηση της πίστης. Στην Τουρκία, η κυβέρνηση έχει έναν πραγματικό έλεγχο στο πεδίο της έκφρασης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, σε δημόσιο πλαίσιο.
Παρόλα αυτά, η κα Eminé Erdogan, σύζυγος του Τούρκου ηγέτη και από τα πλέον προσηλωμένα στην hijab πρόσωπα σήμερα, στην βιογραφία της αναφέρει ότι «όταν ο αδελφός της, της ανακοίνωσε σε ηλικία δεκαπέντε ετών, ότι πρέπει να φέρει hijab, τόσο απογοητεύτηκε, που σκέφτηκε ακόμα και την αυτοκτονία».
Εκθέσεις διεθνών οργανισμών χαρακτηρίζουν το σημερινό ΑΚΡ ως «ισλαμικό κόμμα». Όταν συμμαχίες της αντιπολίτευσης προσπάθησαν να ξεπεράσουν το AKP, όπως συνέβη στην περίπτωση της υποψηφιότητας του πρώην Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας, Ekmeleddin Ihsanoglu, το αποτέλεσμα ήταν υπέρ του ΑΚΡ και του Εrdogan, ο οποίος, στα όμματα των ψηφοφόρων, είναι ήδη «άνθρωπος αφιερωμένος στο Ισλάμ».
Το 2004, ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Collin Powell, σε μια από τις δηλώσεις του αναφερόταν στην Τουρκία ως «μετριοπαθές ισλαμικό κράτος» (moderate Islamic State). Οι τουρκικές διαμαρτυρίες ήταν τόσο έντονες, ώστε ο ίδιος ο Powell αισθάνθηκε υποχρεωμένος να ανασκευάσει την αρχική του διατύπωση, εν είδει συγγνώμης. Όμως, η στροφή της τουρκικής κυβέρνησης στο «πολιτικό Ισλάμ», είναι τόσο ορατή σήμερα, που η εποχή του 2004 φαίνεται να είναι πολύ μακρινή.
Παράλληλα, ο Εrdogan θεωρήθηκε ως προοδευτικός συνομιλητής, μεταρρυθμιστής στην χώρα του από τους διεθνείς συνομιλητές του, ενώ διεθνείς εκθέσεις, χωρίς προκατάληψη, διατύπωναν τα επαινετικά σχόλιά τους για την σημαντική -αν και περιορισμένη- πρόοδο στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στις 3 Οκτωβρίου 2005, οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας ξεκίνησαν επίσημα, χάρη στην διορατικότητα των Ευρωπαίων αξιωματούχων, ιδίως της ελληνικής διπλωματίας, η οποία με ανοιχτό πνεύμα είχε μακρόπνοο πολιτικό όραμα.
Το 2005, σε μια από τις ομιλίες του, ο Ερντογάν υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ότι «βλέπει την Δημοκρατία ως όχημα», στο πλαίσιο της πολιτικής του. Δέκα χρόνια μετά, όλος ο έλεγχος στο κράτος, στην Δημόσια Διοίκηση, στα ΜΜΕ, στον Στρατό και στην Δικαιοσύνη ανήκει στην Κυβέρνηση. Πουθενά δεν «ακούγονται» τα κόμματα της αντιπολίτευσης! Το πλέον ανησυχητικό φαινόμενο είναι οι επαναλαμβανόμενες ομιλίες μίσους ενάντια στο «Δύση» γενικά, αλλά και ενάντια σε Μουσουλμάνους των οποίων «το δικό τους Ισλάμ δεν είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του Ισλάμ του ΑΚΡ».
MΕΣΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Ο Τούρκος καθηγητής, Akdeniz, παρατηρεί ότι στην Τουρκία, η Wikipedia είναι μια από τις 127.000 ιστοσελίδες που «απαγορεύονται και αποκλείονται». Στον αριθμό αυτό, μπορεί να προσθέσει κάποιος άλλες 95.000 ιστοσελίδες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Το κεμαλικό κόμμα της αντιπολίτευσης CHP αναφέρει ότι περισσότεροι από 152 Τούρκοι δημοσιογράφοι βρίσκονται στη φυλακή και απαγορεύθηκε η λειτουργία περίπου 200 μέσων ενημέρωσης.
Τον Φεβρουάριο 2017, ο Deniz Yucel, Τουρκο-γερμανός δημοσιογράφος της Die Welt, συνελήφθη μετά από σχόλιά του με αφορμή ηλεκτρονικά μηνύματα του Berat Albayrac, Υπουργού Ενέργειας και γαμπρού του Ερντογάν, που διέρρευσαν στην δημοσιότητα. Με την ευκαιρία αυτή, η Διεθνής Αμνηστία υπογράμμισε: «Τώρα, η Τουρκία έχει την δυσάρεστη τιμή να είναι η χώρα με τον μεγαλύτερο αριθμό δημοσιογράφων που βρίσκονται στην φυλακή, ενώ ο ελεύθερος Τύπος στην χώρα πεθαίνει».
Τον Νοέμβριο 2016, η Cumhuriet -ίσως η «σημαία» του Τύπου της αντιπολίτευσης στην Τουρκία- βλέπει τους δημοσιογράφους της να συλλαμβάνονται και να φυλακίζονται, χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο ή «επίσημη κατηγορία», ενώ σήμερα πλέον δεν λειτουργεί.
Σύμφωνα με δημοσιευμένα στατιστικά στοιχεία, με τελευταία ενημέρωση τον Αύγουστο του 2017, η τουρκική κυβέρνηση συνέλαβε 2.431 δικαστές και εισαγγελείς και απέπεμψε άλλους 4.424 μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου 2016.
Τον Δεκέμβριο του 2016, τα Ευρωπαϊκά Δίκτυα Δικαστικών Συμβουλίων (ENCJ) ανέστειλαν το καθεστώς παρατηρητή του Ανώτατου Συμβουλίου των Δικαστών και Εισαγγελέων της Τουρκίας (HSYK), λόγω έλλειψης αξιοπιστίας. Τον Ιούνιο του 2017, ο Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, Nils Muiznieks, εξέφρασε την ανησυχία του για τη νέα σύνθεση της HSYK, με βάση τροπολογίες που εγκρίθηκαν στο δημοψήφισμα του Απριλίου 2016, παρατηρώντας ότι «δεν προσφέρουν επαρκείς εγγυήσεις για την ανεξαρτησία των Δικαστηρίων».
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου ΕΔΩ.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ