Αριστομένης Προβελέγγιος- Η Ελεημοσύνη

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

proveleggios aristomenis
Αριστομένης Προβελέγγιος (1850 – 1936) – Έλληνας πολιτικός, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από τη Σίφνο. Σπούδασε στην φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Γερμανία στα πανεπιστήμια του Μονάχου, της Λειψίας και της Ιένας. Ασχολήθηκε με την πολιτική και εξελέγη βουλευτής. Έγραψε λυρικά και δραματικά ποιήματα και έγραφε στην καθαρεύουσα. Βραβεύτηκε με το Αριστείο γραμμάτων και τεχνών.

Από τη συλλογή Ποιήματα παλαιά και νέα
Θεὰ τοῦ πόνου, ταπεινὴ περνᾷς τὰ μονοπάτια
ποῦ φέρνουν στ’ ἄχαρα λημέρια,
κ’ ἔχεις πλουσία τὴν καρδιὰ καὶ πρόθυμα τὰ χέρια
καὶ ἀγγέλου ἀγαθότητα στὰ σπλαχνικά σου μάτια.
Εἶσαι ἡ πλουσιώτερη τῆς γῆς, Ἐλεημοσύνη,
κι’ ὅταν ἀκόμα φτωχικὰ τὸ χέρι σου χαρίζῃ.
Δὲν εἶνε πλούσιος κανεὶς γιὰ ὅσα θησαυρίζει,
ἀλλὰ γιὰ ὅσα μὲ χαρὰ καὶ μὲ ἀγάπη δίνει.
Διαβαίνεις κι’ ὁ ἀγέρας σου παρηγοριὰ σκορπίζει,
λουλούδια ὁλόγυρα σου σπέρνεις·
δίνεις χαρὰ καὶ ἀνάσταση, καὶ γιὰ μισθό σου παίρνεις
δάκρυ ποῦ σὰν ἁγίασμα τὰ χέρια σου ραντίζει.
Λάμπει ἡ ἐλπίδα ἅμα φανῇς σὲ μάτι ἀπελπισμένο,
τὸ κλάμμα γίνεται τραγοῦδι,
καὶ ἡ ζωή ποῦ κοίτεται σὰ δέντρο μαραμένο,
νοιώθει κοντά σου ἄνοιξη, πετᾷ γιὰ σὲ λουλοῦδι.
Μὲσ στὴν καλύβη τοῦ φτωχοῦ, τὴν πιὸ σκοτεινιασμένη,
τὸ φωτεινό σου θρόνο στήνεις,
κ’ ἡ ὄψη σου φεγγοβολᾷ σὰν ἄστρο τῆς γαλήνης,
λαμπρότερη μεσ στὴν καρδιὰ τὴν πιὸ δυστυχισμένη.
Κρύβεσαι, ἀλλ’ ἡ χάρη σου σὲ μύριαις ὄψες λάμπει,
σ’ ἀμέτρηταις καρδιαὶς μυρίζει,
σὰν λούλουδο ποῦ ταπεινὸ βαθιὰ στὰ χόρτα ἀνθίζει,
μὰ στὸ γλυκό του ἀνάσασμα μυροβολοῦν οἱ κάμποι.
Τὴ δύναμή σου, ὦ θεά, τὴ μαγεμένη, οὐράνια
δὲν κτίζεις σὺ μὲ περηφάνεια
ἐπάνω εἰς τὰ μάταια τοῦ κοσμου μεγαλεῖα·
τὴν θεμελιόνεις στὴν εὐχὴ καὶ εἰς τὴν εὐλογία.
Οἱ πιὸ ἀδύνατοι τῆς γῆς, ἰδοὺ ἡ δύναμή σου!
χήραις, παιδάκια ὀρφανεμένα,
ποῦ τὰ γλυκαίνει ὡσὰν τὸ φῶς ἡ μητρικὴ στοργή σου,
σηκόνουνε τὸ θρόνο σου σὲ χέρια εὐλογημένα.
Ἐλεημοσύνη, ταπεινὴ περνᾷς τὴν οἰκουμένη,
κ’ ἐνῷ τὸ γόνυ ἐμπρός σου κλίνει
καὶ μ’ εὐλογίαις καὶ μ’ εὐχαὶς καὶ δάκρυα σὲ ραίνει,
σὺ γονατίζεις σπλαχνικὴ στῆς συμφορᾶς τὴν κλίνη.
[wikisource.org]

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ