Ποιος και με ποιο τρόπο πρέπει να ανακοινώνει στον ασθενή ότι πάσχει από ένα σοβαρό χρόνιο νόσημα; Τι είναι με απλά λόγια η ενσυναίσθηση την οποία ακούμε συχνά τα τελευταία χρόνια και πόσο χρήσιμη μπορεί να αποδειχθεί στη σχέση γιατρού ασθενούς; Πώς αντιμετωπίζουν οι ασθενείς το άκουσμα της διάγνωσης μια σοβαρής χρόνιας πάθησης; Υπάρχουν στάδια στις αντιδράσεις τους; Ποιά είναι τα συχνότερα λάθη που κάνουμε όταν προσπαθούμε να στηρίξουμε έναν ασθενή που είτε είναι συγγενής είτε φίλος μας;
Απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά ζητήσαμε από την Χριστίνα Καραπάνου, Ψυχολόγο Υγείας Phd, CIPD, Γνωσιακή Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεύτρια, Διαπιστευμένη Μεσολαβήτρια, η οποία προσπάθησε με όσο πιο απλό τρόπο γίνεται να εκφράσει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων την άποψη της.
«Στην Ελλάδα δεν υπάρχει Πρωτόκολλο στην ανακοίνωση δυσάρεστων νέων. Επίσης οι επιστήμονες υγείας κατά τη διάρκεια της φοίτησης τους στις ιατρικές σχολές, δεν εισπράττουν την ανάλογη εκπαίδευση η οποία σε χώρες του εξωτερικού, όπως για παράδειγμα στις αγγλοσαξωνικές χώρες, είναι μέρος του εκπαιδευτικού curiculum της ιατρικής σχολής» αναφέρει η κ. Καραπάνου.
Όπως εξηγεί, οι περισσότεροι επιστήμονες βασίζονται στα δικά τους επικοινωνιακά κριτήρια και μοτίβα, και ανακοινώνουν τα νέα στους ασθενείς τους βασιζόμενοι στην εμπειρία τους και στο δείκτη ενσυναίσθησης που διαθέτουν προσωπικά, χωρίς να υπάρχει ένα επικοινωνιακό πλαίσιο που θα προστατεύει τον ασθενή από τις όποιες συναισθηματικές αντιδράσεις ή και ακόμα και το σοκ της διάγνωσης.
«Δυστυχώς δεν υπάρχει ο χρόνος, η εκπαίδευση και η δυνατότητα να γίνει μια ορθά δομημένη επικοινωνία της χρονιότητας, των δυσκολιών αλλά και της προσφοράς ελπίδας και δόμησης θεραπευτικού πλάνου. Ο ασθενής αμέσως μετά τη διάγνωση του παίρνει απλά οδηγίες εξετάσεων ή κάποιες συνταγές προς υλοποίηση» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, επισημαίνοντας ότι ο ασθενής αξίζει ένα σύγχρονο τρόπο ανακοίνωσης του προβλήματος του, συνεργασίας και συμβουλευτικής υποστήριξης.
Η ενσυναίσθηση που ζητούν οι ασθενείς από τους γιατρούς
Πρέπει να γίνει πλέον κατανοητό ότι οι ασθενείς αναζητούν ενσυναίσθηση από τους γιατρούς τους και οι επιστήμονες υγείας αναγνωρίζουν όλο και περισσότερο αυτήν την ανάγκη. «Η ενσυναίσθηση, ο συναισθηματικός συντονισμός των ιατρών, δηλαδή, με τους ασθενείς τους, εξυπηρετεί σε μεγάλο βαθμό τον γνωστικό στόχο της κατανόησης των συναισθημάτων των ασθενών, καθώς αυτό έχει σημαντική συμβολή στη δόμηση της θεραπευτικής συμμαχίας και της συμπάθειας από πλευράς του ασθενούς προς τον θεράποντα ιατρό του» επισημαίνει η κ. Καραπάνου και εξηγεί ότι αφενός, οι γιατροί επιδιώκουν την απόσπαση και επιδιώκουν να φροντίζουν αξιόπιστα όλους τους ασθενείς ανεξάρτητα από τα προσωπικά τους συναισθήματα. Ωστόσο, οι ασθενείς επιθυμούν μια γνήσια ενσυναίσθηση από τους γιατρούς κατά τη διάρκεια της επίσκεψης και της μακρόχρονης σχέσης μαζί τους.
Εκτός του τομέα της ιατρικής, η ενσυναίσθηση είναι, όπως μας λέει, ένας ουσιαστικά συναισθηματικός τρόπος κατανόησης. Περιλαμβάνει τη μετακίνηση από τη θέση μας στις εμπειρίες κάποιου άλλου. Μια ηγετική ομάδα από την Εταιρεία Γενικής Εσωτερικής Ιατρικής στον Καναδά ορίζει την ενσυναίσθηση ως “την πράξη της ορθής αναγνώρισης της συναισθηματικής κατάστασης ενός άλλου χωρίς να μπαίνει στο πρόβλημα ο ιατρός και να επηρεάζεται συναισθηματικά”, προσθέτει η κ. Καραπάνου.
Η ενσυναίσθηση είναι εξαιρετικά πολύτιμη καθώς η αντίδραση των ασθενών στη διάγνωση εξαρτάται από πολλές δυναμικές, όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. «Αρχικά από τη σχέση που ξεκινά με τον ιατρό και το επικοινωνιακό του προφίλ. Από την προσωπικότητα του ασθενούς και τον τρόπο που ερμηνεύει τις δυσάρεστες πληροφορίες και από το μοτίβο και τις στρατηγικές αντιμετώπισης που έχει το άτομο διαμορφώσει μέσα από την πορεία της ζωής του και την κοινωνική του μάθηση».
Πώς αντιδρούν οι ασθενείς μετά τη διάγνωση μιας χρόνιας πάθησης
Οι τρεις βασικές στρατηγικές αντιμετώπισης από την πλευρά του ασθενούς είναι:
ΕΠΙΘΕΣΗ: Με αντίδραση βασισμένη στο θυμό και συνεχή αναζήτηση ιατρικών πληροφοριών. Επίσκεψη σε πολλούς γιατρούς. Λεπτομερή ενασχόληση με διαγνώσεις. Προβολές προβλημάτων σε άτομα κι έντονη αντιδραστικότητα.
ΑΠΟΦΥΓΗ: Αντιδράσεις όπως καθυστέρηση εξετάσεων ή επίσκεψης στον ιατρό, μη συμμόρφωση στην αγωγή. Αποφυγή σκέψης κι επεξεργασίας του τρόπου αντιμετώπισης της ασθένειας και συγκάλυψη της αντίδρασης πιθανότατα με κάποια “συνήθεια” ή συμπεριφορά η οποία κι εκτονώνει την ένταση (πχ υπερφαγικά επεισόδια, χρήση ουσιών, ενασχόληση με δραστηριότητες “ανεβαστικές” και οτιδήποτε μπορεί να αποσπάσει το άτομο από τη σκέψη ή τη διαχείριση του προβλήματος). Τα άτομα πολλές φορές από την υπερβολική συσσώρευση κάνουν συναισθηματικές εκρήξεις ή λειτουργούν αυτοκαταστροφικά.
ΠΑΓΩΜΑ: Παντελής αποστασιοποίηση από το πρόβλημα συνεχίζοντας τη ζωή του ο ασθενής σαν να μη συνέβη τίποτα. Είναι μια επικίνδυνη αντίδραση η οποία επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις τόσο για τον ίδιο αλλά και για τον περίγυρο του.
«Κοινωνικά μπορούμε να ενισχύσουμε την αντίδραση των ασθενών μέσα από πολλές πρακτικές όπως: Αφύπνιση (κι όχι απλή πληροφόρηση) και καλλιέργεια ενεργητικού και θετικού προβληματισμού. Εκλογίκευση κι αποδοχή των αντιδράσεων και δράση κατά του στιγματισμού. Οργάνωση ομάδων παρηγορητικής φροντίδας και συμβουλευτικής στην περίθαλψη σε όλα τα επίπεδα και για όλες τις κατηγορίες χρόνιων παθήσεων με ομάδες επιστημόνων υγείας και ψυχικής υγείας και νοσηλευτές», προτείνει η κ. Καραπάνου.
Όμως ποια είναι τα συχνότερα λάθη που κάνουμε όταν προσπαθούμε να στηρίξουμε έναν ασθενή που είτε είναι συγγενής είτε φίλος μας;
«Η συμπόνια είναι η αυτόματη αντίδραση των οικείων κι από μόνη της είναι άκρως θεραπευτική κι απαραίτητη», εξηγεί στο Πρακτορείο η κ. Καραπάνου, επισημαίνοντας παράλληλα: «Η καταπίεση του ασθενούς και η μόχλευση του να υιοθετήσει τρόπο ζωής και αντίδραση που εμείς εξ ιδίων κρίνουμε σωστότερη είναι μέγα λάθος. Συμβάλει πολύ στην συναισθηματική του κατάπτωση και στην ενίσχυση της μειονεκτικότητας του».
Η ενημέρωση του κοινού για μια ασθένει , για τις πιθανές αντιδράσεις που έχουν οι ασθενείς, η κατανόηση του πόσο επιβαρύνεται η ποιότητα ζωής τους, των ίδιων αλλά και των φροντιστών τους και η υιοθέτηση μιας όχι αντιδραστικής στάσης, αλλά στάσης «αντιμετώπισης», δημιουργεί μια ισορροπημένη στρατηγική στο μαραθώνιο που λέγεται διαχείριση ασθένειας, τονίζει η ίδια.