Υποθετικό σενάριο: Ένα ζευγάρι ταξιδεύει από το Κεμπέκ του Καναδά στη χώρα μας με προορισμό τη Σαντορίνη. Έχει προγραμματίσει να ταξιδέψει μέσω Ραφήνας και επιλέγει να διανυκτερεύσει στο Μάτι περιμένοντας να… σαλπάρει την επόμενη ημέρα. Φτάνει στο ξενοδοχείο που έχει «κλείσει» για τη διαμονή του. Ταλαιπωρημένο από τη μεγάλη πτήση αποφασίζει να κοιμηθεί. Το επόμενο πράγμα που βλέπει είναι την πύρινη λαίλαπα να «τυλίγει» το ξενοδοχείο και τις φλόγες να γλείφουν το μπαλκόνι του δωματίου.
Κι όμως δεν πρόκειται για υποθετικό σενάριο. Συνέβη! Η ζωή τους είχε γράψει ένα σενάριο… τρόμου. Το enikos.gr φιλοξενεί τη συγκλονιστική μαρτυρία ενός ζευγαριού από τον Καναδά που κατάφερε να επιβιώσει από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι. Η περιγραφή τους παγώνει το αίμα. Όλα όσα είδαν τα μάτια τους θα παραμείνουν ανεξίτηλα στη μνήμη τους. Ωστόσο, κατάφεραν να σωθούν και μας εξιστορούν μία ιστορία που θα μπορούσε να εμπνεύσει και τον πιο… απαιτητικό παραγωγό του Χόλιγουντ.
Ο 52χρονος Louis Turcotte και η 39χρονη Ixhel Banuelos ανοίγουν την καρδιά τους στο enikos.gr και περιγράφουν με κάθε λεπτομέρεια ένα ταξίδι που ξεκίνησε σαν όνειρο ζωής, αλλά εξελίχθηκε σε… εφιάλτη.
Από τη στιγμή της άφιξης στο ξενοδοχείο ως την ηλικιωμένη γυναίκα που τους οδήγησε στη σωτηρία, αν και η ίδια παρέμεινε στον τόπο της τραγωδίας. Από τις ώρες αγωνίας στην παραλία ως την άφιξη στο λιμάνι της Ραφήνας. Μέσα σε 632 λέξεις ο Louis και η Ixhel περιγράφουν τη συγκλονιστική εμπειρία που έζησαν.
Η συγκλονιστική μαρτυρία
«Φτάσαμε στο ξενοδοχείο περίπου στις 4. Δεν είδαμε κανέναν μέσα και κατευθυνθήκαμε προς το δωμάτιο που θεωρήσαμε ότι είναι το δικό μας. Επειδή ήμασταν ιδιαίτερα κουρασμένοι αποφασίσαμε να ξαπλώσουμε. Η γυναίκα μου εξακολουθούσε να κοιμάται. Εγώ πήγα να κλείσω τα παράθυρα και διαπιστώνω ότι έξω υπάρχουν φλόγες στα δέντρα, ακόμη και σε αυτά που βρίσκονται στο αίθριο. Φύσαγε πάρα πολύ δυνατά. Το ξενοδοχείο βρίσκεται σε χώρο περικυκλωμένο από πράσινο και δέντρα. Αρχίσαμε να βλέπουμε αποκαΐδια και σπίθες. Βγήκα να δω αν υπάρχει κάποιος στον χώρο του ξενοδοχείου και δεν είδα κανέναν. Ήμασταν μόνοι μας. Οπότε επιστρέφω στο δωμάτιο και βλέπω κάποια αποκαΐδια να πέφτουν πάνω στο χαλί.
Άρχισα να βρέχω όλες τις πετσέτες προσπαθώντας να σκεπάσω το πρόσωπό μας και όλα τα αντικείμενα που μπορούσα για να μπορούμε να αναπνέουμε. Αμέσως πήρα τηλέφωνο την ιδιοκτήτρια, η οποία μας είπε ότι θα ερχόταν σε ένα πεντάλεπτο. Ωστόσο δεν έφτασε ποτέ, διότι είχαν κλείσει όλους τους δρόμους. Δεν είχα παρόμοια εμπειρία στο παρελθόν, αλλά το ένστικτο της αυτοσυντήρησης με ώθησε να ψάξω τρόπους επιβίωσης.
Πήραμε και άλλη φορά την ιδιοκτήτρια και μετά είδα στον καθρέφτη το νούμερο του ταξί, αλλά μας είπε ο οδηγός ότι δεν μπορεί να έρθει να μας πάρει, γιατί οι δρόμοι είχαν κλείσει. Ωστόσο, η φωτιά εξακολουθούσε να είναι δυνατή. Παντού γύρω μου έβλεπα να καίγονται. Φοβηθήκαμε, μιλούσαμε μεταξύ μας για να δώσουμε κουράγιο ο ένας στον άλλο και προσευχόμασταν. Όταν συνειδητοποίησα ότι κανείς δεν θα έρθει να μας βρει και πως ούτε το ταξί θα μας αναζητήσει, τηλεφωνώ ξανά στην ιδιοκτήτρια, η οποία μας έδωσε οδηγίες για να μπορέσουμε να βγούμε και να προσανατολιστούμε προς την παραλία.
Ωστόσο, κάποια δέντρα, που ήταν ήδη καμένα, καθώς και αυτοκίνητα που ήδη είχαν καεί και εκραγεί, μας έδιναν τη δυνατότητα να βγούμε και να περπατήσουμε πιο ακίνδυνα, αν και το ακριβώς δίπλα σπίτι την ώρα που βγήκαμε καιγόταν. Η ζέστη ήταν φοβερή και κάποια σημεία του ξενοδοχείου είχαν πάρει φωτιά. Αφήσαμε όλα τα προσωπικά μας αντικείμενα, τυλιχθήκαμε με τις βρεγμένες πετσέτες και ακολουθώντας τον δρόμο που μας υπέδειξε η ιδιοκτήτρια περπατήσαμε περίπου πέντε λεπτά συναντώντας μία ηλικιωμένη γυναίκα από την οποία ζητήσαμε να μας πει πώς να φτάσουμε στην παραλία.
Η ηλικιωμένη μας βοήθησε πολύ, δυστυχώς δεν ξέρω αν ζει ακόμα. Δεν μας ακολούθησε, γιατί ήθελε να μείνει στο σπίτι της. Ακολουθήσαμε αριστερά έναν δρόμο, περπατήσαμε αρκετά και φτάσαμε στη μικρή παραλία του ξενοδοχείου Ramada, όπου υπήρχαν ήδη 100 με 150 άτομα. Υπήρχαν παιδιά, έγκυες, ηλικιωμένοι, σκυλιά. Έβηχαν και δεν μπορούσαν να αναπνεύσουν. Ήταν όλα καμένα. Όλα μαύρα. Επικρατούσε χάος και πανικός. Και παντού υπήρχε καπνός.
Κάποιος ήρθε και μας είπε να περάσουμε στο εσωτερικό του ξενοδοχείου και να περιμένουμε εκεί μέχρι να έρθει κάποιο πλοίο. Στην αίθουσα του ξενοδοχείου μας φρόντισαν και μας περιποιήθηκαν. Υπήρχε ρεύμα και wifi και έτσι μπορέσαμε να επικοινωνήσουμε με τους συγγενείς μας. Προσπαθήσαμε να επικοινωνήσουμε και με τον πρέσβη. Εκεί ήμασταν ασφαλείς.
Εκεί περιμέναμε τρεις με τέσσερις ώρες. Τότε κάποιος κύριος ήρθε και μας είπε να ετοιμαστούμε γιατί σε δεκαπέντε λεπτά θα έφτανε κάποιο πλοίο να μας πάρει.
Κατεβαίνουμε ξανά στην παραλία, υπήρχαν βάρκες και μικρά πλοιάρια στα ανοιχτά, αλλά ήταν πολύ δύσκολο να προσεγγίσουν λόγω των βράχων. Κάποιο φουσκωτό, μάλλον κάποιου ιδιώτη, πλησίασε και επιβιβάστηκαν τέσσερα – πέντε άτομα. Αυτή ήταν η πρώτη προσέγγιση και η πρώτη διάσωση ανθρώπων από τη συγκεκριμένη παραλία. Η συνολική αναμονή διήρκεσε περίπου τέσσερις ώρες και κατά τις 9 προσέγγισε μικρό σκάφος στο οποίο επιβιβαστήκαμε και μας μετέφερε σε σκάφος του λιμενικού, το οποίο μας οδήγησε στο λιμάνι της Ραφήνας.
Το σκάφος που μας οδήγησε στο λιμενικό επέστρεψε στην παραλία για να παραλάβει και άλλα άτομα, που ήταν εκεί.
Το ταξίδι κατέληξε σε έναν εφιάλτη και το όνειρό μας πλέον δεν ήταν η Σαντορίνη, αλλά να φτάσουμε στο λιμάνι της Ραφήνας.
Σωθήκαμε χάρη στην τύχη, στην πίστη και την ελπίδα».