Να αρχίσουμε από μια ερώτηση: Ο σεβασμός στους άταφους νεκρούς και στους αγνοούμενους, στους συγγενείς που συνωστίζονται στο νεκροτομείο για τις αναγνωρίσεις, στους τραυματίες και στους ανέστιους τι απαιτεί;
Μια επιτέλους ανοιχτή συζήτηση για τις χρόνιες παθογένειες, τις αυθαιρεσίες και τις παραβάσεις στη δόμηση των πόλεών μας, την εκτεταμένη διαφθορά στις υπηρεσίες που είναι υπεύθυνες να εκδίδουν τις πάσης φύσης άδειες, την πελατειακή λογική της εξυπηρέτησης κάποιων ψηφοφόρων -κι ας αποβεί μακροπρόθεσμα σε βάρος της ασφάλειας και της περιουσίας τους- ή μια ακόμα αδιέξοδη πολιτική κοκορομαχία, όπου όσοι έχουν το πλεονέκτημα να είναι εκτός κυβερνητικών θέσεων απλώς φωνάζουν «παραιτηθείτε»;
Αλήθεια, αυτοί που φωνάζουν και θα φωνάξουν «είστε επικίνδυνοι, φύγετε», ευελπιστώντας πως θα είναι οι επόμενοι, πιστεύουν πραγματικά ότι αν έρθει η ώρα της καταστροφής -μιας τέτοιας πυρκαγιάς, ενός σεισμού σαν του 1999, μιας πλημμύρας σαν της Μάνδρας ή της Νέας Ιωνίας το ’94, ενός ναυαγίου σαν του «Σάμινα» το 2000- θα τα καταφέρουν καλύτερα; Θα σώσουν περισσότερους; Θα λάβουν πιο στοχευμένα μέτρα ενίσχυσης των πληγέντων; Θα θωρακίσουν καλύτερα τη χώρα, γκρεμίζοντας τα αυθαίρετα που είναι χτισμένα σε ρέματα και κοίτες ποταμών ή ανοίγοντας μεγάλους αυτοκινητόδρομους ως πρόσβαση στις παραλίες; Και καλά, μπορεί κάποιος από τους «απέναντι» να απαντήσει «θα τα καταφέρουμε καλύτερα». Τότε γιατί μέχρι σήμερα αυτό δεν συνέβη;
Τελικά τι είναι πιο γόνιμο; Να αναζητηθούν τρόποι για να μπει επιτέλους ένα τέλος σε αυτό το νεοελληνικό μόρφωμα που μας πνίγει, μας καίει, μας σκοτώνει με όλους τους τρόπους ή να τηρήσουμε το τελετουργικό της απόδοσης των ευθυνών στους σημερινούς, ξεχνώντας τις ευθύνες των προηγούμενων;
Και, στο φινάλε, μια και μιλάμε για ευθύνες, ο πρωθυπουργός ανέλαβε την πολιτική ευθύνη της τραγωδίας και τώρα ετοιμάζεται για το επόμενο βήμα, αυτό της αλλαγής σελίδας σε όλα αυτά που κόστισαν και κοστίζουν στη χώρα. Οι υπόλοιποι;