Είναι αλήθεια ότι, ιστορικά, το Βυζάντιο δημιουργεί στους Έλληνες έντονα συναισθήματα, πολύ διαφορετικά απ’ ότι σε έναν δυτικοευρωπαίο, ο οποίος μάλιστα δεν το εντάσσει καν ως παράγοντα διαμόρφωσης της ευρωπαϊκής ιστορίας. Αντίθετα, για μας τους Έλληνες, το Βυζάντιο αποτελεί τον αδιάσπαστο κρίκο που ενώνει την αρχαιότητα με τον νεότερο ελληνισμό.
Η μακραίωνη αυτή περίοδος συνδέεται στενά με τη νεότερη εθνική ιστορία μας, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τους μεγάλους πόθους που συγκρότησαν και τη Μεγάλη Ιδέα του Έθνους.
Έτσι, η Κωνσταντινούπολη, η πόλη που κυριάρχησε πάνω από μια χιλιετία στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολής, παραμένει ζωντανή στην ψυχή κάθε Έλληνα σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας του. Για τον Έλληνα, το Βυζάντιο ακόμα και σήμερα είναι ζωντανό και ενταγμένο, θα έλεγε κανείς, μέσα στην καθημερινότητά του, κυρίως μέσω της Ορθοδοξίας.
Από την άλλη πλευρά, ο ευρωπαϊκός χριστιανικός κόσμος δυσκολεύεται να θεωρήσει ευρωπαϊκές τις ορθόδοξες χώρες. Έτσι, παρατηρούμε ότι ακόμα και στις μέρες μας, που η ιστορική επιστήμη έχει προχωρήσει πολύ και οι αναθεωρήσεις δίνουν και παίρνουν, οι Δυτικοί αγνοούν τη βυζαντινή περίοδο όσο ακριβώς αγνοούν και οι Ανατολικοί τον δυτικό Μεσαίωνα.
Χωρίς αμφιβολία υπάρχουν σοβαρές παρανοήσεις και από τις δυο πλευρές, παρανοήσεις που αίρονται τελευταία σταδιακά μέσα από μια σειρά επανεξετάσεων του θέματος, κυρίως από δυτικούς ιστορικούς, οι οποίοι εντάσσουν το Βυζάντιο στον ευρύτερο Μεσαίωνα. Αν εκ παραλλήλου συμβεί αυτό και με τους ανατολικούς ιστορικούς και θεολόγους, αυτή η τεράστια και σημαντικότατη ιστορική περίοδος θα ενσωματωθεί, όπως είναι και το σωστό, στην ευρωπαϊκή ιστορία και παράδοση. Βέβαια, αυτές οι διεργασίες αποτελούν αντικείμενο ενός μακροχρόνιου διαλόγου, αφού πρώτα προσδιοριστεί εκ νέου ένας κοινός ορισμός για την Ευρώπη.
Σε ποια κληρονομιά ανήκει το Βυζάντιο; Η απάντηση δεν είναι καθόλου εύκολη. Σίγουρα κάποιοι θα έδιναν ιδιαίτερη βαρύτητα στη χριστιανική ορθόδοξη φύση του· άλλοι θα το προσέγγιζαν υπό το πρίσμα της ελληνικότητάς του. Και στις δυο περιπτώσεις έχουμε μια βάση προκειμένου να εξεταστεί η ταυτότητα του Βυζαντίου σαν μια περίοδος εκχριστιανισμένου ελληνισμού.
Σε όλη την ιστορία του Βυζαντίου η ελληνική γλώσσα υπήρξε κυρίαρχη στη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας, καθορίζοντας και τον πολιτισμικό της χαρακτήρα. Το εκπαιδευτικό σύστημα βασιζόταν στην κλασική ελληνική γραμματεία, με έντονο ωστόσο το στοιχείο μιας ιδιαίτερης αμφιθυμίας των Βυζαντινών απέναντι στην αρχαιοελληνική φιλοσοφία.
Ο όρος ελληνισμός χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλώσει την πνευματική και πολιτισμική παράδοση της ελληνικής λογοτεχνίας και φιλοσοφίας μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ενδεικτική είναι η απόπειρα του βραχύβιου αυτοκράτορα Ιουλιανού (361-363) να αποτρέψει την καλπάζουσα επικράτηση του χριστιανισμού στην αυτοκρατορία. Ενδεικτική επίσης είναι και η σχιζοφρενική σχέση που είχαν οι χριστιανοί συγγραφείς και διανοούμενοι με τον κλασικό πολιτισμό: από τη μια επεδίωκαν και επιζητούσαν με όλες τους τις δυνάμεις να κληρονομήσουν την ελληνική παιδεία και από την άλλη την καταδίκαζαν ως ειδωλολατρική…
Ακόμα και μετά την άνοδο του Ισλάμ στις χώρες τις βυζαντινής κυριαρχίας, το ελληνικό «αποτύπωμα» είναι έντονο και διαρκές και στη Μέση Ανατολή. Είναι άπειρες οι αναφορές για τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού από την Αλεξάνδρεια μέχρι τη Βαγδάτη. Η ελληνική γλώσσα και κουλτούρα ήταν ριζωμένη σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Εξ’ άλλου, η γλώσσα της διακυβέρνησης και της παιδείας στο κομμάτι της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν από πολύ παλαιά η ελληνική.
Η ελληνική γλώσσα και παιδεία συνέχισαν για πολύ καιρό να κατέχουν σημαντική θέση στην Ανατολή. Πρόκειται για μια παράδοση που αποτυπώνεται και με εντυπωσιακή πληθώρα κλασικίζουσας εικονογραφίας, που συνέχισε να εμφανίζεται στα ψηφιδωτά των εκκλησιών ακόμα και μετά την κατάλυση της βυζαντινής κυριαρχίας σε εκείνα τα μέρη.
Κατά συνέπεια, η έννοια του ελληνισμού παίζει σημαντικό ρόλο στην κατανόηση του βυζαντινού κόσμου και της βυζαντινής ταυτότητας.
Από την άλλη μεριά, είναι γνωστό ότι οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους και την αυτοκρατορία τους συνέχεια της ρωμαϊκής. Από τους πρώτους κιόλας χριστιανικούς αιώνες της αυτοκρατορίας, πρώτοι οι χριστιανοί συγγραφείς υιοθέτησαν τους όρους «Έλληνας» και «ελληνικός» όταν ήθελαν να αναφερθούν στους ειδωλολάτρες παγανιστές, προσδίδοντας στη σημασία τους ιδιαίτερα αρνητικό χαρακτήρα.
Πολλές γενιές κληρικών καταδίκαζαν έντονα την ελληνική φιλοσοφία. Έκτοτε πέρασαν πολλοί αιώνες και, με το τέλος των σταυροφοριών, οι Βυζαντινοί άρχισαν να χρησιμοποιούν τον όρο «Έλληνας» προκειμένου να αναφερθούν στον εαυτό τους. Ήταν την περίοδο που η παπική εξουσία, με ανανεωμένη την αυτοπεποίθησή της και αναβαθμισμένη τη σημασία της «Ρώμης», εμπλέκεται σε μια θεολογική διαμάχη με την ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία. Τότε οι Λατίνοι χρησιμοποιούσαν το όρο «Γραικός» για να αναφερθούν στον ορθόδοξο Βυζαντινό.
Ωστόσο, εκτός των παρά πάνω και άλλων πολλών παραμέτρων που είναι αδύνατον να αναφερθούν, υπάρχει μια βασική δυσκολία στο να ορίσουμε την ακριβή έννοια του όρου «ελληνισμός» καθώς είναι μια λέξη που κουβαλάει βαριές αποσκευές και έχει πολυσήμαντες και πολυεπίπεδες αναφορές. Στον κλασικό κόσμο, ο «ελληνισμός» προσδιοριζόταν σε αντιδιαστολή με τον όρο «βαρβαρικός». Στη συνέχεια, στην πρώιμη χριστιανική περίοδο, ο «ελληνισμός» έλαβε αρνητικό πρόσημο ταυτιζόμενος με την ειδωλολατρία μέσα από μιαν αντίθεση ανάμεσα στον εβραϊσμό και την ελληνική σκέψη.
Είναι φανερό ότι για να κατανοήσουμε τη βυζαντινή ταυτότητα ή τον ελληνισμό στο Βυζάντιο οφείλουμε να ξεκινήσουμε χρονικά αρκετά πριν τη μεταφορά της έδρας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη. Όπως και να έχει το θέμα, βέβαιο είναι ότι η ταυτότητα των Βυζαντινών δεν βασιζόταν στην εθνικότητα. Ο πληθυσμός κυρίως των βυζαντινών επαρχιών ήταν πέρα για πέρα ανάμικτος, ώστε να μην αφήνονται περιθώρια για εθνοκεντρικές προσεγγίσεις.
Ο Βρετανός λόγιος σε θέματα ιστορίας, τέχνης, αρχιτεκτονικής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Σύριλ Μάνγκο περιγράφει την εθνοτική κατάσταση που επικρατούσε τον όγδοο αιώνα: «Βρίσκουμε έναν πληθυσμό τόσο πολύ ανακατεμένο, ώστε είναι δύσκολο να πει κανείς ποιες εθνοτικές ομάδες διαβιούσαν σε ποια τοποθεσία και σε ποια αναλογία επί του συνόλου των κατοίκων».
Κοντολογίς, η βυζαντινή ταυτότητα δεν μπορεί να οριστεί εθνοτικά. Σίγουρα όμως ο «ελληνισμός» υπήρξε ένα στοιχείο που έπαιξε σημαντικό ρόλο – όχι μοναδικό.
Στην κεντρική φωτογραφία απεικονίζεται ένας χάρτης της Μέσης Ανατολής, ο οποίος βρίσκεται στη βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου
——————————————————————————
ΞΕΝΟΦΩΝ Α. ΜΠΡΟΥΝΤΖAΚΗΣ
[email protected]
constantinoupoli.com